Book review, movie criticism

Tuesday, January 11, 2022

Χ.Α. Χωμενίδης, Νίκη

Χ.Α. Χωμενίδης, Νίκη, Πατάκης 2014, σελ. 494

 


  Το «Σοφό παιδί», το πρώτο μυθιστόρημα του Χωμενίδη που έκανε πάταγο, το διάβασα λίγα χρόνια αφού κυκλοφόρησε. Σειρά έχει σήμερα η «Νίκη».

  Βραβευμένη η «Νίκη» με Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, Βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Αναγνώστης» και Βραβείο μυθιστορήματος Public, βραβεύθηκε πέρυσι και με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος. Θα συζητήσουμε για το βιβλίο στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project αύριο Τετάρτη 12 Ιανουαρίου στις 18.00, επ’ ευκαιρία της βράβευσής του αλλά και μένοντας μέσα στο κλίμα του εμφύλιου. Πρόσφατα συζητήσαμε τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα σε τρεις συναντήσεις («Η Λέσχη», «Αριάγνη», «Η Νυχτερίδα») και «Στο όριο» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.

  Μπορείτε να συμμετάσχετε στη συζήτηση διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας του zoom. https://bit.ly/3ffMrcY  κωδικός 206220. Δεν ξέρω αν χρειάζεται και το Meeting ID: 869 7503 4971

    Το μυθιστόρημα ξεκινάει εντυπωσιακά: ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι η Νίκη, η οποία μας μιλάει από το υπερπέραν. Θα έλεγα ότι ήταν εντελώς πρωτότυπο το εύρημα αν δεν το είχε χρησιμοποιήσει ήδη η Γιασμίνα Χαντρά στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Τρομοκρατικό κτύπημα». (Η Έλενα Χουζούρη μου θύμισε ότι και στο «Βιβλίο της Κατερίνας» που κυκλοφόρησε μόλις την προηγούμενη χρονιά, 2013, αφηγήτρια είναι η νεκρή Κατερίνα, η μητέρα του Αύγουστου Κορτώ). 

  Η «Νίκη» μου θύμισε επίσης την ταινία «Εσωτερική ασφάλεια» (2000) του Christian Petzold. Τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ταινία παρακολουθούμε τα προβλήματα ενός κοριτσιού του οποίου οι γονείς βρίσκονται στην παρανομία. Στην «Εσωτερική ασφάλεια» σαν μέλη της RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός, γνωστός και ως ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ), στη Νίκη σαν μέλη του ΚΚ, που βρισκόταν τότε στην βαθιά παρανομία, με τον εμφύλιο και την ήττα που ακολούθησε. Στο μυθιστόρημα όμως η ιστορία εκτείνεται πιο πλατιά.

  Και βέβαια το ντοκιμαντέρ «Τα παιδιά της επανάστασης» (2010) της Shane OSullivan όπου ακούμε τις κόρες της Ούρλικε Μάινχοφ και της Fusako Shigenobu να μιλάνε για τις μητέρες τους.

  Το πολυπρόσωπο του μυθιστορήματος δίνει στον Χωμενίδη την δυνατότητα να παρουσιάσει χαρακτηριστικούς τύπους, όπως ο αγωνιστής, η αγωνίστρια, ο δωσίλογος, ο μαυραγορίτης, ο ταγματασφαλίτης, κ.λπ.

  Η ιστορία ξεκινάει από τους παππούδες, μικρασιάτες. Ακολουθεί ο ξεριζωμός, ο αγώνας για την επιβίωση σε μια Ελλάδα όπου τους αποκαλούσαν τουρκόσπορους, η ταξική συνειδητοποίηση, ο αγώνας στους κόλπους της Αριστεράς, και φτάνουμε στο 1938, τη χρονιά της γέννησης της Νίκης. Στο εξής δεν μας μιλάει μόνο για τους παππούδες και τους γονείς της αλλά και για τον εαυτό της.

  Ως πρότυπο για τον πατέρα της ο Χωμενίδης έχει πιστεύω τον παππού του, γραμματέας κι αυτός της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ προπολεμικά. Φαντάζομαι ότι πολλά βιογραφικά στοιχεία του παππού του έχουν μεταφερθεί στο μυθιστόρημα, αν και δεν έχει και τόση σημασία.

  Και βέβαια η Νίκη είναι η μητέρα του η οποία πέθανε (η πληροφορία από το διαδίκτυο) επίσης το 2008.

  Ένα κοινό σημείο με την ταινία είναι η δυσκολία στην ερωτική σχέση εξαιτίας του ότι οι γονείς βρίσκονται στην παρανομία. Μόνο στη Νίκη θα έχει αίσια έκβαση, παρά τις διακυμάνσεις που υπήρξαν στη σχέση της δημιουργώντας ανατροπές στις αφηγηματικές αναμονές.

  Υφολογικά, ο Χωμενίδης απομακρύνεται από τον «μοντερνισμό» του «Σοφού παιδιού» προτιμώντας τη διαυγή, ευθύγραμμη αφήγηση του κλασικού ρεαλισμού (κάτι ανάλογο στη μουσική λέγεται νέο-κλασικισμός), ένα μοντερνισμό που μας ταλαιπώρησε με τις ενίοτε αφηγηματικές του ασάφειες στα προηγούμενα μυθιστορήματα που συζητήσαμε. Σαν έλλειμα θα θεωρήσω την έλλειψη χιούμορ στη «Νίκη», το οποίο υπάρχει άφθονο στο «Σοφό παιδί». Μόνο ψήγματά του θα συναντήσουμε κατά διαστήματα. 

  Η περιορισμένη οπτική του πρωτοπρόσωπου αφηγητή συχνά εγκαταλείπεται, κάτι που ενίοτε αιτιολογείται («Ως πεθαμένη που είμαι πια, μπορώ να μεταφερθώ στον συγκεκριμένο χωροχρόνο και να κατασκοπεύσω την κουβέντα τους», σελ. 237), κάποιες φορές όμως όχι, χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικά μειονέκτημα, καθώς όλο και περισσότερο αποδεσμευόμαστε από τις συμβάσεις του ρεαλισμού. Όμως και πάλι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεσμεύει σε μεγάλο βαθμό, και έτσι κυριαρχεί το showing πάνω στο telling, η παρουσίαση δηλαδή της συμπεριφοράς των προσώπων και όχι των σκέψεων και των αισθημάτων τους, με εξαίρεση βέβαια του αφηγητή.

  Όμως καιρός να δώσουμε το λόγο στον ίδιο το Χωμενίδη, παραθέτοντας αποσπάσματα και σχολιάζοντάς τα.

  «Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο διορίστηκε θεολόγος σε ένα σχολείο. Η πρώτη του κουβέντα προς τους μαθητές ήταν να μην πιστεύουν σε βλακείες, Θεός δεν υπάρχει» (σελ. 21).

  Σε μας δεν ήταν η πρώτη κουβέντα του θεολόγου στην Κάσο, όπου υπηρετήσαμε νεοδιορισμένοι, αλλά κάποια στιγμή μας το ξεφούρνισε: Θεός δεν υπάρχει. Ξεχνάω το όνομά του γιατί πολύ λίγο καιρό έμεινε μαζί μας, μετά από λίγες μέρες μετατέθηκε στην Αστυπάλαια.

  Α, ναι, στην παρέα δεν πρέπει να ήταν ο Αθηναγόρας, ο θεολόγος του γυμνασίου που εκτελούσε και χρέη γυμνασιάρχη (εγώ εκτελούσα χρέη λυκειάρχη).

  «Καθώς λοιπόν εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, θα σε παρακαλούσαμε να αναλάβεις εσύ το καθήκον της γονιμοποίησης. Με το αζημίωτο ασφαλώς» (σελ. 48).

  Μου θύμισε την ταινία «Firelight» (1997) του William Nicholson, όπου βλέπουμε κάτι ανάλογο. Με τη διαφορά ότι εδώ αυτός που αναλαμβάνει το καθήκον της γονιμοποίησης είναι γυναίκα, η οποία μετά πρέπει να ξεχάσει το παιδί της.

  «Ο θείος σου ο Πέτρος είναι στη Μακρόνησο. Εκεί τους κρατούμενους τους σταυρώνουν ή τους κλείνουν σε ένα τσουβάλι μαζί με μια γάτα και τους πετάνε στη θάλασσα. Πρέπει πρώτα να πνίξεις με τα χέρια σου τη γάτα κι ύστερα να κρατήσεις την ανάσα σου, αν θες να βγεις ζωντανός» (σελ. 257).

  Παραθέτω το απόσπασμα μήπως μας χρειαστεί. Πιστεύω πως όχι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

  «Κατάφεραν να με κατατρομοκρατήσουν. Από εκείνη τη μέρα, έτρεμα σχεδόν για τα πάντα: Μη με κλέψουν στα ρέστα, μη με ψαρέψουν δίχως να το αντιληφθώ-με τίποτα πλάγιες ερωτήσεις-και προδώσω άθελά μου τους γονείς μου, μη με διαφθείρουν… -κυρίως αυτό το τελευταίο» (σελ. 279).

  Η Νίκη ήταν πολύ φοβισμένη. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες ήταν εκεί, ανά πάσα στιγμή μπορούσε να τους συναντήσει. Εν τάξει, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα τον συναντούσε μια και βρίσκεται στη θάλασσα. Και όλα αυτά, γιατί οι γονείς της βρίσκονταν κλεισμένοι σε ένα διαμέρισμα γιατί καταζητούνταν. Η μόνη τους έξοδος ήταν στην αυλή. Η Νίκη πήγαινε για ψώνια, και έτσι την είχαν προειδοποιήσει καταλλήλως τρομοκρατώντας την.  

  «Κάθε 15 Ιουνίου λάμβανα το “απολυτήριο” της τάξης. Οι γονείς μου με συνέχαιραν κι έπειτα στρώναμε εορταστικό τραπέζι, με μουσακά και ραβανί…» (σελ. 290).

  Αγαπημένο μου φαγητό ο μουσακάς, όπως και στο δάσκαλό μου Zhu Shengpeng. Όταν έκανε μεταπτυχιακό στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κάθε μέρα στην πανεπιστημιακή λέσχη έτρωγε, όπως μας είπε, μουσακά. Και το ραβανί είναι το αγαπημένο μου γλυκό. Όταν πηγαίνω γλυκό σε επίσκεψη πάντα είναι ραβανί. Το παραγγέλνω στον Παναγιώτη, Καραϊσκάκη 13, το μόνο ζαχαροπλαστείο στο Γαλάτσι που φτιάχνει ραβανί.

  «Από τα δέκα μου άρχισα να κρατάω ημερολόγιο. Ο πατέρας μου μου το πρότεινε – ως τρόπο να εξασκούμαι στο γράψιμο, αλλά και σαν ένα νοερό φίλο, στον οποίο μπορούσα να ανοίγω τα φυλλοκάρδια μου» (σελ. 291).

  Εμένα δυστυχώς δεν μου το πρότεινε ο δικός μου πατέρας - αγρότης άνθρωπος, ήταν το τελευταίο που θα περνούσε από το μυαλό του-, το σκέφτηκα μόνος μου, φοιτητής. Άργησα οκτώ ολόκληρα χρόνια.

  «Τώρα που-με την υπεράνθρωπη οξυδέρκεια της πεθαμένης- την ξαναβλέπω να στέκει στο κεφαλόσκαλο της Αγίας Φωτεινής και με την ανθοδέσμη στο χέρι να ποζάρει για φωτογραφίες, γνωρίζω ακριβώς πώς αισθανόταν. Αφού…» (σελ. 349).

  Αυτή η επινόηση του Χωμενίδη όπως είπαμε, να μιλάει η νεκρή Νίκη, του επιτρέπει να ξεπεράσει περιορισμούς του πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Αλλά αυτό δεν μπορεί να το κάνει σε μεγάλη έκταση.

  «Πιο ενδιαφέρουσα πάντως κι από τη Γαλλίδα [Μαντάμ Μποβαρί] κι από τη Ρωσίδα [Άννα Καρένινα]… είναι, ως άπιστη του δέκατου ένατου αιώνος, η Γερμανίδα. Η Έφη Μπριστ!» (σελ. 405).

  Η πρώτες αυτοκτόνησαν, η Έφη πέθανε δυστυχισμένη.

  Πολύ μου άρεσε η «Νίκη» του Χωμενίδη, πιστεύω θα αρέσει και σε σας αν την διαβάσετε.

 

 

No comments: