Άρθουρ Καίστλερ, Ισπανική διαθήκη (μετ. Ανδρέας Ρικάκης), Κάκτος 1975, σελ. 207
Βλέποντας στο «Γεγονός» (παίζεται ακόμη στους κινηματογράφους) ένα πλάνο με την ηρωίδα να κρατά το «Le mur» του Σαρτρ (από εκεί πήρα το frame για την ανάρτησή μου) νοστάλγησαν να το ξαναδιαβάσω, και να δω και την ταινία που υπήρξε μεταφορά του διηγήματος που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή. Στον «Τοίχο» ο Σαρτρ αφηγείται την αγωνία τριών δημοκρατικών καταδικασμένων σε θάνατο από τους φαλαγγίτες, στην Ισπανία. Και με έπιασε η νοσταλγία να ξαναδιαβάσω την «Ισπανική διαθήκη» που είχα διαβάσει φοιτητής, όπου ο Άρθουρ Καίστλερ, ανταποκριτής μιας αγγλικής εφημερίδας, αφηγείται την περιπέτειά του, καθώς καταδικάστηκε σε θάνατο από τους φρανκιστές. Γενικά με έχει πιάσει η νοσταλγία να ξαναδιαβάσω βιβλία που είχα διαβάσει νέος – έτσι ξαναδιάβασα τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι – και τώρα με έπιασε η νοσταλγία να ξαναδιαβάσω γλώσσες που διάβασα τότε σε επίπεδο άνευ διδασκάλου και δεν ξαναασχολήθηκα μ’ αυτές.
Το βιβλίο με συνάρπασε όπως και την πρώτη φορά. Την αγωνία του μελλοθάνατου την περιγράφει πολύ πιο παραστατικά από τον Σαρτρ ο οποίος απλώς τη φαντάζεται. Την ίδια αγωνία έζησε και ο Ντοστογιέφσκι, την οποία περιγράφει επίσης, αν και όχι σε ολόκληρο βιβλίο αλλά σε αποσπάσματα βιβλίων του. Η δική του βέβαια ήταν πιο εντυπωσιακή, γιατί στήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ τον Καίστλερ μετά από τρεις μήνες και κάτι μέρες τον ελευθέρωσαν.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση αποσπασμάτων να πω ότι διάβασα και ξαναδιάβασα τις «Ρίζες της σύμπτωσης». Την πρώτη φορά όταν μελετούσα την παραψυχολογία, την δεύτερη όταν έγραψα ένα αυτοβιογραφικό κείμενο στο οποίο είχα δώσει σαν υπότιτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης». Πριν εφτά χρόνια διάβασα το «Μηδέν και το άπειρο» και πριν τρία χρόνια το «Σταυροφορία χωρίς σταυρό». Ελπίζω να υπάρξει συνέχεια.
«Είναι νύχτα της Κυριακής 7 του Φλεβάρη 1937̇· μια καινούρια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου προετοιμάζεται φανερά. Ένας στρατός από ξένους κατακτητές [Ιταλικές και γερμανικές μονάδες] στρατοπεδεύει πίσω απ’ τους λόφους, έτοιμος να ορμήσει το πρωί σ’ αυτούς τους δρόμους και να τους πνίξει στο αίμα, το αίμα ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα τους, που δε βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση μαζί τους και που η ύπαρξή τους, χθες ακόμα, τους ήταν άγνωστη και τόσο αδιάφορη, όσο αδιάφορος θα τους είναι αύριο ο θάνατός τους» (σελ. 39).
Υπήρχαν και φασίστες εθελοντές που σχημάτιζαν την «Λεγεώνα των ξένων», όπως υπήρχαν και οι Διεθνείς Ταξιαρχίες που απαρτίζονταν από εθελοντές αντιφασίστες από άλλες χώρες. Όμως οι άλλες δημοκρατίες δεν έστειλαν στρατιωτικές μονάδες να ενισχύσουν τους δημοκρατικούς στην Ισπανία. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που υπερίσχυσε ο Φράνκο.
Πιο κάτω είναι που διάβασα: «Είχε πια καθιερωθεί, εδώ και μερικά χρόνια, μια παράδοση που έλεγε ότι οι δικτάτορες ενεργούν κι οι δημοκράτες διαμαρτύρονται» (σελ. 108). Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις περιορίστηκαν στις διαμαρτυρίες ενώ ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι έστειλαν στρατό και αεροπλάνα.
«Βρισκόμουνα στη Σεβίλλη τρεις μέρες, όταν συνάντησα έναν παλιό συνάδελφο συντάκτη απ’ το Βερολίνο, που βρισκόταν εκεί μαζί με μερικούς Γερμανούς πιλότους. Αυτός ο τύπος, που ονομαζόταν Στρίντμπεργκ (ήταν γιος του Αυγούστου Στρίντμπεργκ) ήταν ο πολεμικός ανταποκριτής μιας εθνο-σοσιαλιστικής εφημερίδας στην Ισπανία. Αυτός με κατέδωσε στον Μπολίν σαν αμετανόητο δημοκράτη» (σελ. 49).
Θα πρέπει να τρίζουν τα κόκαλα του Στρίντμπεργκ που έβγαλε τέτοιο γιο.
«Υπέθετα ότι η εκτέλεση θα γίνει, όπως συνηθίζεται, στο νεκροταφείο και κάπνιζα με μεγάλη επιμέλεια το τελευταίο μου εγγλέζικο τσιγάρο. Δεν ένιωθα αυτές τις στιγμές, ούτε ιδιαίτερο φόβο, ούτε κανένα άλλο συναίσθημα, παρά μονάχα την επιθυμία να τελειώνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται και χωρίς βασανιστήρια. Σκέφτηκα ότι, καθώς δεν θα μπορούσαν να σκοπεύσουν μες στο σκοτάδι, θα με τοποθετούσαν μάλλον μπροστά στους φάρους του φορτηγού ή θα με σκότωναν μ’ ένα πυροβολισμό μόλις θα κατέβαινα. Αυτό το τελευταίο μου φάνηκε σαν ο ιδεώδης θάνατος· δεν θέλησα όμως να το πιστέψω, από πρόληψη» (σελ. 60-61).
Τελικά δεν στήθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όμως νόμιζε ότι τον πήγαιναν για εκτέλεση, όπως και τους υπόλοιπους που ήταν στο καμιόνι. Τελικά τους άλλους τους πήγαν για εκτέλεση και αυτόν στη φυλακή.
«Στη Σεβίλλη, ένα μικρό εθνοφρουρό που φοβόταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο μήπως τον σκοτώσουν… τον νανουρίσαμε, τον αποκοιμίσαμε μέχρι το θάνατο με τα πιο απλοϊκά ψέματα. Ήξερε πως του λέγαμε ψέματα και ξέραμε πως το ήξερε· κι όμως αυτό τον ηρεμούσε και μας ευγνωμονούσε σαν παιδί για τα μάταια λόγια μας» (σελ. 78).
Ένας τέτοιος ήταν και ο νεαρός στον «Τοίχο», που ήταν τρομοκρατημένος στη σκέψη της επικείμενης εκτέλεσής του.
«Μία με τρεις σε ολόκληρη την Ισπανία βασιλεύει η σιέστα» (σελ. 100).
Εμένα η sagrada siesta μου ξεκινάει μετά τις τρεις, και μπορεί να κρατήσει και τέσσερις ώρες. Έχω βρει το διάβολό μου με το Skroutz, που επιμένει να μου στέλνει τις παραγγελιές μου μετά τις τρεις, παρόλο που στις παρατηρήσεις γράφω «Παράδοση όχι μετά τις τρεις, ας είναι και την επομένη».
«Κάνω οικονομία στα τσιγάρα. Κάπνισα τέσσερα χτες βράδυ, δύο τη νύχτα, δυο το πρωί· μένουν άλλα δώδεκα που πρέπει ν’ αρκέσουν τρεις μέρες. Ίσως μέχρι τότε να πάρω πίσω τα λεφτά μου» (σελ. 126).
Και πιο κάτω:
«Μου λείπει αφάνταστα ο καπνός. Μου φαίνεται πως θα τ’ ανεχόμουν όλα αν είχα ένα τσιγάρο» (σελ. 129).
Τι καλά κάνω που δεν καπνίζω!!! Που δεν κάπνισα ποτέ μου!!! Είμαι οπαδός του Διογένη του κυνικού: θέλω να περιορίσω τις ανάγκες μου στο ελάχιστο.
Δηλαδή όχι ακριβώς. Δεν σκοπεύω να σπάσω τα ποτήρια μου και να πίνω νερό με τις χούφτες.
«Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ πέρασε τη μισή του ζωή σ’ ένα άσυλο σχιζοφρενών… Τον βρήκαν κρεμασμένο στα τριάντα πέντε του χρόνια· ένα κομμάτι του βιβλίου του που διαβάζω, το έγραψε ανάμεσα σε δύο κρίσεις τρέλας, κι ένα κομμάτι, στη διάρκεια της κρίσης. Θα ’θελα να ξέρω αν κρεμάστηκε σε στιγμή τρέλας ή λογικής» (σελ. 144-145).
Εγώ πάλι θα ’θελα να διαβάσω ένα βιβλίο του.
«Ήσουνα μικρός, αδύνατος και καχεκτικός, σκοτεινέ Ανδαλουσιάνε χωριάτη με τα γαλάζια μάτια τα λίγο γουρλωμένα, ένας από τους pobres και τους humildes (τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους)· τούτο το βιβλίο σου αφιερώνεται. Τι σε νοιάζει; Δε θα μπορούσες να το διαβάσεις ακόμα κι αν ζούσες. Και γι’ αυτό σε τουφέκισαν: γιατί είχες τον αναιδή πόθο να μάθεις ανάγνωση. Εσύ και τα εκατομμύρια άλλοι σαν κι εσένα που αρπάξατε τα παλιά σας όπλα για να υπερασπίσετε μια καινούρια τάξη που θα σας μάθαινε αργότερα, ίσως, να διαβάζετε» (σελ. 156).
Το ωραιότερο απόσπασμα, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου.
«Τις τελευταίες βδομάδες του Φλεβάρη, δεν έγιναν εκτελέσεις· το Μάρτη έγιναν σαράντα πέντε. Σχεδόν όλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Η διαδικασία ήταν γι’ αυτούς ίδια με του Νικόλας. Δεν τουφέκιζαν κανένα χωρίς δίκη, αυτό είναι αλήθεια. Όμως αυτές οι δίκες αποτελούσαν μεγαλύτερο σκάνδαλο ακόμα κι απ’ το να σκοτώνανε τους αιχμαλώτους επιτόπου» (σελ. 161).
Έξυπνο.
Αν τους σκότωναν επιτόπου και μαθευόταν, κανείς δεν θα παραδιδόταν, θα έπεφταν μαχόμενοι προκαλώντας βέβαια αρκετές απώλειες στους εθνικιστές.
«Ο οίκτος είναι η ηχώ της προσωπικής μας δυστυχίας και πολλαπλασιάζει αυτή τη δυστυχία στο τετράγωνο» (σελ. 193).
Μου έκανε άγριο καψόνι στη Σχολή Αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών, στη Σπάρτη. Παπαδόπουλος το όνομά του, κρίμα να έχω ξεχάσει το μικρό του. Μετά μου λέει -Ξάπλωσε στο κρεβάτι σου. Ξαπλώνω. -Αναφέρσου.
Έπρεπε να πω «Δερμιτζάκης Χαράλαμπος ΥΕΑ». Όμως δεν μπορούσα να βγάλω φωνή από το λαχάνιασμα. Προσπαθούσα, αλλά δεν μπορούσα. Και ξαφνικά είδα τον οίκτο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Έκανε μεταβολή και έφυγε.
Με πήραν τα δάκρυα. Μια από τις τέσσερις ή πέντε φορές που έχω κλάψει στη ζωή μου.
Αργότερα στη μονάδα, στην Κοζάνη, τον στολίσαμε κατάλληλα στον αδελφό του. Του μετέφερε τα όσα του ψάλαμε, και παραπονέθηκε. Το καθίκι.
«Έμαθα αργότερα ότι η ελευθέρωσή μου δεν έγινε ούτε επειδή ο Φράνκο μου έδωσε χάρη, ούτε από πολιτική σκοπιμότητα. Μ’ αντάλλαξαν μ’ έναν αιχμάλωτο της Βαλένθια» (σελ. 201).
Όμως για να γίνει αυτή η ανταλλαγή αρκετά πρόσωπα κίνησαν γη και ουρανό.
«Όσο για την οριστική μου απελευθέρωση, τη χρωστώ στις προσπάθειες φίλων κι αγνώστων, ιδιωτών κι οργανισμών. Μεταξύ τους ήταν και μερικοί συντηρητικοί της Βουλής των Κοινοτήτων που συμπαθούσαν τους επαναστάτες [τους φρανκιστές. Για όσους δεν το ξέρουν, ο στρατηγός Φράνκο επαναστάτησε ενάντια στη νόμιμη κυβέρνηση]. Δεν πρέπει να τους άρεσαν και πολύ τα όσα έγραφα, αν τα διάβασαν βέβαια· οπωσδήποτε, μεσολάβησαν για χάρη μου» (σελ. 206).
Με συνάρπασε κυριολεκτικά αυτό το βιβλίο.
No comments:
Post a Comment