Κινηματογράφος. Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά»
Τα καλοκαίρια, ήδη από το '58, λειτουργούσε ο θερινός σινεμάς του χωριού μου, το «σινέ Αστέρια», ελκυστικός ακόμη και για τους γεραπετρίτες. Βλέπαμε δύο έργα τη βδομάδα, μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον. Ψηλά ο έναστρος ουρανός, μπορούσες να γύρεις πίσω το κεφάλι σου στην καρέκλα και να βυθιστείς σε έκσταση ή σε μεταφυσικούς στοχασμούς. Δίπλα στους τοίχους, αναρριχητικά φυτά πρόσφεραν μια σπάνια ομορφιά και ευωδία, με τα πράσινα φύλλα τους και τα πολύχρωμα άνθη τους. Ποντίκια σεριανούσαν συνεχώς πάνω στο λεπτό σαν σπάγκο κορμό τους, έχοντας εξοικειωθεί με την παρουσία μας κι εμείς με τη δική τους. Τα διαλείμματα απολαμβάναμε τα αναψυκτικά μας, τον πασατέμπο και τα στραγάλια μας. Απολαμβάναμε επίσης και τη διαφήμιση της επόμενης ταινίας από τον οπερατέρ, τον συγχωρεμένο τον Νικολή τον Μουδάτσο. Καθώς δεν ήξερε αγγλικά, και τα ονόματα των ηθοποιών ήταν στα ξένα, διάβαζε «άλλα των αλλών», πράγμα που προκαλούσε την ιλαρότητα μας. Η διαφήμιση του επόμενου έργου θα πρέπει να ήταν
Γι’ αυτόν μια φοβερή δοκιμασία, γιατί κάποτε δεν κρατήθηκε και μας φώναξε από το μικρόφωνο «Μη γελάτε, γιατί ανέ κατεβώ κάτω...», πράγμα που έκανε μεν τα δικά μας γέλια να σταματήσουν μπροστά στο φόβο της απειλής, ξέσπασαν όμως άλλα δυνατότερα από τους υπόλοιπους θεατές, που πιο σοβαροί από εμάς περιορίζονταν απλά να χαμογελούν μ' αυτές τις διαφημίσεις.
Εκτός από αυτό το γέλιο, άφθονο γέλιο πρόσφεραν στην οθόνη ο Βουτσάς, ο Φωτόπουλος, ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης. Επίσης μας διασκέδαζαν τα κλάματα των διπλανών μας όταν βλέπαμε τις ταινίες του Ξανθόπουλου. Κάποτε βέβαια το παρακάναμε. Ένας χωριανός μας σηκώθηκε αγριεμένος από τα γέλια μας, στη μέση μιας παράστασης, και άρπαξε τον μικρότερο της παρέας από το λαιμό, λέγοντας του «Να σε πνίξω μωρέ, να σε πνίξω;». Φύγαμε κακήν κακώς και δεν τολμήσαμε να ξαναειρωνευτούμε τους ευσυγκίνητους χωριανούς μας.
Ο κινηματογράφος αυτός είχε την ίδια μοίρα με τους περισσότερους «τελευταίους παράδεισους», μετά την έλευση της τηλεόρασης. Το καλοκαίρι του '70 ο σινεμάς δεν άνοιξε, αφού το προηγούμενο καλοκαίρι οι θεατές είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα, ξανάνοιξε όμως το '71, για να μην ξανανοίξει έπειτα ποτέ πια.
Σήμερα μου αρέσει να ξαναβλέπω τις ταινίες που πρωτοείδα εκεί, όχι τόσο για αυτές τις ίδιες (στο μεταξύ, μπορώ να περηφανευτώ ότι απέκτησα καλύτερο γούστο) όσο γιατί με γεμίζουν με αναμνήσεις. Πολλές από αυτές τις είδαμε σκαρφαλωμένοι σε μια γειτονική μουριά ή στη διπλανή ταράτσα, όταν δεν είχαμε να πληρώσουμε το εισιτήριο.
[Αυτά δεν τα έγραψα στο βιβλίο, τα συμπληρώνω τώρα.
Μια φορά είχα σκαρφαλώσει στη μουριά που ήταν δίπλα στο σινεμά για να δω την ταινία, δεν είχα λεφτά για να μπω μέσα. Ο συγχωρεμένος ο Μανώλης ο Φαφούτης ήλθε με το φακό και κοίταζε προς τα πάνω. Εγώ είχα λουφάξει στην κορυφή. Δεν πρέπει να με είδε, γιατί αμέσως μετά σηκώθηκε και έφυγε.
Η συγχωρεμένη η Κατίνα του Τριχά άρχισα να ουρλιάζει πρωί πρωί: που να τον πάρει και να τον σηκώσει, που να τον…
-Ειντά χεις ωρέ Κατίνα και φωνάζει πρωί πρωί.
-Άσε κακομοίρα μου Ευγενία είντα μου κάμανε. Ανεβαίνω στην ταράτσα και βλέπω ένα σκάτουλο δίπλα στα αμύγδαλα που είχα απλωμένα.
Αργότερα μάθαμε ποιος ήταν ο ένοχος. Ένας φίλος μας (δεν θα πω το όνομά του) είχε ανέβει στην ταράτσα να δει τζάμπα το έργο. Ξαφνικά του ήλθε να τα κάνει. Πού να κατεβαίνει κάτω και να ξαναανεβαίνει, προτίμησε να τα κάνει παραδίπλα.
-Νικολή, κατούρησε να πας να κοιμηθείς.
Ο Νικολής, που κοιμόταν πάνω στην καρέκλα του σινεμά, σαν υπνωτισμένος την βγάζει έξω και αρχίζει να κατουράει. Εμείς ξεραθήκαμε στα γέλια. Ήταν διάλειμμα].
No comments:
Post a Comment