Ευσταθία Δήμου, Κλέφτες και αστυνόμοι, Γκοβόστης 2020, σελ.
85
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Αποκλίνοντες ήρωες, παράξενες ιστορίες με εντυπωσιακό εφέ
τέλους
Έχουμε ήδη γράψει
για τα βιβλία της Ευσταθία Δήμου «Στη σπορά των αστεριών»,
«Σονέτα»
και «Απώλεια
λήθης». Με το «Κλέφτες και αστυνόμοι» η Δήμου κάνει στροφή στην πεζογραφία.
Δηλαδή όχι ακριβώς,
αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής αυτής δημοσιεύτηκαν σε διαδικτυακά και έντυπα
περιοδικά, τα περισσότερα το 2015, ενώ κάποια από τα υπόλοιπα δεν αποκλείεται
να είναι παλιότερα.
Στα διηγήματα αυτά θα συναντήσουμε τύπους
αποκλίνοντες από το μέσο όρο. Αυτό κάνει κάποιες από τις ιστορίες αρκετά
περίεργες καθώς πλησιάζουν, φλερτάροντάς το, το φανταστικό.
Όμως αυτό που με
εντυπωσίασε ιδιαίτερα στα διηγήματα αυτά είναι το εφέ του τέλους, το οποίο
στηρίζεται στο εφέ του απροσδόκητου.
Η Δήμου δεν
«λογοτεχνίζει» στα διηγήματά της, πράγμα που πιθανόν να δημιουργούσε
αφηγηματική ασάφεια, όπως έχω αισθανθεί σε άλλα διηγήματα που έχω διαβάσει. Η
γλώσσα της έχει την καθαρότητα και τη σαφήνεια ενός επιστημονικού άρθρου. Δεν
διστάζει να χρησιμοποιήσει κάποιες καθαρευουσιάνικους τύπους, όπως π.χ.
«γραμματειακής φύσεως» αντί «φύσης». Το έχω ξαναγράψει, τώρα που η δημοτική
έχει θριαμβεύσει κατά κράτος πάνω στην καθαρεύουσα, οι συγγραφείς δεν έχουν
ενδοιασμούς να χρησιμοποιήσουν καθαρευουσιάνικους τύπους και λόγιες λέξεις. Η
γλώσσα δεν κινδυνεύει απ’ αυτές, απεναντίας πλουτίζεται, και λεξιλογικά και
υφολογικά.
Όμως ας δούμε κάποια
από τα διηγήματα της συλλογής αυτής· να σημειώσουμε ότι τα πρώτα είναι και
τα εκτενέστερα.
Στην «Αφροδίτη της
Κω», ενώ η αφήγηση εστιάζει στην αρχαιολόγο, το αποκλίνον πρόσωπο είναι ο
φύλακας του μουσείου, ο οποίος στο πρόσωπό της βλέπει μια ενσάρκωση της Κνιδίας
Αφροδίτης, φτάνοντας στο σημείο να την αντιμετωπίζει σαν να ήταν το χαμένο
άγαλμα, και τον εαυτό του σαν μετενσάρκωση του Πραξιτέλη.
Στην «Υπόθεση Δόξα»
η αφήγηση εστιάζει εξαρχής στον αποκλίνοντα ήρωα. «Είχε τη θέση του δεσμοφύλακα
στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Κομοτινής και, τώρα, του ζητούσαν να αναλάβει την
“κατ’ ιδίαν” φύλαξη ενός κρατουμένου, κατηγορούμενου για τρομοκρατία» (σελ. 24).
Σαν ιδεολόγος
τρομοκράτης είχε υψηλό μορφωτικό επίπεδο και οι συζητήσεις μαζί του είχαν σαν
αποτέλεσμα να αποζητάει την συντροφιά του μια και η μοναξιά στο εργένικο
διαμέρισμά του τον βάραινε.
Και το τέλος;
Να μην το
μαρτυρήσουμε. Θα πω μόνο ότι μου θύμισε τη νουβέλα «Ο θάλαμος αρ. 6» του
Τσέχωφ, με τη διαφορά ότι σ’ αυτό έχουμε ψυχίατρο και ασθενή.
Μετά τον τρελό του
πρώτου διηγήματος και τον μοναξιασμένο δεσμοφύλακα του δεύτερου περνάμε στο
ζηλιάρη με το τρίτο διήγημα «Ερωτικό τρίγωνο». Μας παραπλανεί με τον τίτλο του
η Δήμου κάνοντας πιο εντυπωσιακό το εφέ τέλους, που όπως και στο προηγούμενο,
βρίσκεται στις τελευταίες δυο γραμμές.
Στις «Δίδυμες» η
Δήμου μεταφέρει την εμπειρία της ως φιλόλογος, περιγράφοντας καταστάσεις στην
εκπαίδευση που τις έζησα κι εγώ.
Δεν θα πω για τις
δίδυμες, θα πω για τους δίδυμους που είχαμε στο σχολείο, μια τάξη μικρότεροι
από μένα. «Δεν ήμουν εγώ κύριε, ήταν ο αδελφός μου», και άντε να βγάλει άκρη ο
καθηγητής.
Ως φιλόλογος θα επιλέξω
από εδώ ένα απόσπασμα.
«Βγάλε το μέσο όρο,
βάλε και στις δυο από ένα έντεκα και ξέχνα την υπόθεση. Δεν είναι η πρώτη φορά
που γίνεται αυτό. Από τότε που ήλθαν στο λύκειο το ίδιο τροπάρι. Κανείς μας δεν
ξέρει ποια είναι η άριστη και ποια ο πάτος. Η μία καλύπτει την άλλη. Δεν θα
βγάλεις άκρη» (σελ. 56). Αυτά του τα είπε ο διευθυντής που ήθελε να κλείσει την
υπόθεση.
Και θυμήθηκα, ήταν
πριν διοριστώ στη μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είχα προσληφθεί στη «Μορφωτική»,
ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, σαν καθηγητής αγγλικών, στο δημοτικό και το γυμνάσιο.
Στην τρίτη γυμνασίου είχα έναν από τους πιο άτακτους και πιο κακούς μαθητές που
γνώρισα ποτέ. Αναρωτιόμουνα αν θα έπρεπε να τον περάσω. «Σε παρακαλώ, πρέπει να
τον περάσεις. Είναι γιος εφοπλιστή, και μόλις τελειώσει το γυμνάσιο θα πάει
στην Αγγλία και θα φοιτήσει στο ίδιο σχολείο που φοίτησε ο Κάρολος».
Τόσο τσατίστηκα που
σκέφτηκα να μην τον περάσω, παρόλο που όσοι με γνώρισαν ξέρουν ότι ήμουν
τρομερά επιεικής με τους μαθητές. Όμως το ξανασκέφτηκα, οι μικροσυμβιβασμοί
είναι κάποιες φορές απαραίτητοι στη ζωή, και έτσι τον πέρασα.
Το «Κλέφτες κι
αστυνόμο» είναι ένα μικρό διήγημα μπονζάι, που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό
περιοδικό «Πλανόδιον». Σκέτος διάλογος, σαν θεατρικό σκετς, παρουσιάζει τη
σκληρότητα που δείχνουν καμιά φορά τα παιδιά στα παιχνίδια τους. Υπάρχουν τα
θύματα, υπάρχουν οι θύτες, οι οποίοι παίρνουν συχνά πολύ στα σοβαρά το ρόλο
τους. Μου θύμισε ένα επεισόδιο από την ταινία «H κομισάριος» του
Αλεξάντρ Ασκόλντοφ, καθώς και την ταινία «Ο
Βούδας κατέρρευσε από ντροπή» της Άννας Μαχμαλμπάφ.
Στον «Κλέφτη» έχουμε
τον κλεπτομανή, πάλι με ένα εντυπωσιακό εφέ έκπληξης-τέλους.
Το ίδιο εντυπωσιακό
εφέ έκπληξης-τέλους έχουμε και στο «Τέλειο», όπως και στο «Μια ωραία
πεταλούδα», που μου θύμισε το πρώτο διήγημα της συλλογής «Η περσινή
αρραβωνιαστικιά» της Ζυράνας Ζατέλη, έκδοση του 1984, εκδόσεις «Σιγαρέτα», με
την οποία έκανα και τη γνωριμία με το έργο της.
Συναρπαστικές οι
ιστορίες τις Δήμου, περιμένουμε να μας δώσει κι άλλες.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment