Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Πατάκης 2006, σελ. 238
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ως αφήγημα χαρακτηρίζει ο Σωτήρης Δημητρίου το τελευταίο του έργο «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Δεν ξέρω πόσο ευρύς είναι ο ορισμός του αφηγήματος για να χωρέσει κι αυτό το έργο μέσα, όμως είτε το χωράει είτε όχι, πρόκειται για ένα εντελώς πρωτότυπο έργο. Πρόκειται για την «περιπέτεια της γραφής» ενός διηγήματος, την οποία ο Δημητρίου αφηγείται βήμα προς βήμα. Και βέβαια δεν σταματάει σ' αυτό, αλλά μας αναπτύσσει και την ποιητική του. Ξεκινάει με το αφηγηματικό κέντρο, που είναι ο τίτλος του βιβλίου, προς το οποίο «κεντρομόλα» κατευθύνονται τα επί μέρους επεισόδια.
«Πώς δημιουργήθηκε ο πυρήνας του διηγήματος; Άγνωστο. Ας πούμε όπως δημιουργείται ένα ρυάκι απ' τις χιλιάδες δροσοσταλιές. Κάποια στιγμή μια στάλα το κάνει να κυλήσει. Κάποια στιγμή επίσης μια λέξη, μια εικόνα, μια νύξη μαγνητίζει αστραπιαία υπάρχουσες σκέψεις και συναισθήματα και γίνεται ο πυρήνας του διηγήματος. Συνήθως έχει τη μορφή ενός προσώπου» (σελ. 13).
Το απόσπασμα αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του βιβλίου. Η αναφορικότητα της γραφής διολισθαίνει μπροστά στην ποιητικότητα της μεταφοράς, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Roman Jacobson. Δοκίμιο που φιλοδοξεί να προσφέρει γνώση, χωρίς να αντιστέκεται στον ναρκισσισμό της γραφής.
Μετά από την εισαγωγή αυτή (το βιβλίο, παρεμπιπτόντως, είναι ένας συνεχής λόγος, χωρίς τη γενικά αποδεκτή συνθήκη του χωρισμού σε κεφάλαια), μπαίνουμε στο κυρίως θέμα, που είναι η παράθεση αποσπασμάτων της πρώτης γραφής του διηγήματος. Στη συνέχεια ο Δημητρίου μας σχολιάζει τους προβληματισμούς του πάνω σε λέξεις και φράσεις, πώς οδηγήθηκε να τις εγκαταλείψει ή να τις τροποποιήσει. Και βέβαια κατά τόπους μας αναπτύσσει την ποιητική του, μας περιγράφει το εργαστήρι του, και δίνει μαθήματα δημιουργικής γραφής «σε ένα νέο πεζογράφο», κατά τον τρόπο του Ρίλκε αλλά στην πεζογραφία.
Και εδώ υπάρχει ο περιθωριακός ήρωας, όμως η δοκιμιακή γραφή στο έργο αυτό είναι μια ευχάριστη αλλαγή στη σκληρή νατουραλιστική γλώσσα των διηγημάτων του.
Και ο Στρατής Τσίρκας έχει γράψει κάτι ανάλογο, το διήγημα «Η μνήμη», που ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Λυκείου. Όλο το διήγημα περιστρέφεται πάνω στον προβληματισμό του αφηγητή για το πως να γράψει ένα διήγημα για τη ζωή ενός φίλου, για συγκεκριμένα επεισόδια από τη ζωή του και στοιχεία του χαρακτήρα του.
Κάθομαι εδώ και πέντε λεφτά και σκέφτομαι τι να γράψω παρακάτω. Κι αυτό γιατί παρέβηκα τον συγγραφικό μου κανόνα της βιβλιοκριτικής: Διαβάζω το βιβλίο και κάθομαι αμέσως μετά και γράφω τη βιβλιοκριτική, υπό την επήρεια των εντυπώσεων. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν τα κατάφερα. Μπήκαν σφήνα κάτι απρόοπτες υποχρεώσεις. Και αφού πέρασε η πρώτη εντύπωση, μετά από δυο τρεις μέρες, λέω, «άστο, όταν βρω καιρό».
Όταν παλιώσουν οι εντυπώσεις, φεύγει η διάθεση και άντε μετά να βρεις καιρό.
Τελικά βρήκα μετά από 50 μέρες ακριβώς. Πώς το ξέρω; Έχω τη συνήθεια να γράφω στην τελευταία σελίδα του βιβλίου τη μέρα που το τέλειωσα, και στο συγκεκριμένο βιβλίο γράφει 31-10-2006.
Γιατί γράφω αυτές τις γραμμές;
Αφού ο Δημητρίου αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο για να μας δείξει τις περιπέτειες ενός διηγήματός του, ας αφιερώσω κι εγώ λίγες γραμμές από τη βιβλιοκριτική μου για να σας πω την ιστορία αυτής της βιβλιοκριτικής, και πώς γενικά γράφω τις βιβλιοκριτικές μου. Τις γράφω σε ένα πρωινό, και συγκεκριμένα το επόμενο πρωινό που θα έχω τελειώσει το βιβλίο (όχι ολόκληρο βέβαια, καμιά δυο ωρίτσες), περίπου σαν μονοκοντυλιά (αυτή εδώ τη γράφω απόγευμα, αλλά μετά από ένα καλό ύπνο). Στη συνέχεια, όχι πολύ μετά, αφιερώνω λίγο χρόνο για να την ξαναδώ, να κάνω διορθώσεις, να αλλάξω πράγματα, να προσθέσω άλλα. Και τώρα τελευταία θεωρώ καλό το να ντοπάρομαι. Ευτυχώς που δεν υπάρχει νόμος αντι-ντόπινγκ στη γραφή.
Μη πάει στο κακό ο νους σας. Ένα καφεδάκι είναι όλο κι όλο, ένα φραπεδάκι που φτιάχνεται εύκολα. Καθώς δεν πίνω καφέ γιατί δεν μου αρέσει παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, σε κηδείες και για να μου φύγει η νύστα, όπως για παράδειγμα όταν για κάποιο λόγο πάει κατά διαόλου mi sagra siesta, με πιάνει σαν να καπνίζω χασίσι (μάλλον ατυχής μεταφορά, μια και δεν καπνίζω καν).
Κλείνοντας, μπορείτε να εκτιμήσετε τις ευεργετικές συνέπειες του φραπέ. Τις παραπάνω γραμμές τις έγραψα αφού στάθηκα κάποια λεπτά αμήχανος μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, και μπροστά στην αμηχανία μου είπα «δεν φτιάχνω ένα φραπεδάκι;».
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment