Του τάφου, 15η
ιστορία, Το φάντασμα
Στον
δρόμο προς την Ιεράπετρα, τρία χιλιόμετρα από το χωριό μου, βρίσκεται η
«σιδερένια καμάρα». Είναι μια γέφυρα πάνω σε μια πολύ επικίνδυνη στροφή, όπου
έχουν γίνει πολλά ατυχήματα. Κάποια από αυτά ήταν θανατηφόρα. Όμως η πυκνότητα
των θανατηφόρων ατυχημάτων ήταν εξαιρετικά μεγάλη όταν ήμουν στο γυμνάσιο· μέσα
σε τρία χρόνια τρεις νεκροί. Όταν πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου σκοτώθηκε ο
πρώτος, όταν πήγαινα στην δευτέρα γυμνασίου σκοτώθηκε ο δεύτερος, και ο τρίτος
όταν πήγαινα στην τρίτη γυμνασίου. Αν δεν κάνω λάθος, όλοι τους οδηγούσαν
μηχανή.
Πολύ σούσουρο είχε γίνει μετά το τρίτο ατύχημα. Όλοι συζητάγαμε το θέμα.
Θυμάμαι έναν μηχανόβιο καθηγητή μας, όνομα και μη χωριό, που μας είπε
ψιλοκαμαρώνοντας: «Πόσες φορές δεν πέρασα αυτή την επικίνδυνη στροφή με 120
χιλιόμετρα την ώρα!». Είχε άγιο που δεν σκοτώθηκε κάποια απ’ αυτές τις φορές.
Φαντάζομαι λόγω επαγγέλματος.
Τρία
θανατηφόρα ατυχήματα λοιπόν σε τρεις διαδοχικές χρονιές, ε, αυτό ήταν πάρα
πολύ. Κάποιο κακό πνεύμα παραμόνευε τους άτυχους ανθρώπους για να τους πάρει τη
ζωή.
Ήταν το φάντασμα. Είχε μορφή βοδιού, με δυο λαμπάκια στα κέρατά του, ένα
σε κάθε μεριά. Υπήρχαν άτομα που ορκιζόντουσαν ότι το είδαν.
Στο απέναντι σπίτι κάθονται τα ξαδέλφια μου. Κάποιο βράδυ ήμασταν στην
αυλή τους, όταν σταμάτησε με τη μηχανή του έντρομος ένας χωριανός, όνομα και μη
χωριό κι αυτός. Ήταν κατακίτρινος από το φόβο του. Ερχόταν από την Ιεράπετρα,
όταν η μηχανή του έσβησε ακριβώς πάνω από τη σιδερένια καμάρα. Την έσυρε
πανικόβλητος τρέχοντας. Μετά από δυο στροφές σταμάτησε και δοκίμασε να την
βάλει μπροστά. Η μηχανή πήρε μπρος, αλλά αυτός, αναστατωμένος καθώς ήταν, ήθελε
να βρει κόσμο να του εξιστορήσει την περιπέτειά του και σταμάτησε σε μας.
Δεν τον πιστέψαμε. Όχι ως προς το γεγονός ότι του έσβησε η μηχανή, αλλά
ως προς την ερμηνεία, ότι το φάντασμα του την έσβησε. Η μόνη λογική εξήγηση που
μπορέσαμε να δώσουμε είναι ότι, καθώς φοβόταν ενώ περνούσε πάνω από τη γέφυρα,
άνοιξε ασυναίσθητα γκάζι με αποτέλεσμα να μπουκώσει η μηχανή και να σβήσει.
Ανήκα σε μια τυχερή γενιά που πηγαίναμε στο γυμνάσιο με ποδήλατα. Οι
προηγούμενοι πήγαιναν με τα πόδια, μια διαδρομή επτά ολόκληρων χιλιομέτρων. Γυρνάγαμε
παρέες παρέες από το σχολείο.
Ένα βράδυ, η παρέα η δικιά μου που δεν πίστευε στο φάντασμα, αποφασίσαμε
να κάνουμε μια φάρσα στην επόμενη παρέα που ερχόταν. Σταματήσαμε στη σιδερένια
καμάρα, και σε ένα λιόδεντρο που ήταν εκεί δίπλα κρεμάσαμε ένα άσπρο σεντόνι.
Κρυφτήκαμε, με τα μάτια καρφωμένα στη στροφή, πότε να προβάλει η άλλη παρέα.
Σε
λίγο φάνηκε. Είδαν ένα άσπρο πράγμα να ανεμίζει μέσα στη σκοτεινιά στο βάθος, και
μάλιστα στη σιδερένια καμάρα, και φυσικά δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από
το φάντασμα. Σταμάτησαν. Κατέβηκαν από τα ποδήλατα, χωρίς να τολμάνε να κάνουν
βήμα μπροστά. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πίσω, άλλος δρόμος για τα χωριά
μας δεν υπήρχε.
Φαίνεται πως υπήρχε κάποιος ανάμεσά τους που, όπως κι εμείς, δεν πίστευε
στα φαντάσματα. Καβαλάει το ποδήλατό του και πλησιάζει σιγά σιγά την καμάρα.
Όταν έφτασε αρκετά κοντά διέκρινε όχι μόνο το σεντόνι, αλλά και κάποιους από
μας που ήμασταν κρυμμένοι πίσω από τα λιόδεντρα.
–Τρεχάτε να τους πιάσουμε, φωνάζει στους άλλους. –Τρέξτε να τους ξεφύγουμε, φωνάζει κάποιος από
μας.
Παρατήσαμε το σεντόνι, καβαλήσαμε γρήγορα τα ποδήλατά μας και δρόμο. Οι
άλλοι πίσω ορθοπεταλιά να μας προφτάσουν, αλλά το ίδιο και εμείς.
