Σεμπαστιάν Ορτίζ, Ταλιμπάν, Το κάλεσμα της τζιχάντ, μετ. Έφη Κορομηλά, Αλεξάνδρεια 2004, σελ. 186
Για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μυθιστόρημα όπου η πλοκή αποτελεί το πρόσχημα για προβολή του φόντου, του χωροχρόνου στον οποίο τοποθετείται. Και ο χωροχρόνος εδώ γίνεται εμφανής ήδη από τον τίτλο, ο οποίος θα αποτελέσει τον «κράχτη» που θα ωθήσει τον αναγνώστη να αγοράσει το μυθιστόρημα. Αναγνώστης κι εγώ, δεν νομίζω ότι θα το «αναγνώριζα» κάτω από διαφορετικό τίτλο, ώστε να θελήσω να το αγοράσω.
Η αφήγηση είναι διεκπεραιωτική. Βρίσκεται εντελώς στον αντίποδα της «Πέτρας της υπομονής» του Ατίκ Ραχίμι που παρουσιάσαμε πρόσφατα από το Λέξημα, με παρόμοια θεματική, που είναι αφηγηματικά και υφολογικά πολύ πρωτότυπο. Έχει όμως αρκετό ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί παρουσιάζει ανάγλυφα το καθεστώς Ταλιμπάν, τις φρικαλεότητες που διέπρατταν, αλλά και γιατί προσφέρει κάποια ανθρωπολογικά στοιχεία του Αφγανιστάν, όπως π.χ. σχετικά με τη γέννηση (σελ. 36-37). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τοχμ-τζανζί, ένα παραδοσιακό παιχνίδι που το έπαιζαν στις θρησκευτικές γιορτές: «Οι παίκτες παρουσιάζονταν στο συγκεντρωμένο πλήθος κρατώντας καλάθια με βαμμένα αυγά. Ο κάθε μονομάχος διάλεγε από το καλάθι του δύο αυγά και τα τσούγκριζε με τα αυγά του αντιπάλου του, μέχρι που κάποιου το τσόφλι να σπάσει. Αυτός που είχε το σπασμένο αυγό έχανε το παιχνίδι και όλο το υπόλοιπο καλάθι του» (σελ. 45). Δεν λέει τι χρώμα ήταν βαμμένα τα αυγά, αλλά το μυαλό πηγαίνει αμέσως στο δικό μας πασχαλινό έθιμο. Και θυμήθηκα τώρα ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν σε μια θρησκευτική γιορτή στην Κίνα, όπου ένα πλήθος κόσμου περιέφερε ακριβώς τον επιτάφιο τον δικό μας. Παράλληλη εξέλιξη ή διάχυση; Νομίζω ότι στο κεντρικό αυτό ανθρωπολογικό πρόβλημα δεν θα δοθεί ποτέ τελεσίδικη απάντηση για πάρα πολλά φαινόμενα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε ζωντανή την ανάμνησή του στο Αφγανιστάν. Οι Κάλας εξάλλου εκεί βρίσκονται. Στο διαδίκτυο κυκλοφόρησε πρόσφατα email με αφγανικό χαρτονόμισμα με ελληνική επιγραφή και εικόνα ενός ελληνικού ναού. Και στο μυθιστόρημα αυτό διαβάζουμε: «… ο λόφος Μπίμπι Μαχρού όπου ο Μέγας Αλέξανδρος αυτοπροσώπως, καβάλα σε μια καμήλα, εμφανίζεται κάθε εκατόν πενήντα χρόνια σε τετραχρωμία σε όσους Καμπουλινούς θέλουν να τον δουν…» (σελ. 18) και «Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Ελλάδα και ήρθε να ιδρύσει το Κανταχάρ. Εμείς ξεκινήσαμε από το Κανταχάρ και θα πάρουμε τη Νέα Υόρκη» (σελ. 156).
