Η τοπιογραφία στην
ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη
Γεραπετρίτικη Απόπειρα, Νοέμβρης 1999, τεύχος 33, σελ. 32-34
Εισήγηση σε βραδιά αφιερωμένη στον ποιητή Μανόλη Πρατικάκη,
διοργανωμένη από την επιτροπή Κυρβείων του δήμου Ιεραπέτρας, στο Φρούριο Καλέ,
Ιεράπετρα, Παρασκευή 6 Αυγούστου 1999. Αναδημοσιεύτηκε (με περικοπές, κυρίως
στα αποσπάσματα), στο Θεοδόσης Πυλαρινός, «Η κριτική αξιολόγηση της ποίησης του
Μανόλη Πρατικάκη», Αθήνα 2006, Μελάνι, σελ. 361-362.
Ένα σημαντικό μοτίβο
της σημερινής λογοτεχνίας, και κυρίως της πεζογραφίας, είναι το μοτίβο της
φυγής. Οι αστοί ήρωες των αστών συγγραφέων, για χατίρι τόσο των ίδιων των
συγγραφέων όσο και των αναγνωστών τους, δραπετεύουν συνεχώς από τα γκρίζα
τσιμεντένια τοπία της Αθήνας, της Αθήνας της αποξένωσης και της διαφθοράς, και
καταφεύγουν σε μια χλοερή και αδιάφθορη επαρχία. Το αρκαδικό ιδεώδες της Αναγέννησης
επανέρχεται συχνά στη λογοτεχνία, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση κάθε φορά.
Όμως, πολλές φορές
αυτή η φυγή στο χρόνο συνοδεύεται και από μια φυγή στο χώρο. Τα αρκαδικά τοπία
που ανακαλούν οι λογοτέχνες, είναι τοπία μνήμης της παιδικής ηλικίας. Τότε η
λογοτεχνία γίνεται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αυτοβιογραφική.
Η φυγή από την
πραγματικότητα θα μπορούσε να ερμηνευτεί και με άλλους τρόπους, ή καλύτερα,
υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συντελούν σ’ αυτήν.
Ο άνθρωπος έχει την
τάση να βλέπει τις αρνητικές πλευρές της πραγματικότητας που ζει, υποτιμώντας
τις θετικές. Αυτό έχει μια «αξία επιβίωσης», όπως λένε οι ηθολόγοι, γιατί έτσι
ο άνθρωπος σπρώχνεται να διορθώσει τα κακώς κείμενα, αντί να οδηγείται στην
επανάπαυση και στον κομφορμισμό. Και αν και συχνά τοποθετεί το παρόν στον
προκρούστη μιας ουτοπίας, ακόμη πιο συχνά, χρησιμοποιώντας ένα σίγουρο μέτρο
σύγκρισης, το παρελθόν, προσπαθεί να διατηρήσει απ’ αυτό κάθε στοιχείο που, αν
και θετικό, είναι ασύμβατο με τις σύγχρονες εξελίξεις. Η προσπάθεια διατήρησης
της παράδοσης εντάσσεται στα πλαίσια αυτής της τάσης. Έτσι εξηγούνται οι
ελεγείες για το χαμένο παρελθόν. Ο Σοφοκλής για παράδειγμα στην Αντιγόνη,
θρηνεί την υποχώρηση των συγγενικών δεσμών μπροστά στην πειθαρχία στην κρατική
εξουσία, που συντελείται με τη διάλυση της φυλετικής οργάνωσης της κοινωνίας
και την ανάπτυξη αστικών σχηματισμών. Ο Ξενόπουλος στο «μυστικό της κοντέσας
Βαλέραινας» θλίβεται για την έκπτωση των παραδοσιακών αξιών μπροστά στην
καινούρια μανία της φιλοχρηματίας.
Θα διακινδυνεύαμε
μια ακόμη ερμηνεία. Πολλοί ψυχολόγοι (Janov κ.α.) μιλάνε για μια ασυνείδητη
τάση αναδρομής στην ενδομήτρια ζωή της πλήρους ασφάλειας μέσα στο αμνιακό
υγρό. Έτσι, τη νοσταλγία για το παρελθόν
θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε σαν μια τέτοιου είδους, ανολοκλήρωτη στη
συνείδηση, διαδρομή. Εκεί πρέπει να βρίσκεται και η ρίζα των μύθων του χρυσού
αιώνα και του παραδείσου απ’ όπου, έκπτωτος ο άνθρωπος, θα επιστρέψει στο
απώτερο μέλλον, αφού ο χρόνος ολοκληρώσει την κυκλική του πορεία. Και ενώ οι
αφηγήσεις περί κατακλυσμού μπορεί να έχουν ένα ιστορικό πυρήνα, ο δαρβινισμός
τοποθετεί άσφαλτα τις αφηγήσεις για τον χρυσούν αιώνα και τον παράδεισο στο
μυθικό υλικό της ανθρωπότητας.
Και για να μπούμε
στο θέμα μας, η νοσταλγία για τον παράδεισο των παιδικών χρόνων πώς εμφανίζεται
μέσα στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη;
Την πρώτη αναφορά τη
βρίσκουμε στην πρώτη του συλλογή «ποίηση 1971-4», στο ποίημα με τίτλο «θητεία
στο φως».
«...Εκεί στα λευκά
σοκάκια θα ξαναγυρίσεις
δροσερός έφηβος παιδί με το θαλασσινό πουκαμισάκι
μ’ ένα βασιλικό στο αίμα σου, μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα
μ’ ένα λευκό ανεμόμυλο στο πράσινο μυαλό
που θα γυρίζει ανάποδα τα χρόνια.
Η μνήμη θα λυθεί και θα γυρίσει φορτωμένη με Υακίνθους.
Τα πράγματα θα σπαρταρούν πανάκριβα στον ήλιο».
Όμως η νοσταλγία
αυτή θα υπνώττει στις επόμενες έξι ποιητικές συλλογές του ποιητή. Θα γίνουν
βέβαια κάποιες αναφορές στην Κρήτη, στην Κρήτη του Μίνωα, στον αίγαγρο της
Κρήτης, στην Ιεράπυτνα. Παρ’ όλα αυτά, τα τοπία της παιδικής ηλικίας θα
αργήσουν να επανεμφανιστούν στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη. Μόλις στην 8η
συλλογή, στην «Οντοφάνεια», θα ξαναγίνει μια αναφορά στα παιδικά τοπία, που τώρα
θα ονοματιστούν: Μυρτώες παραλίες. Όμως η αναφορά αυτή δεν έχει το περίβλημα
της νοσταλγίας. Στην αρχή του ποιήματος εξάλλου ο Πρατικάκης δηλώνει:
«χασομέρηδες ανέμοι μας προσηλύτισαν σε Μυρτώες παραλίες». Τα γνώριμα τοπία
προς το παρόν εμφανίζονται κυριολεκτικά μέσα σε παρένθεση. «(Στα μέρη μας τα
βότσαλα μιλούν. Τα παράφορα φεγγάρια κι οι φωνές των πουλιών δε μας άφησαν να
μεγαλώσουμε)». Κι αν τα ανασύρει στη συνείδησή του ο ποιητής, είναι για να
καταγγείλει «το γρανίτη της τετράγωνης καταστροφής», της πρόχειρης και
ακαλαίσθητης ανοικοδόμησης που συντελέστηκε με το «σχέδιο Μάρσαλ», που αποτελεί
και τον τίτλο του παραπάνω ποιήματος.
«Οι ήρεμοι και κουρασμέ (σελ. 32) νοι τεχνίτες της πέτρας και της κεράμου...»,
«ήταν πράγματι
αστείοι, καθώς
βάδιζαν χαμένοι
μέσα σε τούτο το
χειροπιαστό
και πάμφωτο άπειρο.
Φορούσαν λευκά
κεφαλομάντιλα και σχεδόν
έβλεπες στο πλάι
έναν ορθογώνιο άγγελο
να τους αφαιρεί τη
φαντασία.
Με ομοιόμορφα χέρια
έχτιζαν ομοιόμορφα σπίτια.»
Πιο κάτω αναφωνεί ο
ποιητής: «Α! σκοτεινέ λαβύρινθε της ομοιομορφίας», για να καταλήξει:
«Τα σπίτια πια δεν
έπλεαν εδώ κι εκεί.
Στα θρυλικά
χαλάσματα δε μας μετρούσε
γιασεμάκια των
άστρων το μυστήριο».
Η γενέθλια γη
ανακαλύπτεται επίσης, όχι όμως με νοσταλγία, αλλά σαν πηγή έμπνευσης και χώρος
«φανέρωσης του όντος» για τον ποιητή, στο ποίημα που δίνει και τον τίτλο στη
συλλογή: Οντοφάνεια. Διαβάζω τους αρχικούς στίχους.
«Ξεχασμένος στους
ζεστούς άμμους της γενέτειρας,
Στα μυρωμένα χόρτα, καθώς
τρέχω, μου υφαίνεται αίφνης
κρυμμένη πλέξη στη
φλέβα και στο βήμα
το κομμένο νήμα.
Κοιτώ τη θάλασσα που
βλέπει τη θαλασσινή μου μεριά
ν’ αντιγράφει τις
άπειρες ανταύγειες, τους ανάλαφρους
κυματισμούς της
υποστάσεως. Λέω
το σώμα σου πώς
θηλυκώνει, πώς εφαρμόζεται
στο σώμα μου! (Οι
μικροί βράχοι του γιαλού, τ’ αστραφτερά χαλίκια
άφηναν στου οπτικού
μου φλοιού
τον ελαιώνα, τα βαθουλώματα και τα σμαράγδια τους)».
Το ποίημα κλείνει με
ένα πλατωνικό απόσπασμα, του οποίου τη μετάφραση δίνει σε υποσημείωση ο
ποιητής: «Και από την πολλή επικοινωνία με το ίδιο το πράγμα και από τη
συνάφεια μαζί του, έξαφνα, σαν από μια σπίθα που ανασπίθησε, γεννιέται μέσα στην ψυχή ένα φως, που μόνο του πια
τρέφει τον εαυτό του».
Εμείς θα λέγαμε ότι
στον Πρατικάκη συμβαίνει περίπου το αντίθετο. Το πράγμα, βιωμένο έντονα στην
απουσία του, ανακλημένο συχνά στη μνήμη του ποιητή, αποκαθαρμένο από τα
συμβεβηκότα της καθημερινής, οπτικής εντύπωσης, αναδεικνύει το καθαυτό του. Η
μάλλον, η φαντασία του ποιητή, ενεργοποιημένη από την έντονη βίωση της έλλειψης
και τη συχνή ανάκληση του πράγματος στη μνήμη, το διχτυώνει σε ένα ευρύ δίχτυ
σχέσεων και συνυποδηλώσεων, αναδεικνύοντας όχι το καθαυτό του, την ουσία του,
αλλά τον πλούτο της φανέρωσής του. Αντί να το αποφλοιώνει για να βρει τον
πυρήνα του, θα ’λεγε κανείς ότι του προσθέτει καινούριες στιβάδες-φλοιούς,
μεγεθύνοντάς το. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί μεταφορές, παρομοιώσεις,
προσωποποιήσεις, κ.λπ. Για παράδειγμα, για τη σιδερένια ελικοειδή σκάλα στους
«αόρατους άξονες της κλίμακας» της παραπάνω συλλογής, παραθέτει έξι
παρομοιώσεις στη σειρά.
«Εδώ η σιδερένια
σκάλα ελικοειδής, κομμάτι
σκουριασμένη από
την υγρασία. Σαν προπέλα
πλοίου κοχλιούται
στο υγρό σκοτάδι.
Σαν σπείρα
αναρριχητική της πιο κρυφής σου
σκέψης. Σαν εικόνα
πόθου βυθισμένη
που γεννά μες στον
αγέρα ιερά ρεύματα.
Σαν αδράχτι
γνέθοντας το βήμα των απόντων.
