Γυμναστικές επιδείξεις. Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά»
Στην έκτη δημοτικού στις γυμναστικές επιδείξεις έλαβα μέρος στα αγωνίσματα, και συγκεκριμένα στο τρέξιμο. Για πρώτη φορά.
Θα τρέχαμε πέντε. Στις πρόβες κατάφερνα και έβγαινα τέταρτος. Περνούσα τον συγχωρεμένο το Γιώργη το Λαβέτζη, που χάθηκε πέρυσι, τόσο νωρίς. Όμως αυτός στις γυμναστικές επιδείξεις έτρεξε ξυπόλυτος και με πέρασε. Καθώς η αυλή του σχολείου είναι κατηφορική, κάπου κοντά στο τέρμα, στην αγωνία μου να τον ξεπεράσω, ένιωσα μια δύναμη να σπρώχνει το σώμα μου μπροστά και να του δίνει μια ταχύτητα στην οποία δεν μπορούσαν τα πόδια μου να ανταποκριθούν. Έπεσα με τα μούτρα μπροστά, σύρθηκα κάμποσα μέτρα και τα γυμνά πόδια μου γέμισαν γδαρσίματα.
Ήταν πια φανερό πως ούτε αθλητής θα γινόμουνα. Ο κύκλος των επιλογών μου στένευε απελπιστικά.
Σε εκείνες τις γυμναστικές επιδείξεις ήταν που συνέβη και το παρακάτω περιστατικό.
Φοράγαμε τα φανελάκια μας και τα μπλε σωβρακάκια μας (σορτσάκια τα λέμε σήμερα). Ήταν πραγματικά σωβρακάκια, γιατί δεν φοράγαμε τίποτα από κάτω. Τα σλιπάκια ήταν άγνωστα, και τα σωβρακάκια ήταν κάτι σαν σκελέες, όχι βέβαια αυτές τις τεράστιες, τις στρατιωτικές, χωρίς άνοιγμα μπροστά και σε κάθε πλευρό είχαν μια άσπρη λουρίδα. Εκείνη την εποχή της αυτάρκειας, όπως ήταν φυσικό, αγόραζαν ύφασμα και μας τα έφτιαχναν οι μανάδες μας. Για ζώνη, όπως και τα κανονικά σωβρακάκια, είχαν ένα στρογγυλό λάστιχο, περασμένο σε μια σούρα, και κάθε φορά που μας έσπαγε περνάγαμε μόνοι μας με επιμέλεια καινούργιο λάστιχο.
Αφού κάναμε κάποιες άλλες ασκήσεις, αρχίσαμε να χοροπηδάμε στο ρυθμό της άσκησης «έκταση, ανάταση, πρόταση, κάτω». Βλέπουμε ξαφνικά τους θεατές των πρώτων θέσεων να χασκογελάνε, γεμάτοι ιλαρότητα, και να τους ακολουθούν σιγά σιγά και οι άλλοι. Εμείς χοροπηδάγαμε και αναρωτιόμασταν τι διάβολο συνέβαινε. Μήπως κάποιος έχανε το ρυθμό;
Αφού χοροπηδήσαμε κάμποσες φορές κάτω από τα χάχανα των θεατών, χωρίς ο δάσκαλος μας να κάνει πως κατάλαβε τίποτα, περάσαμε σε άλλες ασκήσεις. Τα χάχανα σταμάτησαν, όμως η ιλαρότητα καθρεφτιζόταν ακόμη στα πρόσωπα τους, και χανόταν σιγά σιγά, σαν τις τελευταίες ακτίνες του ηλιοβασιλέματος.
Κάναμε τις υπόλοιπες ασκήσεις μηχανικά, και αναρωτιόμασταν τι να είχε συμβεί. Όταν τελειώσαμε, πήγαμε και ρωτήσαμε με περιέργεια τους φίλους μας ανάμεσα στους θεατές, τι ήταν εκείνο που τους είχε κάνει να ξεκαρδιστούν μαζί μας στα γέλια.
Και μάθαμε.
Εκείνα τα χρόνια δεν πέρναγαν υποχρεωτικά όλοι οι μαθητές στην επόμενη τάξη, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι κακοί μαθητές έμεναν στην ίδια τάξη. Ένας συνάδελφος μου σήμερα, έμεινε στην τετάρτη δημοτικού.
Ένας συμμαθητής μου όμως, όνομα και μη χωριό, είχε μείνει τρεις ολόκληρες χρονιές στο δημοτικό, και έτσι σ’ αυτές τις τελευταίες μας γυμναστικές επιδείξεις, ήταν ήδη 15 χρονών. Το πουλί του ήταν πολύ πιο μεγάλο από τα δικά μας, μια και το είχε προπονήσει δεόντως, ενώ εμείς μόλις τότε αρχίζαμε. Έτσι σε κάθε πήδημα πεταγόταν προς τα πάνω, και καθώς το σωβρακάκι του ήταν λίγο φαρδύ, γινόταν αντιληπτό από τους θεατές. Αυτό όμως ανένδοτο, αντρόπιαστο, προκλητικό, συνέχιζε να χοροπηδάει.
Έτσι μας λύθηκε η απορία.
No comments:
Post a Comment