Ιωάννης
Κoνδυλάκης, Όταν ήμουν
δάσκαλος (1916)
Ένας ακόμη
βαρβακειόπαις (από το Βαρβάκειο πήρα τη σύνταξή μου) σχεδόν κοντοχωριανός (από
τη Βιάννο), ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Θυμάμαι τον φίλο μου τον Αντώνη που μου αφηγούνταν
αποσπάσματα από τον «Πατούχα» ξεκαρδισμένος στα γέλια. Το «Ντα δε σ’ αρέσω εγώ
Μανωλιό;» το θυμάμαι ακόμη.
Τον «Πατούχα» τον διάβασα
τουλάχιστον δυο φορές. Τον «Επικήδειο» και
την «Πρώτη αγάπη»
τα πραγματεύτηκα συγκριτολογικά σε δυο μελέτες μου. Τώρα διαβάζω για τρίτη φορά
το «Όταν ήμουν δάσκαλος» για τη Λέσχη Ανάγνωσης που στεγάζεται στην πλατεία Βικτωρίας,
Ελπίδος 13, για την ερχόμενη Τετάρτη 11 Μαρτίου στις 18.00. Είστε όλοι ευπρόσδεκτοι.
Ήξερα πόσο
χιουμορίστας είναι ο Κονδυλάκης αλλά δεν θυμόμουνα ότι το χιούμορ του και ο
αυτοσαρκασμός του ήταν τόσο πυκνός. Αν δεν γελάς, τουλάχιστον χαμογελάς συχνά
πυκνά διαβάζοντας το «Όταν ήμουν δάσκαλος».
Σίγουρα έχει και
αυτοβιογραφικά στοιχεία το εκτενές αυτό διήγημα των 64 σελίδων, αφού και ο
Κονδυλάκης υπηρέτησε ως δάσκαλος. Δεν ξέρω όμως αν ήταν και αυτός κυνηγός όπως ο
ήρωάς του, που αφηγείται και την ιστορία.
Ο ματαιωμένος έρωτας
διακρίνει τόσο τον «Πατούχα» όσο και την «Πρώτη αγάπη» και το «Όταν ήμουν δάσκαλος».
Στον Πατούχα η πραγμάτευσή του είναι ολότελα κωμική: είναι η μητέρα της κοπέλας
που ερωτεύεται τον Πατούχα, και πιστεύει η καημένη ότι θα μπορούσε να τον κάνει
δικό της. Στην «Πρώτη αγάπη» είναι ολότελα δραματική, ενώ στο «Όταν ήμουν
δάσκαλος» κωμικοτραγική.
Μια γυναίκα, δύο
άντρες, γνωστό το μοτίβο. Η τσαχπίνα χωριανή κάνει τα γλυκά μάτια και στους δυο
δασκάλους σκανδαλίζοντάς τους. Πρώτα βέβαια στον συνάδελφο, ο οποίος νιώθει βαθιά
ερωτευμένος, και στη συνέχεια στον αφηγητή. Όμως, όπως αποδεικνύεται, ήδη είχε
σχέση και μάλιστα ολοκληρωμένη με ένα νεαρό. Και οι δυο τους είναι καλεσμένοι
στο γάμο. Ο καημένος ο συνάδελφος δεν θα πάει, ενώ ο αφηγητής θα μείνει για
λίγο και θα φύγει, βαθιά θλιμμένος, καθώς και αυτός την είχε ερωτευθεί. Όμως γρήγορα
θα το ξεπεράσει.
Και ο συνάδελφος;
Λίγες μέρες αργότερα
θα ανακαλύψει το σώμα του να κρέμεται από μια συκιά. Ο καημένος, δεν άντεξε την
ερωτική απογοήτευση και αυτοκτόνησε, όπως και η ηρωίδα του Κονδυλάκη στην «Πρώτη
αγάπη».
Όμως ο λόγος στον
Κονδυλάκη, να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Δε λέω να γυρίσωμε
στο φάλαγγα, μα μια βιτσιά και κιαμιά παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό δεν κάνει»
(σελ. 31-32).
Μα τι λέει, έναν
αιώνα μετά ο δάσκαλός μας μας έκανε φάλαγγα. Ήταν άνοιξη ή φθινόπωρο και είμασταν
όλοι ξυπόλυτοι, όπως συνηθίζαμε. Όμως ένας συμμαθητής μας ήταν χειμώνα
καλοκαίρι ξυπόλυτος και το δέρμα στα πέλματά του είχε γίνει σαν πετσί. Τον
καρφώσαμε αμέσως, μόλις ήλθε η σειρά του. -Κύριε κύριε, μην τον κτυπήσετε στην
πατούχα γιατί δεν πονάει, να τον κτυπήσετε στο χέρι.
«Με κατέβαλε και μια
περιέργεια να φάγω εξ όλων των θεωρουμένων μη φαγωσίμων πτηνών. Αλλά και οι
χωρικοί των μερών εκείνων είχαν γίνει κατά τας επαναστάσεις παμφάγοι και
ουδόλως τους εξέπληττεν η περιέργειά μου. Εσπέραν τινά καθ’ ην έτρωγα εις το
καφενείον γλαύκα ψητή με κάποιαν πρόθεσιν επιδείξεως, οι παρακαθήμενοι χωρικοί
μου είπαν: -Εμείς τρώμε και νυκτοκοράκους και γιούπιδες, δάσκαλε. -Νυχτερίδες
τρώτε; -Σαν τύχουνε, απήντησε μειδιών ο καφεπώλης. -Τότε τι δεν τρώτε μωρέ; Ηρώτησα
με πείσμα. -Ό,τι δεν έχομε» (σελ. 41-42).
Σκύλους τρώμε;
Όχι, αλλά έχω
ακούσει ότι τους τρώνε οι μετανάστες. Γι’ αυτό έχουν εξαφανιστεί τα αδέσποτα,
που παλιά κάθε τρεις και μια με κυνήγαγαν όταν ήμουν με τη μηχανή.
«Ενίοτε δε όταν
ενεφανίζετο επ’ αυτών τσίχλα ή άλλο πτηνόν, δεν ελάμβανα τον κόπον να εξέλθω·
αλλά διακόπτων το μάθημα, έλεγα “μια στιγμή!” προς τους μαθητάς, ήρπαζα το
δίκανον κ’ επυροβόλουν απ’ αυτής της έδρας ή από το παράθυρον. Αι παρενθέσεις
αύται ήσαν πολύ διασκεδαστικές δια τους μαθητάς, οίτινες ημιλλώντο ποίος να
πρωτοτρέξει να φέρει το θήραμα, ούτως ώστε πολλάκις εξήρχονται όλοι με
αλαλαγμόν, παρακολουθούντων των σκύλων. Τούτο όμως βαθμηδόν τους απεθράσυνεν,
ώστε ήρχισαν περί τα τέλη του σχολικού έτους να καταχρώνται ολίγον την
αδυναμίαν μου.
Δια να μείνουν
μόνοι, ανεφώνουν αίφνης.
-Δάσκαλε, δάσκαλε,
ένα πουλί, ένα μεγάλο πουλί!
-Πού;
-Επέρασε δάσκαλε,
πάει προς τα κάτω.
Ο διδάσκαλος δεν ήθελε
περισσότερον δια να ορμήσει έξω. Και έστιν ότε, αντί να λείψη επί μίαν στιγμήν,
ως έλεγεν, απουσίαζεν επί ώραν όλην ή και ώρας. Την δεν φροντίδα των μαθημάτων
άφηνα εις την “νέαν μέθοδον”, ήτις ηδύνατο να ονομασθεί και ελευθέρα αλληλοδιδακτική
ή αυτοδιδακτική μέθοδος» (σελ. 42-43).
Σκεφτείτε να ήταν ανάμεσά
τους ο μαθητής που αναφέρει ο Καζαντζάκης, ο οποίος είπε: «Σώπασε δάσκαλε να
ακούσομε το πουλί που κελαηδάει». Αυτός θα είχε αρπάξει αμέσως το δίκαννο.
Για τη Νέα Μέθοδο
είχα διαβάσει πιο πριν:
«Είχα αναγνώσει το παιδαγωγικόν
σύστημα το οποίο αναπτύσσει ο Τολστόι εις την “Γιάσναγια Πολιάνα” και το οποίον
αφήνει τους μαθητάς ελευθέρους να μελετούν και να παίζουν οπόταν θέλουν και όπως
θέλουν·
και τώρα εσκεπτόμην ότι ήμουν παρά Θεού προωρισμένος να εισάγω και εφαρμόσω το
σύστημα τούτο εις την Κρήτην» (σελ. 14).
«…η προσωνυμία “μπάρκας”,
ήτις εν Κρήτη αποδίδεται κοινώς εις τους Αιθίοπας» (σελ. 45).
Χάθηκαν οι Αιθίοπες,
χάθηκε και η λέξη. Δεν την έχω ξανακούσει ούτε συναντήσει παρά μόνο εδώ.
«Αλλ’ αν αρχίσω να σας
δέρνω σαν γαϊδούρια, πώς θα γίνετε υπερήφανοι πολεμισταί, για να ελευθερώσετε
τη δυστυχισμένη την πατρίδα μας;» (σελ. 55).
Εμάς μας έδερναν γιατί
η πατρίδα μας είχε ήδη ελευθερωθεί.
Απολαυστικότατος ο
Κονδυλάκης, σας συνιστώ να τον διαβάσετε αν δεν τον έχετε ήδη διαβάσει.
No comments:
Post a Comment