Κατωχωρίτικες
ιστορίες, 19η ιστορία, Ο καφές
Ο Γιάννης είναι τυφλός. Δηλαδή στραβός. Γι’
αυτό και τον λένε Στραβογιαννιό.
Το
Στραβογιαννιό είναι οικογενειάρχης. Έχει γυναίκα και τρία παιδιά, μια κόρη και δυο
γιους. Με το μικρότερό του γιο, τον συγχωρεμένο τον Νικολή, ήμασταν συμμαθητές
και φίλοι.
Παίζει και βιολί. Καλό βιολί. Κατά καιρούς γυρνάει το πανελλήνιο.
Στέκεται μπροστά στις εκκλησίες, στα πανηγύρια, και ζητιανεύει. Ο κόσμος του
δίνει λεφτά. Εκτός του ότι παίζει καλό βιολί είναι και τυφλός. Πραγματικός
τυφλός, όχι όπως ο Φωτόπουλος, που το έπαιζε «αόμματος» στην «Κάλπικη λίρα». Με
τα λεφτά που μαζεύει δανείζει τους χωριανούς που έχουν ανάγκη. Δάνειζε και τον
πατέρα μου τότε που ήμουν φοιτητής και έπρεπε να μου στέλνει λεφτά. Όχι
τοκογλύφος, αλλά φυσικά με το αζημίωτο.
Αυτά χρόνια πριν, γιατί είναι και αυτός συγχωρεμένος. Εδώ και χρόνια.
Ο
Στέλιος είναι καφετζής.
Μια μέρα το Στραβογιαννιό πηγαίνει στο καφενείο του και του παραγγέλνει
καφέ. Ο Στέλιος φέρνει τον καφέ, και τον ακουμπάει στο τραπεζάκι του. Αθόρυβα,
γιατί το Στραβογιαννιό δεν παίρνει χαμπάρι. Περιμένει τον καφέ του, περιμένει,
πού να φανταστεί πως ο καφές είναι μπροστά του. Αφού έχει περάσει αρκετή ώρα,
και η υπομονή του επίσης έχει περάσει τα όριά της, φωνάζει στον Στέλιο.
-Έ, Στέλιο, θα μου φέρεις καμιά φορά τον καφέ;
Και
ο Στέλιος:
-Στραβός είσαι; Δεν τον βλέπεις που είναι μπροστά σου;
No comments:
Post a Comment