Σαν αθόρυβη
ρουφήχτρα που τραβά την
ύπαρξη προς του
πυθμένα
τον ακίνητο χορό.
Ως στρόβιλος τέλος
αμιγών μετάλλων ή αντικυκλώνας.
Σε πλήρη συστοιχία
με τα άνθη
των γκρεμών και των
δονούμενων ορόφων.»
Με την 9η
ποιητική συλλογή του Πρατικάκη, τη «Μαγεία της μη διεκδίκησης», ολοκληρώνεται η
στροφή που είχε ξεκινήσει με την προηγούμενη συλλογή. Ο Πρατικάκης, από μια
σοφιστική, θα τη χαρακτήριζα, περίοδο της ποίησής του, περνάει σε μια
προσωκρατική. Από ένα προβληματισμό πάνω στον άνθρωπο, την ιστορία και τον
πολιτισμό του, περνάει σε μια θεώρηση του Όντος και των όντων, τόσο των αψύχων,
όσο και των εμψύχων. Το σαλιγκάρι, ο αίγαγρος, η πόρτα τάρανδος, οι βάτοι,
εκτοπίζουν τον άνθρωπο στην ποίησή του, σε ποιήματα μιας υπέροχα πρωτότυπης
σύλληψης που δείχνουν πόσο μέγας είναι αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μικρόκοσμος
της καθημερινής εμπειρίας που περνάει σχεδόν απαρατήρητος στη συνείδησή μας.
Μ’ αυτή τη στροφή
στην ποίηση του Πρατικάκη, η ανάμνηση και η επιστροφή στη γενέθλια γη σαν πηγή
έμπνευσης πλουτίζεται με τη νοσταλγία. Η νοσταλγία αυτή εκδηλώνεται απερίφραστα
ήδη με τον τίτλο των δυο σχετικών ποιημάτων της συλλογής: «Μυρτώο Α» και «Μυρτώο
Β». Θα διαβάσουμε λίγους στίχους από το
Μυρτώο. (σελ. 33)
Α.
«Ακουμπισμένοι στο
πέλαγος πίναμε καφέ. Η μνήμη είχε
περιπλέξει τα λόγια μας με δίχρωμα δίχτυα. Φως, πολύ φως ως
τα
οστά, αποτύπωνε τα όντα».
Και πιο κάτω:
«Ανακαλώ τ’
αποτυπώματα και τα σημάδια
μέσα στο ρεύμα του
καιρού καθώς περνούνε
σαν φλόγες ζωηρές
και ρόδινες εντός μου και με λένε».
Ενώ το «Μυρτώο Α»
βρίσκεται στο περιθώριο της προβληματικής αυτής της συλλογής, όντας μια
ανάκληση των παιδικών και εφηβικών χρόνων, το «Μυρτώο Β» βρίσκεται στην καρδιά
της. Η γενέθλια γη είναι το πλαίσιο όπου τοποθετεί-ή μάλλον, όπου πρωτοείδε
τοποθετημένο-ένα από τα ταπεινά όντα που η μαγεία της ποίησης του Πρατικάκη
τους αποκαλύπτει ένα μεγαλείο: το μουλάρι. Και ενώ τα όντα της συλλογής αυτής
ονοματίζονται τα περισσότερα επακριβώς ή ελάχιστα παρεμφερώς με τίτλους όπως:
το ελάφι, το σαλιγκάρι, οι βάτοι, τα δέντρα, η πόρτα τάρανδος, ο αίγαγρος, το
φυσερό του τεχνίτη, η φωνή του πηγαδιού, το πήλινο σταμνί, η μνήμη του ξύλου
κ.λπ., εδώ το πλαίσιο, υπερβαίνοντας σε σημασία το ον που πλαισιώνει στη
συνείδηση του ποιητή, ονοματίζει και το ποίημα: Μυρτώο Β.
Ποια να είναι άραγε
η συνισταμένη, ο κοινός άξονας αυτών των εντυπώσεων από τη γενέθλια γη που
ανακαλεί στη μνήμη του ο ποιητής; Να το θέσουμε σαν ερώτημα αίνιγμα σε σας τους
ακροατές. Και για να σας βοηθήσουμε λίγο, ποια ήταν τα τελευταία λόγια του Göthe;
«Φως, περισσότερο φως».
Αν θυμάστε, το πρώτο
από τα πέντε ποιήματα στα οποία αναφερθήκαμε είχε τίτλο «Θητεία στο φως». Το
φως εδώ στέκει σαν μετωνυμία του Μύρτους. «Τα πράγματα θα σπαρταρούν πανάκριβα
μέσα στον ήλιο», είναι ένας από τους στίχους που διαβάσαμε.
Στο «σχέδιο Μάρσαλ»
της «Οντοφάνειας», ο Πρατικάκης γράφει για τους χτίστες πως «βάδιζαν χαμένοι
μέσα σε τούτο το χειροπιαστό και πάμφωτο άπειρο». Στο «Μυρτώο Α» διαβάσαμε
επίσης: «Φως, πολύ φως ως τα οστά, αποτύπωνε τα όντα». Από το «Μυρτώο Β»
διαβάζουμε το τέλος του ποιήματος.
«Μέσα σε τόσο φως,
πλάι στα ευλύγιστα
καλάμια. Ιέρεια,
ιέρεια. Ένα λευκό
κοπάδι φωνές δεμένο
μες στα βότανα.
Ποιο μάτι θα τα
ξεχωρίσει αυτά
τα ενωμένα όντα.
Σαράντα χρόνια
εικόνα πεπαλαιωμένη
κι ακόμη να φύγει η
κατάνυξη».
Αν η λέξη «φως» έχει
ένα περιγραφικό χαρακτήρα, ο ποιητής χρησιμοποιεί για τη γενέτειρά του μια άλλη
λέξη, που έχει αξιακό χαρακτήρα: τη λέξη «Παράδεισο», με κεφαλαίο Π. Διαβάζω το
σχετικό απόσπασμα από το «Μυρτώο Α».
«Ανακαλώ τη λάμψη
των ματιών και τις φωνούλες
των μικρών αγοριών
που περπατάνε
πλάι στου
Παραδείσου τα νερά κι ύστερα σβήνουν
μέσα σε σκοτεινούς
και κουρασμένους άντρες».
Για τον Πρατικάκη η
γενέθλια γη του είναι ο παράδεισος, με Π κεφαλαίο στο κείμενο.
Και η επόμενη
συλλογή, η «Λήκυθος», ξεχειλίζει από εικόνες υπαίθρου. Λέξεις όπως «έχερη» και
«μαγγανοπήγαδο» παραπέμπουν επίσης άσφαλτα στη γενέθλια γη των παιδικών χρόνων,
πριν αλωθεί από τα τρακτέρ, τις πομόνες, τα «βατραχάκια» και το φράγμα. Η ελιά
όμως έμεινε ακλόνητη στο χρόνο, προσφέροντας πάντα την ίδια οπτική εντύπωση:
ΧΙ
«Η ελιά στρίβοντας
προς τα κάτω
τα ελικοειδή της
νήματα να υφανθούνε
με χωμάτινες χορδές.
Στρίβοντας προς τα πάνω ώμους και κλαδιά
μου υπαγορεύουνε
μιαν ολικήν αναπαράσταση.
Καθώς κοιτώ που με
κοιτούνε
οι ρόζοι της σαν
οφθαλμοί χαμηλωμένοι
μου επιβάλουνε μιαν
αποτίμηση
όλου μαζί του χρόνου
μου, μέσα σε
τούτη τη ματιά».
Νομίζω πως, με την
παράθεση των αποσπασμάτων που κάναμε, δείξαμε ικανοποιητικά ότι η γενέθλια γη
στην ποίηση του Πρατικάκη προβάλλεται τόσο σαν χώρος έμπνευσης και αποκάλυψης,
όσο και σαν αντικείμενο νοσταλγίας στις περισσότερες συλλογές του. (σελ. 34)
No comments:
Post a Comment