Του τάφου, 12η
ιστορία, Η ομπρέλα
Λένε πώς δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο της μάνας που θάβει
το παιδί της. Τελικά υπάρχει: ο πόνος της μάνας που μαθαίνει εκ των υστέρων ότι
έχει θάψει το παιδί της ζωντανό. Αντιγράφω μια ιστορία, πολύ θλιβερή αν είναι
αληθινή και όχι θρύλος, από το βιβλίο της Βιργινίας Βέργη-Νέρη «Φόδελε, τοπία,
θρύλοι και αληθινές ιστορίες» (Δωρικός 2010, σελ. 255), το οποίο παρουσιάσαμε
πέρυσι, 22 Ιουλίου 2011, από το Λέξημα και από το blog μας. Συνέβη την εποχή των κρητικών
επαναστάσεων, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Η
Ευγενούλα ήταν άρρωστη, και φάνηκε ότι είχε ξεψυχήσει πάνω στο μουλάρι καθώς
πήγαιναν στον «Έλληνα», ένα πλοίο που θα τους μετέφερε μακριά από την
επαναστατημένη Κρήτη. Ο παπάς παρηγόρησε τη μητέρα λέγοντας ότι καλύτερα που
πέθανε εδώ και όχι στο καράβι, και να ριχτεί στη θάλασσα. Την έθαψαν σε μια
μεγάλη άρκλα που υπήρχε στην Παναγία τη Λουμπινιανή, που ήταν λίγο πιο πέρα. Το
τέλος της θλιβερής αυτής ιστορίας το παραθέτω αυτούσιο, όπως το γράφει η
Βιργινία Βέργη-Νέρη.
«Την ημέρα που οι γυναίκες στο καβούσι του θυμιά άκουσαν το θρήνο της
Λευτερίας, εκείνη ακριβώς την ημέρα είχαν ανοίξει τον τάφο για την ανακομιδή
των λειψάνων. Κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό οι νεκροθάφτες, γιατί ο σκελετός
δεν ήταν ξαπλωμένος, όπως συμβαίνει πάντα.
Αντίθετα
εδώ, στη μέση του τάφου, είδαν με φρίκη ένα σωρό κόκκαλα της Ευγενούλας…. Άρα
το παιδί ξύπνησε, σηκώθηκε, περπάτησε μέσα στον ευρύχωρο τάφο του, ποιος ξέρει
πόση ώρα, και τέλος εκεί, στη μέση ξεψύχησε. Εκεί, και όχι στον Παλιόμυλο, όπως
είχε πει η μαμή.
Τότε ήρθε στο νου όλων η ιστορία του αλαφροΐσκιωτου του Σπυριδιού, που
εκείνη τη σημαδιακή νύχτα είχε ακούσει στην αυλή της εκκλησίας ένα παιδί να
κλαίει και να φωνάζει: Μάνα, πού είσαι μάναααα.
-Η
φαντασία σου, είπαν γελώντας οι χωριανοί, η φαντασία σου, τέτοια φωνή δεν
ακούστηκε ποτέ στη Σκοτεινή.
-Αλήθεια σας λέω, ορκίζομαι στην Παναγία,
το άκουσα το θρηνητικό κλάμα του παιδιού που φώναζε τη μάνα του, επέμενε ο
Σπυριδιός.
-Σταμάτα τις ονειροφαντασιές, τέτοια φωνή
δεν ακούστηκε ποτέ στη Σκοτεινή, επέμεναν οι χωρικοί.
Και βέβαια δεν είχε ακουστεί, αφού ποτέ ως τότε δεν είχαν θάψει τόσο
βιαστικά ένα παιδί, που το νόμιζαν πεθαμένο.
«Εγώ η κακούργα, εγώ η φόνισσα, εγώ η καταραμένη, εγώ, εγώ, εγώ το ’θαψα
ζωντανό. Εγώ, που δεν άκουσα ύστερα τη φωνή του Σπυριδιού, του αλαφροΐσκιωτου.
Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ, να κακοθανατίσω».
Ποτέ άλλοτε δεν είχε αντηχήσει στο Φόδελε τέτοιο σπαραχτικό μοιρολόι,
όπως το μοιρολόι της Λευτερίας τους Ζερβού».
Τα
χρόνια των κρητικών επαναστάσεων συνέβη και το παρακάτω περιστατικό. Στην Επισκοπή,
την ίδια Επισκοπή την οποία έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενες ιστορίες μας.
Και αυτός που άκουσε το αγκομαχητό δεν ήταν αλαφροΐσκιωτος όπως ο Σπυριδιός στην ιστορία της
Βιργινίας, αλλά τα είχε τετρακόσια. Το αγκομαχητό το άκουσε την ίδια μέρα που
είχαν θάψει έναν πισκοπιανό. Όμως, αντίθετα με τον Σπυριδιό, αυτός δεν είπε
κουβέντα.
Το
αγκομαχητό το άκουσε και άλλος πισκοπιανός, ίσως και άλλος. Κανείς τους δεν ανέφερε
τίποτα. Συνειδητά. Για να τον τιμωρήσουν. Ίσως πάλι να τους απέτρεψε ο Θεός,
για να τον τιμωρήσει για την αποτρόπαια πράξη του και εδώ στη γη, πριν τον
τιμωρήσει με την αιώνια τιμωρία στην κόλαση. Αργότερα, με την κουβέντα πάνω
στην κουβέντα, ξεφανερώθηκαν.
Στα
βιβλία διαβάζουμε για τις φρικαλεότητες που διέπρατταν οι τούρκοι εναντίον των
χριστιανών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Τις φρικαλεότητες που
διέπρατταν οι δικοί μας εναντίον άμαχων τούρκων έχουμε την τάση να τις
παρασιωπούμε. Και όμως έχουμε και εμείς το μερτικό μας στις φρικαλεότητες που
διαπράχθηκαν στο νησί μας. Ο Κωστής Χατζηφωτεινός στο βιβλίο του «Νισάφι πια»,
το οποίο επίσης παρουσιάσαμε στο blog μας, αναφέρεται σχετικά.
Ποια
ήταν η φρικαλεότητα που διέπραξε ο πισκοπιανός;
Ήταν μια φρικαλεότητα που ξέρουμε ότι διέπρατταν και τούρκοι. Μια
τουρκάλα πισκοπιανή ήταν έγκυος. Αυτός λοιπόν ο φοβερός επαναστάτης, αντί να τα
βάλει με άντρες τούρκους, σαν θρασύδειλος που ήταν, έσκισε με το σπαθί του την
κοιλιά της άτυχης γυναίκας.
Όλοι οι πισκοπιανοί έφριξαν με την αποτρόπαιη αυτή πράξη. Έκοψαν τα
πολλά αλισιβερίσια μαζί του. Και κανείς αργότερα δεν κατηγόρησε αυτούς που, ενώ
άκουσαν το αγκομαχητό του μέσα στον τάφο, δεν το ανέφεραν για να πάνε να τον
βγάλουν.
Όμως καιρός να πούμε και κάτι εύθυμο.
Μια μαντινιάδα. Την άκουσα σε ένα γάμο. Στη δεξίωση καθόμασταν στο ίδιο
τραπέζι με τον Μανώλη τον Μπαχλιτζανάκη. Ο Μανώλης είναι φοβερός τύπος, όξω
καρδιά. Τις μαντινιάδες τις έχει στο τσεπάκι, όπως ο Τέλης ο Ράπτης τα
ανέκδοτα. Πάντα θα ευχηθεί με μαντινιάδες. Η μαντινιάδα είναι η εξής:
«Ψ@λ# μου που το έκανες ομπρέλα το σεντόνι/ εδά που σε χρειάζομαι σε
πήραν οι δαιμόνοι».
Καλά, θα μου πείτε, τι σχέση έχει με τις προηγούμενες ιστορίες
νεκροφάνειας αυτή η μαντινιάδα;
Δεν έχει μ’ αυτές σχέση, έχει όμως με την παρακάτω. Που, όπως και την
μαντινιάδα, την άκουσα σε ένα γαμήλιο τραπέζι. Μας την είπε ένας φορτηγατζής
που καθόταν δίπλα μου, και είχε να κάνει με ένα συνάδελφό του.
Ήταν πεθαμένος, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι στο νεκροτομείο. Γυμνός,
σκεπασμένος με ένα σεντόνι.
Όμως στην πραγματικότητα δεν είχε πεθάνει, ήταν ζωντανός. Μάλιστα έβλεπε
και όνειρο. Όνειρο ερωτικό. Και, όπως είναι φυσικό με τέτοια όνειρα, του
σηκώθηκε.
Το
όνειρο αυτό τον έσωσε. Μια νοσοκόμα που περνούσε δίπλα είδε με έκπληξη το
σεντόνι που σκέπαζε τον νεκρό να γίνεται ομπρέλα.
Και κατάλαβε.
Έτσι τη γλίτωσε.
No comments:
Post a Comment