Του τάφου, 17η
ιστορία, Η φάρσα
Ο
Μιχάλης ήταν η ψυχή της παρέας. Και φοβερός πλακατζής. Όλο φάρσες σκάρωνε. Ο
φίλος του ο Νίκος, ο φαρμακοποιός, δεν θα ξεχάσει ποτέ τη φάρσα που του έκανε
κάποτε.
Τη
φίλη του Μιχάλη δεν την είχε γνωρίσει ακόμη. Ήταν ξένη. Το πώς τη γνώρισε θα
του μείνει αξέχαστο.
Πηγαίνει
αυτή στο φαρμακείο και ζητάει κάποιο φάρμακο. Τα αγγλικά τους δεν φάνηκαν να
βοηθάνε ούτε αυτή ούτε τον Νίκο. Μετά μπαίνει ο Μιχάλης και προθυμοποιείται να
εξυπηρετήσει την κοπέλα. Τα ισπανικά του είναι άψογα όπως και τα δικά της, και
αφού ανταλλάσσουν κάποια λόγια λέει στο φίλο του τον Νίκο ποιο είναι το φάρμακο
που θέλει. Μάλιστα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Νίκου πληρώνει και το
λογαριασμό. Η κοπέλα τον ευχαριστεί και αυτός, αντί για «παρακαλώ», τη φιλάει
με πάθος.
Ο Νίκος, όπως
και μια άλλη πελάτισσα που ήταν εκείνη την ώρα στο φαρμακείο, μένει με ανοιχτό το
στόμα και γουρλωμένα τα μάτια.
Ο Μιχάλης σκασμένος
στα γέλια του συστήνει τη φίλη του.
-Ρε μαλάκα, νόμισα ότι από τις πολλές γλώσσες που ξέρεις είχες σαλτάρει,
προσπαθεί αυτός να δικαιολογηθεί που την πάτησε.
Ο
Μιχάλης ήταν γλωσσομαθής.
Κάποτε
έπαθε έμφραγμα.
Ήταν δυστυχώς και μανιώδης καπνιστής.
Το
να ξαναπάθει έμφραγμα και αυτή τη φορά να μην καταφέρει να τη γλιτώσει ήταν πιθανό,
όπως επίσης πιθανό ήταν να φτάσει σε βαθιά γεράματα, σαν τον πρώην σπιτονοικοκύρη
του. Όμως ήθελε να είναι προετοιμασμένος για το πρώτο ενδεχόμενο. Και ανάμεσα
στις άλλες προετοιμασίες που έκανε ήταν και η τελευταία του φάρσα.
Τελικά δεν τα κατάφερε. Και δεν του έφταιγε βέβαια κανείς, γιατί παρά το
έμφραγμα δεν εννοούσε να κόψει το τσιγάρο. Το μείωσε βέβαια πολύ, όμως αυτό δεν
ήταν αρκετό. Σε ένα χρόνο έπαθε δεύτερο έμφραγμα. Την επόμενη μέρα πέθανε στο
τοπικό νοσοκομείο.
Την
ημέρα της κηδείας του είχε μαζευτεί σύσσωμο το χωριό στο νεκροταφείο. Ο Μιχάλης
ήταν πολύ αγαπητός σε όλους. Η γυναίκα του και οι δυο του κόρες έκλαιγαν
απαρηγόρητες.
Η
άρκλα ήταν ήδη ανοιγμένη (για την άρκλα έχουμε μιλήσει σε προηγούμενη ιστορία).
Ο προηγούμενος νεκρός είχε ήδη εκταφεί, και τα κόκαλά του στο εξής θα
αναπαύονταν στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου.
Δυο παλικάρια του χωριού τοποθέτησαν δυο σκοινιά κάτω από το φέρετρο, ένα
σε κάθε άκρη. Το ανασήκωσαν, και σιγά σιγά άρχισαν να το κατεβάζουν μέσα στην
άρκλα, μέχρι να ακουμπήσει στους δοκούς.
Αυτό που έγινε τότε δεν το περίμενε κανείς. Μέσα από το φέρετρο άρχισε
να κτυπάει ένα κινητό. Τα σκοινιά
ξέφυγαν από τα τρομαγμένα χέρια των παλικαριών και το φέρετρο κάθισε με
τρανταγμό πάνω στα δοκάρια της άρκλας. Αυτοί που ήσαν δίπλα οπισθοχώρησαν
τρομαγμένοι.
Το
ερώτημα δεν ήταν ποιος πήρε τηλέφωνο τον Μιχάλη - όταν πεθάνει κάποιος δεν
είναι δυνατόν να ενημερωθούν αμέσως όλοι οι γνωστοί - αλλά πώς βρέθηκε το
κινητό μέσα στο φέρετρο.
Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι αυτή ήταν μια ακόμη φάρσα του Μιχάλη, η
τελευταία του. Όμως σ’ αυτή τη φάρσα θα έπρεπε να έχει συνεργό. Κάποιος θα
έβαλε την τελευταία στιγμή το κινητό του μέσα στο φέρετρο και κανόνισε να τον
πάρει τηλέφωνο τη στιγμή που θα το κατέβαζαν στην άρκλα. Και αν δεν κατάφερνε
να το υποκλέψει, θα τοποθετούσε κάποιο άλλο κινητό, αφού βέβαια έβαζε το ίδιο ringtone. Όμως ποιος να ήταν αυτός;
Θα
μπορούσαν ίσως να το ανακαλύψουν. Με ποιο τρόπο; Απλά κάποιος θα έπρεπε να κατέβει
μέσα στην άρκλα και να πάρει το κινητό από το φέρετρο, και στη συνέχεια να
ψάξουν για την τελευταία αναπάντητη κλήση. Ποιος όμως; Ένα από τα δυο
παλληκάρια που είχαν κοψοχολιαστεί; Και αν ο συνεργός είχε προβλέψει την περίπτωση
και είχε βάλει απόκρυψη στο κινητό του; Όχι, καλύτερα να μην το έψαχναν. Εξάλλου
ήταν τόσο επιτυχημένη αυτή η φάρσα, παρά το μακάβριο χαρακτήρα της.
-Ο
αφιλότιμος, είχε την πλάκα του, φρόντισε να μας αποχαιρετήσει με μια φάρσα.
-Εγώ πάντως με το που άκουσα το κινητό πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη.
Τέτοιου είδους σχόλια ακουγόντουσαν ανάμεσα
στους χωριανούς που άρχισαν σιγά σιγά να πλησιάζουν την άρκλα.
Δεν είναι αιώνια η μνήμη των νεκρών δυστυχώς, και ας το εύχεται ο παπάς
στη νεκρώσιμη ακολουθία, και ας το ευχόμαστε και εμείς στους τεθλιμμένους. Όμως
η ανάμνηση αυτής της φάρσας θα έσπρωχνε τη μνήμη του νεκρού παραπέρα μέσα στο
χρόνο. Γιατί είναι σίγουρο πως θα την διηγούνταν για γενιές και γενιές οι
κάτοικοι του χωριού του.
Θα
αναρωτιέστε, αγαπητοί μου αναγνώστες: μα είναι αληθινή αυτή η ιστορία;
Μετά από 16 ιστορίες, όλες πραγματικές εκτός από μια που δεν φαίνεται να
είναι αληθινή, είπα να γράψω κι εγώ μια ιστορία «Του τάφου» σαν παραμυθάς ή σαν
λογοτέχνης που επινοεί μια πλοκή. Και βέβαια όλοι οι λογοτέχνες έχουν ένα
έναυσμα, κάτι που τους κεντρίζει τη φαντασία, ένα επεισόδιο, ένα πρόσωπο, ίσως
μόνο μια φράση ή μια λέξη, και από εκεί ξεδιπλώνουν σιγά σιγά το υφάδι της
ιστορίας τους.
Πολλοί κρητικοί θα έχετε καταλάβει από πού έχω
εμπνευστεί αυτή την ιστορία. Είναι από τη μαντινιάδα «Σαν θα πεθάνω βάλτε μου
το κινητό στο μνήμα/ μα μη με θάψετε βαθειά γιατί δεν θα ’χω σήμα».
No comments:
Post a Comment