Του τάφου, 21η
Ιστορία, Το δώρο
Νόμιζα πως είχα πια τελειώσει με τις ιστορίες του τάφου. Ρώτησα κάποια
άτομα που συνάντησα, κανείς δεν ήξερε να μου πει καμιά. Σήμερα, γυρνώντας από
την εκκλησία, στα «συναπαντήματα» της θειας μου της Μαρίκας της Μαρμαρέλη, δυο
χρόνια από το θάνατό της, πέτυχα στην αυλή του σπιτιού του τον φίλο μου τον
Ηρακλή το Χριστάκη. Μακρινός συγγενής κι αυτός, ο πατέρας της μητέρας του
Δερμιτζάκης. Με είχε πάρει χθες τηλέφωνο, μόλις είχε κατέβει από την Αθήνα.
Καθίσαμε, η κυρά Φανή μας έφτιαξε καφέ, και κάποια στιγμή του κάνω την κλασική
ερώτηση, που μάλλον στο εξής θα την επαναλαμβάνω συχνά σε άτομα που συναντώ.
-Μήπως
ξέρεις καμιά ιστορία με πεθαμένους, νεκροταφεία και τα παρόμοια; Του είπα και
την ιστορία του «Καλημέρα», την 4η ιστορία, για να μπει στο κλίμα, να λειτουργήσουν οι συνειρμοί.
Ήξερε.
Και μου την είπε.
Η
ιστορία έγινε στο Καβούσι.
Αρνήθηκε να μου πει τα ονόματα. Μετά από επιμονή όμως δικιά μου, που δεν
είχε και νόημα γιατί έτσι κι αλλιώς δεν θα τα έγραφα, υποχώρησε και μου τα
είπε: όνομα και επώνυμο. Τριών φίλων.
Θα
κάνω όμως μια παρασπονδία. Θα αναφέρω το επώνυμο του ενός. Δερμιτζάκης.
Κατάγεται από εκείνον από τα εννιά αδέλφια που σκότωσαν τον τούρκο που αγάπησε
η αδελφή τους και εγκαταστάθηκε στο Καβούσι· έχω γράψει την ιστορία
στην προηγούμενη ανάρτηση, την 20η ιστορία που έχει τίτλο «Το
φάντασμα».
Δεν ήταν αυτός που έκανε το δώρο. Το έκανε ένας από τους άλλους δυο
φίλους, χρόνια στην Αμερική, ματσωμένος, που μετά από κάμποσους μήνες αφού είχε
έλθει στην Ελλάδα λέει στους φίλους του.
-Σας έχω κάνει ένα δώρο, και θέλω να έλθετε να
το δείτε. Όμως να πάρουμε μαζί μας ρακή, μεζέδες, και ένα κασετόφωνο για
μουσική.
-Τι
δώρο είναι αυτό; τον ρωτάνε με περιέργεια οι φίλοι του.
-Έκπληξη,
τους απαντάει.
Παίρνουν τρεις μεγάλες μπουκάλες ρακί, ταπεράκια με μεζέδες, και…
-Ακολουθήστε με, τους λέει.
Και τον ακολουθούν. Με τα πόδια.
Πού διάβολο μας πάει, σκέφτονται μετά από λίγη ώρα, αυτός δεν είναι ο
δρόμος για το νεκροταφείο; Όμως δεν λένε κουβέντα. Βλέπουν από μακριά το
νεκροταφείο, το φτάνουν, κάνουν να προσπεράσουν…
-Ε,
πού πάτε, τους λέει, εδώ έχω το δώρο σας.
-Βρε
συ, τρελάθηκες; Τι δώρο είναι αυτό και θα μας το κάνεις μέσα στο νεκροταφείο;
-Μη
βιάζεστε, θα δείτε.
Και
μπαίνουν μέσα…
-Ακολουθήστε με, τους λέει.
Και τον ακολουθούν.
Τους
πηγαίνει κάπου προς το βάθος του νεκροταφείου, μπροστά σε τρεις
καινουριοκτισμένους τάφους. Αριστοκρατικοί τάφοι, γυαλιστερά μάρμαρα, ο
τεχνίτης έκανε πολύ καλή δουλειά.
Πλησιάζουν,
και τι να δουν. Πάνω σε κάθε τάφο ήταν γραμμένο και από ένα όνομα, με
ημερομηνία γέννησης χωρίς ημερομηνία θανάτου. Ο μεσαίος τάφος ήταν του φίλου τους.
-Βρε συ, πώς διάβολο σου ήλθε να μας κάνεις τέτοιο δώρο;
-Κι αμέ τι, να κάνω μόνο το δικό μου τάφο και μετά να μου φέρουνε δίπλα
μου δυο που ροχαλίζουνε; Εσείς ξέρω πώς δεν ροχαλίζετε.
Άπλωσαν
πάνω στον τάφο του μια πετσέτα, άνοιξαν τα ταπεράκια, έβγαλαν πιρουνάκια και
ποτηράκια για τη ρακή, άνοιξαν και το κασετόφωνο - θα ένοιωσαν έκπληξη οι
νεκροί ακούγοντας τις μουσικές πρωί πρωί- στρώθηκαν στο φαγοπότι, άδειασαν και
οι τρεις μπουκάλες η ρακή.
-Εβίβα, που να πεθάνει ο χάρος.
Αμ
δε! Αν ήταν να πεθάνει ο χάρος δεν υπήρχε λόγος να κάνει τέτοιο δώρο στους φίλους
του. Ούτε και να φτιάξει δικό του τάφο.
Συμπληρώνω δυο βδομάδες μετά.
Τελικά παραείμαι επιφυλακτικός με τα
ονόματα. Ο ομογενής που έκανε δώρο τους τάφους ονομάζεται Ματθαίος
Παχλιτζανάκης, που πρόσφατα εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Χαίρε Σύμπαν
Ασύμπαντο».
Και δυο ανέκδοτα με αυτόν. Όντας κοινοτάρχης ανακαίνισε το νεκροταφείο του
Καβουσίου. Σε επίσκεψη του Δημάρχου, του προτείνει αστειευόμενος: -Τι λες
δήμαρχε, να βάλουμε και μια επιγραφή που να γράφει «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε;».
Και το δεύτερο:
Τον σταματάει ο τροχονόμος. Κοιτάζει το δίπλωμά του και του λέει ότι
είναι ληγμένο. Και ο Παχλιτζανάκης: «Σου το έδωσα να το δεις, όχι να το φας».
No comments:
Post a Comment