Book review, movie criticism

Tuesday, June 2, 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η νοσταλγός (1894)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η νοσταλγός (1894)

  Ένα από τα διηγήματα του ερωτικού Παπαδιαμάντη είναι και «Η νοσταλγός». Αποφάσισα να το διαβάσω όταν είδα ότι η Ελένη Αλεξανδράκη το μετέφερε στη μεγάλη οθόνη, και βέβαια με την ευκαιρία που στις δέκα του Ιούνη, στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoriasquareproject θα συζητήσουμε τη «Φόνισσα», η οποία επίσης μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Κώστα Φέρρη. (Παρεμπιπτόντως, η συζήτηση είναι διαδικτυακή, είναι είπαμε δέκα του μηνός, ημέρα Τετάρτη, στις έξι το απόγευμα, μέσω της πλατφόρμας του zoom. Είστε ευπρόσδεκτοι στη συζήτηση, μπορείτε να πατήσετε λίγα λεπτά μετά τις έξι για σιγουριά, πάνω στο σύνδεσμο  https://us02web.zoom.us/j/89703249224 ).
  Ο Μαθιός, δεκαοχτάχρονος νεαρός, είναι στην παραλία. Απολαμβάνει τη βραδινή θέα της θάλασσας, φεγγαρόφωτη. Το Λιαλιώ που ρεμβάζει από το μπαλκόνι του σπιτιού της αναστενάζει. «Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα-δα… έτσι μου φαίνεται… να φτάναμε πέρα!» (σελ. 45).
  Πού πέρα;
  Στο πίσω μέρος του νησιού που είναι το χωριό της. Πριν λίγες βδομάδες παντρεύτηκε τον «πρεσβύτην, πεντήκοντα και τριών ετών» σύζυγόν της, ο οποίος ή στη δουλειά θα βρίσκεται ή στο καφενείο. Νοσταλγεί τους δικούς της.
  Ο Μαθιός προθυμοποιείται να πάρει την ξένη βάρκα και να κάνουν μια βόλτα στο λιμάνι. Όμως αυτή θέλει περισσότερα. Θα βγουν από το λιμάνι, θα κατευθυνθούν προς το μέρος που βρίσκεται το χωριό της. Θα τραγουδήσει και το τραγούδι: «Πότε θα κάνουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι/ να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!» (σελ. 50).
  Και η περιπέτεια αρχίζει.
  Τους καταδιώκουν, όμως αυτοί κατορθώνουν να γυρίσουν πίσω πριν τους προφτάσουν. Ο άντρας της είναι σίγουρος για την τιμιότητά της, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
  Σε όλη τη διάρκεια της επαφής των δυο νέων υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός, ο οποίος μένει ανολοκλήρωτος φυσικά. Ο αφηγητής τον αποκαλύπτει από τη μεριά του νέου, ενώ μόλις υποδηλώνεται από τη μεριά της κοπέλας. Το ότι ο νέος έτρεφε αισθήματα για την κοπέλα μας το λέει ο αφηγητής λίγο μετά το τραγούδι:
  «Ὁ νέος, ὡς γείτων, εἶχε πληροφορηθῆ τὰ συμβαίνοντα, καὶ τὴν ἠγάπησε κρυφά. Ἡ χάρις τοῦ λιγυροῦ ἀναστήματός της δὲν ἐξηλείφετο ἀπὸ τὴν ἄνευ μέσης περιβολὴν τὴν ὁποίαν ἐφόρει. Καὶ τὰ κατσαρά, τὰ ὁποῖα ἐκόσμουν τὸ ἡδυπαθὲς μέτωπόν της, ἦσαν φυσικὰ καὶ ὄχι ἐπίπλαστα. Ἡ λάμψις τῶν βαθέων καὶ μαύρων ὀφθαλμῶν της ἔκαιεν ἀμαυρά, ὑπὸ τὰς καμαρωτὰς ὀφρῦς, καὶ τὰ πορφυρᾶ χείλη της ἐρρόδιζον ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς καὶ διαυγοῦς χροιᾶς τῶν παρειῶν της, αἵτινες ἐβάπτοντο μ᾽ ἐλαφρὸν ἐρύθημα εἰς τὸν παραμικρὸν κόπον ἢ εἰς τὴν ἐλαχίστην συγκίνησιν. Ἀλλὰ τὸ λεπτὸν καὶ ἤρεμον πῦρ τῶν ὀφθαλμῶν της ἔκαιε τὴν καρδίαν τοῦ νέου» (σελ. 56).
  Μόνο στο τέλος θα ομολογήσει το Λιαλιώ:
  «Σύρε στὸ καλό, μὲ τὴ σκαμπαβία, Μαθιέ μου π᾽λάκι μου, τοῦ εἶπε μὲ τόνον εἰλικρινοῦς συγκινήσεως τὸ Λιαλιώ· κρῖμας ποὺ εἶμαι μεγαλύτερη στὰ χρόνια ἀπὸ σένα· ἂν πέθαινε ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης, θὰ σ᾽ ἔπαιρνα» (σελ. 69).
  Αυτά είναι και τα τελευταία λόγια του διηγήματος.
  Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από το ότι με το συγγραφικό του ταλέντο δημιουργεί ένα κλίμα έντονου ερωτισμού, δίνει και μια βασική κοινωνική παράμετρο της εποχής. Από το στόμα του Λιαλιού ακούμε:
  «τὰ φτωχὰ κορίτσια δὲν τ᾽ ἀγαποῦν παρὰ ὅπως ἀγαποῦν τὰ λούλουδα, γιὰ νὰ τὰ μυρισθοῦν μιὰ κ᾽ ὕστερα νὰ τ᾽ ἀφήσουν νὰ μαραθοῦν, ἢ νὰ τὰ μαδήσουν· κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤμουν καμμιὰ μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, γιὰ νὰ μὲ ἀγαπήσουν καὶ νὰ μὲ στεφανωθοῦν ἐμπομπῇ καὶ παρατάξει, μ᾽ ἐπισημότητα, ἢ κἂν νὰ μὲ κλέψουν καὶ νὰ μὲ στεφανωθοῦν κρυφὰ μ᾽ ἕναν παπά, βέβαιοι πὼς οἱ γονεῖς, εἰς ὅλον τὸ ὕστερο, θ᾽ ἀναγκασθοῦν, σὰ σκασμένοι, νὰ δώσουν τὴν προῖκα… Γι᾽ αὐτὸ δὲν εὑρέθηκε ἄλλος ἀπ᾽ τὸν μπαρμπα-Μοναχάκη νὰ μὲ ζητήσῃ. Πάλι καλά!» (σελ. 59).
  Διαβάζουμε:
  «― Καὶ τώρα τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησεν ὁ Μαθιός, αἰσθανθεὶς ἐνδομύχως τὸν ἑαυτόν του ἀνίσχυρον ἄνευ τῆς συνδρομῆς ἀγαθοβούλου τινὸς νύμφης. Καὶ τότε ἐνόησε διατί, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι γυναικοκρατία» (σελ. 58).
  Υπερβολικό, αλλά είναι γνωστό ότι σε κάποια σπιτικά η γυναίκα έχει το πάνω χέρι. Ίσως ταυτόχρονα και βαρύ χέρι, αν κρίνουμε απ’ αυτό που διαβάσαμε στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» Καζαντζάκη: «Έκανε να πει «Δε δέρνω εγώ τη γυναίκα μου, αυτή με δέρνει», μα ντράπηκε» (σελ. 22).
  Το παρακάτω απόσπασμα έχει ενδιαφέρον καθώς αποκαλύπτει τη συγγραφική φωνή, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα εφέ αποστασιοποίησης:
  « Ὤ! πόσην φλόγα εἶχε μέσα του! Καὶ πῶς ᾐσθάνετο ὅλα τοῦ τραγικοῦ ἥρωος τὰ ἔνστικτα βρυχώμενα καὶ λυσσῶντα εἰς τὰ ἐνδόμυχά του τὴν στιγμὴν αὐτήν! (Καὶ πῶς ἠδύνατο νὰ μεταβάλῃ τὸ παρὸν εἰδύλλιον εἰς δρᾶμα, ἂν μόνον τὸ ἐπέτρεπεν ἡ φιλολογικὴ τοῦ συγγραφέως συνείδησις! Φαντασθῆτε τὴν σκαμπαβίαν κυνηγοῦσαν τοὺς δύο φυγάδας ἐπὶ τῆς ἐλαφρᾶς βαρκούλας, τὸν Μαθιὸν διαφεύγοντα διὰ θαύματος κωπηλασίας τὴν καταδίωξιν, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνακαλύπτοντα ὅτι ἡ Νοσταλγὸς εἶχεν ἐραστὴν ἐκεῖ πέραν καὶ σχίζοντα τὸ στῆθός της μὲ τὸ ἐγχειρίδιον, ἢ βυθίζοντα τὴν βάρκαν καὶ πνίγοντα τὴν γυναῖκα, πνιγόμενον καὶ αὐτὸν εἰς τὰ κύματα! Τέλος τὴν σκαμπαβίαν ἐρευνῶσαν νὰ εὕρῃ τὰ δύο σώματα εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, ὑπὸ τῆς σελήνης τὸ φῶς! Ὁποῖον θαῦμα ρομαντικότητος, ὁπόσα δάκρυα εὐαισθησίας!…) (σελ. 59).
  Διαβάζουμε:
  «Ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις τὰ ἴχνη τῶν ἀλλοτρίων φιλημάτων ἐπὶ τῶν χειλέων τῆς γυναικός, ἄλλο τόσον εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ ἐπὶ τῆς ἀχανοῦς κυανῆς ἐκτάσεως τὰ ἴχνη τῆς βαρκούλας» (σελ. 66).
  Είχα αναρωτηθεί αν ο Παπαδιαμάντης έχει χιούμορ, και ο φίλος μου ο Κορακιανίτης με ενημέρωσε ότι έχει.
  Είδαμε και την ταινία της Αλεξανδράκη. Πολύ καλή μεταφορά, με πολύ καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα της «νοσταλγού» Όλιας Λαζαρίδου, η οποία από Λιαλιώ γίνεται Αννιώ. Και επειδή είναι δύσκολο να γεμίσεις μια ογδοντάλεπτη ταινία με ένα ολιγοσέλιδο διήγημα, υπήρξαν και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις από άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ενδιαφέρον έχει το ότι εκτός από την αφήγηση off-screen υπάρχει και αφήγηση on-screen, από ένα κοριτσάκι και ένα νεαρό, εξωδιηγητικά πρόσωπα, πάντα με αποσπάσματα από τον Παπαδιαμάντη.
  Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ, και στο youtube να δείτε την ταινία. Είναι εις διπλούν, με την επανάληψη να είναι βουβή. Προφανώς κάποιο πρόβλημα υπήρξε κατά την ανάρτηση.
  

  Είδαμε μετά από μέρες και την ταινία της Δώρας Μοσκλαβάνου «Κι αν φύγω… θα ξανάρθω» (2005). Την ίδια την είδαμε σαν ηθοποιό χθες στον «Δραπέτη» του Λευτέρη Ξανθόπουλου.
  Στα γράμματα τέλους διαβάζουμε ότι η ταινία βασίστηκε πάνω στη «Νοσταλγό» και σε μια πραγματική ιστορία.
  Το θέμα είναι πάλι το φλερτ ενός νέου και μιας γυναίκας παντρεμένης. Όχι μεγάλος σε ηλικία ο άντρας της, όμως κακότροπος. Ο νέος, άρτι αποφυλακισμένος εξαιτίας μιας συμπλοκής που του στοίχισε ένα τραυματισμό στο πόδι από τον οποίο δεν έχει αναρρώσει πλήρως, κουτσαίνει. Έρχεται στο χωριό και θέλει να επισκευάσει το σπίτι του. Πρέπει να δίνει το παρόν κάθε Δευτέρα στο αστυνομικό τμήμα. Η γυναίκα τού κάνει μια ένεση κάθε πρωί, για το πόδι του. Έτσι γίνεται η γνωριμία τους.
  Όλα αυτά συνιστούν τα απαραίτητα στοιχεία για τη δημιουργία και ενός άλλου σασπένς, εκτός από το πώς θα καταλήξει αυτό το φλερτ. Ο νέος μπλέκεται σε μια παράνομη εμπορία όπλων. Τσακώνεται με τον κακό, ο οποίος τον απειλεί.
  Εδώ ακολουθείται ακριβώς ο Παπαδιαμάντης: Πάμε παραπέρα; Κι ακόμη λίγο παραπέρα;
  Φυσικά δεν θα μπορέσει να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα. Ο άντρας της μαθαίνει ότι η γυναίκα του έφυγε με αυτόν τον νέο, ενημερώνει την αστυνομία, και του στήνουν μπλόκο. -Αφήστε το νέο να πάει στη δουλειά του, εγώ θα πάω με τη γυναίκα μου στο σπίτι, λέει στους αστυνομικούς.
  Αυτή όμως στο δρόμο, με την πρόφαση ότι θέλει να σταματήσουν για να κατουρήσει, του ξεφεύγει. Βρίσκει τον νέο. Έχει κάνει την επιλογή της.
  Άλλο μπλόκο, σε μια γέφυρα.
  -Θα πας μαζί τους.
  -Για λίγο.
  -Αν πηγαίναμε πιο γρήγορα.
  -Μια χαρά τα καταφέραμε. Είμαστε μαζί τώρα.
  Της δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
  -Θα φύγεις.
  -Θα ξανάρθω.
  Ένα από τα πιο ευτυχισμένα happy end που έχω δει σε ταινία.
  Πολύ καλή σκηνοθέτις η Μοσκλαβάνου, η ταινία της κέρδισε βραβείο κριτικής επιτροπής στο Λος Άντζελες το 2006. Και βέβαια η μουσική του Νίκου Κυπουργού ήταν θαυμάσια.
  Η σκηνή όπου οι δυο τους συζητάνε μέσα στο αμάξι με την κάμερα να τους παίρνει απ’ έξω ενώ βρέχει καταρρακτωδώς ήταν εξαιρετική επινόηση.
  
 
    
 

No comments: