Λωρ Αντλέρ, Marguerite Dyras, μετ. Μαρία Κράλη, Ηλέκτρα 2004, σελ. 700
Θα επαναλάβω για μια ακόμη φορά ότι μου αρέσουν οι βιογραφίες, και ότι στα μυθιστορήματα αναρωτιέμαι πάντα τι σ’ αυτά είναι πραγματικό και τι επινοημένο. Διαβάζοντας το «Ο Χεμινγουέη στην Κούβα» των Χίλαρι Χεμινγουέη και Καρλίν Μπρένεν, το οποίο παρουσιάσαμε στο blog μας, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει πολύ περισσότερο «πραγματικό» σε ένα μυθιστόρημα από ό,τι μπορούμε να υποψιαστούμε. Αυτό το διαπίστωσα πολύ περισσότερο τώρα, διαβάζοντας αυτή τη βιογραφία της Duras που έχει υπότιτλο «Ζωή σαν μυθιστόρημα». Ακόμη, φαίνεται ότι γενικά οι αναγνώστες αρέσκονται περισσότερο στο πραγματικό γεγονός παρά στο επινοημένο. Διαβάζω: «…οι αναγνώστες του ‘Εραστή’ πίστεψαν την ιστορία. Πήραν τον ‘Εραστή’ τοις μετρητοίς. Τσατισμένη από την επιτυχία και γνωρίζοντας πως το επιχείρημα ‘πραγματική ιστορία’ ήταν ό κύριος λόγος της επιτυχίας, η Μαργκερίτ αδιαφόρησε» (σελ. 626). Πιστεύω στο ταλέντο του Πέτρου Τατσόπουλου, αλλά μήπως το μεγάλο τιράζ της «Ελεημοσύνης των ξένων» οφείλεται και στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου;
Ένα πρόβλημα που μπαίνει είναι μήπως το επινοημένο θεωρηθεί πραγματικό. Χειρότερα ακόμα, όταν ένα επινοημένο ψέμα παρουσιάζεται ως κάτι πραγματικό, όπως αυτό που γράφει η Γιουρσενάρ, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε, ότι τάχα η Αντίσταση θα μπορούσε να σώσει τους έγκλειστους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των γερμανών στέλνοντας αλεξιπτωτιστές και δεν το έκανε. (σελ. 644)
Μια δεύτερη διαπίστωση: σε μια εκτεταμένη βιογραφία μαθαίνεις πολύ περισσότερα από ό,τι σε μια σύντομη. Δεν έχω διαβάσει σύντομη βιογραφία της Γιουρσενάρ, αλλά έχω διαβάσει κάποια αυτοβιογραφικά της κείμενα. Βέβαια «ουκ εν τω πολλω το ευ», όμως, έτσι κι αλλιώς, στο «πολλω» θα υπάρχουν τουλάχιστον περισσότερες πληροφορίες.
Σε μια ημερίδα ποιητική μας είπε κάποιος ομιλητής ότι ο …δεν θυμάμαι ποιος (όχι αυτός, εγώ) είπε πως από τους ποιητές το 80% είναι νευρωσικοί και το υπόλοιπο 20% είναι ψυχωτικοί. Αναρωτιέμαι τι ποσοστά υπάρχουν για τους πεζογράφους, αν και φαντάζομαι ότι θα είναι μικρότερα, και θα υπάρχει ένα ποσοστό «υγειών». Ο Τολστόι για παράδειγμα φαίνεται πιο «υγιής» από τον Ντοστογιέφσκι. Τι ήταν όμως εκείνο που τον έσπρωξε να φύγει από το σπίτι του, στα ογδόντα του, και να πεθάνει από πνευμονία σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό; Κουβαλούσε κι αυτός την τρέλα του, που εκδηλώθηκε στα ογδόντα του;
Η Ντυράς πέρασε μια βασανισμένη παιδική ηλικία. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς που η μετέπειτα ζωή της μετεωριζόταν ανάμεσα στην τρέλα και τον αλκοολισμό. Ή μάλλον εύρισκε καταφύγιο στον αλκοολισμό για να ξεφύγει από την τρέλα. Και φυσικά στο γράψιμο. Έγραφε ακατάπαυτα, σαν ξόρκι, για να αποδιώξει το κακό που την απειλούσε. Και έκανε έρωτα. Η σεξουαλική της ζωή ήταν πολύ πλούσια. Όμως φαίνεται ότι και το σεξ το χρησιμοποιούσε σαν αγχολυτικό, σαν άμυνα στην τρέλα την οποία φοβότανε.
Συνειδητοποίησα διαβάζοντας αυτή τη βιογραφία ότι στις βιογραφίες μου αρέσει περισσότερο το πρώτο μέρος, που αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, και στα χρόνια πριν αρχίσει το γράψιμο. Στη συνέχεια ο βιογράφος, δίπλα στα «του βίου» στοιχεία μιλάει αρκετά και για τα έργα, έργα που στην πλειοψηφία τους δεν έχω διαβάσει, και που με ενδιαφέρουν λιγότερο από τις υπόλοιπες βιογραφικές πληροφορίες.
Και όχι μόνο οι βιογραφικές πληροφορίες. Η παρακάτω είναι πολύ ενδιαφέρουσα, και την αντιγράφω.
«Στα πέντε της χρόνια η Μαργκερίτ παρίσταται στην ταφή μιας μοιχαλίδας στην Κίνα. Ζωντανής. Μερικές φορές έθαβαν και τον εραστή μαζί. Κι αυτόν ζωντανό. Τους έβαζαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο μέσα στο φέρετρο. Ο ατιμασμένος σύζυγος ήταν ο μοναδικός κριτής της τιμωρίας. Οι γυναίκες δεν την γλύτωναν ποτέ, οι εραστές μερικές φορές» (σελ. 46). Τελικά οι κινέζοι σέβονταν τους εραστές. Όλοι οι ερωτευμένοι δεν φαντασιώνονται να πεθάνουν μαζί με την/τον αγαπημένη/ο; Καμιά σχέση με το να πεθαίνεις από μια βροχή από πέτρες, όπως στο Ισλάμ.
Παρεμπιπτόντως, είδα πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ για την ομοφυλοφιλία στο Ισλάμ. Ένας μουλάς έλεγε ότι και η εβραϊκή θρησκεία καταδικάζει σε θάνατο τον ομοφυλόφιλο. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο.
Και θυμήθηκα το «ο αναμάρτητος τον λίθο βαλέτω» που είπε ο Χριστός, για τη Μαρία τη Μαγδαληνή νομίζω (ποτέ δεν ήμουν καλός στα θρησκευτικά). Αν ο λιθοβολισμός δεν έχει συνδεθεί με τους εβραίους, είναι ίσως γιατί δεν είχαν ποτέ δικό τους κράτος, και δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τέτοιου είδους πρακτικές στα κράτη που τους φιλοξενούσαν. Υπάρχει άραγε πιθανότητα, μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, να δούμε κάποιους φονταμενταλιστές εβραίους να ανεβαίνουν στην εξουσία και να εφαρμόζουν τον μωσαϊκό νόμο; Αυτό μόνο μας έμεινε να δούμε ακόμη. Καλά, το οδόντα αντί οδόντος πάει κι έρχεται, αλλά το οφθαλμόν αντί οφθαλμού;
Διαβάζω: «…Αργότερα, με το γιο της, θα χτυπάνε ο ένας τον άλλο. Δεν λένε πως τα παιδιά που έτρωγαν ξύλο γίνονται βίαιοι γονείς; Ο γιος της τής το ανταπέδιδε κάποιες φορές» (σελ. 119).
Εγώ ποτέ, στη δική μου μητέρα. Θυμάμαι όμως πολύ καθαρά, και με υπερηφάνεια, την πρώτη μεγάλη νίκη στη ζωή μου. Πήγαινα στην έκτη δημοτικού. Η μητέρα μου πήγε να με δείρει. Εγώ την άρπαξα και από τα δυο της χέρια, και την κόλλησα πάνω στον τοίχο, σαν εσταυρωμένο Χριστό. Από τότε δεν ξανατόλμησε να σηκώσει χέρι πάνω μου.
Να πω ότι δεν της το συγχωρώ, είναι βαρύ. Επειδή σαν παιδί ήμουν αρκετά άτακτος, με απειλούσε συχνά ότι θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί. Μετά από κάποια αταξία, και όταν δεν την έβρισκα στο σπίτι, ανησυχούσα. Θυμάμαι που πολλές φορές ξεσκέπαζα το πηγάδι, και προσπαθούσα να διακρίνω πίσω από τη σκοτεινή επιφάνεια του νερού ένα βουλιαγμένο σώμα. Δεν ήξερα τότε ότι οι πνιγμένοι επιπλέουν. Δεν έβλεπα τίποτα, αλλά αυτό δεν με ανακούφιζε, μπορεί να μην την έβλεπα γιατί τα νερά ήταν πολύ σκοτεινά. Μέχρι να γυρίσει καθόμουνα σε αναμμένα καρφιά. Η ανακούφισή μου ήταν μεγάλη, όταν άκουγα τα βήματά της να πλησιάζουν από το μονοπάτι.
Ας ήταξα η άμοιρη πως δεν σ’ είχα ποτέ μου
κι ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου κι ήσβυσέ μου.
Αυτό το δίστιχο μου το έλεγε συχνά, όταν την στενοχωρούσα. Το ανακάλυψα μετά στον Ερωτόκριτο.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο για τη Γιουρσενάρ.
«Για τον Καμύ υπάρχει ένα αλγερινό έθνος που κατοικείται από δυο λαούς που έχουν τα ίδια δικαιώματα στη διατήρηση της πατρίδας τους» (σελ. 379). Τους Βερβέρους τους ξέχασε, που απωθήθηκαν στα ορεινά όταν οι άραβες κατέλαβαν τη χώρα τους, κάπου ανάμεσα στο 630-640, όταν ο Μωάμεθ έκανε τις εκστρατείες του.
Το βιβλίο είναι πολύ καλό, αλλά με πολλά λάθη. Ο διορθωτής πρέπει να τα είχε πιει όταν διόρθωνε. Έτσι κι αλλιώς μας άρεσε πολύ.
Θα επαναλάβω για μια ακόμη φορά ότι μου αρέσουν οι βιογραφίες, και ότι στα μυθιστορήματα αναρωτιέμαι πάντα τι σ’ αυτά είναι πραγματικό και τι επινοημένο. Διαβάζοντας το «Ο Χεμινγουέη στην Κούβα» των Χίλαρι Χεμινγουέη και Καρλίν Μπρένεν, το οποίο παρουσιάσαμε στο blog μας, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει πολύ περισσότερο «πραγματικό» σε ένα μυθιστόρημα από ό,τι μπορούμε να υποψιαστούμε. Αυτό το διαπίστωσα πολύ περισσότερο τώρα, διαβάζοντας αυτή τη βιογραφία της Duras που έχει υπότιτλο «Ζωή σαν μυθιστόρημα». Ακόμη, φαίνεται ότι γενικά οι αναγνώστες αρέσκονται περισσότερο στο πραγματικό γεγονός παρά στο επινοημένο. Διαβάζω: «…οι αναγνώστες του ‘Εραστή’ πίστεψαν την ιστορία. Πήραν τον ‘Εραστή’ τοις μετρητοίς. Τσατισμένη από την επιτυχία και γνωρίζοντας πως το επιχείρημα ‘πραγματική ιστορία’ ήταν ό κύριος λόγος της επιτυχίας, η Μαργκερίτ αδιαφόρησε» (σελ. 626). Πιστεύω στο ταλέντο του Πέτρου Τατσόπουλου, αλλά μήπως το μεγάλο τιράζ της «Ελεημοσύνης των ξένων» οφείλεται και στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου;
Ένα πρόβλημα που μπαίνει είναι μήπως το επινοημένο θεωρηθεί πραγματικό. Χειρότερα ακόμα, όταν ένα επινοημένο ψέμα παρουσιάζεται ως κάτι πραγματικό, όπως αυτό που γράφει η Γιουρσενάρ, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε, ότι τάχα η Αντίσταση θα μπορούσε να σώσει τους έγκλειστους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των γερμανών στέλνοντας αλεξιπτωτιστές και δεν το έκανε. (σελ. 644)
Μια δεύτερη διαπίστωση: σε μια εκτεταμένη βιογραφία μαθαίνεις πολύ περισσότερα από ό,τι σε μια σύντομη. Δεν έχω διαβάσει σύντομη βιογραφία της Γιουρσενάρ, αλλά έχω διαβάσει κάποια αυτοβιογραφικά της κείμενα. Βέβαια «ουκ εν τω πολλω το ευ», όμως, έτσι κι αλλιώς, στο «πολλω» θα υπάρχουν τουλάχιστον περισσότερες πληροφορίες.
Σε μια ημερίδα ποιητική μας είπε κάποιος ομιλητής ότι ο …δεν θυμάμαι ποιος (όχι αυτός, εγώ) είπε πως από τους ποιητές το 80% είναι νευρωσικοί και το υπόλοιπο 20% είναι ψυχωτικοί. Αναρωτιέμαι τι ποσοστά υπάρχουν για τους πεζογράφους, αν και φαντάζομαι ότι θα είναι μικρότερα, και θα υπάρχει ένα ποσοστό «υγειών». Ο Τολστόι για παράδειγμα φαίνεται πιο «υγιής» από τον Ντοστογιέφσκι. Τι ήταν όμως εκείνο που τον έσπρωξε να φύγει από το σπίτι του, στα ογδόντα του, και να πεθάνει από πνευμονία σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό; Κουβαλούσε κι αυτός την τρέλα του, που εκδηλώθηκε στα ογδόντα του;
Η Ντυράς πέρασε μια βασανισμένη παιδική ηλικία. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς που η μετέπειτα ζωή της μετεωριζόταν ανάμεσα στην τρέλα και τον αλκοολισμό. Ή μάλλον εύρισκε καταφύγιο στον αλκοολισμό για να ξεφύγει από την τρέλα. Και φυσικά στο γράψιμο. Έγραφε ακατάπαυτα, σαν ξόρκι, για να αποδιώξει το κακό που την απειλούσε. Και έκανε έρωτα. Η σεξουαλική της ζωή ήταν πολύ πλούσια. Όμως φαίνεται ότι και το σεξ το χρησιμοποιούσε σαν αγχολυτικό, σαν άμυνα στην τρέλα την οποία φοβότανε.
Συνειδητοποίησα διαβάζοντας αυτή τη βιογραφία ότι στις βιογραφίες μου αρέσει περισσότερο το πρώτο μέρος, που αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, και στα χρόνια πριν αρχίσει το γράψιμο. Στη συνέχεια ο βιογράφος, δίπλα στα «του βίου» στοιχεία μιλάει αρκετά και για τα έργα, έργα που στην πλειοψηφία τους δεν έχω διαβάσει, και που με ενδιαφέρουν λιγότερο από τις υπόλοιπες βιογραφικές πληροφορίες.
Και όχι μόνο οι βιογραφικές πληροφορίες. Η παρακάτω είναι πολύ ενδιαφέρουσα, και την αντιγράφω.
«Στα πέντε της χρόνια η Μαργκερίτ παρίσταται στην ταφή μιας μοιχαλίδας στην Κίνα. Ζωντανής. Μερικές φορές έθαβαν και τον εραστή μαζί. Κι αυτόν ζωντανό. Τους έβαζαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο μέσα στο φέρετρο. Ο ατιμασμένος σύζυγος ήταν ο μοναδικός κριτής της τιμωρίας. Οι γυναίκες δεν την γλύτωναν ποτέ, οι εραστές μερικές φορές» (σελ. 46). Τελικά οι κινέζοι σέβονταν τους εραστές. Όλοι οι ερωτευμένοι δεν φαντασιώνονται να πεθάνουν μαζί με την/τον αγαπημένη/ο; Καμιά σχέση με το να πεθαίνεις από μια βροχή από πέτρες, όπως στο Ισλάμ.
Παρεμπιπτόντως, είδα πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ για την ομοφυλοφιλία στο Ισλάμ. Ένας μουλάς έλεγε ότι και η εβραϊκή θρησκεία καταδικάζει σε θάνατο τον ομοφυλόφιλο. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο.
Και θυμήθηκα το «ο αναμάρτητος τον λίθο βαλέτω» που είπε ο Χριστός, για τη Μαρία τη Μαγδαληνή νομίζω (ποτέ δεν ήμουν καλός στα θρησκευτικά). Αν ο λιθοβολισμός δεν έχει συνδεθεί με τους εβραίους, είναι ίσως γιατί δεν είχαν ποτέ δικό τους κράτος, και δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τέτοιου είδους πρακτικές στα κράτη που τους φιλοξενούσαν. Υπάρχει άραγε πιθανότητα, μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, να δούμε κάποιους φονταμενταλιστές εβραίους να ανεβαίνουν στην εξουσία και να εφαρμόζουν τον μωσαϊκό νόμο; Αυτό μόνο μας έμεινε να δούμε ακόμη. Καλά, το οδόντα αντί οδόντος πάει κι έρχεται, αλλά το οφθαλμόν αντί οφθαλμού;
Διαβάζω: «…Αργότερα, με το γιο της, θα χτυπάνε ο ένας τον άλλο. Δεν λένε πως τα παιδιά που έτρωγαν ξύλο γίνονται βίαιοι γονείς; Ο γιος της τής το ανταπέδιδε κάποιες φορές» (σελ. 119).
Εγώ ποτέ, στη δική μου μητέρα. Θυμάμαι όμως πολύ καθαρά, και με υπερηφάνεια, την πρώτη μεγάλη νίκη στη ζωή μου. Πήγαινα στην έκτη δημοτικού. Η μητέρα μου πήγε να με δείρει. Εγώ την άρπαξα και από τα δυο της χέρια, και την κόλλησα πάνω στον τοίχο, σαν εσταυρωμένο Χριστό. Από τότε δεν ξανατόλμησε να σηκώσει χέρι πάνω μου.
Να πω ότι δεν της το συγχωρώ, είναι βαρύ. Επειδή σαν παιδί ήμουν αρκετά άτακτος, με απειλούσε συχνά ότι θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί. Μετά από κάποια αταξία, και όταν δεν την έβρισκα στο σπίτι, ανησυχούσα. Θυμάμαι που πολλές φορές ξεσκέπαζα το πηγάδι, και προσπαθούσα να διακρίνω πίσω από τη σκοτεινή επιφάνεια του νερού ένα βουλιαγμένο σώμα. Δεν ήξερα τότε ότι οι πνιγμένοι επιπλέουν. Δεν έβλεπα τίποτα, αλλά αυτό δεν με ανακούφιζε, μπορεί να μην την έβλεπα γιατί τα νερά ήταν πολύ σκοτεινά. Μέχρι να γυρίσει καθόμουνα σε αναμμένα καρφιά. Η ανακούφισή μου ήταν μεγάλη, όταν άκουγα τα βήματά της να πλησιάζουν από το μονοπάτι.
Ας ήταξα η άμοιρη πως δεν σ’ είχα ποτέ μου
κι ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου κι ήσβυσέ μου.
Αυτό το δίστιχο μου το έλεγε συχνά, όταν την στενοχωρούσα. Το ανακάλυψα μετά στον Ερωτόκριτο.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο για τη Γιουρσενάρ.
«Για τον Καμύ υπάρχει ένα αλγερινό έθνος που κατοικείται από δυο λαούς που έχουν τα ίδια δικαιώματα στη διατήρηση της πατρίδας τους» (σελ. 379). Τους Βερβέρους τους ξέχασε, που απωθήθηκαν στα ορεινά όταν οι άραβες κατέλαβαν τη χώρα τους, κάπου ανάμεσα στο 630-640, όταν ο Μωάμεθ έκανε τις εκστρατείες του.
Το βιβλίο είναι πολύ καλό, αλλά με πολλά λάθη. Ο διορθωτής πρέπει να τα είχε πιει όταν διόρθωνε. Έτσι κι αλλιώς μας άρεσε πολύ.
No comments:
Post a Comment