Η «Κραταιά αγάπη» της
Μάρως Βαμβουνάκη και τα όρια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης
Γεραπετρίτικη Απόπειρα, τ. 32, Ιούλιος 1999, σελ. 32-34
Το θέμα της σχέσης
των δύο φύλων αποτελεί τη μόνιμη θεματική της Μάρως Βαμβουνάκη. Και ενώ θα
περίμενε κανείς ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να έχει εξαντλήσει το θέμα της και
να έχει εξαντληθεί και η ίδια, το παρουσιάζει πάντα ανανεωμένο, κάτω από
συνεχώς καινούριες οπτικές. Οι στρατιές των αναγνωστών της πληθύνονται, αν
σκεφθεί κανείς ότι τα πρώτα της βιβλία επανεκδίδονται συνεχώς.
Αυτό που δεν έχει
συμβεί στη συγγραφέα φοβάμαι μήπως συμβεί στον κριτικό. Έχουμε γράψει για όλα
τα έργα της, και νιώθουμε το άγχος της επανάληψης. Έτσι αποφασίσαμε στο
σημερινό μας κείμενο, με βάση το τελευταίο της έργο, να ανιχνεύσουμε τα όρια
της ψυχαναλυτικής προσέγγισης,1 την οποία εφαρμόσαμε κατά κόρον στο
προηγούμενο έργο της, «Ο πιανίστας και ο θάνατος»,2 και η οποία
πιστεύουμε ότι είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος προσέγγισης του έργου της.
Πιο πρώτα όμως θα
δώσουμε επιγραμματικά τα κύρια χαρακτηριστικά του τελευταίου μυθιστορήματός
της, και τα οποία εμφανίζονται στα περισσότερα έργα της.
Ο αφηγητής είναι
τριτοπρόσωπος, και εστιάζει εσωτερικά στη γυναίκα. Ο μύθος είναι υποτυπώδης,
προσχηματικός, και ο λόγος των προσώπων, τόσο ευθύς όσο και αφηγημένος, είναι
σπάνιος. Ο λόγος του αφηγητή καταγράφει τη ροή της συνείδησης της γυναίκας. Τα
«μήπως», τα «άραγε» και τα ερωτηματικά αποκαλύπτουν την αγωνιώδη της προσπάθεια
να κατανοήσει όλες τις παραμέτρους της σχέσης της με τον αγαπημένο. Τέλος, ένα
μεγάλο μέρος του λόγου του αφηγητή είναι σχολιαστικά αποφθεγματικός. Σε ένα
ένθετο του προγράμματος της εκδήλωσης για την Μάρω Βαμβουνάκη που διοργάνωσε η
Ελληνική Λέσχη Βιβλίου στις 7 Απριλίου στην αίθουσα Γουλανδρή - Χορν, υπάρχουν
30 αποφθεγματικά αποσπάσματα για το «Λουλούδι της κανέλλας»3 και 33
για τα «Ραντεβού με τη Σιμόνη».4 Έτσι, από μια άποψη, τα έργα της
Μάρως Βαμβουνάκη θα μπορούσαν να θεωρηθούν δοκίμια πάνω στον έρωτα και την
ερωτική σχέση.
Ας δούμε τώρα τα προβλήματα που ενέχει μια ψυχαναλυτική
προσέγγιση στο έργο.
Η ψυχαναλυτική
προσέγγιση κινείται σε δυο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, ως ψυχοκριτική,
προσπαθεί να ερμηνεύσει τις στάσεις και τις συμπεριφορές των ηρώων με τα
εργαλεία της ψυχανάλυσης, με τον ίδιο τρόπο που η μαρξιστική - κοινωνιολογική
προσέγγιση προσπαθεί να τις ερμηνεύσει με τα εργαλεία της - μαρξιστικής ή μη -
κοινωνιολογίας. Στο δεύτερο επίπεδο προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο ως
συμπεριφορά - στάση του συγγραφέα, με βάση τα ίδια εργαλεία.
Τα προβλήματα που ενέχει
η ψυχαναλυτική προσέγγιση δεν μου ήσαν άγνωστα, μου τέθηκαν όμως επί τάπητος με
αφορμή μια συζήτηση που είχα με τη συγγραφέα, πάνω στο βιβλιοκριτικό μου
σημείωμα για το «Ο πιανίστας και ο θάνατος».
Η γυναίκα γιατί παρατάει
τον φίλο της και επιστρέφει στον ψυχασθενή άνδρα της; Από αγάπη, υποστηρίζει η
Μάρω Βαμβουνάκη στο έργο της. Εγώ στη βιβλιοκριτική μου αμφισβήτησα την άποψή
της, και είπα ότι πρόκειται για μια μορφή θυσίας, με την οποία η ηρωίδα
προσπαθούσε να αμβλύνει μια ασυνείδητη ενοχή. Η Μάρω Βαμβουνάκη, διαβάζοντας
την βιβλιοκριτική μου, επανέλαβε το δικό της ισχυρισμό, αντικρούοντας το δικό
μου με ένα επιχείρημα που συνοψίζει το επιστημολογικό πρόβλημα της
ψυχαναλυτικής κριτικής: Πώς είσαι τόσο σίγουρος;
Θα μπορούσα να
αποδείξω τον ισχυρισμό μου;
Ενδεχόμενα, αν
υπήρχαν ενδείξεις στο βιβλίο, αφού το ξαναδιάβαζα. Όμως αν δεν υπήρχαν, αυτό
αποδείκνυε άραγε το ασύστατο των ισχυρισμών μου; (σελ. 32)
Καθόλου νομίζω. Και
αυτό για δυο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι ο συγγραφέας στην αφήγησή του έχει
πάντα κενά. Τα «παραλειπόμενα» των κενών μπορεί να τα θεωρεί είτε αυτονόητα
είτε επουσιώδη. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα παραλειπόμενα μπορεί να μη
συνάδουν με την κύρια γραμμή αφήγησης. Μια τραυματική εμπειρία της ηρωίδας στην
παιδική της ηλικία μπορεί να δημιούργησαν αισθήματα ενοχής και μια διαρκή
ανάγκη εξιλέωσης. Όμως, στη δεύτερη περίπτωση, μπορούμε άραγε να μιλάμε για
παραλειπόμενα, αφού πρόκειται για πλασματικούς ήρωες και όχι για πραγματικούς
ανθρώπους;
Μπορούμε, αφού
έχουμε κάθε δικαίωμα να κάνουμε εικασίες γι’ αυτούς, όπως θα κάναμε για κάθε
πραγματικό πρόσωπο του οποίου το παρελθόν αγνοούμε. Το να υποθέτουμε αιτίες
είναι πάντα νόμιμο. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση μπαίνει το πρόβλημα: δεν θα
τις διακριβώσουμε ποτέ, μια και ο ήρωας υπάρχει μόνο στη βιβλίο, και ό,τι
μπορούμε να μάθουμε γι’ αυτόν είναι μόνο από όσα υπάρχουν στις σελίδες του, και
ελάχιστα παραπάνω, που θα μπορούσαμε νόμιμα να συμπεράνουμε απ’ αυτά.
Ας έλθουμε τώρα στο
τελευταίο έργο της Βαμβουνάκη. Στην «Κραταιά αγάπη»5 η ηρωίδα
εγκαταλείπει τον αγαπημένο της, καθηγητή της στο πανεπιστήμιο, μετά από τρία
χρόνια δεσμού, όταν η αγάπη της γι’ αυτόν έχει πια στερέψει. Θα κάνει άλλους
έρωτες, που μας δίνονται στην πιο συμπυκνωμένη περίληψη: «Θα συνεχίσει...»
Ο καθηγητής θα
επιχειρήσει την επανασύνδεση, αλλά μάταια. Στο τέλος πεθαίνει μετά από
εγκεφαλικό επεισόδιο, περίπου αυτοκτονώντας, αρνούμενος ιατρικές φροντίδες.
Με τον θάνατο του
καθηγητή ξαναζωντανεύει μέσα της η «κραταιά αγάπη», που οι μισοαποτυχημένες
μεταγενέστερες σχέσεις της δεν άφησαν τη σπίθα της να σβήσει. Το βιβλίο
τελειώνει με την ηρωίδα να αναπολεί την πρώτη τους συνάντηση.
Οι κώδικες του
ρεαλισμού με τους οποίους διαβάζει ο σημερινός αναγνώστης τη σύγχρονη
πεζογραφία απαιτούν, περισσότερο από ό,τι στην τραγωδία της κλασικής εποχής, τα
πάντα να συμβαίνουν «κατά το εικός και το αναγκαίον». Όμως, μια τέτοια
κατάληξη, κατά πόσο γίνεται «κατά το εικός», δηλαδή κατά πόσο είναι
ευλογοφανής;
Θα λέγαμε ελάχιστα.
Εξάλλου, όπως υποστήριξε παλιά η συγγραφέας, «οι παλιές αγάπες πάνε στον
παράδεισο»,6 πράγμα που στο έργο αυτό συντελείται κατά μια περίεργη
κυριολεξία - εφόσον υποθέσουμε ότι ο άτυχος καθηγητής δεν πήγε στην κόλαση.
Ό,τι όμως δεν
συμβαίνει «κατά το εικός», δεν θα μπορούσε άραγε να συμβεί «κατά το αναγκαίον»;
Εδώ θα μπορούσε να συμβάλλει η ψυχαναλυτική
προσέγγιση. Ποιες ψυχικές διεργασίες οδήγησαν στο να αναστηθεί ένας θαμμένος
έρωτας, τη στιγμή που ο πρώην αγαπημένος οδηγείται στον τάφο;
Η Μάρω Βαμβουνάκη
έχει πει ότι «ερωτευόμαστε τον έρωτα». Το ταυτολογικό αυτό σχήμα δηλώνει ότι
θέλουμε ο έρωτάς μας να είναι ιδανικός. Όμως ο ιδανικός έρωτας δεν μπορεί παρά
να είναι φαντασιακός. Κάτι ανάλογο υποστηρίζει και η Ρέα Γαλανάκη, στο
τελευταίο της έργο: «...η λεγόμενη ‘ερωτική ζωή’ είναι σε μεγάλο βαθμό υπόθεση
της φαντασίας, παρά το ‘ρεαλισμό’ μιας οποιαδήποτε σχέσης».7 Ο
ιδανικός έρωτας δηλαδή δεν μπορεί να
υπόκειται στις ματαιώσεις και της διαψεύσεις μιας πραγματικής, καθημερινής
σχέσης. Οι διαδοχικές σχέσεις της ηρωίδας δεν μπορούν να σημαίνουν παρά ακριβώς
αυτό. Και όταν ένας απ’ αυτούς με τους οποίους σχετίζεται πεθαίνει, και μάλιστα
εκείνος ο μεγάλος στην ηλικία, ο καθόλου ωραίος, αλλά προικισμένος με
πνευματικά και ψυχικά προσόντα (πολύ έξυπνα
από τη μεριά της Βαμβουνάκη ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή υπόνοια σύγχυσης με
ένα σεξουαλικό πάθος), βρίσκει την ευκαιρία να επενδύσει στην ανάμνησή του τον
ιδανικό εκείνο έρωτα τον οποίο ο ιδιαίτερος ψυχισμός της νιώθει ως επιτακτική
ανάγκη. Ο ιδανικός αυτός έρωτας όμως στην πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να
είναι νεκροφιλικός. Μια γυναίκα όπως η ηρωίδα της Βαμβουνάκη δεν μπορεί να
ερωτευθεί (όπως και ένας νεκρόφιλος δεν μπορεί να κάνει έρωτα) παρά μόνο με ένα
άτομο του οποίου είναι αδύνατες οι αντιδράσεις, αντιδράσεις που, μη συμφωνώντας
πάντα με τις δικές της προσδοκίες, θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στη ματαίωση.
Τέτοιος είναι και ο
έρωτας της προηγούμενης ηρωίδας της στο «Ο πιανίστας και ο θάνατος». Έχοντας
αναλάβει στο εξής το ρόλο της νοσοκόμας του ψυχασθενή συζύγου της μπορεί άνετα
πια να ερωτευθεί μια αποπνευματοποιημένη εικόνα του, εφόσον ο έρωτάς της θα
μείνει περίπου φαντασιακά ιδανικός, μη επιδεχόμενος διάψευση λόγω της αρρώστιας
του άνδρα της. (σελ. 33) Όμως κυριολεκτικά νεκροφιλικός είναι ο έρωτας του ήρωα
της Βαμβουνάκη στα «Κλειστά μάτια».8
Όλα τα παραπάνω δεν
είναι παρά μια ευλογοφανής υπόθεση. Όμως πόσο έγκυρη μπορεί να είναι
στηριζόμενη μόνο στα συμπτώματα και όχι στις αιτίες; στη συμπεριφορά και όχι
στις βαθύτερες παραμέτρους που την καθορίζουν; Ένας μηχανικός αυτοκινήτου από
το θόρυβο της μηχανής μπορεί να καταλάβει τι βλάβη έχει. Όμως η επιβεβαίωση
έρχεται μόνο αφού ερευνήσει την ίδια τη μηχανή. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι
πάντα έχει δίκιο.
Εδώ μπαίνει το πρόβλημα:
μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις αιτίες; Όταν πρόκειται για ζωντανό άτομο, η έρευνα
διαθέτει αρκετές δυνατότητες. Σε ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο όμως οι
δυνατότητες περιορίζονται από το μέγεθος και τον αριθμό των σελίδων.
Και περνάμε στο
δεύτερο επίπεδο έρευνας της ψυχαναλυτικής κριτικής: τον ίδιο τον συγγραφέα. Για
ποιους λόγους ένας συγγραφέας γράφει τέτοια έργα, μ’ αυτή τη φόρμα, μ’ αυτό το
περιεχόμενο; Γιατί προτείνει αυτές τις ιδέες;
Σε ένα μελέτημά μας
για τον Σολωμό
αποτολμήσαμε σχετικές απαντήσεις. Η τραυματική σχέση με τη μητέρα του λόγω της
γνωστής δίκης κατά την οποία περίπου τον απαρνήθηκε, του δημιούργησε ένα
μισογυνισμό ο οποίος βρήκε ως καταλληλότερο κάλυμμα τη λατρεία της ιδανικής,
απρόσιτης γυναίκας, και κατ’ επέκταση της ύψιστης αισθητικής τελειότητας, η
οποία είναι εν μέρει υπόλογη για το ανολοκλήρωτο του έργου του.9 Το ερώτημα που θέτουμε στον εαυτό μας είναι
αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Το επεισόδιο αυτό με τη μητέρα του συνέβη όταν
ο ίδιος ήταν μεγάλος, ενώ η ψυχανάλυση μας διδάσκει ότι τον αποφασιστικό ρόλο
έχουν οι πρώιμες τραυματικές εμπειρίες.
Όμως πώς μπορούμε να
ανατρέξουμε σ’ αυτές; Υπάρχουν μαρτυρίες; Και τον ίδιο δεν μπορούμε να τον
υποβάλλουμε στη διαδικασία του ελεύθερου συνειρμού, ή σε οποιαδήποτε άλλη
τεχνική με την οποία ο ψυχαναλυτής κατεβαίνει στο πηγάδι των απωθημένων
εμπειριών.
Και όταν ο
συγγραφέας είναι ζωντανός μπαίνει το ερώτημα: μπορεί να υποβληθεί σε ένα τέτοιο
εξονυχιστικό έλεγχο; Και ακόμη: νομιμοποιείται ο κριτικός να το κάνει αυτό; Και
τέλος: είναι θεμιτό να κοινοποιεί τα συμπεράσματά του; Και μάλιστα όταν είναι
αρκετά αμφίβολης εγκυρότητας;
Εξάλλου μπαίνει το
ερώτημα της σχέσης της μυθοπλασίας με τον συγγραφέα. Όχι τόσο κατά πόσο είναι
αυτοβιογραφικός, όσο κατά πόσον εκδραματίζει προβλήματα και φαντασιώσεις δικές
του και κατά πόσο ενός προσλαμβάνοντος κοινού, του οποίου τις αφηγηματικές
αναμονές ανιχνεύουν οι ευαίσθητες κεραίες του.
Στην περίπτωσή μας,
η Μάρω Βαμβουνάκη δεν θα μπορούσε άραγε να εκδραματίζει, με τον πρισματικό τρόπο
της μυθοπλασίας, την απαιτητικότητα του σημερινού ανθρώπου στη σχέση του με το
άλλο φύλο, που όχι μόνο οδηγεί σε τόσα διαζύγια και χωρισμούς, αλλά και
δημιουργεί πιο πριν τόσες δυσκολίες στην προσπάθεια προσέγγισης δυο ανθρώπων
που αγαπιούνται;10
Το ζήτημα του κατά
πόσο ο συγγραφέας ταυτίζεται με τους ήρωές του είναι πολύ λεπτό. Ο Φλωμπέρ
δήλωσε ότι «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ». Ο Τολστόι όμως τι είναι; Καρένιν ή
Καρένινα; Ή τίποτα από τα δυο; Η Μάρω Βαμβουνάκη ταυτίζεται με την ηρωίδα της;
Και αν ναι, αυτοβιογραφικά ή ψυχολογικά, και σε ποιο βαθμό; Αυτοβιογραφικά,
γιατί να μας το πει; Ψυχικά, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι;
Τελικά, ο χώρος της
ψυχοκριτικής των ηρώων είναι ο πιο βατός.
Αν υπάρχουν τόσες
αμφιβολίες και τόσες αντιρρήσεις για τα συμπεράσματα της ψυχανάλυσης, προς τι η
προσπάθεια;
Στις επιστήμες του
ανθρώπου δεν ισχύει η νεοθετικιστική απαίτηση για έλεγχο όλων των παραμέτρων
πριν την εξαγωγή ενός συμπεράσματος, για τον απλούστατο λόγο ότι ένας τέτοιος
έλεγχος είναι αδύνατος. Ακόμη, όσον αφορά την προσέγγιση ενός λογοτεχνικού
έργου, σημασία δεν έχει τόσο η διατύπωση «αληθειών», όσο η προβολή ιδεών και
αντιλήψεων που θα οξύνουν την ευαισθησία του αναγνώστη στην επαφή του με το
έργο. Οι διάφορες φιλολογικές προσεγγίσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να
αυξάνουν την επάρκειά του, κάνοντας αυτή την επαφή όσο γίνεται πιο γόνιμη.
(σελ. 34)
Βιβλιογραφία
1.Από την ελληνική βιβλιογραφία επιλέγουμε τα: D. Bleich et
al. «Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση», Αθήνα 1990, Εξάντας, Σίγκμουντ Φρόυντ, «Ψυχανάλυση
και λογοτεχνία», Αθήνα 1994, Επίκουρος, και το αφιέρωμα του Διαβάζω, Ψυχανάλυση
και λογοτεχνία, τ. 163, 11-3-1987. Θεωρούμε
επίσης το έργο της Elizabeth
Wright «Psychoanalytic criticism, theory in practice», London and New York
1993, Routledge, ιδιαίτερα χρηστικό.
2.Μάρω Βαμβουνάκη, «Ο πιανίστας και ο θάνατος», Αθήνα 1996,
Φιλιππότης.
3.Μάρω Βαμβουνάκη, «Το Λουλούδι της κανέλας», Αθήνα 1993,
Φιλιππότης
4.Μάρω Βαμβουνάκη, «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη», Αθήνα 1996,
Φιλιππότης
5.Μάρω Βαμβουνάκη, «Η κραταιά αγάπη», Αθήνα 1998, Φιλιππότης
6.Μάρω Βαμβουνάκη, «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο»,
Αθήνα 1990, Φιλιππότης.
7.Ρέα Γαλανάκη, «Βασιλεύς ή στρατιώτης», Αθήνα 1997, Άγρα,
σελ. 26.
8.Μάρω Βαμβουνάκη, Τα κλειστά μάτια, Αθήνα 1990, Φιλιππότης
9.Μπάμπης Δερμιτζάκης, Διονύσιος Σολωμός: Το ανολοκλήρωτο
της ιδέας, Απόπειρα, τ. 25, Απρίλης
1997, σελ. 22-24.
10.Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι μια από τις θεματικές που
διαπίστωσα σε κάποια λατινοαμερικάνικα σήριαλ. Βλέπε Μπάμπη Δερμιτζάκη, Κοινοί τόποι σε 10
λατινοαμερικάνικα σήριαλ, Διαβάζω τ.
310, σελ. 18-22.
No comments:
Post a Comment