Κώστα Ταχτσή, Το τρίτο στεφάνι, Γαβριηλίδης (Βήμα) 2011, σελ. 392
Το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή δείχνει καθαρά τη σημασία του μάρκετιν στην αγορά, ακόμη και των πνευματικών προϊόντων. Εκδομένο το 1962 με δικά του έξοδα αφού του το απέρριψαν τρεις εκδοτικοί οίκοι, πέρασε απαρατήρητο. Το 1970 το εντόπισαν οι εκδόσεις Ερμής και το εξέδωσαν και γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία. Σήμερα θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Τις ζωές δυο οικογενειών παρακολουθούμε στο μυθιστόρημα, που ξεκινάνε από το μεσοπόλεμο και τελειώνουν λίγο μετά τον εμφύλιο. Την ιστορία της μιας οικογένειας την αφηγείται η Νίνα, που είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, και της άλλης η κυρία Εκάβη, εγκιβωτισμένη μέσα στην αφήγηση της Νίνας.
Δεν υπάρχει ένα μείζον σασπένς, απλά διαβάζουμε μικροεπεισόδια από τη ζωή αυτών των οικογενειών. Δυο πρεζάκηδες που θα καταλήξουν αποτελούν δυο από τα κεντρικά πρόσωπα, και οι τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στη Νίνα και την κόρη της, και στην κυρία Εκάβη και στο γιο της, θα τροφοδοτήσουν αρκετά επεισόδια της πλοκής.
Υπάρχουν και δυο ομοφυλοφιλικές σχέσεις:
«Τον είχαν πιάσει με συμμαθητές του στο αποχωρητήριο» (σελ. 62), η μια.
Αυτή τσακώνει τον φίλο της με ένα φίλο του. Φυσικά τον παρατάει.
Έτσι καθυστέρησε και μένα η γνωριμία με μια φίλη της γυναίκας μου, που δεν είχε γίνει ακόμη γυναίκα μου. Μόλις είχα γυρίσει από την Κάσο όπου είχα τοποθετηθεί πρωτοδιόριστος, έμενα στη Νέα Σμύρνη. Είχαμε κλείσει ραντεβού να βρεθούμε, δυο ζευγάρια.
Το ραντεβού ακυρώθηκε.
Γιατί;
Διότι η φίλη ήταν αναστατωμένη.
Και γιατί;
Διότι είχε τσακώσει τον φίλο της με ένα φίλο του πάνω στο κρεβάτι, σε άσεμνες περιπτύξεις.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν βέβαια τα επεισόδια που διαδραματίζονται την κατοχή, καθώς είναι «σπουδαία», όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Η πείνα, η μαύρη αγορά, ο φόβος του κατακτητή, κυριαρχούν σ’ αυτά.
Είναι εκπληκτικό το πώς ο Ταχτσής μπόρεσε να αποδώσει το λόγο δυο γυναικών μικρομεσαίας τάξης που είναι χωρίς ιδιαίτερη καλλιέργεια. Αυτό ίσως είναι και η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου.
Ο Ταχτσής είχε πρόβλημα που ήταν «ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος».
Ήταν έξυπνο να μην ξαναγράψει άλλο.
Ο Σάλινγκερ έγραψε, η Μαίρη Σέλεϊ έγραψε, ο Χουάν Ρούλφο έγραψε, αλλά κανένα δεν ξεπέρασε τα πρώτα τους, τον «Φύλακα στη σίκαλη», τον «Φρανκενστάιν» και τον «Πέδρο Πάραμο».
Και τώρα ένα σχόλιο πάνω στον «βιογραφισμό», το να φωτίζεις δηλαδή το έργο με τη βιογραφία του συγγραφέα, πράγμα που ο στρουκτουραλισμός απορρίπτει αναφανδόν. Τελικά, ο Ταχτσής ήταν αντικομουνιστής; Ο αντικομουνισμός της Νίνας είναι και δικός του ή απλά τον βάζει για να χαρακτηρίσει την ηρωίδα του;
Βαριέμαι να το ψάξω, μπορεί να ειπωθεί στη Λέσχη Ανάγνωσης που θα συζητήσουμε το βιβλίο, η Έρη σίγουρα θα ξέρει.
Πάντως το ζήτημα είναι γενικότερο, δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις αν ο συγγραφέας συμμερίζεται τις απόψεις του ήρωά του ή απλά τις βάζει για να τον χαρακτηρίσει.
Το «Τρίτο στεφάνι» το πρωτοδιάβασα το 1987. Είχα περάσει τότε μια φοβερή λοίμωξη. Ένας φίλος, από το χρώμα του προσώπου μου, νόμιζε ότι θα πέθαινα, όπως μου είπε μετά (έχω γράψει αλλού την ιστορία). Είχε γίνει η διάγνωση, στρεπτόκοκκος, έκανα θεραπεία, αλλά;
Το πρωί δεν είχα πυρετό. Το βράδυ, ενώ διάβαζα το «Τρίτο στεφάνι», είπα να θερμομετρηθώ.
37,5.
«Δεν θα τα καταφέρω», σκέφτηκα με απελπισία.
Και παράτησα το διάβασμα.
Όμως ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.
«Ήθελα να ’ξερα σε ποιον διάβολο έμοιασε. Σε μένα δεν έμοιασε, στη γιαγιά της δεν έμοιασε, στον παππού της καθόλου, στον πατέρα της ακόμη λιγότερο» (σελ. 10).
Ήμουνα φοιτητής, καθόμασταν στο καφενείο του Μουδατσογιάννη. Σπάγαμε πλάκα με τον μέθυσο του χωριού. Και ξαφνικά πετάχτηκε ο πατέρας του που καθόταν σε μιαν άκρη. -Ήθελα να ’ξερα τίνος διαόλου έμοιασες. Ο πατέρας σου δεν πίνει…
Ξεσπάσαμε όλοι σε τρανταχτά γέλια.
Ήταν κι αυτός μέθυσος, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό.
«Υπάρχουν θρήσκοι άνθρωποι που κατεβάζουν Χριστούς και Παναγίες με τη μεγαλύτερη αφέλεια του κόσμου, κι άλλοι που είναι άθεοι, δε βλαστημάνε ποτέ τους, όπως ήταν ο καημένος ο μπαμπάς» (σελ. 24-25).
Όταν 14 χρονών έπαψα να πιστεύω, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να πάψω να βλαστημώ. Μετά από κάποιους μήνες, ίσως κανένα δυο χρόνια, το ξεπέρασα.
Και τώρα τι πιστεύω;
Αν σας πιάνει περιέργεια να μάθετε, διαβάσετε το μυθιστόρημά μου «Το μυστικό των εξωγήινων».
Α, ναι, τότε έγινα και κομουνιστής. Όχι γιατί οι κομουνιστές αγωνίζονταν για μια πιο δίκαιη κοινωνία, για την ανατροπή του καπιταλισμού, κ.λπ. κ.λπ. αλλά γιατί ήταν άθεοι. Για να είναι άθεοι, λέω, πάει να πει ότι είναι ξύπνιοι.
«…η μανία που είχαμε να μπαίνουμε σε ξένα κτήματα και να κλέβουμε φρούτα» (σελ. 50).
Όπως λέγανε «Παμ’ πλατεία;» εμείς λέγαμε «Πάμε στην κλεψά;».
Φυσικά δεν κρατάγαμε τσάντες μαζί μας, απλά τρώγαμε όσο μας έκανε όρεξη. Δεν θα ξεχάσω τα γλυκοπορτάκαλα σε ένα περβόλι.
«Έχω γιο κι έχω χαρά
Που θα γίνω πεθερά…» (σελ. 143).
Επί τέλους, μαθαίνω και τη συνέχεια:
Το έλεγε η μάνα μου, και σε μένα και στις φιλενάδες της, αγανακτισμένη με τις αταξίες μου: «Είχα γιο κι είχα χαρά», αφήνοντας να εννοηθεί η συνέχεια «και κοιτάξτε τι διάβολος μου βγήκε».
Για τον ίδιο λόγο έλεγε επίσης: «Κι ας ήταξα η άμοιρη πως δε σ’ είχα ποτέ μου/ κι ένα κεράκι αφτούμενο εκράτου κι ήσβησέ μου».
Το βρήκα λίγα χρόνια αργότερα στον «Ερωτόκριτο».
«Είν’ αδύνατον να της εξηγήσω ότι όσο περισσότερο στεναχωρημένη είμαι, τόσο περισσότερο θέλω να τρώω» (σελ. 156).
Κι εγώ το ίδιο.
«-…ποτέ δεν την έχω ξαναδεί τόσο άσχημα στον ύπνο μου…
-Φάγατε πολλά ρεβίθια χτες το βράδυ» (σελ. 167).
Κι εγώ, όταν κοιμηθώ βράδυ με γεμάτο στομάχι, ξέρω ότι θα δω εφιάλτες.
Και ποια είναι η «αξία επιβίωσής» τους;
Να ξυπνήσεις, να συνέλθεις, μη σε πιάσει καμιά ανακοπή.
«Πιάσαμε κουβέντα για την ηλιθιότητα και τη στενοκεφαλιά των αντρών, και τα πονηρά μέσα στα οποία αναγκάζονται να καταφεύγουν οι γυναίκες για να τους ρίχνουν στάχτη στα μάτια» (σελ. 342).
Ποιο ήταν το πονηρό μέσο εδώ;
Η παρθενορραφή, για να τη βρει παρθένα ο άντρας της.
Δεν γίνεται να μην πω το ανέκδοτο.
«-Πόσο σας χρωστάω γιατρέ;
-50 ευρώ.
Μετά από ένα μήνα.
-Πόσο σας χρωστάω γιατρέ;
-50 ευρώ.
Μετά από 20 μέρες
-Πόσο σας χρωστάω γιατρέ;
-500 ευρώ.
-500 ευρώ; Μα την προηγούμενη φορά μου πήρατε μόνο 50.
-Ναι, αλλά αυτή τη φορά έβαλα φερμουάρ».
Θυμάμαι μια σκηνή από ένα ντοκιμαντέρ για τον Ταχτσή.
Σταματάει μπροστά σε ένα μπουρδέλο, και λέει κοιτώντας την κάμερα: -Να περάσουμε μέσα να δούμε αν έχει καμιά καλή;
Δεν είμαστε καλά!
Αφού ήξερα ότι ο Ταχτσής είναι ομοφυλόφιλος, και είχε τον ίδιο θάνατο που είχαν ο Παζολίνι, ο Σεργιανόπουλος και ο Κουμανταρέας.
Πάντως δεν είναι ο μόνος λόγος που θυμόμουνα τη σκηνή.
Τελειώνουμε με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που έπεσαν στην αντίληψή μας.
Πόσο ακριβά το πλήρωσα και το πληρώνω ακόμα (σελ. 51)
Ξεμυάλισε τον άντρα της η πρώτη της ξαδέλφη (σελ. 97)
Θύελλα μου μυρίζεται! έλεγα με το νου μου (σελ. 270)
Απ’ την καλή του την καρδιά και τον ανθρωπισμό του (σελ. 301)
«…είχε γίνει κομμουνιστής».
Έγραψα πιο πάνω πώς έγινα εγώ.
1 comment:
Ας γράψω σε σχόλιο το λόγο: ήταν που σ' αυτό το μπουρδέλο είχα πάει πολλές φορές.
Post a Comment