Alejandro Loayza Grisi, Utama, το σπίτι μας (Utama, 2022)
Από σήμερα στους κινηματογράφους
Κεντρικά πρόσωπα της ταινίας είναι δυο ηλικιωμένοι quechua (αυτόχθονες), που ζουν στα ορεινά της Βολιβίας. Δύσκολη η ζωή, έχει μήνες να βρέξει, στέρεψε το πηγάδι, λίγο το νερό του χωριού, πρέπει η γυναίκα να πηγαίνει στο ποτάμι με κουβάδες να κουβαλάει νερό. Μήπως να τη βοηθήσει ο άντρας της; Μα εγώ βλέπω τα λάμα, της λέει (τα λάμα είναι κάτι ανάμεσα σε πρόβατο και καμήλα).
Έχουν πρόβλημα και τα λάμα από την έλλειψη νερού.
Έρχεται ο εγγονός, τους λέει να έλθουν στην πόλη να μείνουν μαζί τους, είναι πολύ ηλικιωμένοι, θα είναι καλύτερα γι’ αυτούς.
Ακούει τον παππού να βήχει, υποψιάζεται.
Κάποια μέρα ο παππούς, ενώ βλέπει τα λάμα, πέφτει αναίσθητος. Τον βρίσκει τη νύχτα ο εγγονός, ψάχνοντας με τον φακό.
Είναι άρρωστος αλλά το κρύβει. Δεν θέλει να πάει στην πόλη, ξέρει ότι θα πεθάνει, και θέλει να πεθάνει στο σπίτι του.
Για μια ακόμη φορά θα μιλήσω για την πρόσληψη.
Με συγκίνησε πολύ η ταινία γιατί μου θύμισε τον πατέρα μου.
Έμενε μόνος στο χωριό, σε ένα σπίτι απόμακρο, μέσα στα περιβόλια. Η μητέρα μου είχε πεθάνει πριν χρόνια. Έπασχε από ΧΑΠ (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, για όσους δεν ξέρουν).
Αρρώσταινε κατά καιρούς. Ερχόταν στην Αθήνα, έπαιρνε την αντιβίωσή του. Μόλις γινόταν καλά ήθελε να φύγει.
-Κάτσε λίγο ακόμη, του λέγαμε.
-Δεν κάθομαι εγώ σ’ αυτή τη φυλακή, ήταν πάντα η απάντησή του.
Του είχαμε πει, όταν πια νομίσει ότι είναι δύσκολο να ζήσει μόνος του να έλθει σπίτι μας στην Αθήνα.
Ένα χειμώνα αρρώστησε. Ήταν νύχτα, δεν έβλεπε και καλά, είχε γλαύκωμα. Έπαιρνε τηλέφωνα στην τύχη. Ευτυχώς θυμόταν τον κωδικό του χωριού, 31. Κάποια στιγμή το σήκωσε ο Θεοχάρης ο Κοκκινάκης. Του ζήτησε να τον πάει στο νοσοκομείο.
Εδώ λέμε «Να είναι καλά ο άνθρωπος», τον πήγε.
Όμως δεν είναι καλά.
Σκοτώθηκε δυο τρία χρόνια μετά μαζί με τη γυναίκα του, σε τροχαίο.
Την ιστορία αυτή μου την είπε και ο ίδιος το καλοκαίρι που κατέβηκα στο χωριό, και ο πατέρας μου βέβαια.
Μετά από αυτό φοβήθηκε.
Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να ζήσει μόνος του και είπε ότι θα έλθει στην Αθήνα.
Στη φυλακή.
Αλλά μπορούσε να κάνει και αλλιώς; Μόνος στο χωριό, ήδη 85 χρονών, ήταν καταδικασμένος.
Έζησε άλλα 9 χρόνια.
Τον κράτησα στη ζωή με αντιβίωση και βεντούζες.
Θα πω και το περιστατικό.
Ετοιμαζόμουν να του πάρω βεντούζες. Βιαστικά άναψα το πιρούνι με το μπαμπάκι που ήταν βουτηγμένο στο οινόπνευμα, και ένα κομμάτι φλεγόμενο μπαμπάκι πετάχτηκε πάνω στο πάπλωμα.
Το έσβησα βέβαια αμέσως.
Το σχόλιο του πατέρα μου:
«Το βιαστικό γ@μ#σ@ κάνει κουζουλό κοπέλι».
Καλά να είναι εκεί που είναι, αν είναι.
No comments:
Post a Comment