Δεν μας πρόφτασαν. Την άλλη μέρα στο σχολείο τους κοιτάζαμε
κοροϊδευτικά.
Η
αμέσως επόμενη γενιά από εμάς ήταν πιο τυχερή. Μπήκε σχολικό λεωφορείο. Εμείς
πηγαίναμε τότε στην έκτη τάξη του εξαταξίου γυμνασίου.
Οι
συμμαθητές μου επωφελήθηκαν, εγώ όμως μόνο κατά το ήμισυ.
Μαθητής ήμουν μέτριος. Δεν μου άρεσε το σχολείο, δεν μου άρεσαν τα
μαθήματα. Στην πρώτη και τη δευτέρα τάξη ήμουν πολύ καλός στα μαθηματικά, μια
επανάληψη της πρακτικής αριθμητικής και της πρακτικής γεωμετρίας που κάναμε στο
δημοτικό. Θυμάμαι που το τετράδιο των μαθηματικών το είχα κάνει λυσάρι,
λύνοντας όλες τις ασκήσεις. Όμως στην τρίτη τάξη μπήκαμε σε καινούρια πράγματα,
άλγεβρες, τριγωνομετρίες, δεν μπορούσες να τα βγάλεις πέρα χωρίς διάβασμα. Έτσι
σημείωσα μια πτώση στα μαθηματικά. Όμως τότε αποκαλύφθηκε το λογοτεχνικό μου
ταλέντο με κάτι διηγήματα που έγραψα, και έκανα στροφή στον επαγγελματικό μου
προσανατολισμό: δεν θα γινόμουν μαθηματικός, θα γινόμουν φιλόλογος.
Όμως και εδώ υπήρχε πρόβλημα. Ενώ έγραφα καλές εκθέσεις ήμουν
ανορθόγραφος. Επίσης τα αρχαία ήθελαν διάβασμα, αλλά εγώ προτιμούσα να διαβάζω
εξωσχολικά βιβλία. Ο Νίτσε και ο Ντοστογιέφσκι ήταν οι αγαπημένοι μου. Διάβαζα
και ξένες γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Αλλά η ιστορία με τη
γλωσσομάθειά μου είναι πολύ μεγάλη, μπορεί να την γράψω κάποια στιγμή. Το
σίγουρο είναι ότι φτάνοντας στην πέμπτη τάξη ήξερα πως ούτε στη φιλολογία θα
μπορούσα να περάσω, και έμενε ανοικτός μόνο ο δρόμος της αγγλικής φιλολογίας.
Έτσι άλλαξα και πάλι επαγγελματικό προσανατολισμό.
Στην έκτη γυμνασίου, αποφασισμένος ότι η πρώτη μου επιλογή θα ήταν η
αγγλική φιλολογία, πήγα και βρήκα τον κύριο Σταυρακάκη. Με είχε κάνει αποβολή
από το φροντιστήριο αγγλικών που είχε όταν πήγαινα τρίτη γυμνασίου και τρίτη
τάξη στα αγγλικά, γιατί ήμουν λέει άτακτος. Τον παρακάλεσα να με δεχθεί, τώρα
δεν ήμουν πια παιδί για να κάνω αταξίες, είχα μπει στα δεκαοκτώ. Με δέχτηκε,
υποκρινόμενος κάποιους ενδοιασμούς. Μετά από τέσσερα χρόνια, φοιτητής πια,
δίδαξα στο φροντιστήριό του.
Τα
μαθήματα γινόντουσαν μετά τη λήξη των μαθημάτων του σχολείου, κάπου στις οκτώ
το βράδυ, οπότε έφευγε και το σχολικό. Εγώ αναγκαστικά θα έπρεπε να επιστρέψω
με το ποδήλατο.
Τότε ήμασταν στο σχολείο πρωινοί και απογευματινοί, εναλλάξ. Όταν
ήμασταν πρωινοί πήγαινα με το σχολικό, αλλά όταν ήμασταν απογευματινοί πήγαινα
με το ποδήλατο. Άλλες φορές πήγαινα το πρωί με το ποδήλατο, γύριζα με το
λεωφορείο, κατέβαινα το βράδυ πάλι με το λεωφορείο και γύριζα με το ποδήλατο.
Πολλές φορές γύριζα σπίτι με κρύο, με καταιγίδες και αστραπόβροντα, με
τη μητέρα μου να με περιμένει ανήσυχη. Σταύρωσε κυριολεκτικά τη μητέρα ενός
φίλου και συμμαθητή μου να πείσει το γιο της να έλθει και αυτός στα αγγλικά για
να έχω παρέα, όμως εκείνος τίποτα.
Το
φάντασμα εξακολουθούσε να κάνει κατά καιρούς την εμφάνισή του, όμως εγώ, αν και
πέρασα τόσα βράδια μόνος μου πάνω από τη σιδερένια καμάρα, συχνά με έναν ουρανό
πίσσα σκοτάδι, δεν το είδα ποτέ μου. «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον
άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν
η ψυχή σου δεν τους στήνει ομπρός σου».
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου θαρραλέο. Και το όποιο θάρρος έχω δεν είναι
θυμικό, είναι διανοητικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μη πιστεύοντας σε
μεταφυσικές δυνάμεις, δεν μπορούσα βέβαια να πιστέψω ούτε στα φαντάσματα. Έτσι
δεν υπήρχε περίπτωση να φοβηθώ, έστω και αν το συγκεκριμένο φάντασμα είχε την
απειλητική μορφή ενός βοδιού με φωτισμένα κέρατα.
No comments:
Post a Comment