NOURI
EL JARRAH Μια βάρκα για τη Λέσβο και άλλα ποιήματα
Μετάφραση Persa Κoumoutsi
The poetry of Nouri al-Jarrah is a worthy
example of contemporary Arabic literature, as it has evolved in recent years,
mainly after the tragic social and political events in the Middle East region
culminating in the Syrian war. influenced by the tragedy of his country,
depicts in this emblematic collection of poems with the characteristic title
"A boat for Lesvos" the Odyssey adventure of the people of his
homeland who were uprooted after the tragic aftermath of war, which we all
watched with awe and horror. Translating this excellent collection into Greek
was a fulfilling experience, and a challenge in that I accepted with
great joy and emotion. I tried, as much as I could, to maintain the style and
structure of Al Jarrah's poems,.. Thus, the Greek reader will get to know a new
aspect of modern "tragic" Arabic poetry, since the collection
compose an elegy, a memorial to the memory of the innocent victims of the
war..also to those who have traveled all along the length and breadth of the
earth, without knowing if they will ever be repatriated.. . following are
samples of translate poems into Greek by Persa Koumoutsi
Μικρό ανθολόγιο
Πλοίο στο λιμάνι
Κοιμάμαι σε ένα νησί
και ξυπνώ σε άλλο.
Άραγε έφτασα χθες,
ή μήπως βρίσκομαι ακόμα στο δρόμο
της ψευδαίσθησης,
αναζητώντας τον εαυτό μου;
Τόσα βάσανα,
θεϊκά, απατηλά κι ανθρώπινα,
και τόσο, μα τόσο άσκοπα..
Κοιτάζω το καράβι
από το παράθυρο πάνω στο βράχο
και βλέπω τα συντρίμμια μου.
Βλέπω τον εαυτό μου
σαν φάντασμα, σκιά ή οπτασία.
Ίχνος
κραυγής
ενός
πνιγμένου.
Η αντανάκλαση μου στο καθρέφτη
του ξενοδοχείου
σε εκείνο το λιμάνι
είναι το πρόσωπο του άνδρα που ταξίδεψε
χωρίς επιστροφή.
Βρίσκομαι εδώ,
στο λιμάνι της Λέσβου
δέσμιος της μυρουδιάς της θάλασσας.
Τα ανακατεμένα μου μαλλιά
σκεπάζουν το πρόσωπό μου,
το χέρι μου, που το φως έχει τρυπήσει
ρωτά τους τουρίστες και τους πρόσφυγες
για το πρόσωπο που δραπέτευσε.
και για τα τρύπια μου μάτια.
Φωνή
Δραπετεύω από το θάνατο στην καρότσα του θανάτου.
Ο ουρανός με εκτοξεύει μακριά με σκισμένα φτερά.
Πέφτω με θόρυβο στο αίμα μου
και
στο δικό της
αίμα.
Καταρρέω
και κερδίζω την απουσία μου.
Και τώρα στη Δαμασκό
έχω δυο φωτογραφίες.
Στη πρώτη,
μια γροθιά σπάει την πόρτα,
αιμορραγεί.
Στην άλλη, ένα ματωμένο μέτωπο
τη βροντοχτυπάει ακόμα.
Ενώ εγώ,
όπως με βλέπω στην εικόνα,
βρίσκομαι στο έδαφος, πρηνής
και κοιτάζω προς το πεπρωμένο μου.
Φωνή
Άραγε η πόρτα ανήκει σε κάποιο σπίτι;
Ή μήπως εγώ και η σκιά είμαστε
η πόρτα στη φαντασία του σπιτιού;
Ο ήλιος ήταν κάποτε εδώ,
μια μέρα
της ανθηρής μου νιότης.
Χθες,
αυτή η πόρτα
συνέχιζε να στέκεται
στον ήλιο
του δικού μου τραγουδιού.
Φωνή
Επιστρέφω για να ανοίξω την πόρτα ετούτη
που σφραγίστηκε με τα χρόνια.