Η αφηγηματική πρωτοτυπία στο έργο αυτό βρίσκεται στο ότι το μυθιστόρημα ξεκινάει με τριτοπρόσωπη αφήγηση για να περάσει στη συνέχεια στην πρωτοπρόσωπη. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται την ιστορία του νεαρού αφγανού πρόσφυγα που θα γυρίσει στην Καμπούλ για να ενωθεί με τους Ταλιμπάν. Μια όμορφη γυναίκα μιας οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών θα τον αναστατώσει. Στην περιδιάβασή του στην Καμπούλ θα μάθουμε για τη μοίρα ενός ζωολογικού κήπου, με τα ζώα του αθώα θύματα της βαναυσότητας και της στενοκεφαλιάς των Ταλιμπάν. Όταν φτάνουμε στην 103 σελίδα βλέπουμε με έκπληξη τον τριτοπρόσωπο αφηγητή να μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπο, όχι όμως αυτοδιηγητικό αλλά ετεροδιηγητικό (δεν είναι ο νεαρός Χάφιζ που διηγείται στο εξής την ιστορία του, αλλά ένας μάρτυρας αφηγητής που μας παρουσιάζεται με τη φράση «Όταν ήμουν παιδί…»). Ακόμη από την απρόσωπη αποστασιοποιημένη αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή περνάμε στην προσωποποιημένη. Ο αφηγητής στο εξής κρίνει: «Ένιωσε, ο άμυαλος…» λέει μιλώντας για τον Χάφιζ τέσσερις σελίδες πιο ύστερα, ενώ για τους Ταλιμπάν λέει τρεις σελίδες πιο κάτω: «Η απαρίθμηση των εγκλημάτων τους δεν είχε τέλος, και το χειρότερο είναι πως φαντάζονταν ότι έπρατταν το καλό. Είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα προκειμένου οι γυναίκες να συμμορφωθούν με το πουρντάχ (εγκλεισμός των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα). Όλα τα λύκεια θηλέων, όπως και τα σχολεία και τα πανεπιστήμια που δέχονταν κορίτσια, είχαν κλείσει», κ.λπ. κ.λπ. (σελ. 110). Τώρα που οι Ταλιμπάν δεν είναι πια εξουσία και δεν μπορούν να τα κλείσουν, τα ανατινάζουν, όπως ακούμε κατά καιρούς στις ειδήσεις.
Σε επίλογο ο συγγραφέας παραθέτει τα ιστορικά γεγονότα στα οποία θέλει να τελειώνει ο ήρωάς του τη ζωή του. Οι Ταλιμπάν έχουν περικυκλώσει την πόλη Μαζάρ, την πρωτεύουσα του βορρά, αλλά δεν χρειάζεται να πολεμήσουν, ο ουζμπέκος διοικητής της την παραδίδει. Όμως τα πράγματα αλλάζουν για τους Ταλιμπάν. Ο διοικητής, βλέποντας ότι οι Ταλιμπάν θέλουν να αφοπλίσουν τους αξιωματικούς του, αλλάζει πάλι στρατόπεδο, ενώ οργισμένοι σιίτες Χαζάροι, όταν μαθαίνουν ότι οι Ταλιμπάν κατέστρεψαν το μαυσωλείου του Αλί, ανιψιού και γαμπρού του Μωάμεθ και πρώτου Ιμάμη των σιιτών, τους επιτίθενται οργισμένοι. Όσοι σώθηκαν πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Θα τους αντάλλασαν δήθεν με δικούς τους αιχμαλώτους, και τους οδήγησαν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν εννέα πηγάδια. Τους έριξαν μέσα και τους αποτελείωσαν με καλάζνικοφ και χειροβομβίδες, και στη συνέχεια μια μπουλντόζα σκέπασε τα στόμια με χώμα.
Είναι μια ιστορία εντυπωσιακή και θλιβερή, που ακόμη δεν έχει πάρει τέλος. Πολλοί Χάφιζ θα χάσουν τη ζωή τους σε ένα αγώνα που έχει αμαυρώσει ανεπανόρθωτα την εικόνα του Ισλάμ στη Δύση, θέτοντας σε δοκιμασία τη σχέση ανάμεσα στις δυο θρησκείες. Έχουν γραφεί βιβλία για τα επόμενα επεισόδια, και για τρία από αυτά έχουμε γράψει: την «Πέτρα της υπομονής» του Atiq Rahimi, «Τα χελιδόνια της Καμπούλ» της Γιασμίνα Χαντρά, και το «Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ» της Όσνε Σάιερστατ. Φοβάμαι ότι το τελευταίο επεισόδιο θα αργήσει.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment