Book review, movie criticism

Sunday, December 23, 2018

Michael Powell, Emeric Pressburger, A matter of life and death (1946)


Michael Powell, Emeric Pressburger, A matter of life and death (1946)


  Την ταινία την είδαμε χθες βράδυ στο «Σχολείο το Σινεμά». Αυτό που ένιωσα το εξέφρασε μια φίλη: δεν περίμενα ότι θα μου άρεσε τόσο.
  Comedy, drama, fantasy χαρακτηρίζει την ταινία το IMDb. Περισσότερο όμως είναι ένα εξαιρετικό romance, love at first sight, ή καλύτερα at first hearing.
  Να πούμε όμως την πλοκή.
  Ο David Niven είναι πιλότος και επιστρέφει στην Αγγλία μετά από μια αποστολή βομβαρδισμού στη Γερμανία. Το σκάφος του έχει κτυπηθεί άγρια από τα αντιαεροπορικά, δεν θα τα καταφέρει. Διατάσσει το πλήρωμα να πέσει στη θάλασσα με τα αλεξίπτωτα.
  Θα επικοινωνήσει με την Kim Hunter που βρίσκεται στον πύργο ελέγχου. Θα την ερωτευθεί και θα τον ερωτευθεί από αυτή την επικοινωνία, που έχει αρκετά κωμικό χαρακτήρα. Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να σωθεί, της λέει. Το αλεξίπτωτό του είναι κατεστραμμένο, και δεν σκοπεύει να μείνει στο σκάφος και να καεί ζωντανός. Θα πέσει από το ύψος που βρίσκεται και ο θάνατός του θα είναι ακαριαίος. Πιο πριν της έχει ζητήσει όνομα και διεύθυνση.
  Και περνάμε στο φανταστικό. Το «πτώμα» του ξεβράζεται στην ακτή. Όμως δεν είναι ακριβώς πτώμα. Ο άγγελος που ήλθε να τον παραλάβει από τους ουρανούς τον έχασε λόγω της πυκνής ομίχλης, με αποτέλεσμα να «ζωντανέψει».
  Θα συναντήσει την Κιμ, θα αναγνωρίσουν τον έρωτά τους, όμως ο άγγελος έρχεται στη γη να τον παραλάβει. Αυτός αρνείται, μόλις ερωτεύθηκε, δεν είναι δυνατόν. Εν τάξει του λέει ο άγγελος, αλλά έχει διορία τρεις μέρες, μετά πρέπει να παρουσιαστεί στους ουρανούς για να περάσει από δίκη, όπου θα εκθέσει την περίπτωσή του. Οι δικαστές θα αποφασίσουν αν του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει στη γη.
  Στο μεταξύ ένας νευρολόγος, φίλος της Κιμ, διαβλέποντας μια περίεργη συμπεριφορά, τον εξετάζει και κάνει τη διάγνωση ότι έχει κάποια βλάβη στον εγκέφαλο για την οποία πρέπει να χειρουργηθεί.
  Η δίκη θα γίνει στους ουρανούς, όπου σε ένα μεγάλο επεισόδιο ο συνήγορός του (ο νευρολόγος που έχει σκοτωθεί σε τροχαίο) θα υπερασπιστεί τους δυο ερωτευμένος ενώ ο κατήγορος, που είχε σκοτωθεί από αγγλική σφαίρα κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, δεν θέλει να ακούσει κουβέντα. Πώς μπορεί να έχουν ερωτευθεί ο ένας τον άλλον τόσο πολύ μέσα σε τόσο λίγο διάστημα; Να πάνε στη γη να τους ανακρίνουν.
  -Τον αγαπάς λοιπόν τόσο πολύ, ε; -Ναι, τον αγαπώ πάρα πολύ. -Είσαι διατεθειμένη να δώσεις τη ζωή σου γι’ αυτόν; -Μα και βέβαια, λέει αυτή, και αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στον ουρανό. Εδώ το «μοτίβο της αυτοθυσίας της γυναίκας για τον άνδρα», η ιδεοψυχαναγκαστική εμμονή του Kenji Mizoguchi τον οποίο βλέπω τώρα (έχω ήδη δει τις μισές ταινίες του, τις σωζόμενες εννοείται), παραπέμπει άμεσα στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη, που κι αυτή, πρόθυμη να θυσιάσει τη ζωή της για τον άντρα της τον Άδμητο, κατέβηκε στον Άδη. Αλλά δεν έμεινε για πολύ εκεί, την επανέφερε στον επάνω κόσμο ο Ηρακλής (κατά τον Πλάτωνα η Περσεφόνη, επειδή συγκινήθηκε πολύ από το μέγεθος της αγάπης της που την οδήγησε σ’ αυτή την αυτοθυσία, εκδοχή που ταιριάζει περισσότερο με την ταινία).
  Ο David που είναι δίπλα της σε κάτι σαν «out of the body experience» μια και το σώμα του βρίσκεται πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι, πιο πριν είχε ομολογήσει και αυτός την άπειρη αγάπη που τρέφει για την Κιμ.
  Πείσθηκαν οι ένορκοι, ο δικαστής του δίνει μια παράταση ζωής, πολύ γενναιόδωρη σχολιάζει ο David ευχαριστώντας τον, με αποτέλεσμα η εγχείρηση να πετύχει και να ξαναγυρίσει στη ζωή.
  Η ταινία είναι κυρίως romance, και αν δεν χαρακτηρίστηκε έτσι στο IMDb είναι φαντάζομαι γιατί στη συντριπτική πλειοψηφία των κωμωδιών είναι ενσωματωμένο και το romance. Drama, το πιο αγαπημένο μου είδος, δεν θα την έλεγα, αλλά φυσικά είναι fantasy.
  Εξαιρετικό σενάριο, εξαιρετικές ερμηνείες, μια ταινία πρωτοποριακή για την εποχή της με τα εφέ που παρουσιάζει, που σήμερα βέβαια είναι πανεύκολα με την ψηφιακή τεχνολογία. Και βέβαια μου άρεσε πολύ το λεπτό εγγλέζικο, α λα Όσκαρ Ουάιλντ, χιούμορ, σατιρικό κατά διαστήματα.
  Αν δεν δω τώρα και τα «Κόκκινα παπούτσια», που κάποια αποσπάσματα ο Γιάννης ο Καραμπίτσος μας έδειξε στα πεταχτά, δεν θα τα δω ποτέ. Αναμείνατε λοιπόν ανάρτηση και γι’ αυτή την ταινία.
  Ναι, τα είδα, αλλά δεν έχω χρόνο να γράψω τώρα, θα γράψω αργότερα.

Saturday, December 22, 2018

Kenji Mizoguchi 18. 1947 The Love of the Actress Sumako (女優須磨子の恋 Joyū Sumako no koi)


Kenji Mizoguchi 18. 1947 The Love of the Actress Sumako (女優須磨子の恋 Joyū Sumako no koi)


  Η ταινία είναι ένας ύμνος στον έρωτα και στο καινούριο θέατρο.
  Ο Shimamura φιλοδοξεί να γνωρίσει το δυτικό θέατρο στο ιαπωνικό κοινό. Δεν είναι εύκολη υπόθεση, το παραδοσιακό θέατρο, Νο και Καμπούκι, έχουν βαθιές ρίζες.
  Θέλει να ανεβάσει το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν. Όμως ποια μπορεί να είναι η κατάλληλη Νόρα; Πέφτει πάνω της όταν τη βλέπει να τσακώνεται άγρια με τον άντρα της τον οποίο έχει εγκαταλείψει και αυτός προσπαθεί να τη φέρει πίσω.
  Θα ερωτευθούν ο ένας τον άλλο.
  Ο έρωτας και το θέατρο δεν θέλουν συμβιβασμούς. Ο Shimamura ερωτεύεται τη Νόρα του, τη Sumako, και φτάνει στο σημείο να εγκαταλείψει την οικογένειά του. Θα προσπαθήσουν να διαδώσουν το νέο θέατρο, θα κάνουν περιοδείες όχι μόνο στην Ιαπω αλλά και στο εξωτερικό, θα παίξουν κάτω από δύσκολες συνθήκες, όμως το νέο θέατρο τελικά θα εδραιωθεί.
  Αλλά ο θρίαμβος του έρωτα δεν σταματάει εκεί.
  Ο Shimamura αρρωσταίνει από πνευμονία και πεθαίνει. Την ίδια βραδιά πείθουν την Sumako που θέλει να μείνει δίπλα στο νεκρό του να μην ακυρώσει την παράσταση, στο Imperial Theater. Αυτή θα ήταν και η επιθυμία του Shimamura.
  Πηγαίνει και δίνει μια υπέροχη ερμηνεία σε μια εξαιρετική παράσταση.
  Λίγες μέρες μετά αυτοκτονεί. Δεν άντεξε την απώλεια του αγαπημένου της.
  Στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (ΑΛΔΕ 2010) γράφω για τα στάδια που πέρασε το νέο θέατρο στην Κίνα, αρχικά με το Shimpa, στη συνέχεια με το Shingeki και τέλος με το Angura, μείζονες θεατρικές κινήσεις του ομιλούντος θεάτρου. Οι ήρωες του Μιτζογκούτσι τοποθετούνται στο Shimpa, τέλη του 18ου αιώνα, καθώς στο έργο δεν βλέπουμε καθόλου αυτοκίνητα, μόνο κάτι ρικσό. Αλλά το διάβασα και σε ένα σύνδεσμο.  
  Μπορείτε να δείτε την ταινία στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Victory of women».

Kenji Mizoguch 17. 1946 Victory of Women (Josei no Shori)


Kenji Mizoguch 17. 1946 Victory of Women (Josei no Shori)


  Κεντρικό και σ’ αυτή την ταινία είναι το θέμα της αυτοθυσίας της γυναίκας για τον άνδρα, όμως θίγει και άλλα θέματα όπως το νομικό σύστημα και την αναλγησία των καπιταλιστών, αλλά και τους στρατιωτικούς που κυβέρνησαν περίπου δικτατορικά και οδήγησαν την Ιαπωνία στον πόλεμο και στην ήττα. Η δημοκρατία είναι πια γεγονός, μπορούν να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον.
  Η Χιρόκο (Kinuyo Tanaka) υπερασπίζεται την κυρία Ασακούρα, η οποία σε μια στιγμή απελπισίας, όταν πέθανε ο άνδρας της που είχε τραυματισθεί στη δουλειά του και η εταιρεία στην οποία δούλευε σταμάτησε να του δίνει την αποζημίωση και η ίδια ήταν κυριολεκτικά χωρίς πόρους, έπνιξε το μωρό της. Ο εισαγγελέας ο οποίος βρίσκεται απέναντί της είναι ο άνδρας της αδελφής της Κόνο, ο οποίος είχε στείλει τον αρραβωνιαστικό της για πέντε χρόνια στη φυλακή για τις φιλελεύθερες ιδέες του στη διάρκεια του πολέμου με αποτέλεσμα να υπονομευθεί θανάσιμα η υγεία του. Με την αποφυλάκισή του πηγαίνει κατευθείαν στο νοσοκομείο όπου η Χιρόκο τον περιποιείται. Ούτε κατά διάνοια να τον παρατήσει όπως τη συμβουλεύουν.
  Ο εισαγγελέας που βλέπει την καρέκλα του να τρίζει κάτω από τα πόδια του με το νέο καθεστώς προσπαθεί να πείσει την Χιρόκο, βάζοντας και τη γυναίκα του σαν μεσάζοντα, να παραιτηθεί από την υπεράσπιση αυτής της γυναίκας, όμως η ίδια αρνείται.
  Αρκετά καταπιεστικός, η Κόνο αποφασίζει τελικά να τον εγκαταλείψει. Στο μήνυμα που στέλνει στην αδελφή της ανάμεσα στα άλλα της γράφει: «Αγαπητή Χιρόκο, θα ξεκινήσω από την αρχή. Δεν είμαι πια μια κούκλα, θέλω να γίνω μια ανεξάρτητη γυναίκα, όχι μια γυναίκα που την κάνει κουμάντο ένας άνδρας».
  Δεν μπορεί, σίγουρα ο Μιτζογκούτσι θα είχε δει το «Κουκλόσπιτο» το Ίψεν.
  Η αγόρευση της Χιρόκο στο δικαστήριο σαν υπεράσπιση είναι καταπέλτης. Ανάμεσα στα άλλα λέει:   
 «Αυτή είναι μια φεουδαλική κοινωνία. Είναι ένα οικογενειακό σύστημα στο οποίο οι άνδρες κάνουν κουμάντο. Τι θέση δόθηκε σ’ αυτές τις γυναίκες; Στερήθηκαν τα ατομικά τους δικαιώματα και υποχρεώθηκαν να ζουν σαν σκλάβες, και εξαναγκάσθηκαν να υπηρετούν τους άνδρες σαν σκλάβες. Έπρεπε να δώσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν στους άνδρες και η αυτοθυσία αναδείχθηκε σε αρετή. Πολλές τέτοιες ιστορίες γυναικών έχουν φτάσει μέχρι σ’ εμάς σήμερα, και ακόμη και στις σημερινές μέρες χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα για τις γυναίκες».
  Άραγε είχε την αίσθηση της αυτοκριτικής ο Μιτζογκούτσι όταν τα έγραφε αυτά; Οι περισσότερες προηγούμενες ταινίες του – τις επόμενες δεν τις έχω δει ακόμη – έχουν ακριβώς αυτό ως θέμα, την αυτοθυσία της γυναίκας για τον άνδρα, ένα θέμα που και ο ίδιος το αντιμετώπισα κριτικά στην ανάρτησή μου για την ταινία του «The story of the last chrysanthemum».
  Όχι, δεν είναι δυνατόν, σκέφτομαι. Την αυτοθυσία αυτή την παρουσιάζει στα πλαίσια του έρωτα. Γίνεται κριτικός όταν οι άνδρες παύουν να δείχνουν ευγνωμοσύνη. Και κυρίως θέλει να προκαλέσει τη συμπάθειά μας, τον «έλεο» με την αριστοτελική έννοια, για αυτές τις γυναίκες, που θυσιάζονται από αγάπη για τους άνδρες, είτε βρίσκουν είτε δεν βρίσκουν ανταπόκριση.
  Τελικά κέρδισε την υπόθεση;
  Ο Μιτζογκούτσι αφήνει ανοικτό το τέλος, όπως π.χ. και ο Ασγάρ Φαρχάντι στο «Ένας χωρισμός», μια και αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η κοινωνική καταγγελία και όχι μια ιστορία με σασπένς, στην οποία έχουμε το happy end. Βέβαια το προσημαίνει στον τίτλο και στο μήνυμα που παίρνει από την, αδελφή νομίζω, του αρραβωνιαστικού της όταν της ανακοινώνει το θάνατό του στο νοσοκομείο, όπου, ανάμεσα στα άλλα της λέει ότι «Είπε ότι σίγουρα θα νικήσεις».
  Μπορείτε να δείτε την ταινία στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Utamaro and his five women».

Friday, December 21, 2018

Jafar Panahi, 3 faces (2018)


Jafar Panahi, 3 faces (2018)


  Να το ξαναπώ άλλη μια φορά, είμαι φαν του ιρανικού κινηματογράφου και έχω δει ένα σωρό έργα, και όλα, ή σχεδόν όλα, των κορυφαίων σκηνοθετών. Του Jafar Panahi τα έχω δει όλα.
  Ξαναδιάβασα ό,τι είχα γράψει για όλα τα έργα του, προκειμένου να ενσωματώσω τους συνδέσμους των μεταγενέστερων στον συλλογικό. Βλέπω λοιπόν ότι το σενάριο των «Τριών προσώπων» απασχολούσε τον Παναχί εδώ και χρόνια, και στο «This is not a film», έργο που γύρισε τότε που ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, γίνεται αναφορά σ’ αυτό. Αντιγράφω από την ανάρτησή μου.
    «Στην αρχή της ταινίας ο Παναχί μιλάει για το τελευταίο του σενάριο το οποίο δεν εγκρίθηκε για να γυριστεί ταινία. Αναφέρεται σε μια κοπέλα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, στη σχολή καλών τεχνών, αλλά οι γονείς της, συντηρητικοί μεγαλοαστοί, δεν την άφησαν να σπουδάσει. Την έκλεισαν μάλιστα μέσα στο σπίτι για να αποτρέψουν την εγγραφή της μέχρι να περάσει η προθεσμία και να χάσει έτσι το δικαίωμα εγγραφής. Το ιρανικό καθεστώς δεν είναι ταλιμπάν, επιτρέπουν τη μόρφωση των γυναικών, όμως κάποιοι συντηρητικοί μουσουλμάνοι φαίνεται ότι πιστεύουν πως υπάρχουν κάποια όρια σ’ αυτή τη μόρφωση, τουλάχιστον για τις κόρες τους. Ο Παναχί περιγράφει δυο σεκάνς του σεναρίου, με τι τρόπο είχε σκοπό να τις γυρίσει».
  Εδώ οι γονείς της κοπέλας δεν είναι μεγαλοαστοί αλλά απλοί χωρικοί, κάπου στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν, τουρκόφωνοι οι περισσότεροι. Επίσης στην εγγραφή της κοπέλας αντιδρά κυρίως ο αδελφός, ενώ η μητέρα είναι συμπαραστάτης. Και δεν πρόκειται για τη σχολή καλών τεχνών αλλά για το κονσερβατουάρ, για να γίνει ηθοποιός.
  Και οι τρεις κεντρικοί ήρωες παίζουν τους εαυτούς τους.
  Η κοπέλα, η Marziyeh Merzaei, στέλνει ένα βίντεο-σέλφι σε μια φίλη της με την παράκληση να το στείλει στην Behnaz Jafari, διάσημη ηθοποιό ιδιαίτερα γνωστή από τα σήριαλ που έχει γυρίσει, στο οποίο φαίνεται στο τέλος να αυτοκτονεί με απαγχονισμό. Παραπονιέται ότι μάταια της είχε στείλει μηνύματα να έλθει στο χωριό να πείσει τους δικούς της να την αφήσουν να σπουδάσει στο κονσερβατουάρ της Τεχεράνης. Είχε πάει κρυφά με τη μητέρα της, είχε δώσει εξετάσεις και είχε περάσει, όπως μαθαίνουμε αργότερα. Αυτή, συγκλονισμένη από το βίντεο, παίρνει τον Jafar Panahi και πάνε για το χωριό της, που βρίσκεται κοντά στον γενέθλιο τόπο του Παναχί. Όμως έχει και την αμφιβολία, μήπως το βίντεο αυτό είναι στημένο.
  Ένας άλλος σκηνοθέτης θα κρατούσε το σασπένς μέχρι το τέλος, όμως όχι ο Παναχί. Κάπου στη μέση βλέπουμε ότι το βίντεο ήταν πράγματι στημένο και είχε στόχο να τη φέρει στο χωριό, γεγονός που εξοργίζει την Jafari.
  Ο Παναχί στην ταινία του αυτή, εκτός από τη διεκτραγώδηση της θέσης της γυναίκας στο ισλάμ όπου η καταπίεση είναι περισσότερο θεσμική σε αντίθεση με τις άλλες χώρες όπου είναι περισσότερο εθιμική, έχει σαν στόχο να διαλύσει λίγο τον ρομαντισμό με τον οποίο βλέπουμε την επαρχία. Εντάξει, καθαρός ο αέρας, αλλά κάθε τρεις και μια διακοπές στο ρεύμα και στο νερό. Ο δρόμος στενός, δεν χωράνε δυο αμάξια, συνεννοούνται συνθηματικά με τα κλάξον για το ποιος να περάσει πρώτος. Και βέβαια ο συντηρητισμός. Όλοι στο χωριό κουτσομπολεύουν άγρια την κοπέλα που θέλει να γίνει ηθοποιός.
  Υπάρχει και μια τρίτη γυναίκα ηθοποιός, που υποφέρει κι αυτή τα μύρια όσα. Ο δήμαρχος μάλιστα ήθελε να την πετάξει έξω από το σπίτι. Ήταν ηθοποιός την εποχή του σάχη, και στις ταινίες της χόρευε και τραγουδούσε. Τώρα έχει εξοστρακισθεί από τον κόσμο του θεάματος και αντιμετωπίζει τη γενική περιφρόνηση. Όμως, όπως και ο Παναχί, δεν μένει αδρανής, γράφει ποιήματα. Ακούμε κάποιο που έγραψε.
  Υπάρχουν αρκετά δεικτικά επεισόδια που δείχνουν τον κόσμο της επαρχίας, άλλα τυπικά, όπως η επιμονή ενός γέρου να τους προσφέρει τσάι, δείγμα της πατροπαράδοτης φιλοξενίας, και άλλα καθόλου τυπικά. Σίγουρα δεν είναι τυπικό αυτό με τα κλάξον, όπως και το επεισόδιο με τη γριά που έχει σκάψει τον τάφο της, ξαπλώνει μέσα κουβαλώντας ένα φανάρι για να τον φωτίζει, και το αφήνει εκεί κάθε βράδυ. Γιατί; Για να μην έλθουν τα φίδια να την κάνουν να πληρώσει για τις αμαρτίες της όταν πεθάνει.  
  Ξέρω κάποιο ανάλογο επεισόδιο που το αφηγούμαι στις «Εύθυμες κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες» (Ιεράπετρα 21ος αιώνας, 2013). Είναι η 59η ιστορία που έχει τίτλο «Η σιέστα». Την έχω και στην ιστοσελίδα μου από όπου μπορείτε επίσης να τη διαβάσετε όσοι έχετε την περιέργεια.
  Σε ένα άρθρο που βρήκα στο διαδίκτυο διάβασα για τα μακρά, κιαροσταμικά πλάνα του Παναχί. Και συνειδητοποίησα ότι οι περισσότεροι μεγάλοι σκηνοθέτες αρέσκονται στα μακρά πλάνα, που δίνουν ένα αργό, στοχαστικό βάδισμα στην ταινία. Ο δικός μας ο Αγγελόπουλος μου ήλθε πρώτος στο μυαλό, και αμέσως μετά ο Nuri Bilge Ceylan, που στις τρεις του Γενάρη θα δείτε εσείς και εγώ στη δημοσιογραφική προβολή στις 27 του Δεκέμβρη την καινούρια του ταινία που έχει τίτλο «The wild pear tree». Η αγριοαχλαδιά, αν δεν της αλλάξουν τίτλο, ή ο κουτσάχλαδος, όπως θα τη λέγαμε στα κρητικά.
  Μου άρεσαν τα πολλά γκρο πλαν στην ταινία, που σε προηγούμενη ανάρτησή μου για την ταινία του Μιτζογκούτσι «The story of the last chrysanthemum» έχω γράψει ότι είναι τα αγαπημένα μου. Ναι, τα μακρά πλάνα δεν εμποδίζουν τον Παναχί να παίρνει τους ήρωές του, δηλαδή τον εαυτό του και την Jafari, σε γκρο πλαν. Τελικά γκρο πλαν και μακρά πλάνα δεν αλληλοαποκλείονται.
  Δεν θα σας πω το τέλος, θα σας πω μόνο ότι έχει happy end.
  Η ταινία όπως διαβάζω στο IMDb είναι να προβληθεί σε ένα σωρό χώρες, όμως η Ελλάδα δεν είναι μέσα. Ελπίζω κάποια εταιρεία διανομής να αποφασίσει τελικά να τη φέρει και εδώ. Όχι μόνο Φαρχάντι, και ο Παναχί είναι εξαιρετικός.
  Παραλίγο να το ξεχάσω, η ταινία έχει τιμηθεί με το βραβείο σεναρίου στις Κάννες.

Thursday, December 20, 2018

Kenji Mizoguch 16. 1946 Utamaro and His Five Women


Kenji Mizoguch 16. 1946 Utamaro and His Five Women a.k.a. Five Women Around Utamaro (歌麿をめぐる五人の女 Utamaro o meguru gonin no onna)


  Ο Ουταμάρο είναι ζωγράφος και χαράκτης. Ζωγραφίζει πόρνες οι οποίες τον ερωτεύονται, όμως αυτός, όπως λέει μια τους, είναι ερωτευμένος με τις γυναίκες.
  Ο Koide, σαμουράι ζωγράφος, εξοργίζεται όταν διαβάζει σε μια ξυλογραφία του ότι η ζωγραφική του είναι ανώτερη από την επίσημη ζωγραφική. Πάει να του ζητήσει το λόγο, και καταλήγει να γίνει μαθητής του αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά του. Και βέβαια παρατάει την αρραβωνιαστικιά του ξέροντας ότι, παρά την απελπισία της, δεν θα ανεχθεί να εγκαταλείψει το υψηλό στάτους του ζωγράφου-σαμουράι για να ακολουθήσει την τέχνη ενός ταπεινού ξυλογλύπτη.
  Ένας φίλος του Ουταμάρο, ο Shozaburo, είναι ερωτευμένος με μια καλλονή, της οποίας ο Ουταμάρο ζωγράφισε την πλάτη για να της κάνει μετά τη ζωγραφιά του τατουάζ ο τατουατζής. Παρατάει την Οκίτα (Kinuyo Tanaka), την αρραβωνιαστικιά του, και το σκάει μαζί της στην εξοχή. Αυτή τον ανακαλύπτει και τον φέρνει πίσω. Όταν όμως μαθαίνει ότι εξακολουθεί να βλέπεται μαζί της, εξοργισμένη τον μαχαιρώνει μπροστά στα μάτια της και μετά και την ίδια. Ξέρει ότι είναι καταδικασμένη, ότι θα την εκτελέσουν, ίσως με μαρτυρικό θάνατο, όμως νοιώθει, σαν ερωτευμένη, ότι έτσι έπρεπε να κάνει. Η προτελευταία σκηνή με τον αποχαιρετιστήριο λόγο στους φίλους της είναι μεγαλειώδης.
  Και η τελευταία σκηνή;
  Ο Ουταμάρο με την παρέα του κρυφοκοιτάζουν τις κυρίες της ακολουθίας ενός daimyo καθώς, κατά διαταγή το κυρίου τους, πέφτουν με τα εσώρουχα στο νερό σε μια λίμνη και πιάνουν ψάρια. Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά μιας απ’ αυτές, την παρακαλεί να γίνει μοντέλο του. Αυτή θα δεχθεί.  
  Ναι, υπάρχει κάμποσο γυμνό σ’ αυτή την ταινία, όχι όμως ολόγυμνο, αλλά έτσι κι αλλιώς εντυπωσιακό για ταινία εκείνης της εποχής.
  Ο Daimyo που μαθαίνει τι έγινε τον συλλαμβάνει και αφού τον κρατάει πέντε μέρες φυλακισμένο τον καταδικάζει 50 μέρες σε κατ’ οίκον περιορισμό, όμως με δεμένα τα χέρια. Όταν περνάνε οι 50 μέρες και οι φίλοι του τον καλούν να το γιορτάσουν (η τελευταία σκηνή), αυτός τους λέει να το γιορτάσουν μόνοι τους, ο ίδιος ανυπομονεί να ζωγραφίσει.
  Ας το γράψω επί τέλους και αυτό.
  Στις γιαπωνέζικες ταινίες το σακί τρέχει όπως σε μας στην Κρήτη η ρακέ. 
  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους. (μην πατήσετε για υπότιτλους γιατί βγαίνουν οι αυτόματοι γιαπωνέζικοι).  
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Victory song».
  

Wednesday, December 19, 2018

Kenji Mizoguchi et.al. 15. 1945 Victory Song (Hisshoka)


Kenji Mizoguchi et.al. 15. 1945 Victory Song (Hisshoka)


  Διαβάζω στο IMDb, όπου μπορείτε να δείτε τα ονόματα και των τριών άλλων σκηνοθετών, ότι ο Μιτζογκούτσι σκηνοθέτησε μόνο την αρχή της ταινίας (αν και στα γράμματα της αρχής βλέπω και άλλα τρία ονόματα). Προπαγανδιστική ταινία και αυτή για να αναπτερώσει το φρόνημα των γιαπωνέζων που όμως σώθηκε, σε αντίθεση με το «Song of the camp» που χάθηκε – ή μήπως εγώ δεν το βρήκα;
  Με πρεμιέρα στις 22 Φεβρουαρίου 1945, φαίνεται ότι δεν είχε αρχίσει ακόμη η αντίστροφη μέτρηση για την Ιαπωνία.
  Να πω προκαταβολικά ότι μου άρεσε πολύ η ταινία. Δεν είχε το μιλιταριστικό ύφος παρά ελάχιστα, και επικεντρωνόταν περισσότερο στους πολίτες, στα μετόπισθεν.
  Στο αρχικό πλάνο μαθαίνουμε ότι η αυτοκρατορία της Ιαπωνίας ιδρύθηκε το 660 π.Χ. (και για όσους δεν αρέσει το π.Χ., πριν από τη χρονολογία μας). Στη συνέχεια ακούμε μια προσευχή-υπόσχεση στους ουράνιους θεούς, ότι θα ανταποκριθούν… ότι θα… ότι θα… Μετά πηδάμε στον 2601ο χρόνο της αυτοκρατορίας, που είναι το 1941. Ακούμε πάλι μια ανάλογη προσευχή-υπόσχεση, ενώ βλέπουμε σκηνές ντοκιμαντερίστικες με πεζικάριους, ιππικό, πλοία, αεροπλάνα, τανκς, και στο τέλος μια μάχη.
  Η μάχη καταλαγιάζει και οι στρατιώτες σκέφτονται την πατρίδα τους ενώ ακούμε ένα σχετικό τραγούδι. Ο επικεφαλής αξιωματικός τους λέει να κλείσουν τα μάτια και να ταξιδέψουν μέχρι την πατρίδα. Αυτό κάνουν και εμείς μεταφερόμαστε στα μετόπισθεν, βλέποντας σκηνές από τη ζωή των πολιτών.
  Στο πρώτο επεισόδιο δείχνεται η υπερπροσπάθεια των πολιτών να προσφέρουν για τον πόλεμο. Ολόκληρο τσούρμο τρέχουν με τα φτυάρια να καθαρίσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές από το χιόνι όπου έχει μπλοκαριστεί ένα τραίνο.
  Ένας επίστρατος συναντάει πιτσιρικάκια που τραγουδάνε. Θα αρχίσει να τραγουδάει και αυτός: θα ρίξουμε τον Νίμιτς και τον Μακ Άρθουρ στην κόλαση. Η τραγική ειρωνεία είναι βέβαια ότι ο Μακ Άρθουρ θα συναντιόταν λίγους μήνες αργότερα με τους στρατιωτικούς αρχηγούς τους, όταν η Ιαπωνία είχε παραδοθεί άνευ όρων μετά τις ατομικές βόμβες. Και τους απείλησε να μην κατηγορήσουν τον αυτοκράτορα. Αν καθόταν στο σκαμνί ο αυτοκράτορας, όλος ο γιαπωνέζικος λαός θα ξεσηκωνόταν.
  Στη συνέχεια βλέπουμε πάλι εργαζόμενους, στα εργοστάσια κυρίως. Μετά ένα τσούρμο παιδιά να παίζουν με αεροπλανάκια. Ένα παιδί έχει δηλώσει κρυφά από τον πατέρα του ότι θέλει να πάει στη σχολή πιλότων. Ο πατέρας του είναι εξοργισμένος που του το έκρυψε, όμως είναι περήφανος για την πράξη του. Θα γίνει κι αυτός καμικάζι.
  Γιατί του το έκρυψε;
  Επειδή είναι μοναχοπαίδι και φοβόταν ότι θα στενοχωριόταν πολύ.  
  Το επόμενο επεισόδιο είναι ιδιαίτερα συγκινητικό.
  Ο προξενητής έρχεται στην οικογένεια της νύφης για να ανακοινώσει ότι ο υποψήφιος γαμπρός ζητάει να ακυρωθεί το συνοικέσιο παρόλο που η νύφη του άρεσε πολύ. Ο λόγος; Του ήλθε η πρόσκληση να καταταγεί. Η κοπέλα όμως (η Kinuyo Tanaka) επιμένει να γίνει ο γάμος. Μα αν σκοτωθεί; Ή χειρότερα, αν μείνει ανάπηρος, το ξέρει ότι θα τον νταντεύει μια ζωή; Ναι, το ξέρει, όμως έτσι πρέπει, αφού πάει να αγωνιστεί για την πατρίδα.  
  Στη συνέχεια βλέπουμε στρατιώτες σε ένα τραίνο. Ένας στρατιώτης, εξουθενωμένος, γέρνει πάνω στον ώμο του αξιωματικού που κάθεται δίπλα του. Δεν έχει πρόβλημα λέει αυτός στον στρατιώτη που πάει να τον ξυπνήσει. Όταν φτάνουν στη στάση που πρέπει να κατεβεί του δίνει προσεκτικά τη θέση του, για να μην τον ξυπνήσουν.
  Στο επόμενο επεισόδιο βλέπουμε σκηνές από τον κόσμο που τρέχει να κρυφτεί στα καταφύγια καθώς οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν, και με εμπρηστικές βόμβες, ακούμε. Έχουν κάτι σαν τσουλήθρες στις πολυκατοικίες για να κατεβαίνουν γρήγορα. Μια γυναίκα προσπαθεί να παρηγορήσει το μωρό της που κλαίει.
  Μετά βλέπουμε πάλι παιδιά που ακούνε την κατήχηση του δασκάλου και ζητωκραυγάζουν. Στη συνέχεια ένας λαϊκός χορός συνοδευόμενος με τραγούδι, και μετά ένας κλασικός χορός μόνο με μουσική. Τα μανίκια στα φορέματα των κοριτσιών σ’ αυτό το χορό ήταν διπλάσια σε μήκος από τα χέρια τους, όπως και στην Όπερα του Πεκίνου, για να γίνεται πιο χαριτωμένη η όρχησή τους. Και ξανά ο λαϊκός χορός.
  Στη συνέχεια έχουμε τον αδελφό που έχει γυρίσει με άδεια από το μέτωπο να διαβάζει το ημερολόγιο του πατέρα του, για το πόσο ευτυχισμένος ήταν με τη γέννησή του, πράγμα που επιβεβαιώνει και η μητέρα του που είναι δίπλα. Στη συνέχεια η αδελφή του τού αφηγείται για τη βύθιση του Buenos Aires Maru, πλοίο του Ερυθρού Σταυρού με τραυματίες, όπως την άκουσε από μια επιζήσασα νοσοκόμα. Αποκλείεται να μην είδαν το σήμα του τα αεροπλάνα. Μάλιστα πολυβολούσαν αυτούς που είχαν μπει στις βάρκες να σωθούν.
  Κατόπιν βλέπουμε τους καμικάζι, και αμέσως μετά μια περίπου επιμνημόσυνη συγκέντρωση με στρατιωτικούς και συγγενείς των καμικάζι που σκοτώθηκαν. Τραγουδάνε ένα τραγούδι σαν αυτά που ξέρω από το καμπούκι, και καθώς το άκουγα έλεγα μέσα μου «κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει…». Και βρήκα τελικά: τα ριζίτικα. Τραγουδούσαν περίπου στο ίδιο στυλ.
  Και ξαναγυρίζουμε στα αρχικά πλάνα, καθώς οι στρατιώτες αφυπνίζονται από το νοερό ταξίδι στην πατρίδα από κάποιον αγγελιοφόρο, που τους λέει ότι πρέπει να είναι έτοιμοι για την επίθεση. Και ξανά σκηνές ντοκιμαντερίστικες όπως αυτές της αρχής, με αεροπλάνα και στρατιώτες.
  Ναι, μου άρεσε πολύ αυτή η ταινία. Εξάλλου δεν γυρίζονται τέτοιου είδους ταινίες κάθε μέρα.
  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία του «The famous sward Bijomaru».   

Tuesday, December 18, 2018

Alfonso Cuarón, Y tu mama Tambien (Θέλω και τη μαμά σου, 2001)


Alfonso Cuarón, Y tu mama Tambien (Θέλω και τη μαμά σου, 2001)


  Adventure, comedy, drama χαρακτηρίζει την ταινία το IMDb, ενώ η βικιπαίδεια μόνο δράμα. Μαζεύω ό,τι κωμωδία βρω, είναι το αγαπημένο μου είδος, δηλαδή μάζευα γιατί τώρα πια συνειδητοποίησα ότι δεν έχει νόημα, θέλω τρεις ζωές για να δω τις ταινίες που έχω μαζέψει. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η «Y tu mama Tambien». Βέβαια πότε να τη δω όταν υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, αλλά μου δημιουργήθηκε ένα κίνητρο να τη δω τώρα με την ευκαιρία της προβολής της ταινίας του Κουαρόν «Roma». Και δεν είναι καθόλου κωμωδία, ούτε περιπέτεια, απλώς road movie, και οπωσδήποτε δράμα.
  Αν και νέος ο Κουαρόν τότε, έβλεπε με αρκετή απαισιοδοξία τις ανθρώπινες σχέσεις, σε αντίθεση με τον κοντά εξηντάρη Κουαρόν του «Ρόμα». Το «Ρόμα» ξεχειλίζει από αισιοδοξία, ένας ύμνος στην ανθρώπινη καλοσύνη και ανθρωπιά, ενώ το «Θέλω και τη μαμά σου» είναι γεμάτο απαισιοδοξία.
  Οι δυο νεαροί είναι λίγο πολύ τυπικοί εκπρόσωποι της ηλικίας τους, και δεν νομίζω μόνο της γενιάς τους. Ναρκωτικά και σεξ είναι αυτά που τους απασχολούν, και κάπου στο βάθος σκέφτονται και τις σπουδές τους. Οι φιλενάδες τους φεύγουν μετά από θερμούς αποχαιρετισμούς για ταξίδι στην Ιταλία. Όμως η γνωριμία τους με μια τριαντάρα Ισπανίδα θα δώσει ένα νέο περιεχόμενο στη ζωή τους. Της προτείνουν να έλθει μαζί τους σε μια ανύπαρκτη παραλία. Αυτή βέβαια δεν το έχει καθόλου σκοπό, όταν όμως ο βλάκας ο φίλος της, τύφλα στο μεθύσι, της λέγει στο τηλέφωνο ότι πήγε με άλλη κοπέλα, κάτι που κάνει κατά καιρούς, η Ισπανίδα ξεσπάει στο κλάμα, έχοντας ήδη πάρει τη μεγάλη απόφαση να τον παρατήσει. Παίρνει τηλέφωνο τον ένα νεαρό και τον ρωτάει αν ισχύει ακόμη η πρόσκληση. Άκου λέει!!! Την παίρνουν και πάνε σε μια άγνωστη παραλία ακολουθώντας τις ασαφείς οδηγίες ενός φίλου. Το ότι θα την πηδήξουν το περιμένουμε όλοι, η κοπέλα, αυτοί και εμείς οι θεατές. Όμως τη μ@λ@κ#α που έκαναν και οι δυο τους, να πουν ότι πήδηξαν ο ένας την κοπέλα του άλλου, ε, όχι, ήταν πολύ χοντρό, εγώ τουλάχιστον δεν το περίμενα. Όχι το ότι την πήδηξαν, αλλά το ότι ήταν τόσο αφελείς ώστε να το ομολογήσουν, πρώτα ο ένας και μετά από μια δυο μέρες και ο άλλος. Τσακώνονται άγρια. Η Ισπανίδα τους εγκαταλείπει, είδαν κι έπαθαν να τη μεταπείσουν.
  Συνεχίζουν τις διακοπές τους σε μια παραλία στην οποία ξεπέφτουν τυχαία. Έχοντας ξεπεράσει τα ταμπού θα ομολογήσουν ότι δεν πήγαν μόνο μια φορά με την κοπέλα του φίλου τους αλλά πολλές. Γελάνε και οι δυο με τις εκατέρωθεν εξομολογήσεις, ενώ για τη μια φορά κόντεψαν να σκοτωθούν.
  Η απαισιοδοξία του Κουαρόν φαίνεται κυρίως στο κλείσιμο της ταινίας όπου μας λέγει τι έγιναν οι ήρωές του. Και αυτά που τους συνέβησαν ίσως ήταν κατά το εικός, όχι όμως και κατά το αναγκαίο.  Δεν βλέπω άλλο λόγο να το κάνει αυτό παρά μόνο για να εκφράσει την απαισιοδοξία του. Με τις κοπέλες τους χώρισαν αμέσως μόλις αυτές επέστρεψαν από την Ιταλία, βρήκαν όμως άλλες μετά από λίγο. Και οι σχέσεις τους αραίωσαν. Μια τελευταία συνάντηση με το γνωστό αποχαιρετιστήριο «τα λέμε» και ο Κουαρόν μας λέει ότι δεν θα τα ξαναπούν, ότι δεν θα ξανασυναντηθούν.
  Όμως αυτό που δεν ήταν καθόλου αναγκαίο ήταν να πεθάνει την κοπέλα από καρκίνο, μέσα σ’ ένα μήνα μετά απ’ αυτή την περιπέτεια.
  Μας λέει για παράδειγμα ο Κορνάρος τι έγινε αφού παντρεύτηκαν ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα; Τόλμησα να κάνω την υπόθεση σε μια βιβλιοκριτική για το βιβλίο κάποιου συμπατριώτη μου: μετά από κάμποσο καιρό ο Ερωτόκριτος άρχισε να ξενοπηδάει, αρχίζοντας με τις κυρίες της αυλής, και η Αρετούσα η καημένη δεν άντεξε κι αυτή, βρήκε τον εραστή της. Κάτι ανάλογο έγινε και σε μια βασιλική οικογένεια, φαντάζομαι ξέρετε ποια εννοώ.
  Αυτό έγινε πριν δεκαετίες. Ο συγγραφέας έγραψε μια οργισμένη επιστολή στο Γιώργο τον Βαρβέρη, τον εκδότη των Κρητικών Επικαίρων, εξαπολύοντας μύδρους για τον «λίβελό» μου. Νόμιζε ότι αναφερόμουν στο βιβλίο του. Μέχρι εκεί πήγαινε το μυαλό του.
  Σε αντιδιαστολή θα αναφέρω τρεις άλλες ταινίες. Στο «Lommbock» (2017), sequel του «Lammbock» (2001), παρά το ότι οι δυο φίλοι είχαν χρόνια να βρεθούν, ο ένας στη Γερμανία και ο άλλος σε κάποια αραβική χώρα, η αγάπη τους δεν έπαψε να υπάρχει, και τους βλέπουμε πάλι μαζί σε κωμικές περιπέτειες. Στο «Tag», ταινία βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, οι φίλοι, ώριμοι άνδρες πια, μαζεύονται κάθε χρόνο και παίζουν το παιχνίδι που έπαιζαν από έφηβοι.
  Είναι που είναι σκ@τ@ η ζωή, ας την ομορφύνουμε στις μυθοπλασίες, να πάρουμε λίγο κουράγιο, όπως με το «Roma», που μες στη δυστυχία αποπνέει τον αέρα της αισιοδοξίας.