Βαδίζω σε μια τρομακτική ερημιά
και η σκιά που χάρισε η πόρτα του σπιτιού
στον ήλιο
ανοιγοκλείνει τρίζοντας.
Σπασμένη είναι και η σκιά της,
κρύβει τα μουσκεμένα
βήματά μου
στη σιωπή του τραγουδιού μου.
Φωνή
Θέλεις να φορώ το ρούχο του Μάρτυρα
και σιωπηρά
να δέχομαι
το θέλημά σου;
Είμαι λουλούδι
στην κουμπότρυπα
του πουκαμίσου σου.
Μικρό ανθολόγιο
Πλοίο στο λιμάνι
Κοιμάμαι σε ένα νησί
και ξυπνώ σε άλλο.
Άραγε έφτασα χθες,
ή μήπως βρίσκομαι ακόμα στο δρόμο
της ψευδαίσθησης,
αναζητώντας τον εαυτό μου;
Τόσα βάσανα,
θεϊκά, απατηλά κι ανθρώπινα,
και τόσο, μα τόσο άσκοπα..
Κοιτάζω το καράβι
από το παράθυρο πάνω στο βράχο
και βλέπω τα συντρίμμια μου.
Βλέπω τον εαυτό μου
σαν φάντασμα, σκιά ή οπτασία.
Ίχνος
κραυγής
ενός
πνιγμένου.
Η αντανάκλαση μου στο καθρέφτη
του ξενοδοχείου
σε εκείνο το λιμάνι
είναι το πρόσωπο του άνδρα που ταξίδεψε
χωρίς επιστροφή.
Βρίσκομαι εδώ,
στο λιμάνι της Λέσβου
δέσμιος της μυρουδιάς της θάλασσας.
Τα ανακατεμένα μου μαλλιά
σκεπάζουν το πρόσωπό μου,
το χέρι μου, που το φως έχει τρυπήσει
ρωτά τους τουρίστες και τους πρόσφυγες
για το πρόσωπο που δραπέτευσε.
και για τα τρύπια μου μάτια.
Φωνή
Δραπετεύω από το θάνατο στην καρότσα του θανάτου.
Ο ουρανός με εκτοξεύει μακριά με σκισμένα φτερά.
Πέφτω με θόρυβο στο αίμα μου
και
στο δικό της
αίμα.
Καταρρέω
και κερδίζω την απουσία μου.
Και τώρα στη Δαμασκό
έχω δυο φωτογραφίες.
Στη πρώτη,
μια γροθιά σπάει την πόρτα,
αιμορραγεί.
Στην άλλη, ένα ματωμένο μέτωπο
τη βροντοχτυπάει ακόμα.
Ενώ εγώ,
όπως με βλέπω στην εικόνα,
βρίσκομαι στο έδαφος, πρηνής
και κοιτάζω προς το πεπρωμένο μου.
Φωνή
Άραγε η πόρτα ανήκει σε κάποιο σπίτι;
Ή μήπως εγώ και η σκιά είμαστε
η πόρτα στη φαντασία του σπιτιού;
Ο ήλιος ήταν κάποτε εδώ,
μια μέρα
της ανθηρής μου νιότης.
Χθες,
αυτή η πόρτα
συνέχιζε να στέκεται
στον ήλιο
του δικού μου τραγουδιού.
Φωνή
Επιστρέφω για να ανοίξω την πόρτα ετούτη
που σφραγίστηκε με τα χρόνια.
Βαδίζω σε μια τρομακτική ερημιά
και η σκιά που χάρισε η πόρτα του σπιτιού
στον ήλιο
ανοιγοκλείνει τρίζοντας.
Σπασμένη είναι και η σκιά της,
κρύβει τα μουσκεμένα
βήματά μου
στη σιωπή του τραγουδιού μου.
Φωνή
Θέλεις να φορώ το ρούχο του Μάρτυρα
και σιωπηρά
να δέχομαι
το θέλημά σου;
Είμαι λουλούδι
στην κουμπότρυπα
του πουκαμίσου σου.
No comments:
Post a Comment