Άλκη Ζέη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Κέδρος 1987, σελ. 348
Την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» τη διάβασα πριν χρόνια, και μου άρεσε πολύ. Έτσι, καθώς στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project είμαστε ακόμη στο κλίμα του εμφύλιου (μιλήσαμε για την τριλογία του Στρατή Τσίρκα «Η λέσχη», «Η Αριάγνη», «Η Νυχτερίδα», για το «Όριο» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου και για τη «Νίκη» του Χρήστου Χωμενίδη) πρότεινα να συζητήσουμε γι’ αυτήν κλείνοντας έτσι την ενασχόλησή μας με τη λογοτεχνία που έχει σαν θέμα τον εμφύλιο. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ήταν πολύ καλή η πρότασή μου, να διαβάσουμε για τον εμφύλιο και από μια γυναίκα συγγραφέα.
Είναι το βιβλίο που μου άρεσε περισσότερο. Σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό αφηγείται βιωμένες καταστάσεις. Δεν θεωρητικολογεί πάνω στον εμφύλιο και την Αριστερά όπως κάνουν λίγο πολύ οι άνδρες συγγραφείς, απλά παρουσιάζει γεγονότα και καταστάσεις και τον αντίκτυπο που είχαν στην Ελένη την αρραβωνιαστικιά, καθώς εμπλέκεται άμεσα σ’ αυτά.
Αφηγηματικά το μυθιστόρημα έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο χρόνος της ιστορίας χωρίζεται στα δυο, με τον δεύτερο να χωρίζεται σε μικρότερα τμήματα. Ο πρώτος χρόνος είναι το «εδώ και τώρα», στο Παρίσι σε ένα τραίνο όπου η Ελένη με τους φίλους της έχουν ρόλο κομπάρσου στα γυρίσματα μιας ταινίας. Στα διαλείμματα συζητάνε διάφορα. Ο δεύτερος χρόνος χωρίζεται σε μικρότερα τμήματα που αντιστοιχούν σε χαρακτηριστικές περιόδους της νεότερης ιστορίας μας: Κατοχή, εμφύλιος, εξορίες και φυλακίσεις, Τασκένδη, δημοκρατική κυβέρνηση, χούντα. Ο δεύτερος αυτός χρόνος δίνεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η αφήγηση αυτή δεν είναι ευθύγραμμη, να περνάει από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη, αλλά πάνω στην ευθύγραμμη ροή της ιστορίας μεταπηδάει μπροστά πίσω, σε μια συνειρμική σύνδεση. Για παράδειγμα:
«Ξυπνάω με πυρετό. -Κρίμα, λέει η Μαρί-Τερέζ, γιατί βρήκα με πολύ κόπο εισιτήρια για τον Ζεράρ Φιλίπ, που παίζει τον Πρίγκηπα του Όμπουργκ. -Θα πάμε… Αυτό είναι κάτι που μπορεί να μην το ξαναδώ στη ζωή μου.
-Αυτό είναι κάτι που μπορεί να μην το ξαναδείς στη ζωή σου, έλεγε η Λίζα [η μητέρα της]. Ήμουνα δέκα χρονών, και είχανε έλθει στην Αθήνα οι μαριονέτες του Ποντρέκα…» (σελ. 129). Από το Παρίσι του τώρα στην Αθήνα του τότε.
«-Τι έπαθες; τρομάζει η Μαρί-Τερέζ και της παίρνει το ποτηράκι, να της δώσει να πιει γουλιά γουλιά.
Έτσι έκανε κι ο Σεριόζα στο καφενείο…» (σελ. 134). Από το τώρα στο Παρίσι στο τότε στη Τασκένδη.
Όμως να παραθέσουμε και άλλα αποσπάσματα.
«Τασκέντ, όπως τη λένε στα ρωσικά, που το ένα γράμμα μοιάζει με τρίαινα του Ποσειδώνα χωρίς το κοντάρι της» (σελ. 14).
Το γράμμα αυτό είναι το ш και προφέρεται σαν sh. Δυστυχώς μόνο τα κρητικά αποδίδουν όλους τους ήχους. Για παράδειγμα η λέξη «χειμώνας» προφέρεται ως shιμώνας. Στην κοινή νεοελληνική το sh αποδίδεται ως σ. Για παράδειγμα το κινέζικο pinyin x προφέρεται ως sh, όμως όταν θέλω να μεταγράψω στα ελληνικά το όνομα του κινέζου σκηνοθέτη Feng Xiaogang, δεν μπορώ παρά να γράψω Φενγκ Σιάογκανγκ.
«Το γκαρσόνι με βλέπει να μπαίνω και του αναγγέλλει θριαμβευτικά, Λα σούα ραγκάτσα, το κορίτσι σου» (σελ. 105).
Λάθος: La tua ragazza. La sua ragazza θα πει το κορίτσι του. Φαντάζομαι θα διορθώθηκε σε μεταγενέστερες εκδόσεις.
«Δεν μπορώ να ζωγραφίσω ούτε ένα καραβάκι, όπως ζωγραφίζουν όλα τα παιδιά» (σελ. 106).
Εγώ μπορώ. Να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
«-Όχι, Μαρί-Τερέζ, δεν μπορεί να ήταν ο Ανεμοδαρμένος πράκτορας της Ασφάλειας. Το κόμμα έκανε τραγικό λάθος. Είπαν πως η Ασφάλεια τον φυγάδευσε στην Αμερική. Η Λίζα όμως μου έγραψε με τρόπο. Συνάντησε τη γυναίκα του, που είδε το πτώμα του μετά την εκτέλεση» (σελ. 126-127).
Εύκολα αναγνωρίζεται πίσω από το όνομα «Ανεμοδαρμένος» ο Νίκος Πλουμπίδης. Ή μήπως υπάρχει και άλλος Πλουμπίδης, λιγότερο γνωστός;
«Κοιτάω την Κόκκινη Πλατεία μ’ ορθάνοιχτα μάτια και περπατώ ανάλαφρη, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» (σελ. 155).
Να μην το ξαναγράψω, θα παραπέμψω σε σχετική ανάρτησή μου.
«-Και να φανταστείς, τον πρώτο που πήγε με Ρωσίδα κόντεψαν να τον λιντσάρουν. Η Βάγια μου το ’λεγε ξελιγωμένη στα γέλια. -Το ’χε απαγορέψει το κόμμα. Αλλιώς πώς θα παντρευότανε οι δικές μας στραβοκάνες;» (σελ. 194-195).
Μια στραβοκάνα έμεινε απάντρευτη γιατί ο χωριανός μου ο Μανώλης (πέθανε πέρυσι, ενενηντάρης, θεός σχωρέστον που πήγε με τους αντάρτες) παντρεύτηκε ρωσίδα. Ο πατέρας του Βάνια (πάει κι αυτός, τρία χρόνια μικρότερός μου, έχω γράψει αλλού σχετικά), μαζί του προπονούσα τα ρώσικά μου. Μου έλεγε γκοβορίτ αντί για γκαβαρίτ. Ίσως έτσι το πρόφεραν στην Τασκένδη.
«Ναι, είμαι χαρούμενη γιατί έχω ζεστά πόδια, γιατί έχω φίλους, γιατί έχω ένα έξυπνο κοριτσάκι που μοιάζει της Λίζας, γιατί διαβάζω Τολστόι και τον καταλαβαίνω. Έχω βυθιστεί στο Πόλεμος και Ειρήνη. Το είχα διαβάσει παλιά σε γαλλική μετάφραση, μα τώρα στα ρωσικά μού προβάλλει ένας Τολστόι πότε γεμάτος ποίηση, τρυφερότητα, πότε σκληράδα και άγριος ακόμα. Να σπουδάσεις γλωσσολογία, μου λέει και ξαναλέει ο Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς που, μόνο να τον ακούω να μιλάει, καταλαβαίνω τον έρωτά του για τη γλώσσα» (σελ. 243).
Εγώ είχα τα φόντα, μα προτίμησα να σπουδάσω φιλοσοφία, για να την παρατήσω και να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία (το διδακτορικό μου). Όσο για το Πόλεμος και Ειρήνη, το διάβασα σε ελληνική μετάφραση. Δοκίμασα χρόνια αργότερα να το διαβάσω στα ρώσικα, είχα ήδη διαβάσει την Άννα Καρένινα, όμως κάπου στην 70 σελίδα σταμάτησα, μπήκαν ξαφνικά άλλες προτεραιότητες. Πάντως το νοιώθω σαν εκκρεμότητα να το διαβάσω ολόκληρο στο πρωτότυπο, γιατί το θεωρώ σαν το καλύτερο μυθιστόρημα που έχω διαβάσει ποτέ.
«Οι μητέρες δουλεύουν, γιαγιάδες δεν υπάρχουν στο σπίτι, κι έτσι τα παιδιά έχουν το κλειδί κρεμασμένο στον λαιμό, γιατί όταν γυρίζουν σπίτι δεν είναι κανείς. Αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα» (σελ. 249).
Σε μας στο σπίτι ήταν ο παππούς, και άνοιγε στον γιο μας όταν γύριζε από το σχολείο και του κτυπούσε το κουδούνι. Στην έκτη δημοτικού του δώσαμε κλειδί, να μην ενοχλεί τον παππού που μπορεί να κοιμότανε πάνω στην καρέκλα.
Ο παππούς στενοχωρέθηκε. Ήταν μια μικρή υπηρεσία που πρόσφερε στο σπίτι και του τη στερήσαμε. Το καταλάβαμε μετά. Ήταν τότε 94 χρονών, τη χρονιά που πέθανε.
«Ο στρατηγός χειμώνας. Έτσι κατατροπώθηκαν οι στρατιές του Ναπολέοντα και οι ορδές του Χίτλερ» (σελ. 209).
Τώρα κατάλαβα!!! Ο στρατηγός άνεμος δεν ήταν επινόηση, ήταν μια παράφρασή του. Και τι δεν του έσουραν στα media του Βύρωνα Πολύδωρα, για όσους θυμούνται.
«Ο Αχιλλέας εκτός από τα μαρξιστικά βιβλία, έχει διαβάσει ένα μοναδικό μυθιστόρημα, το Ένας αληθινός άνθρωπος του Μπόρις Πολεβόι, για έναν ήρωα του πολέμου, έναν πιλότο που τραυματίστηκε βαριά, του έκοψαν τα δύο πόδια και συνέχισε με ξύλινα πόδια να οδηγεί το καταδιωχτικό του και να ρίχνει αεροπλάνα με τον αγκυλωτό σταυρό» (σελ. 277).
Μου το δάνεισε ο ξάδελφός μου ο Γιώργης, συστήνοντάς μου το με τα θερμότερα λόγια. Το διάβασα απνευστί, θα ήμουν σε μια από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
«Σε πολλά παιδιά κρατουμένων αλλάζανε όνομα και επίθετο και τα καταγράφανε με καινούριο όνομα στο σταθμό που πήγαιναν. Γι’ αυτό τα δικά μου δεν βρισκόντανε πουθενά. Μπορεί να τα υιοθέτησαν. Τα πρώτα χρόνια που γύρισα από την εξορία, έπαιρνα σαν τρελή τους δρόμους. Όποιο παιδί συναντούσα, που θα ’χε περίπου την ηλικία των δικών μου, το σταματούσα και κοίταζα μήπως το αναγνωρίσω» (σελ. 288).
Φριχτό!!!
Μου θύμισε την ταινία «Φαντάσματα» (2005) του Christian Petzold.
«…τον τελευταίο καιρό που επιτράπηκε ξανά ο Ντοστογιέφσκι, κι αυτός με τα χιόνια που λιώνουν, και δεν προφταίνουν να βγάζουν και να ξαναβγάζουν τα άπαντά του…» (σελ. 314).
Φοβερό!!! Ο Ντοστογιέφσκι απαγορευμένος επί Στάλιν; Και επί Λένιν μήπως; Πολύ θα ήθελα να ήξερα.
«Το βαπόρι έφτασε στην αποβάθρα. Είναι το Καμέλια» (σελ. 339).
Αυτό δικό μου, για τους δικούς μου συνειρμούς.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε τη συζήτηση διαδικτυακά σήμερα Τετάρτη στις 6 το απόγευμα, από την πλατφόρμα του Zoom, ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο
Τον σβήνω μια και πέρασε η συνάντηση για να συμπληρώσω κάτι σημαντικό που είχα ξεχάσει. Η ιστορία του Μπάμπη Γκολέμα και της Ελένης Βούλγαρη από την οποία έχει εμπνευστεί ο Παντελής Βούλγαρης τα «Πέτρινα χρόνια» μοιάζει πολύ με την ιστορία της «Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα». Όμως τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ταινία διαφέρουν από την πραγματική ιστορία. Η Άλκη Ζέη έζησε με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου ο οποίος δεν φυλακίσθηκε από τη Χούντα, το ίδιο και ο Μπάμπης και η Ελένη Γκολέμα.
Τους γνώρισα και τους δυο. Τους είχα συναντήσει κάποιες φορές στο γραφείο του εκδότη μου του Θάνου Γραμμένου (εκδόσεις Θυμάρι). Σ’ αυτούς έκανε τη φωτοσύνθεση. Ρολό χαρτί το βιβλίο, πάνω εκεί γίνονταν οι διορθώσεις, μέχρι την τελική σελιδοποίηση.
No comments:
Post a Comment