Σώτη Τριανταφύλλου, Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, τ. 344
Το δεύτερο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, "Το εναέριο τρένο
στο Στίλγουελ" (Δελφίνι 1992), είναι μια προέκταση του
πρώτου, μια συνέχιση της δημοσίευσης ημερολογιακών
σημειώσεων. Όμως το ύφος τους, η ποιότητά τους, είναι σαφώς
ανώτερα από ότι στο προηγούμενο έργο.
Καταρχήν, υπάρχει μια προσπάθεια θεματικής
κατάταξης σε τρεις άξονες, σύμφωνα με τρία "υπαρξιακά"
συμπτώματα της γενιάς της συγγραφέως: Αγρυπνώντας,
περιμένοντας, κυλώντας. Η γενιά αυτή, "όταν αρχίζει πια να
ξεθωριάζει ο θρύλος της νιότης" της (σελ.113), εκείνης της
νιότης "με την απέραντη αίσθηση της δύναμης, εκείνης που μας
σώζει και μας καταστρέφει"(σελ.112),η γενιά που έμεινε με
ανεκπλήρωτα τα ιδανικά της (η συγγραφέας στο βιογραφικό της
αναφέρει ότι μπλέχτηκε σε οδυνηρές περιπέτειες στη
μεταπολιτευτική αριστερά), θα υποστεί μια κρίση. "Μερικοί απ'
τους φίλους μας πέθαναν, άλλοι χάθηκαν. Μερικοί βρέθηκαν
ανάμεσα σε εντόσθια αυτοκινήτων -άλλοι πάλι
τρελάθηκαν. Τέλος, υπήρχαν κι εκείνοι που δεν απέγιναν
τίποτα: που διέσχιζαν το χρόνο περπατώντας απαλά πάνω στις
νάρκες" (σελ.123). "Όλα τα πρόσωπα ήταν τοπία που άλλαξαν
καιρό -ήταν φορεία...έτσι έγιναν οι άνθρωποι μετά το
ροκ'ν'ρολ, έτσι έγιναν - φταίει που άκουσαν απαγορευμένους
ήχους, φταίει που έπεσαν στο χάος για να το γεμίσουν (σελ.72).
Η Σώτη Τριανταφύλλου, χτυπημένη απ' τη ματαίωση, θα περνά τον
καιρό της αγρυπνώντας, περιμένοντας, κυλώντας (ταξιδεύοντας
δηλαδή χωρίς προορισμό και στόχο, όπως μια μπάλα που κυλάει
υποκύπτοντας σε μια εξωτερική ώση).
Η αγρύπνια είναι στην πραγματικότητα αϋπνία. "Είχα αρνηθεί
τον ύπνο" (σελ.25). "Ήθελα να μείνω ξύπνια, να μη χάσω τον κύκλο
της σελήνης, τις νυχτερινές εκπομπές απ' τη Δυτική
Ακτή" (σελ.38) και "δεν ήθελα να κοιμηθώ: ενδόμυχα δεν
ήθελα. Είχα εκείνη την παράλογη άποψη ότι χάνεται
χρόνος" (σελ.46), εκλογικεύει επιτυχημένα.
Αλλού είναι πιο ειλικρινής. "Δεν θα μπορούσα (να βρω
διαμέρισμα σε κάποια πάροδο). Δεν θα 'χα δικαιολογία για να
πάσχω από αϋπνία...καμιά φορά, μέσα στη νύχτα χτυπούσε το
τηλέφωνο. Κοιμάσαι - όχι, σκέφτομαι. Ήταν άνθρωποι που έμεναν
ξάγρυπνοι από δυστυχία - καμιά φορά, έπρεπε να βγω έξω στη
νύχτα, να βάλω μπρος το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο και να πάω
ως την άκρη του Μπρούκλιν" (σελ.38-39). Η απερίφραστη ομολογία
όμως θα γίνει στην μεθεπόμενη ενότητα."...δεν μπορούσα να
κοιμηθώ, όπως και κάθε άλλη νύχτα..." (σελ.107).
"Πέρασα τη μισή ζωή μου περιμένοντας να ζήσω, την άλλη μισή
περιμένοντας να πεθάνω" (σελ.55). Μ' αυτά τα λόγια ξεκινάει το
αρχικό κείμενο της δεύτερης ενότητας.
"...δεν είχα καμιά σχέση με τα πλάσματα της νύχτας - τις
μοιραίες γυναίκες, τους μοναχικούς άντρες, τα τσιγάρα και τα
ποτά. Εκείνοι δεν περίμεναν. Ή, περίμεναν κάποιον να τους
σώσει. Κάποιον να τους βγάλει από κει, να τους πάρει το ποτήρι
απ' το χέρι, να τους σβήσει τελετουργικά το τσιγάρο. Εγώ, απλώς,
περίμενα να μεγαλώσουν τα μικρά πράγματα και να μικρύνουν τα μεγάλα.
Περίμενα να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα".
"Τα πρώτα χρόνια περίμενα - μετά περίμεναν τα χρόνια"
(σελ.85). "Περίμενα περιμένοντας"(σελ.87).
Στην πραγματικότητα η Σώτη Τριανταφύλλου δεν
περιμένει, αναμένει. Και δεν περιμένει, γιατί βρίσκεται συνεχώς
καθ' οδόν, διασχίζοντας κατά πλάτος και μήκος τις ΗΠΑ, ακόμη κι
όταν "η αναζήτηση της Αμερικής είχε πια τελειώσει" (σελ.101).
Τον εαυτό της τον χαρακτηρίζει "άπολι", κατά το "άπατρις", δηλαδή
χωρίς ρίζες πουθενά.
Κάποτε θα δώσει μια αναστολή στην περιπλάνηση. "Πέρασαν
χρόνια. Είχα αναβάλει τη νομαδική ζωή, είχα βρει μόνιμη
κατοικία, είχα γίνει ένας ένοικος" (σελ.121). Εδώ φαίνεται
καθαρά πως οι συνυποδηλώσεις μιας λέξης, θετικές, αρνητικές ή
ουδέτερες, τροποποιούνται ανάλογα με το γλωσσικό τους
περιβάλλον. Η "ουδέτερη" λέξη ένοικος έχει εδώ σαφέστατα
αρνητικές συνυποδηλώσεις. Με επαναλαμβανόμενες ανάλογες
χρήσεις, και μάλιστα στην καθημερινή ομιλία, θα μπορούσε να τις
αποκτήσει και λεξικογραφικά.
Τα υπαρξιακά προβλήματα, στις ακραίες τιμές μετατρέπονται
σε ψυχολογικά. (Υπάρχει και ομώνυμη ψυχολογική σχολή, με πιο
γνωστούς εκπρόσωπους τον Ρόλο Μαίη και τον Βίκτωρ Φρανκλ). Η
αϋπνία, η μανία φυγής, η ανία, είναι τυπικά συμπτώματα. Τα
πρόθυρα της αυτοκτονίας στα οποία οδηγείται η
αφηγήτρια, επίσης. Κι όσο κι αν προσπαθεί να κρύψει
αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες μέσα από τον κρυπτικό λόγο ενός
ελεύθερου συνειρμού γεμάτου αντιστάσεις, δεν μπορεί να ξεφύγει
από τον προσεκτικό αναγνώστη. (Αυτό το κρυφτούλι άλλωστε
ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη συνιστά μια από τις
μαγείες της λογοτεχνίας). Η αναφορά στη Στέλλα Κοβάλσκι είναι
ταυτόχρονα αποκαλυπτική και κρυπτική. Θυμάμαι την Μέρυλ
Στριπ, έχω ξεχάσει τον τίτλο της ταινίας, αλλά την υπόθεση με
τον ψυχωτικό σύντροφο που στο τέλος αυτοκτονεί δεν την έχω
ξεχάσει.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment