Του τάφου, 29η
ιστορία, Ο φόβος των φαντασμάτων
Όσο πιο πολύ πλησίαζε το νεκροταφείο τόσο πιο πολύ φοβόταν. Ο φόβος του
κορυφώθηκε όταν μπήκε μέσα. Δεν γινόταν όμως διαφορετικά, η θεια του η Ελένη
είχε πάει το πρωί να ανάψει το καντήλι στον τάφο του αδελφού της και ξέχασε να
πάρει το παραφινέλαιο. Μπορεί να της το έκλεβαν, μπορεί και όχι, όμως γιατί να
το ριψοκινδυνεύσει; Έτσι έστειλε τον ανιψιό της να πάει να το φέρει. Εξάλλου, πατέρας
του ήταν ο μακαρίτης.
-Άντε, να κάνεις και κανένα σταυρό πάνω από τον τάφο του πατέρα σου.
Κατευθυνόταν προς τον τάφο ενώ η καρδιά του κτυπούσε ανήσυχα. Κι αν
προβάλει ξαφνικά κανένα φάντασμα;
Τέτοια πιθανότητα ήταν αμυδρή, γιατί τα φαντάσματα συνήθως βγαίνουν στο
σκοτάδι και δεν είχε πέσει ακόμα ο ήλιος, όμως δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται.
Ξαφνικά βλέπει στο βάθος έναν άνθρωπο, που κατευθυνόταν κι αυτός σε
κάποιο τάφο. Τον πλησιάζει. Δεν τον είχε ξαναδεί. Ένοιωθε ανακουφισμένος που
δεν ήταν μόνος στο νεκροταφείο. Όσο να ’ναι, το να ξέρει ότι και κάποιος άλλος
ήταν εκεί του έδινε θάρρος.
-Γεια σου κουμπάρε, ευτυχώς που βρέθηκες κι εσύ εδώ, γιατί, δεν σου το
κρύβω, τα φοβούμαι τα φαντάσματα.
-Σε καταλαβαίνω απόλυτα, του λέει αυτός. Και εγώ τα φοβόμουν όσο ήμουν
ζωντανός, τώρα όμως που είμαι πεθαμένος δεν τα φοβούμαι.
Η
ιστορία στην προφορική της αφήγηση, όπως την άκουσα από τον Σταυρή το
Μαντζαράκη, τελειώνει εδώ. Όμως στη γραπτή απόδοσή της φαίνεται ημιτελής, και
γι’ αυτό πρέπει να την τελειώσω.
Με
το να ακούσει αυτά τα λόγια ο καημένος ο ανιψιός το βάζει στα πόδια. Ούτε που
κατάλαβε για πότε βγήκε από το νεκροταφείο και για πότε βρέθηκε στον κεντρικό
δρόμο. Όμως και πάλι δεν έκοψε ταχύτητα. Κι αν το φάντασμα τον είχε πάρει από
πίσω;
Ξεπνεμένος έφτασε στο σπίτι της θειας του. Της είπε λαχανιασμένος όλη
την ιστορία, και αυτή σταυροκοπήθηκε με δέος.
-Παιδί μου, τι είναι αυτό που έπαθες! Να το πούμε του παπά να πάει να
ψάλλει, να μην ξαναφανεί το φάντασμα.
Για το παραφινέλαιο ούτε λόγος. Ήταν τόσο συγκλονιστικό το γεγονός, που
δεν θα καθόταν τώρα να σκάσει γι’ αυτό. Ας της το έκλεβαν.
Όσοι πιστεύετε στα φαντάσματα και έχετε εκστασιαστεί από το μεταφυσικό
μεγαλείο αυτής της ιστορίας μπορείτε να σταματήσετε την ανάγνωση εδώ. Όσοι δεν
πιστεύετε, μπορείτε να συνεχίσετε παρακάτω.
-Βρε σταμάτα, φωνάζει πίσω του το «φάντασμα», πλάκα σου έκανα, άνθρωπος
είμαι, δεν είμαι φάντασμα, όμως πού να ακούσει ο ανιψιός, που είχε κόψει στο
μεταξύ μίλια. Πω πω πω, φοβητσιάρης, πάλι καλά που δεν έπαθε και καμιά συγκοπή να
το ’χω κρίμα, σκέφτηκε. Τι κρίμα δηλαδή, να βρω και τον μπελά μου. Και έκανε το
σταυρό του που δεν συνέβη τέτοιο μοιραίο γεγονός.
Επειδή εσείς που πιστεύετε στα φαντάσματα θα πνέετε μένεα εναντίον μου,
ότι σας ειρωνεύτηκα, θα παραθέσω και τρεις ιστορίες που δεν είναι
χιουμοριστικές. Παραπέμπουν στην ύπαρξη των φαντασμάτων και του υπερφυσικού.
Είχα σκοπό να τις βάλω σε επίμετρο, σαν ντοκουμέντα, όμως βρίσκω ότι είναι
καλύτερα να τις τοποθετήσω εδώ.
1η
Ιστορία. Μου την αφηγήθηκε ο Σταυρής ο Μαντζαράκης.
Περνάει ένας πάνω στο μουλάρι του μπροστά από το νεκροταφείο. Είναι
νυχτοπάρωρα. Την ίδια μέρα είχαν θάψει ένα φίλο του. Μαζί τα πίνανε.
-Α, ρε Γιώργη, λέει αναστενάζοντας, να είχα ένα μπουκάλι ρακή να κατεβώ
να την πιούμε.
-Κατέβα κι έχουμε εμείς, ακούει μια φωνή να του λέει.
-Μούλε, μούλε, φωνάζει αυτός τρομαγμένος στο μουλάρι του να απομακρυνθεί
όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Και διαβάζω στον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη:
«Κι είχε βάλει μαστόρους και του ’φτιασαν, με πέτρα και μάρμαρο, στο
νεκροταφείο, ένα μνήμα απλόχωρο, κι ήταν σαν ένα υπόγειο κουβούκλι, με πατάρια
τριγύρα και μαξιλαράκια, μ’ ένα χαμηλό σοφραδάκι στη μέση, μ’ ένα χωνευτό
ντουλάπι στον τοίχο, όπου βρίσκουνταν πάντα μια μπουκάλα γεμάτη και ρακοπότηρα.
Γιατί όταν του ’ρχουνταν το κέφι του Καπετάν Πολυξίγκη, γέμιζε ένα καλάθι
μεζέδες, έπαιρνε δυο τρεις αντάμικους φίλους και κατέβαιναν στο μνήμα κι
άρχιζαν να κουτσοπίνουν και να μιλούν για πολέμους, για γυναίκες και για το
θάνατο» (σελ. 84).
Λέτε να
πέρασε από το νεκροταφείο που ήταν ο τάφος του Πολυξίγκη;
2η ιστορία. Μου την αφηγήθηκε η
Μαριάννα.
Πήγε στο νεκροταφείο να ανάψει το καντήλι στον τάφο του πατέρα της, που
είχε πεθάνει πριν λίγες μέρες. Ο καιρός κακός, φυσούσε δυνατός βοριάς. Μόλις
μπαίνει στο νεκροταφείο ακούει βήξιμο. Κοιτάζει γύρω, κανείς. Προχωράει προς
τον τάφο του πατέρα της, ο βήχας συνεχίζεται. Ξανακοιτάζει, κανείς. Με
τρεμάμενα χέρια άναψε το καντήλι και έφυγε γρήγορα γρήγορα, με τον βήχα να την
ακολουθεί. Τρομαγμένη τη συνάντησε στο δρόμο ο Γιάννης ο καπετάνιος με το αμάξι
του, την πήρε και του αφηγήθηκε την ιστορία.
3η Ιστορία. Μου την είπε η
Μήτση, η γυναίκα ενός συμμαθητή μου. Της την αφηγήθηκε μια φίλη της. Είναι
μπροστά στο μνήμα του πατέρα της που πέθανε πριν λίγες μέρες. Είναι
συγκινημένη. Κάποια στιγμή σκέφτεται έντονα: «Πατέρα, αν είσαι εδώ και με
βλέπεις, δώσε μου σημάδι». Και τότε βλέπει λέει το μνήμα και τον γύρω χώρο σαν
να κυμάτιζαν, όπως κυματίζει η θάλασσα.
Τόσο αυτή όσο και η Μαριάννα δεν ήταν γυναίκες φοβητσιάρες, που
φοβόντουσαν το υπερφυσικό και τα φαντάσματα.
Συμπληρώνω, 29 μέρες μετά την ανάρτηση.
Με κάποιες
τύψεις.
Έγραψα
κάπου ότι δυσκολεύομαι να γράψω λογοτεχνία, γιατί η λογοτεχνία είναι γεμάτη
ψέματα, «ψευτιές», όπως μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου: «Τι τις
διαβάζεις αυτές τις ψευτιές, να διαβάζεις τα μαθήματά σου». Και εγώ
ψυχαναγκαστικά λέω πάντα την αλήθεια.
Σχεδόν πάντα.
Γιατί στην παραπάνω ανάρτηση έγραψα μια ψευτιά, για να κάνω την ιστορία πιο
ενδιαφέρουσα. Όμως δεν αντέχω άλλο, θα πω την αλήθεια.
Την
ιστορία την σταμάτησε ο Σταυρής ο Ματζαράκης εκεί που ο άνθρωπος αυτός, που
φοβόταν τους νεκρούς, το έβαλε στα πόδια. Κοίταξα το Σταυρή με απορία: -Και τι
έγινε μετά; -Τίποτα, εδώ τελειώνει η ιστορία.
Τη
συνέχεια που διαβάσατε την επινόησα εγώ. Χωρίς να αποκλείεται να έγιναν έτσι τα
πράγματα και στην πραγματικότητα. Την ιστορία όμως την αφηγήθηκε ο παθών. Έτσι μένει
ανοιχτή με δυο εκδοχές: Δεν αποκλείεται όντως κάποιος να τον δούλεψε. Μπορεί όμως
και να συνάντησε πραγματικά ένα φάντασμα.
No comments:
Post a Comment