Bye bye Africa (1999)
Ο Mahamat Saleh Haroun είναι από το Τσάντ
(βρίσκεται νότια της Λιβύης) και αυτή είναι η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας.
Αναφέρεται στην αγάπη, κυρίως στην υιική. Τα δυο παιδιά, ένα δεκαπεντάχρονο και
ένα εννιάχρονο, ψάχνουν να βρουν τον πατέρα τους που τους εγκατέλειψε. Τον
ψάχνουν χωρίς αποτέλεσμα. Το μεγάλο αγόρι προτείνει στο μικρό να αγοράσουν κόκα
κόλα. Αυτός προτιμάει να δουν μια ταινία. Στην ταινία βλέπουν τον πατέρα τους.
Κλέβουν την πομπίνα για να έχουν ένα αναμνηστικό του πατέρα τους αλλά τους
πιάνουν. Τους τη χαρίζουν χάρη στην επέμβαση της μητέρας τους. Αυτή, που μάλλον
δεν τα αγαπάει ιδιαίτερα (το διαπιστώνουμε και από μια προηγούμενη σκηνή) τα
στέλνει σε ένα κορανικό σχολείο. Αυτό είναι περίπου σαν αναμορφωτήριο. Τα
παιδιά υποφέρουν. Το σκάνε, αλλά τα πιάνουν. Τρώνε ξύλο. Το μικρό τσακώνεται με
κάποιο άλλο παιδί. Αυτό, για να τον εκδικηθεί, του κλέβει το σπρέι με τις
εισπνοές που έχει μαζί του, γιατί πάσχει από άσθμα (να γιατί προτιμώ να έχω σε
όλα back up).
Θα το ανακαλύψουν στην επόμενη κρίση που θα το πιάσει, και που θα είναι
μοιραία. Το παιδί που του το έκλεψε το έχει μετανιώσει.
Ο μεγάλος έχει φτιάξει μια σχέση με μια μεγαλύτερή του,
μουγκή κοπέλα. Όταν θα το σκάσει, θα τον ακολουθήσει. Τους βλέπουμε σε τρυφερές
σκηνές.
Μα πού είναι η μητέρα του;
Είναι άρρωστη, σε ένα νοσοκομείο, που δεν είναι ακριβώς
τρελάδικο, αλλά οι ασθενείς μάλλον έχουν την περιποίηση που έχουν οι τρελοί.
Την παίρνουν μαζί τους σπίτι. Την περιποιούνται.
Συγκινητική ταινία, με εύκολα καλυπτόμενα αφηγηματικά κενά.
Daratt (Ξηρή εποχή, 2006)
Ο γιος θέλει να εκδικηθεί τον δολοφόνο του πατέρα του, που
τον σκότωσε κατά τον εμφύλιο. Το ίδιο και ο παππούς του, ο οποίος είναι τυφλός.
Πηγαίνει, τον βρίσκει, όμως δεν τολμάει να τον σκοτώσει, καθώς τον βλέπει να
μοιράζει δωρεάν ψωμί στα παιδιά της γειτονιάς. Το επάγγελμά του είναι
φούρναρης.
Νομίζει ότι ο νεαρός ψάχνει για δουλειά, και του προσφέρει
δουλειά στο φουρνάρικό του. Αυτός δέχεται. Δουλεύει κοντά του, αλλά διστάζει να
τον σκοτώσει. Κάποια στιγμή μάλιστα χάνει και το πιστόλι που κουβαλούσε μαζί
του. Η συμβίωση αμβλύνει το μίσος του, ενώ το αφεντικό του αρχίζει να τον
αγαπάει σαν γιο του. Στο τέλος θέλει να τον υιοθετήσει κιόλας. Χρειάζεται όμως
την συγκατάθεση του πατέρα του. Ο νεαρός αρνείται, αυτός επιμένει. Τον πιέζει
και η γυναίκα του να δεχθεί. Υποκύπτει.
Στην τελευταία σκηνή του έργου βλέπουμε τον παππού, στην
άκρη της ερήμου, να τους περιμένει. Φτάνοντας κοντά ο φούρναρης αναγνωρίζει τον
τυφλό. Ο παππούς διατάζει τον εγγονό να τον βάλει να γδυθεί. Ο εγγονός τραβάει
το πιστόλι. Αυτός δεν μπορεί παρά να υπακούσει. Ο παππούς διατάζει τον εγγονό
να τον πυροβολήσει. Αυτός πυροβολεί στον αέρα, αλλά ο φούρναρης σωριάζεται
χάμω. Ο παππούς τον διατάζει να του δώσει τη χαριστική βολή. Ο εγγονός
πυροβολεί πάλι στον αέρα. Καθώς απομακρύνονται ο παππούς τον ρωτάει αν έτρεμε
το χέρι του. Όχι, απαντάει ο νεαρός.
Πρόκειται για μια ταινία που έχει να κάνει με την επούλωση
των πληγών του εμφύλιου, και την αναγκαιότητα της συγνώμης. Ο Μαντέλα το είχε
κατανοήσει πολύ καλά αυτό.
Ο φούρναρης είναι καλόψυχος, μοιράζει καθημερινά ψωμί στα
παιδιά, ο εμφύλιος τον έκανε άγριο. Και ο ίδιος εξάλλου ήταν θύμα του. Κάποιος
πήγε να τον σφάξει την ώρα που κοιμόταν. Τη γλίτωσε, αλλά με κατεστραμμένες τις
φωνητικές του χορδές. Μιλάει με ένα μηχάνημα, σαν μικρόφωνο, που το τοποθετεί
στο λαιμό του.
Και μια ατάκα από την ταινία, ιταλική παροιμία: Que non piscia in compagnia e
un ladro o una spia. Αυτός που δεν κατουράει με παρέα, είναι ή κλέφτης ή κατάσκοπος.
Εγώ δεν ξέρω τι από τα δυο είμαι, αλλά στις τουαλέτες πάω
πάντα στις λεκάνες και κλειδώνω την πόρτα πίσω μου, ποτέ δεν στέκομαι μπροστά
σε αυτά που δεν ξέρω πως τα λένε και που είναι το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν
αισθάνομαι ότι κάποιος άλλος είναι δίπλα μου σφίγγομαι και δεν μπορώ να
κατουρήσω. Στο στρατό κατάφερα να το ξεπεράσω, δεν είχα εξάλλου άλλη επιλογή,
αλλά μόνο για όσο ήμουν φαντάρος.
Εξαιρετική ταινία.
Un homme qui qrie (Ένας άνδρας που
κραυγάζει, 2010).
Και αυτή η ταινία έχει να κάνει με τον εμφύλιο, που όμως δεν
ανήκει στο παρελθόν όπως στην «Ξηρή εποχή» αλλά είναι παρών και καθορίζει τις
ζωές των ηρώων.
Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν οικογενειακή τραγωδία,
καθώς οι γενικότερες κοινωνικές καταστάσεις υπονομεύουν τους οικογενειακούς
δεσμούς. Η ιδιωτικοποίηση ενός ξενοδοχείου θα οδηγήσει σε απολύσεις. Πατέρας
και γιος δουλεύουν στην πισίνα. Όμως με την ιδιωτικοποίηση δυο είναι πολλοί,
ένας από τους δυο πρέπει να φύγει. Ο γιος καταφέρνει να πάρει τη θέση,
χρειάζεται τα λεφτά. Αργότερα μαθαίνουμε γιατί. Όμως αυτή η θέση είναι η ζωή
του πατέρα, παλιού πρωταθλητή στην κολύμβηση. Θα περιορισθεί στη θέση του
πορτιέρη.
Ο εμφύλιος μαίνεται και ο πατέρας, κρυφά, παραδίδει το γιο
του για στρατολόγηση, μπροστά στις απειλές του στρατολόγου στον οποίο φαίνεται
ότι χρωστάει χρήματα. Η κοπέλα του που είναι έγκυος θα τον αναζητήσει. Οι
γονείς του την φιλοξενούν.
Ο γιος τραυματίζεται και ο πατέρας πηγαίνει να τον δει. Θέλει
να γυρίσει σπίτι. Τον παίρνει κρυφά με το τρίκυκλο και αρχίζει η επιστροφή.
Δίπλα είναι ένα ποτάμι. Ο γιος θέλει να κολυμπήσει. Είναι το όνειρο ενός
ετοιμοθάνατου. Σε λίγο θα ξεψυχήσει. Ο πατέρας του θα τραβήξει το σώμα του στην
ακροποταμιά. Θα καθίσει ώρα δίπλα του. Μετά θα το σπρώξει μέσα στο νερό. Το
παρακολουθούμε καθώς το παρασέρνουν για ώρα τα νερά του ποταμού. Ο πατέρας
γυρνάει λυπημένος πίσω στο τρίκυκλό του.
Θλιβερή, μελαγχολική ταινία, με τους ήρωες να ταλανίζονται
από αμφιθυμικά αισθήματα. Αυτός που υποφέρει όμως περισσότερο από ενοχές είναι
ο πατέρας.
Grigris (2013)
Μια ακόμη εξαιρετική ταινία του Μαχάματ Σαλέ Χαρούν.
Ο Γκριγκρίς έχει κάποιο πρόβλημα στο πόδι του και
κουτσαίνει. Παρ’ ολ’ αυτά χορεύει εξαιρετικά, εισπράττοντας κάθε φορά πολλά
χειροκροτήματα, μαζί και κάποια χρήματα.
Ο πατριός του που τον έχει σαν παιδί αρρωσταίνει. Χρειάζονται
χρήματα. Για να βοηθήσει τη μητέρα του θα πιέσει ένα γνωστό του λαθρέμπορο να
τον πάρει στη δουλειά. Στην πρώτη αποστολή, μη ξέροντας κολύμπι, δεν θα τα πάει
καλά, όμως στη δεύτερη κατά την οποία είναι οδηγός τα καταφέρνει και ξεφεύγει
από τους αστυνομικούς.
Ο λαθρέμπορος τον προσκαλεί σε δείπνο. Όμως προσβάλει την
φίλη του τη Μιμή, μια μιγάδα πόρνη που τον συνοδεύει, και έτσι παίρνει την
απόφασή του: ένα φορτίο με λαθραία καύσιμα θα το παραδώσει σ’ εκείνον στον
οποίο χρωστάει. Τίμιος αυτός, θα κρατήσει τα χρωστούμενα και θα του δώσει τα
ρέστα. Ο Γκριγκρίς τα δίνει στον πατριό του που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Αυτοτραυματίζεται,
γεμίζει αίματα, και λέει στον λαθρέμπορο ότι τον κτύπησαν οι αστυνομικοί και του
πήραν τα καύσιμα.
Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα γιατί ο λαθρέμπορος δεν
αναρωτήθηκε, μα καλά, δεν τον συνέλαβαν; Απλώς του πήραν τα μπιτόνια; Μετά
σκέφτηκα, γιατί να κάνει τέτοια σκέψη; Οι αστυνομικοί αν τον συνελάμβαναν θα
έπρεπε να παραδώσουν τα καύσιμα, αυτοί όμως προτίμησαν να τα κρατήσουν για τον
εαυτό τους.
Όμως δεν τον πιστεύει, τον βάζει να ορκιστεί στο κοράνι, σε
τζαμί, επίσημα. Αυτός ορκίζεται.
Ήμουν βέβαιος ότι θα είχαμε unhappy end, δεν παίρνει κανείς
εύκολα ψεύτικο όρκο στο κοράνι. Βέβαια οι δικοί μας μαφιόζοι ούτε που θα
διανοούνταν, σε μια τέτοια περίπτωση, να τον βάλουν να ορκιστεί στην αγία
γραφή.
Όμως ο καλός Αλλάχ συγχωρεί την ψευδορκία, αν γίνεται με
ευγενή κίνητρα.
Ο λαθρέμπορος μαθαίνει από κάποιον καταδότη ότι η ιστορία με
τους αστυνομικούς ήταν παραμύθι. Τον σπάζουν στο ξύλο και του δίνουν δυο μέρες
διορία να παραδώσει τα καύσιμα. Αυτός παίρνει τη φίλη του τη Μιμή και φεύγουν.
Πηγαίνουν στο χωριό, στην αδελφή της. Τον συστήνει σαν ένα καλό της φίλο, αλλά αυτός
λέει ότι είναι σύζυγός της.
Η Μιμή είναι έγκυος. Θέλει να ρίξει το παιδί. Δεν θέλει να
κάνει ένα παιδί που δεν θα ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του, όπως η ίδια. Όμως ο
Γκριγκρίς της λέει ότι αυτός θα είναι ο πατέρας του παιδιού της.
Περνούν ωραία στο χωριό, αυτός διδάσκει στα παιδιά χορό και
αυτά τον υπεραγαπούν. Όμως ο λαθρέμπορος τους εντοπίζει και στέλνει τον μπράβο
του να τους πιάσει. Αυτοί τρέχουν να ξεφύγουν. Τους προλαβαίνει. Η Μιμή φωνάζει
βοήθεια. Τρέχουν όλες οι γυναίκες του χωριού και τους περικυκλώνουν. Αυτός απειλεί
με το πιστόλι. Όμως είναι πάρα πολλές. Μια του δίνει κρυφά ένα κτύπημα από
πίσω. Πέφτει κάτω. Όλες τους τον κτυπούν άγρια με τα ξύλα που κουβαλάνε μαζί
τους.
Ορκίζονται ότι αυτό που έκαναν σήμερα θα το κρατήσουν για
πάντα μυστικό. Βάζουν φωτιά στο αυτοκίνητο, στο οποίο προφανώς έχουν μεταφέρει
και το πτώμα του μπράβου. Στην τελευταία σκηνή τους βλέπουμε να απομακρύνονται.
Τελευταίοι χάνονται ο Γκριγκρίς και η Μιμή. Η κάμερα παρατηρεί για λίγο το
ακίνητο, εξοχικό τοπίο, για να μην ξεφύγει σε κανένα ο συμβολισμός: η αγνή και
ήρεμη επαρχία σε σχέση με την πολυθόρυβη και διεφθαρμένη πόλη. –Εδώ μπορώ να
κοιμάμαι τα βράδια, λέει σε κάποια σκηνή η αδελφή της, που και αυτή είχε ζήσει
στην πόλη.
Πολύ μου άρεσε αυτή η ταινία, καθώς και το «μήνυμά» της: Σε
όλους μπορεί κάποια στιγμή να τους χαμογελάσει η μοίρα στη ζωή τους, δεν πρέπει
να απογοητεύονται με τις δυσκολίες της.
Une saison en France (2018)
Lingui (2021)
No comments:
Post a Comment