Λευτέρης
Ξανθόπουλος, Καλή
πατρίδα σύντροφε (Beloiannisz, 1985)
In memoriam
Η «Καλή πατρίδα,
σύντροφε» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου που έφυγε
προχθές στα εβδομήντα πέντε του χρόνια. Πρόκειται για ένα βραβευμένο
ντοκιμαντέρ που δείχνει τη ζωή στο χωριό «Μπελογιάννης»
στην Ουγγαρία, που κτίστηκε το 1950 από έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, πρώην
αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού.
Στην πραγματικότητα είναι ένα docufiction, με το
ντοκιμαντέρ βέβαια να καταλαμβάνει την κεντρική θέση. Τα άτομα που εμφανίζονται
δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, είναι κάτοικοι το χωριού.
Στο ντοκιμαντέρ
βλέπουμε το χωριό, κάποιους κατοίκους στην εργασία τους, ενώ ακούμε και
αφηγήσεις, που οι περισσότερες έχουν να κάνουν με τη ζωή στο βουνό. Στο τέλος
βλέπουμε και δυο διαβατήριες τελετές, ένα γάμο και μια κηδεία. Για την
ακρίβεια, την τελετουργία πριν την ταφή, γιατί το φέρετρο θα μεταφερθεί στην
Ελλάδα. Ήταν έτοιμα τα χαρτιά του συντρόφου για τον επαναπατρισμό, όμως δεν
πρόλαβε, τον βλέπουμε να σωριάζεται μπροστά στην πόρτα, προφανώς από κάποιο
έμφραγμα (το fiction).
Πολλοί επιστρέφουν
στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι για όλους εύκολα τα πράγματα. Η ιστορία ενός πρόσφυγα
που επαναπατρίστηκε είναι συγκινητική. Η περιουσία του είχε αρπαχθεί, πώς να τη
διεκδικήσει; Και πού να βρει δουλειά στην ηλικία του; Απελπισμένος αυτοκτονεί
πέφτοντας μέσα σε ένα πηγάδι.
-Την Ουγγαρία τη
θεωρούσα σαν δικιά μου πατρίδα. Όμως η καρδιά μου κτυπούσε όταν άκουγα για την
Ελλάδα… Στην Ελλάδα μας λένε ουγγαρέζους, κι εδώ στην Ουγγαρία είμαστε έλληνες.
Παντού ξένοι. Αυτή η γενιά που γεννήθηκε εδώ δεν θα βρει πουθενά πατρίδα, λέει με
θλίψη μια κοπέλα.
Όμως καθώς
γεννήθηκαν στην Ουγγαρία, είναι πολύ φυσικό πολλοί νέοι να προτιμούν να μείνουν
εκεί παρά να έλθουν στην πατρίδα των γονιών τους.
Σίγουρα είναι μια
πολύ συγκινητική ταινία.
Μπορείτε να τη δείτε
στο youtube.
Παραλίγο να το
ξεχάσω, τι καταπληκτική που είναι η Ελένη Καραΐνδρου!
Small world
Κι άλλη σύμπτωση.
Πριν ένα μήνα έκανα
την ανάρτηση. Σήμερα, 22-7-2020, περπατάω για τρίτη μέρα με τον Αποστόλη στο
παρκάκι στα Καραγιαννέικα. Του έπιασα κουβέντα και αρχίσαμε να περπατάμε μαζί.
Γνωριζόμασταν σιγά σιγά.
Σήμερα μου είπε ότι
γεννήθηκε στην Ουγγαρία, παιδί πολιτικών προσφύγων. -Σοβαρά; του λέω. Μη μου
πεις ότι γεννήθηκες στο χωριό Μπελογιάννης. -Ναι, μου λέει, εκεί γεννήθηκα.
-Πριν ένα μήνα είδα την ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου… Συμπλήρωσε αυτός: «Καλή
πατρίδα σύντροφε». -Ξέρεις, μου λέει, ο νεκρός που έφυγε με το τραίνο στο τέλος
της ταινίας ήταν αδελφός του πατέρα σου. -Πώς τον λέγανε; -Ηλία. -Το επώνυμο;
-Μπλιθικιώτης. Πέθανε την ίδια μέρα που θα έφευγε για την πατρίδα. Τελικά επέστρεψε
με φέρετρο.
Κοίτα να δεις,
ξαναδιαβάζω την ανάρτηση, και εκεί που γράφω για την επιστροφή του νεκρού, βάζω
σε παρένθεση (το fiction).
Είχα γράψει πιο πάνω ότι η ταινία είναι docufiction, εν μέρει ντοκιμαντέρ και εν μέρει μυθοπλασία, και θεώρησα
ότι αυτό το επεισόδιο ήταν μυθοπλασία. Τελικά δεν ήταν.
Ο ίδιος είναι
παντρεμένος με ουγγαρέζα. Γύρισε το 1980, είκοσι οκτώ χρονών τότε.
Εκεί δεν υπήρχε
ανεργία. Μου εξήγησε πώς.
Σε ένα βιβλιαράκι
που κρατούσες πάνω σου έγραφε πότε έπιασες δουλειά. Αν για οποιοδήποτε λόγο
σταματούσες να δουλεύεις, έγραφε επίσης τη μέρα που σταμάτησες. Σε αστυνομικό
έλεγχο, αν έβλεπαν ότι είχες σταματήσει να δουλεύεις, σου έδιναν ένα μήνα προθεσμία
να βρεις δουλειά. Έπρεπε μόλις έβρισκες δουλειά να πας να το δηλώσεις στο τμήμα
της περιοχής όπου σε συνέλαβαν. Αν σε ξανασυνελάμβαναν και είχε περάσει ο
μήνας, έκανες ένα μήνα κράτηση και μετά σε έστελναν αυτοί πού να δουλέψεις.
-Μα καλά, υπήρχαν
δουλειές;
-Υπήρχαν πολλές.
-Τότε αυτοί γιατί
δεν πήγαιναν να βρουν δουλειά;
-Από τεμπελιά,
προτιμούσαν το καθισιό.
Αν αυτό ίσχυε σε όλες
τις σοσιαλιστικές χώρες, καταλαβαίνω τώρα γιατί ο ρώσος νομπελίστας ποιητής Joseph Brodsky καταδικάστηκε
για αργία. Το να γράφεις ποίηση δεν θεωρείται δουλειά.
Ο μη εργαζόμενος
μηδέ εστιέτω, μας το μάθαιναν στο δημοτικό.
Ας είναι αυτό το συμπλήρωμα
ένα memoriam για
τον Ηλία Μπλιθικιώτη.
Κι άλλο συμπλήρωμα.
Σήμερα (24-7-2020) ο
Αποστόλης μου είπε κι άλλα πράγματα.
Ο Ηλίας ήταν να
ταξιδέψει τα μεσάνυκτα, και το μεσημέρι ξάπλωσε να κοιμηθεί, να είναι
ξεκούραστος. Δεν ξύπνησε.
Η εκδοχή που άκουσε
ο Αποστόλης:
Ήταν από τους πρώτους
επαναπατριζόμενους, το 1976, και φοβόταν να γυρίσει.
Σε μια ενέδρα του
δημοκρατικού στρατού σκοτώθηκαν δυο από τους τρεις άνδρες μιας περιπόλου του
εθνικού στρατού. Ο τρίτος όμως γλίτωσε, και κρύφτηκε κάπου. Αναγνώρισε αυτούς που
τους έστησαν ενέδρα, ανάμεσα στους οποίους και το θείο του. Ο θείος του κατέφυγε
με την ήττα του δημοκρατικού στρατού στην Ουγγαρία, όμως δυο άλλοι είχαν
συλληφθεί πιο πριν και πέρασαν στρατοδικείο. Καταδικάστηκαν σε πολύχρονη
φυλάκιση.
Ο θείος ήταν αγχωμένος,
φοβόταν μήπως γυρνώντας στην Ελλάδα τον βουτούσαν και τον περνούσαν από δίκη.
Πιστεύεται λοιπόν ότι από αυτό το άγχος τον πρόδωσε η καρδιά του.
Πολλοί από τους επαναπατρισθέντες
έχασαν τα σπίτια τους. Τα κατέσχε το κράτος; Όχι, σε μια απογραφή του 1966 οι
συγγενείς τους τα δήλωναν δικά τους. Ένας αδελφός του πατέρα του δήλωσε στο
όνομά του ένα χωράφι, που όμως ήταν περασά για να πάει σπίτι του. Έγινε δίκη
και το δικαστήριο του επεδίκασε τα μέτρα που χρειαζόταν.
Οι γονείς του ζούσαν
σε ένα ορεινό χωριό των Ιωαννίνων. Η πολιτική λαίλαπα δεν τους είχε αγγίξει,
ήταν απολίτικοι. Έρχονται οι αντάρτες, επιστρατεύουν τον πατέρα του. Η μητέρα
του; Ξύλο και πάλι ξύλο, γιατί ήταν κομμουνίστρια. Βρε αμάν!.. δεν την πίστευαν.
Στο τέλος απηυδισμένη έφυγε κι αυτή στο βουνό.
Ένας αδελφός του
πατέρα του κρύφτηκε και γλίτωσε την επιστράτευση του δημοκρατικού στρατού. Δεν
γλίτωσε όμως την επιστράτευση του εθνικού στρατού. Και τα δυο αδέλφια βρέθηκαν
να πολεμούν ο ένας τον άλλο.
Μια τέτοια ιστορία
μου αφηγήθηκε και ο πατέρας μου, στο κίνημα του Μεταξά (1923). Δυο αδέλφια βρέθηκαν
αντίπαλοι, κυριολεκτικά, ο ένας ήταν σε μονάδα των κινηματιών και ο άλλος σε
μονάδα από τις πιστές στην κυβέρνηση. -Βρε εσύ εδώ; -Αλλά κι εσύ;
Το κίνημα κατεστάλη
και ο Μεταξάς φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό μέσα σε ένα βαρέλι μπακαλιάρου. Ο γυμνασιάρχης
μας, ο Καλαφάτης, που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι καραγκιόζης γιατί καμπούριαζε
ελαφρά, είπε μια μέρα στην τάξη (όχι στη δική μου, σε πιο μεγάλη, στην τάξη του
ξαδέλφου μου). -Εγώ ήμουνα που έβαλα την τάπα στο βαρέλι του μπακαλιάρου με το
οποίο φυγαδεύτηκε ο Μεταξάς.
Κοίταξα τώρα στην
βικιπαίδεια τη βιογραφία του για να δω πότε έγινε το κίνημα και διαβάζω ότι του
είχαν προσφέρει την αρχιστρατηγία στη Μικρά Ασία, όμως αυτός αρνήθηκε λέγοντάς τους
ότι η εκστρατεία στη Μικρά Ασία ήταν χαμένη υπόθεση, θα έπρεπε να κάνουν
οχυρωματικά έργα γύρω από την Σμύρνη (προφανώς στην περιοχή που είχε δοθεί στην
Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών), να υποχωρήσουν σιγά σιγά, και να κοιτάξουν να
εξασφαλίσουν την ανατολική Θράκη. Τα
ίδια τους είχε πει και ο Βενιζέλος, αλλά ο Βενιζέλος ήταν ο εχθρός τους, όμως ο
Μεταξάς ήταν δικός τους.
Δεν τον άκουσαν. Αν τον άκουγαν, σίγουρα θα
είχε αποφευχθεί η καταστροφή.
Το πρώτο μου βιβλίο
είναι «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», γι’ αυτό με ενδιαφέρει κάθε παραψυχικό
φαινόμενο.
Ο Αποστόλης έκανε
εγχείρηση βαλβίδας, κράτησε έξι ώρες μου είπε. Ο γιατρός που τον εγχείρησε έφυγε
αμέσως για Αγγλία, πιθανόν για κάποια άλλη εγχείρηση. Ο γιατρός που άφησε στο πόδι
του τού έδωσε λάθος αγωγή με αποτέλεσμα να μπει στην εντατική. Η κόρη του τον
παίρνει τηλέφωνο. -Τώρα μπαίνω στο αεροπλάνο, μόλις φτάσω έρχομαι αμέσως. Έντεκα
η ώρα το βράδυ φτάνει στο νοσοκομείο, νεφρά και συκώτι δεν λειτουργούσαν,
αμέσως αιμοκάθαρση, και αν μέχρι το πρωί είναι ζωντανός μάλλον την έχει γλιτώσει.
Όλες αυτές τις ώρες
ήταν σε καταστολή. Βλέπει όνειρο τη μητέρα του. -Παιδί μου, τι ζητάς εσύ εδώ;
Γύρνα πίσω στην οικογένειά σου, δεν είναι η ώρα σου ακόμη.
Και γύρισε.
No comments:
Post a Comment