Λύδια Βασιλειάδη, Από το Παρίσι στο St. Malo, Θυμάρι 2019, σελ. 191
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα υπέροχο ρομάντζο
Αυτό θα πει
παγκοσμιοποίηση!
Η Λύδια Βασιλειάδη,
σπουδαγμένη στο Παρίσι (οικονομικά), τοποθετεί την πλοκή του έργου της στη
Γαλλία. Ο Φρανκ, ο ήρωάς της, έχει πατέρα Έλληνα και μητέρα Ελβετίδα. Καμιά του
σχέση, απ’ όσο θυμάμαι, δεν ήταν Ελληνίδα. Η Βαλκυρία που τον παράτησε αφού τον
ξεζούμισε οικονομικά φαίνεται να τον κατατρύχει, συχνά τη σκέφτεται, όμως όχι
με νοσταλγία. «Γι’ αυτό και ο χωρισμός του με τη Βαλκυρία δεν τον στενοχώρησε
και πολύ, είχε πάψει να την αγαπά άλλωστε, αφού προηγουμένως είχε πάψει να την
εμπιστεύεται. Τον είχε τελείως παγώσει. Ίσως και να το περίμενε μέσα του» (σελ.
106).
Στις κριτικές μου για ταινίες γράφω συχνά ότι
μου αρέσουν τα ρομάντζα, τα οποία σχεδόν πάντα έχουν χάπι εντ. Έτσι απόλαυσα
κυριολεκτικά αυτό το μυθιστόρημα βλέποντας ένα ρομάντζο να ευοδώνεται.
Ο Φρανκ πηγαίνει στο
Παρίσι για διακοπές. Πλημμυρίζει από αναμνήσεις για τα φοιτητικά του χρόνια.
Επισκέπτεται διάφορα μέρη, εστιατόρια, καφέ, μουσεία, συναντάει παλιούς
γνωστούς, μέχρι που θα καταλήξει στο St. Malo.
Εκεί θα συναντήσει την Αλέξια, Αγγλίδα ζωγράφο. Και θα ερωτευτούν παράφορα ο
ένας τον άλλο. Δεν θ’ αργήσει να της κάνει πρόταση γάμου.
Η ζήλεια, η
αμφιβολία, είναι παρούσα σε κάθε ερωτική σχέση, και η δική τους δεν θα
αποτελέσει εξαίρεση. Όμως, όπως είπαμε, όλα θα τελειώσουν καλά.
«-Σ’ αγαπώ Φράνκι.
Μ’ αρέσεις. Σε περιμένω σε δέκα μέρες το πολύ. ΤΟ ΠΟΛΥ.
-Ναι γλυκιά μου. Τα λέμε και αύριο. Θα σε πάρω μόλις φτάσω.
-Καληνύχτα.
-Καληνύχτα γλυκιά μου» (σελ. 186).
Πολύ ωραίο τέλος.
Οι διάλογοι, και
προπαντός των δυο ερωτευμένων, πλημμυρίζουν το έργο, σαν να πρόκειται για
θεατρικό έργο. Συχνές αναφορές γίνονται σε ζωγράφους («Έργα σημαντικά. Από
Φράνσις Μπέηκον,Καντίνσκι, Γκωγκέν, Ροντέν, Πικάσο, Νταλί, μια φοβερή πιετά του
Βαν Γκογκ, μέχρι Ματίς και Σαγκάλ…», σελ. 134), σε ταινίες («Θάνατος στη Βενετία»)
και σε τραγούδια («Ο Ζακ Ντιτρόν τραδουδούσε το Ιλ ε σενκ ερ Παρί. Μετά ο Τζο
Ντασέν το Ε σι τυ ν’ εγκζίστε πα» (σελ. 89), αλλά και σε φαγητά και ποτά. Και
σαν υφολογικό στοιχείο που ξεχωρίζει είναι το εφέ της απαρίθμησης. Να δώσουμε
ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Ήταν όμορφα… Του
άρεσε η Ελλάδα. Την αγαπούσε πολύ. Τα υπέροχα νησιά της. Τη Μύκονο, με τις
χρυσές της παραλίες, τη Σαντορίνη με το ηλιοβασίλεμά της, την Πάρο, τη Σίφνο,
τη Ρόδο, την Κέρκυρα, τη Σύμη…» (σε. 90).
Για την Κρήτη,
κουβέντα.
Τι να πρωτογράψει ο
φίλος μου ο Γιώργος για το Βιετνάμ, που καταλαμβάνει σχεδόν το μισό βιβλίο του
«Εκεί». Έτσι
αντιγράφω από τη Βασιλειάδη.
«Στη Σιγκαπούρη καλά
ήταν… Στο Βιετνάμ κουράστηκα. Όχι τόσο από τη δουλειά, όσο από τη ζωή. Δεν
άντεχα άλλο να τρώω κόκκινα τηγανητά μυρμήγκια και ταραντούλες…» (σελ. 70).
Αντιγράφουμε:
«Ο Φρανκ θυμήθηκε
πολύ καθαρά πόσο κόσμο είχαν οι διαλέξεις του φιλόσοφου Κώστα Αξελού και
βεβαίως, ακόμα περισσότερο αυτές του Κορνήλιου Καστοριάδη… αλλά και του
αδύνατου, ίσως και κοκκαλιάρη (!) τότε, Θόδωρου Πάγκαλου, που ήταν πράγματι
καταπληκτικός ομιλητής και μάζευε πάντα πάρα πολύ κόσμο στις διαλέξεις του»
(σελ. 38).
Αυτό, πριν τα φάμε
μαζί. Εγώ ακόμη αγωνίζομαι να αδυνατίσω, αυτός δεν ξέρω.
«… προχώρησε με τα
πόδια στο Ντε Μαγκό… Στο ιστορικό αυτό καφέ, όπως και στο διπλανό, είχαν
καθίσει οι σπουδαιότεροι συγγραφείς καθώς και ποιητές και φυσικά πολλοί
σημαντικοί φιλόσοφοι, ζωγράφοι, ηθοποιοί και διανοούμενοι. Ήταν και τα δυο
διάσημα. Ο Αραγκόν, ο Ζιντ, ο Χέμινγουεη, ο Μπρεττόν, ο Πικάσο, ο Καμύ…» (σελ.
43).
Μου θύμισε την
ταινία του Woody Allen
«Μεσάνυχτα στο Παρίσι».
«Είδαν κάποιες
ειδήσεις, όχι καλές δυστυχώς» (σελ. 138).
Χρόνια έχω την πεποίθηση
ότι το δελτίο ειδήσεων είναι καταθλιπτικό. Σπάνιες οι καλές ειδήσεις. Ένας
ακόμη λόγος που δεν βλέπω τηλεόραση. Την τηλεόραση την έχω σαν μόνιτορ στον
υπολογιστή μου.
Και μια παροιμία που
δεν την ήξερα: «Όταν ένα παπούτσι σου κάνει… πρέπει να το φοράς».
Πολύ ωραίο το βιβλίο
της Λύδιας Βασιλειάδου, διαβάζοντάς το γεμίζεις αισιοδοξία.
No comments:
Post a Comment