Γιάννης Σολδάτος, Συνοπτική ιστορία του ελληνικού
κινηματογράφου, Αιγόκερως Σχολή Σταυράκου, 2015, σελ. 219
Μετά το «A history of Greek cinema» του Βρασίδα Καραλή
είπα να ξεμπερδεύω με τον ελληνικό κινηματογράφο, μια και δεν βρίσκεται στην
κορυφή των ενδιαφερόντων μου, διαβάζοντας τη «Συνοπτική ιστορία του ελληνικού
κινηματογράφου» του Γιάννη Σολδάτου. Δεν θα άντεχα να διαβάσω την τρίτομη
ιστορία του, ούτε από άποψη χρόνου ούτε από άποψη τσέπης, έτσι προτίμησα τη
συνοπτική.
Προχωρεί και αυτός,
όπως είναι φυσικό, από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του κινηματογράφου στην
Ελλάδα, και φτάνει μέχρι το 2007. Χωρίζει κατά περιόδους, δίνοντας ανάλογους
τίτλους στα αντίστοιχα κεφάλαια. Από τα «Πρώτα χρόνια» περνάμε στην «Περίοδο
της κατοχής και την εικοσαετία 1940-1960». Για την περίοδο της κατοχής
αναφέρεται σε ταινίες, μια και ήταν ελάχιστες, ενώ για τα μεταγενέστερα χρόνια
μιλάει ξεχωριστά για καθένα σκηνοθέτη: Γρηγόρη Γρηγορίου, Γιώργο Τζαβέλα, Νίκο
Κούνδουρο, κ.λπ.
Τη «Δεκαετία
1960-1970» την παρακολουθεί χρονολογικά, κατά σεζόν: 1961-1962, 1962-1963,
κ.λπ. Πριν τα τρία χρόνια της δεκαετίας παρεμβάλει μικρό υποκεφάλαιο με τον
τίτλο «Στο μεταίχμιο της δικτατορίας» όπου μιλάει για το κοινωνικοπολιτικό
πλαίσιο σχολιάζοντας και κάποιες εμβληματικές ταινίες.
Πριν την τελευταία
χρονιά της επόμενης δεκαετίας (1979-1980) παρεμβάλλει αντίστοιχο κεφάλαιο με
τίτλο «Η επανεμφάνιση του εμπορικού κινηματογράφου και οι αναθεωρήσεις των νέων
σκηνοθετών».
Από το 1960 και
μετά, με την έναρξη των εβδομάδων ελληνικού κινηματογράφου που μετεξελίχθηκε
στη συνέχεια σε «Φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου», χωρίζει τις ταινίες στις
οποίες αναφέρεται σε ταινίες που προκρίθηκαν στο φεστιβάλ, σε ταινίες που δεν
προκρίθηκαν και σε ταινίες που δεν εμφανίστηκαν στο φεστιβάλ. Οι ταινίες του
Αγγελόπουλου είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ταινιών που δεν προβλήθηκαν
στο φεστιβάλ, για τις οποίες βέβαια μιλάει διεξοδικά. Για τις περισσότερες
άλλες ταινίες μιλάει περισσότερο ή λιγότερο συνοπτικά, ενώ για τις «εμπορικές»
αφιερώνει μόνο δυο λόγια, αν όχι μόνο τους τίτλους. Μιλάει επίσης για το ποιες
έκοψαν τα περισσότερα εισιτήρια εκείνη τη χρονιά.
Διάβασα με συγκίνηση
για ταινίες που είχα δει παλιά, τη χρυσή δεκαετία του ’60, στο cine Αστέρια, το θερινό
κινηματογράφο του χωριού μου, ενώ άλλες της ίδιας δεκαετίας, πολύ λιγότερες
όμως, τις είδα στη μικρή οθόνη, αργότερα. Η μικρή οθόνη καθώς και τα
βιντεοκλάμπ με προσανατόλισαν πολύ νωρίς στον ξένο κινηματογράφο, με αποτέλεσμα
από τη δεκαετία του 1970 και μετά να ξέρω ελάχιστες ελληνικές ταινίες, τις
οποίες είδα στη μικρή οθόνη. Είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς που οδήγησαν στην
κρίση των κινηματογραφικών αιθουσών, καθώς μόνο για Αγγελόπουλο, Κουροσάβα και
Γούντι Άλεν εμφανιζόμουν σ’ αυτές.
Η δόμηση του
βιβλίου, και μάλιστα η παρουσίαση των ταινιών ανά έτος, του δίνει ταυτόχρονα
και μια εγκυκλοπαιδική διάσταση. Όταν θέλει να δει κανείς τι έγραψε για μια
ταινία ο Σολδάτος, δεν έχει παρά να ψάξει στο διαδίκτυο για να βρει τη χρονιά
κυκλοφορίας της και το σκηνοθέτη.
Διαβάζοντάς το βρήκα
ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Βρήκα για παράδειγμα ότι τα «Ρόδινα ακρογιάλια» του
Παπαδιαμάντη γυρίστηκαν ταινία, και έτσι θα τα διαβάσω και θα δω και την
ταινία, καθώς θέλω να ξεμπερδεύω με τον Παπαδιαμάντη, δεν υπάρχει χρόνος να
επιστρέψω. Επίσης διάβασα για ταινίες οι οποίες είναι μεταφορές μυθιστορημάτων,
και καθώς μου αρέσει να διαβάζω το μυθιστόρημα και να βλέπω την κινηματογραφική
του μεταφορά, αποτελεί για μένα ένα πρώτης τάξεως κίνητρο. Λέω να ξεκινήσω με
το «Φράγμα» του Πλασκοβίτη, ενώ θα δω και την «Καρδιά του κτήνους», μια και
διάβασα το μυθιστόρημα του Τατσόπουλου πριν χρόνια, τότε που κυκλοφόρησε.
Και τώρα κάποια
αποσπάσματα, όπως το συνηθίζω.
Για την ταινία του
Ντίνου Δημόπουλου «Τζο ο τρομερός» ο Σολδάτος γράφει:
«Μια σειρά από
μοτίβα-γνωρίσματα-μελέτες του νεοέλληνα είναι παρόντα: Το κόλπο, η ευκαιρία, η
κομπίνα, η απάτη, η σοβαρότητα και η σοβαροφάνεια, η αθωότητα, η καπατσοσύνη, η
καλή και η κακή μοίρα, οι καλοί και οι κακοί, οι έντιμοι και οι λωποδύτες, ο
λύκος που θα προσέξει τα αρνιά, η ευθύνη και η ανευθυνότητα» (σελ. 27).
Ξέχασε τίποτα;
«Ο πόλεμος ανάμεσα
στα δύο “στρατόπεδα” [εμπορικού και μη κινηματογράφου], μετά την εμφάνιση της Αναπαράστασης
και με δεδομένη τη συνεχή πτώση των εισιτηρίων στις κινηματογραφικές αίθουσες,
ξέσπασε. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε για έμπορους “χωρίς ιερόν και όσιον”, και
οι δε τους μεν σαν “κουλτουριάρηδες, περιθωριακούς, ακαταλαβίστικους”. Ο
εμπορικός κινηματογράφος βάδιζε στη χρεοκοπία του. Ο Νέος Ελληνικός
Κινηματογράφος (ΝΕΚ) γεννήθηκε και πάλεψε για μια θέση στον ήλιο και στο κοινό.
Την κατέκτησε όσον αφορά στους τίτλους και στα βραβεία και αντιμετώπισε την
εξίσου υπερβολική αδιαφορία των μαζών» (σελ. 63).
Συνοπτικός αλλά
καίριος, όπως και παρακάτω:
«Εγκαινιάστηκε η
αισθητική του Αγγελόπουλου που τόσο θα συζητηθεί στις επόμενες δεκαετίες:
γενικά πλάνα, αργοί ρυθμοί, τελετουργικοί, μεγάλο βάθος πεδίου και οι
ανθρώπινες φιγούρες σαν μέλη χορού σε αρχαία τραγωδία» (σελ. 64).
Το ανέκδοτο το
έγραψα στην ανάρτησή μου για το βιβλίο του Καραλή, να μην το ξαναγράψω.
Πιστεύω ότι η
«Συνοπτική ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» δεν πρέπει να λείπει από τη
βιβλιοθήκη σας.
No comments:
Post a Comment