Αντώνης και Αλέξανδρος Δεσύλλας, Το κίτρινο λουλούδι, Αθήνα 2011, ΑΛΔΕ (σειρά metroαναγνώσματα), σελ. 47.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Αναμνήσεις ερώτων είναι τα διηγήματα της συλλογής αυτής, ερώτων ανολοκλήρωτων, ερώτων που κάποια στιγμή γνώρισαν ένα τέλος, αλλά και ερώτων που διατηρήθηκαν παρά την παροδική κρίση που πέρασαν
Συγκινητικό! Πατέρας και γιος στον ίδιο τόμο με συγγενικές ιστορίες. Ο πατέρας, καταξιωμένος λογοτέχνης, ο γιος, αποφασισμένος πια να εγκαταλείψει την ανωνυμία, μια ανωνυμία που δεν ταιριάζει καθόλου στο ταλέντο του. Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά μπροστά στο γνωστό «το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει».
(Δεν μπορώ, θα το παραθέσω, είχα γράψει αυτή την βιβλιοκριτική, και ξανάγραψα τη ρήση «το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει» στο facebook στη φίλη μου την Έρη, την κόρη του Γιάννη Ρίτσου, που μου ευχήθηκε έμμετρα για το νέο έτος. Και τι μου απάντησε η αφιλότιμη, και ξεράθηκα στα γέλια: «Το μήλο πέφτει απ’ τη μηλιά κι από απιδιά τ’ απίδι/ και του μεγάλου ποιητή δεν φτάνω του στ’ αρχ....»).
Οι ιστορίες είναι νοσταλγικές αναμνήσεις, οι περισσότερες μιας πρώτης αγάπης. Η αφήγηση εστιάζει στο πρώτο κτυποκάρδι, στην αγωνία για την ανταπόκριση, στη λαχτάρα του πρώτου φιλιού και στο θριαμβευτικό αίσθημα όταν επί τέλους δόθηκε• τότε που υπήρχε συστολή, που η κοπέλα έπρεπε να κρατάει προσχήματα, που οι δυο ερωτευμένοι δεν κατέληγαν στα γρήγορα στο κρεβάτι.
Μια μόνο από τις ιστορίες αυτές έχει αίσιο τέλος. Ο χωρισμός καραδοκεί για διάφορους λόγους. Οι αντιρρήσεις των γονιών για παράδειγμα είναι ο λόγος του χωρισμού στο πρώτο διήγημα που φέρει τον τίτλο: «Σ΄ αγάπησα… ευτυχώς το θυμάμαι!»
«Μην ξαναπλησιάσεις την Όλγα. Θα μας αναγκάσεις να καλέσουμε την αστυνομία και τους δικούς σου. Είναι πολύ μικρή για έρωτες και για να γυρνάει μαζί σου. Μην της κόβεις την τύχη».
Θα την ξανασυναντήσει τυχαία μετά από χρόνια. Η «τύχη» της ήταν να χωρίσει με την «τύχη της», και να μείνει μόνη με δυο παιδιά. Ο Βασίλης, στην συνάντηση αυτή, ήταν με την κοπέλα του. Και το διήγημα τελειώνει:
«Η Όλγα για τον Βασίλη ήταν και θα είναι πάντα η αγάπη του, ο καταλύτης στη ζωή του, η μικρή πανέμορφη κούκλα που φίλησε στο μάγουλο εκείνη την Πέμπτη στο θέατρο που, αν και του έβαλε τις φωνές, ευχαριστήθηκε και εκείνη το ίδιο, όσο και αυτός. Γιατί στις αναπολήσεις που συχνά έρχονταν στο νου του για το συγκεκριμένο φιλί πάντα κατέληγε στο ότι της άρεσε πολύ…» (σελ. 17).
Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θυμάμαι ένα ευφυολόγημα που διάβασα παλιά: Ο άντρας δεν ξεχνάει ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα-την τελευταία.
Στο επόμενο διήγημα «Ξανά διακοπές» τα πράγματα πηγαίνουν αντίστροφα. Το ζευγάρι έχει χωρίσει. Η Λώρα έχει παρατήσει τον Μιχάλη. Εκείνος, μέσα στην απελπισία του χωρισμού, σκέφτεται και σκέφτεται… Προσπαθεί να βρει μια διέξοδο, να βγει από το σκοτεινό τούνελ στο οποίο έχει χωθεί. Σχεδιάζει να μπαρκάρει, να γράψει ποιήματα σαν τον Καββαδία…
Κάποια μέρα παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Κάνει ένα τηλεφώνημα υψίστης σημασίας. Σε εφέ απροσδόκητου μαθαίνουμε ποιον πήρε. «-Λώρα εσύ; Θα περάσω να ξανασυζητήσουμε για την υπόθεσή μας, τι θα ’λεγες σε μια ώρα; Είναι καλά;-Καλά είναι! Σε μια ώρα σε περιμένω στο café Dolce στη γειτονιά μου» (σελ. 24).
Ο Ρολάν Μπαρτ χώριζε τη λογοτεχνία σε lisible και scriptible. Lisible είναι αυτή που απλά διαβάζεται, είναι η εύκολη λογοτεχνία. Scriptible είναι αυτή που συμπληρώνεται από τον αναγνώστη, που τον κάνει να σκέφτεται, είναι η καλή λογοτεχνία. Εδώ έχουμε το παράδειγμα ενός λογοτεχνικού κειμένου scriptible. Αυτό που «γράφει» ο αναγνώστης στο μυαλό του είναι το μέρος της Λώρας. Και εκείνης θα της στοίχησε πολύ ο χωρισμός, παρόλο που έγινε με δική της πρωτοβουλία, και εκείνη θα είχε βυθισθεί στην απελπισία, βιώνοντας την οδύνη της μοναξιάς. Το τηλεφώνημα του Μιχάλη έδωσε τη δυνατότητα να τεθεί τέλος στο μαρτύριο και των δυο.
Πολλά ζευγάρια χωρίζουν, τα ξαναφτιάχνουν και ξαναχωρίζουν. Όχι ο Μιχάλης και η Λώρα. Στο δεύτερο μέρος του διηγήματος που φέρει τον τίτλο «κρίση» τους βλέπουμε ευτυχισμένους με τον Βασίλη, το γιο τους. Το διήγημα εστιάζει στον Μιχάλη. Είναι πνιγμένος από τις οικονομικές έγνοιες που του έχει δημιουργήσει η κρίση. Όμως υπάρχει το αντίδοτο στις στενοχώριες αυτές. «Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να αφεθεί στην οικογενειακή γαλήνη, στη γαλήνη των στιγμών, να κοιτάζει με θαυμασμό τη γυναίκα του, να ακούει τις χαρούμενες φωνές των παιδιών και να διατηρεί την ελπίδα για το μέλλον αμείωτη» (σελ. 26).
Το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή μου θύμισε την μαντινάδα-μότο στα «Δίφορα», την εξαίσια ποιητική συλλογή σε παραδοσιακό στίχο του Κωστή Φραγκούλη (Ανταίου): «Αγάπη που ’ρθει πάρωρα σαν μήλο δίφορό ναι, απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε». Σε ένα φιλί που δεν τόλμησαν να δώσουν οι δυο φίλοι εστιάζεται το διήγημα αυτό. Η συστολή της εποχής; Με συμπεριληπτική αφήγηση (iterative), με ρήματα στον παρατατικό, ο αφηγητής μας μιλάει για τις συναντήσεις τους που ήταν πάνω κάτω πανομοιότυπες, για να καταλήξει στην τελευταία συνάντησή τους (singulative), πριν αναχωρήσει για τη στρατιωτική του θητεία.
Για την ακρίβεια ήταν η προτελευταία. Στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων η σκέψη της τον στοιχειώνει. Στην πρώτη του άδεια θα θελήσει να την δει. Και τότε θα δώσουν το πιο φλογερό φιλί της ζωής τους. Όμως;
«Δεν την ξαναείδε από τότε». Δεν άντεξε να τον περιμένει στην επόμενη άδεια του για να ανταλλάξουν πάλι ένα φλογερό φιλί. Στην γωνιά καραδοκούσε ο επόμενος. Μια θλιβερή ιστορία, που συμβαίνει τόσο συχνά με τους φαντάρους.
Δεν τα γράφει αυτά το διήγημα, τα γράφω εγώ. Είναι και αυτό ένα διήγημα scriptible.
Η αφήγηση στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Τα κορίτσια του Μινιόν» γίνεται με συμπεριλήψεις που κινούνται σε δυο επίπεδα. Ο συνταξιούχος ήρωας, στους καθημερινούς του περίπατους, φέρνει στη σκέψη του περιπάτους αλλοτινής εποχής, τότε που ήταν νέος, καθώς και τα όμορφα κορίτσια που συναντούσε στους περιπάτους αυτούς, όμορφα κορίτσια όπως τα κορίτσια του Μινιόν. «Πίστευε από νέος ότι οι πιο όμορφες γυναίκες δεν είναι εκείνες που στολίζουν τα εξώφυλλα των περιοδικών, δεν είναι αυτές που αστραφτερά προβάλλονται από το star system, αλλά είναι οι γυναίκες που ζουν, κυκλοφορούν, εργάζονται ανάμεσά μας… Τα κορίτσια του Μινιόν… εκείνα είναι τα ομορφότερα κορίτσια» (σελ. 42).
«Σκέψεις» και «στιγμές» τιτλοφορούνται τα δυο μέρη του διηγήματος. Τη λέξη «Σκέψεις» τη συναντούμε έξι φορές σε μια μόνο σελίδα. Σκέψεις με τη σημασία της αναπόλησης, της ανάμνησης, λέξεις που απαντώνται επίσης στο κείμενο, όπως και η λέξη «νοσταλγία». «Εγώ αγάπησα τις στιγμές εκείνες, όχι τις συγκεκριμένες γυναικείες υπάρξεις», μας λέει στις «Στιγμές» ο Δεσύλλας, για να μας φέρει στο νου τη ρήση της Μάρως Βαμβουνάκη ότι «ερωτευόμαστε τον έρωτα».
«Σκέφτομαι άρα υπάρχω», λέει ο Ντεκάρτ. Σκεφτόμαστε, άρα υπήρξαμε, μας λένε τα διηγήματα αυτά. Αλλοίμονο, θα ήμασταν μια μικρή κουκίδα στο παρόν αν καταργούσαμε τις αναμνήσεις του παρελθόντος μας. Η ηλικία μας είναι οι αναμνήσεις μας, και όχι το υπόλοιπο από την αφαίρεση της χρονολογίας γέννησης από την σημερινή χρονολογία.
Το διήγημα το υπογράφει ο Α. Δεσύλλας. Όμως ποιος Δεσύλλας; Και οι δυο υπογράφουν Α. Δεσύλλας. Τώρα ποιος είναι ο Αντώνης, ποιος ο Αλέξανδρος; Ίσως να μην έχει σημασία. Όλα τα διηγήματα είναι ΑΑ.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment