Σύλβια Πλαθ, Ο
Γυάλινος Κώδων (μετ. Γιάννα Νικολίτσα), Αίολος 1984, σελ. 254
Είχα ξεχάσει ότι το είχα διαβάσει. Ευτυχώς
πριν ξεκινήσω να το διαβάζω κοίταξα την τελευταία σελίδα όπου είδα την
ημερομηνία 26-4-2003 και την υπογραφή μου. Έτσι κάνω σε κάθε βιβλίο που διαβάζω,
γράφω την ημερομηνία που το τελειώνω και βάζω την υπογραφή μου. Ο σκληρός
δίσκος του εγκεφάλου κάνει από μόνος του delete. Κάποιοι συνειρμοί μπορεί να κάνουν undelete σε ορισμένα από τα σβησμένα αρχεία, όπως κάνουν
και κάποια προγράμματα στον υπολογιστή. Τελικά μόνο οι εξωτερικοί δίσκοι
σώζουν: το ημερολόγιο, οι καταγραμμένες αναμνήσεις και, στην περίπτωση των
βιβλίων που διάβασα, το blog
μου, όπου γράφω την κριτική μου παραθέτοντας και κάποια αποσπάσματα. Καθώς το
2003 δεν είχα blog δεν
έγραψα για το βιβλίο. Έκανα όμως κάτι άλλο, που κάνω για κάθε βιβλίο που
διαβάζω: υπογραμμίζω. Ακόμη και στα βιβλία που διαβάζω σε pdf βάζω note, ώστε να μπορώ να ανατρέξω κάποια στιγμή αν
χρειαστεί.
Στα 67 μου είναι πια πολυτέλεια για μένα να
ξαναδιαβάζω βιβλία, έτσι δεν πρόκειται να το ξαναδιαβάσω. Σκέφτηκα όμως να
παραθέσω κάποιες από τις υπογραμμίσεις μου, που δίνουν πιστεύω μια εικόνα της Σύλβιας
Πλαθ. Στο αυτί του βιβλίου, στην αρχή της δεύτερης παραγράφου, διαβάζω ότι «Θα
μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτοβιογραφική τη νουβέλα της Ο γυάλινος Κώδων».
«Έτσι γινόταν πάντα. Έβαζα στο μάτι έναν
άντρα που από μακριά φαινόταν τέλειος, μόλις όμως τον γνώριζα καλύτερα έβλεπα
αμέσως ότι δεν μου άρεσε καθόλου» (σελ. 85).
«Αν νευρωτική θα πει να θέλεις την ίδια
στιγμή δυο πράγματα που αλληλοαποκλείονται, τότε μάλιστα, είμαι νευρωτική. Και
θα πετάω συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτές τις αλληλοαποκλειόμενες καταστάσεις σ’ όλη
μου τη ζωή» (σελ. 95).
«Και είχα αποφασίσει να μη μείνω ποτέ στο ίδιο
σπίτι με τη μητέρα μου πάνω από μια βδομάδα» (σελ. 119).
«Το ποτισμένο στον ιδρώτα βαμβακερό ανάδινε
μια ξινή αλλά ευχάριστη μυρωδιά. Δεν είχα καν λουστεί εδώ και τρεις βδομάδες.
Δεν είχα κοιμηθεί εδώ και εφτά νύχτες» (σελ. 127).
«Στην Ιαπωνία καταλάβαιναν από πράγματα του
πνεύματος. Κι όταν κάτι πήγαινε άσχημα, έκαναν χαρακίρι» (σελ. 137). Στη
συνέχεια περιγράφει πώς γίνεται το χαρακίρι.
«(συζήτηση για μια φυλακή)… τις πρώτες μέρες
του χειμώνα μαζεύουμε όλους εκείνους τους γέρους ζητιάνους της Βοστώνης. Πετάνε
ένα τούβλο σ’ ένα παράθυρο, τους τσιμπάει η αστυνομία κι έτσι περνάνε χειμώνα
με θέρμανση, με τηλεόραση, άφθονο φαΐ και μπάσκετ το Σαββατοκύριακο» (σελ. 150).
«Υποπτευόμουν ότι η μητέρα μου είχε
τηλεφωνήσει στην Τζόντι και την είχε παρακαλέσει να μου ζητήσει να βγούμε, για
να μην κάθομαι όλη μέρα στο δωμάτιο με τα στόρια κλειστά» (σελ. 155).
Στη σελίδα 160 περιγράφει την προσπάθειά της να
αυτοκτονήσει με πνιγμό. «Βούτηξα πάλι, ξανά και ξανά και κάθε φορά πεταγόμουν προς
τα πάνω σαν φελλός. Ο γκρίζος βράχος με κορόιδευε επιπλέοντας ήσυχα ήσυχα πάνω
στο νερό, σαν σωσίβιο. Παραδέχτηκα ότι νικήθηκα. Γύρισα πίσω» (σελ. 161-162).
«Η μητέρα μου πίστευε ότι η καλύτερη θεραπεία
για να πάψεις να σκέφτεσαι συνέχεια τον εαυτό σου, ήταν να βοηθήσεις κάποιον
που βρισκόταν σε πολύ χειρότερη θέση, έτσι η Τερέζα τα κανόνισε να πάω εθελόντρια
στο δημοτικό νοσοκομείο» (σελ. 161).
«…όπου κι αν καθόμουν, είτε στο κατάστρωμα ενός
καραβιού είτε σ’ ένα υπαίθριο καφενείο στο Παρίσι ή στην Μπανγκόκ, θα ’μουν
πάντα καθισμένη κάτω από κείνο τον ίδιο γυάλινο κώδωνα και θ’ ασφυκτιούσα μέσα
στην ίδια την ξινή μου ανάσα» (σελ. 185).
«Έφερνα στο μυαλό μου το πρόσωπο της μητέρας
μου, χλομό παραπονιάρικο φεγγάρι, στην πρώτη και τελευταία της επίσκεψη στην
ψυχιατρική κλινική, τη μέρα που έκλεινα τα είκοσί μου χρόνια. Η κόρη της στο
ψυχιατρείο! Αυτό της είχα κάνει. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αποφασισμένη να με
συγχωρήσει» (σελ. 236).
Αυτά από την Σύλβια Πλαθ.
No comments:
Post a Comment