Book review, movie criticism

Monday, June 29, 2020

Alberto Moravia, Οι αδιάφοροι


Alberto Moravia, Οι αδιάφοροι (μετ. Θανάσης Μετσιμενίδης), Ζαχαρόπουλος 1995, σελ. 365

  Μετά την «Περιφρόνηση» είπαμε να διαβάσουμε κάτι ακόμη από Μοράβια. Οι «Αδιάφοροι» ήταν μια καλή επιλογή, μια και πρόκειται για το πρώτο του μυθιστόρημα, εκδομένο «Ιδίοις αναλώμασι», το 1929, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις εικοσιδύο χρονών. Γνώρισε αμέσως την επιτυχία.
  Ο Μοράβια τελικά έχει κατά βάθος στόφα θεατρικού συγγραφέα, όπως και η περσόνα του στην «Περιφρόνηση». Πέντε, όχι έξι, άτομα βρήκαν το συγγραφέα τους: Ο μητέρα, ο γιος, η κόρη, ο εραστής και η Λίζα, πρώην ερωμένη του εραστή και φίλη της μητέρας. Διαβάζουμε τους ατέλειωτους διαλόγους τους. 
  Βρίσκονται σε μια περίπλοκη σχέση, που θα τη χαρακτηρίζαμε νοσηρή. Ο εραστής κοιτάζει πώς να βάλει στο χέρι τη βίλλα της ερωμένης του. Του χρωστάει, πρέπει να πληρώσει, προθυμοποιείται να σβήσει το χρέος με αντάλλαγμα τη βίλα, η οποία αξίζει πολλαπλάσια από ό,τι το χρέος. Ο γιος θέλει να την βάλουν σε πλειστηριασμό, κάποια στιγμή και η μητέρα, πράγμα που τρομοκρατεί την εραστή. Να χάσει ένα τέτοιο κελεπούρι;
  «Τι θα γινόταν αν πράγματι έκαναν του κεφαλιού τους και πουλούσαν τη βίλα στη δημοπρασία; Σε μια τέτοια περίπτωση η αληθινή αξία θα ’βγαινε στην επιφάνεια και η επιχείρηση θα πήγαινα στράφι» (σελ. 92).
  Η μητέρα ζηλεύει τη Λίζα. Μήπως τα ξανάφτιαξε με τον εραστή της;
  Καθόλου, αυτός την κόρη καλοβλέπει, η οποία κάποια στιγμή θα του δοθεί. Η Λίζα πάλι θέλει να ρίξει στα δίκτυα της το γιο. Αυτός δεν δείχνει καθόλου πρόθυμος.
  Και η μητέρα;
  Ζηλεύει την Λίζα, φαντάζεται ότι τα ξανάφτιαξε με τον εραστή της. Όταν το μαθαίνει η Λίζα, αποκαλύπτει το μυστικό: αυτήν που πρέπει να ζηλεύει είναι η κόρη της.
  Ο γιος, όταν μαθαίνει για τη σχέση της αδελφής του με τον εραστή, αποφασίζει, απρόθυμα, κάτω από τις ειρωνείες της Λίζας, να τον σκοτώσει. Αγοράζει ένα πιστόλι και κατευθύνεται προς το σπίτι του.
  Στο δρόμο φαντάζεται τη δίκη του, τι θα καταθέσουν οι μάρτυρες, δηλαδή οι υπόλοιποι τρεις. Πολύ έξυπνη επινόηση από τον Μοράβια, την οποία θα επαναλάβει λίγο πιο κάτω με την κόρη να φαντάζεται το γάμο της με τον εραστή (της έχει κάνει πρόταση, δεν πρέπει να χάσει τη βίλλα).
  Η αφηγηματική αναμονή είναι δεδομένη. Δεν θα καταφέρει να τον σκοτώσει, παρόλο που πυροβόλησε προς το μέρος του. Ατζαμής, είχε ξεχάσει να βάλει σφαίρες.
  Σκληρός νατουραλισμός είναι το μυθιστόρημα, όμως χωρίς τις δραματικές κορυφώσεις που έχουν τα έργα του Ζολά. Οι ήρωές του προκαλούν οίκτο και αποστροφή στον αναγνώστη (σε μένα τουλάχιστον), σε αντίθεση με τον ήρωα της «Περιφρόνησης», που προκαλεί οίκτο και συμπάθεια. Όμως, όπως και στην «Περιφρόνηση», ο Μοράβια ανεξάντλητα μας μιλάει για τα συναισθήματα που νοιώθουν οι ήρωές του, και κυρίως ο γιος, στον οποίο εστιάζει την αφήγησή του. Το κύριο συναίσθημα που νοιώθει είναι η αδιαφορία. Τριανταπέντε φορές συναντάμε τη λέξη «αδιαφορία» και είκοσι τη λέξη «Αδιάφορος».
  Η αδιαφορία είναι ένας από τα κύρια χαρακτηριστικά της κατάθλιψης, από την οποία ολοφάνερα υποφέρει ο γιος, και ασφαλώς και η κόρη. Ο εραστής δεν έχει κατάθλιψη, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο αριβισμός. Τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν κατάθλιψη, δεν θα έλεγα όμως και αδιαφορία. Η μητέρα τουλάχιστον αγωνιά να μάθει με ποια τα έχει ο εραστής της. Η Λίζα ονειρεύεται ένα καινούριο έρωτα στο πρόσωπο του γιου.
  Δεν υπάρχει καμιά κορύφωση στο έργο, το οποίο τελειώνει με τη μητέρα και την κόρη να πηγαίνουν σε ένα μπαλ μασκέ. Της έχει έτοιμο γαμπρό, έναν άσχημο πλούσιο, να κοιτάξει να του φερθεί καλά.
  Και η ζωή συνεχίζεται.
  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.
  «Εγώ πλήττω φοβερά με τα έργα του» (του Πιραντέλλο).
  Το είδαμε και στην «Περιφρόνηση», ο Μοράβια σχολιάζει συγγραφείς.
  «Δεν την φόβιζαν οι στενοχώριες [τη μητέρα] και οι ελλείψεις που θ’ αντιμετώπιζε, μόνο το σαράκι, η φοβερή σκέψη για το πώς θα της φέρονταν τώρα, τι θα της έλεγαν οι άνθρωποι που εκτιμούσε και σεβόταν, όλοι οι πλούσιοι, κομψοί, που έχαιραν εκτίμησης από τον κόσμο» (σελ. 39).
  Αυτό το αίσθημα που νοιώθει η μεγαλοαστική τάξη στην πτώση της το έχουν περιγράψει και άλλοι συγγραφείς. Στο νου μου έρχονται «Η τιμή και το χρήμα» και «Σκλάβοι στα δεσμά τους» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Παρεμπιπτόντως την πτώση μιας αστικής οικογένειας αφηγείται και ο Τόμας Μαν στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Οι Μπούντενμπρουκς», που γνώρισε κι αυτό αμέσως επιτυχία.  
  «Φαντασιώσεις τρελές, θλιβερές περνούσαν από το κεφάλι της, της φάνηκε ότι μια μυστηριακή αλληλουχία έδενε όλα εκείνα τα γεγονότα και τα περιστατικά. “Δεν είναι παράξενο” έκανε μέσα της, “αύριο θα δοθώ στον Λέο, κι έτσι θ’ αρχίσει για μένα μια καινούρια ζωή… κι ακριβώς σαν αύριο γεννήθηκα”. Θυμήθηκε τη μητέρα. “Θα δοθώ στον άνθρωπό της”, σκέφτηκε, “θα φύγω με τον άνθρωπο της μαμάς”. Κι όμως, τούτη η άπρεπη και χυδαία σύμπτωση, η αντιπαλότητα με τη μητέρα της, της άρεσε. Τίποτα απ’ όσα θα συνέβαιναν δεν έπρεπε να είναι αγνό και καθαρό, όλα έπρεπε να είναι ακάθαρτα, βρόμικα, ταπεινά, δεν έπρεπε να μείνει μέσα της ούτε αγάπη ούτε συμπάθεια… τίποτα… τίποτα… μόνο ένα σκοτεινό ένστικτο καταστροφής. “Να δημιουργήσω μια σκανδαλώδη κατάσταση, απίθανη, με σκηνές αδιάντροπες”, σκεφτόταν, “να καταστραφώ ολοκληρωτικά» (σελ. 62).
  Αυτό το απόσπασμα δείχνει με τον πιο σαφή τρόπο το συναισθηματικό στίγμα της κόρης, καθώς και την αφηγηματική εμμονή του Μοράβια να εισέρχεται μέχρι τα μύχια των σκέψεων και των συναισθημάτων των ηρώων του, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο συγγραφέα, απ’ όσους έχω υπόψη μου.
  «Τη συνεπήρε [τη Λίζα] ξαφνικά ένα δυνατό αίσθημα δυσφορίας, καθώς προαισθανόταν την καταστροφή της κοπέλας. Ούτε αγανάκτηση ούτε έκπληξη. Είχε περάσει, άλλωστε, και η ίδια από παρόμοιες εμπειρίες, ένιωθε λοιπόν όχι αγανάκτηση αλλά μια θλίψη κι έναν οίκτο για τη μητέρα αλλά και για τον Λέο, την Κάρλα, για όλους αυτούς, μα και για την ίδια» (σελ. 174).
  Κι εμείς το ίδιο, μαζί με αποστροφή, το είπαμε πιο πάνω.
  «Κι αν ήταν αλήθεια; σκέφτηκε [ο γιος]. Αν πράγματι ο Λέο θέλει να με βοηθήσει να γίνω κάτι… να γίνω πλούσιος;
  Τέτοιες ελπίδες άναβαν στη φαντασία του όνειρα τρελά κι επιθυμίες: γυναίκες πολυτελείας με αστραφτερά χαμόγελα, ταξίδια, ξενοδοχεία, μια ζωή έντονη μοιρασμένη στις εμπορικές επιχειρήσεις και τις διασκεδάσεις» (σελ. 258).
  Τέτοιες ονειροφαντασίες του γιου μάς τον κάνουν ακόμη πιο αξιολύπητο. Δεν είχε ανακαλύψει ακόμη τις σχέσεις του με την αδελφή του, την οποία σκόπευε να του την πασάρει για να ικανοποιήσει αυτά του τα όνειρα.
  Είδαμε και τη ταινία του Francesco Maselli, «Time of indifference» 1964 (μπορείτε να τη δείτε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους), με τον Ροντ Στάιγκερ και την Κλαούντια Καρντινάλε.  
  Δεν θυμάμαι να έχω δει πιο πιστή μεταφορά μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη από τους «Αδιάφορους» του Μαζέλι. Αν παραλείπει κάτι, είναι επουσιώδες. Επίσης δεν είδα να μεταβάλλει τίποτα, μεταφέρει ακριβώς ό,τι υπάρχει στο μυθιστόρημα.
  Όμως, ταυτόχρονα, μου ήλθε στο νου η παροιμία «Δεν μπορείς να έχεις και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο». Δεν μπορεί η ταινία να μεταδώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων στα οποία εστιάζει συνεχώς ο Μοράβια, παρά σε περιορισμένο μόνο βαθμό. Όμως, από την άλλη πλευρά, έχει άλλη μαγεία να βλέπεις την Κλαούντια Καρντινάλε και τον Ροντ Στάιγκερ σε μια εξαιρετική ερμηνεία των ρόλων τους.
  Επίσης συνειδητοποίησα και κάτι άλλο πολύ πιο έντονα από ότι με άλλες ταινίες. Βλέποντας την ταινία «κουβαλούσα» τη γνώση μου για τους ήρωες από το μυθιστόρημα. Δεν ξέρω αν θα είχα εξίσου καθαρή την προσωπογράφησή τους μόνο από την ταινία. Γι’ αυτό κατέληξα σ’ αυτό το συμπέρασμα: αν έχω τη δυνατότητα να δω την ταινία και να διαβάσω και το μυθιστόρημα, είναι καλύτερα να διαβάσω πρώτα το μυθιστόρημα και μετά να δω την ταινία.
  Το ίδιο συμβουλεύω και εσάς.
 

No comments: