Book review, movie criticism

Sunday, April 6, 2025

Chen Kaige, The emperor and the assassin (荊軻刺秦王, 1999)

 Chen Kaige, The emperor and the assassin (荊軻刺秦王, 1999)

 


  Ο Jing Ke δολοφονεί τον βασιλιά των Τσιν, ο κινέζικος τίτλος.

  Και ποιος είναι ο βασιλιάς των Qin;

  Για να μην κάνω κανένα λάθος αντιγράφω από το chatgpt.

  The emperor who unified China was Qin Shi Huang (秦始皇), also known as Ying Zheng before he took the title of emperor.

  Έζησε από το 259 έως το 210 π.Χ.

  Συμπληρώνω: Έθεσε τέρμα στην κατάσταση 战国, The warring states, τα κράτη που πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους, μια περίοδος που κράτησε από το 475 μέχρι το 221 π.Χ.

  Καλά το θυμόμουν, τα εμπόλεμα κράτη ήταν επτά.

  Ο Τσιν Σι Χουάνγκ (φτωχιά η ελληνική γλώσσα, γιατί να μην επικρατήσει το κρητικό ιδίωμα που κυριαρχούσε στην Αθήνα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα; Κιν Χι Χουάνγκ, αυτή είναι η σωστή προφορά, αλλά μόνο στα κρητικά), ένας κινέζος Μέγας Αλέξανδρος, έβαλε τέρμα στον αδελφοκτόνο αυτό σπαραγμό. Ενοποίησε μέτρα και σταθμά, το ίδιο και τη γραφή, άνοιξε δρόμους για την επικοινωνία στην τεράστια αυτοκρατορία του, έκαψε βιβλία, κυρίως κομφουκιανά, και θανάτωσε λόγιους. Επίσης δημιούργησε το σινικό τείχος, συνδέοντας ήδη υπάρχοντα τείχη των κρατών που νίκησε.

  Ονειρευόταν ένα χιλιόχρονο reich, όπως ο Χίτλερ, και το πέτυχε. Αυτό που δεν πέτυχε είναι η διατήρηση της δυναστείας του. Ο διάδοχός του νικήθηκε από τους Χαν που αντικατέστησαν τους Qin, το 202 π.Χ. Η δυναστεία τους κράτησε κάπου τετρακόσια χρόνια. Υπήρξε μια διαδοχή δυναστειών με τελευταία των Qing, όταν οι μαντζουριανοί κατέλαβαν την Κίνα, όμως αφομοιώθηκαν από τον υψηλό και πανάρχαιο πολιτισμό της, απαράλαχτα όπως η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε ελληνική. Παρεμπιπτόντως, για τους κινέζους δεν υπάρχει Βυζάντιο αλλά 东罗马, dong luo ma, Ανατολική Ρώμη. 

  Μάθατε πολλά για την κινέζικη ιστορία και για τον πρώτo αυτοκράτορα.

  Δεν θα σας πω για την πλοκή της ταινίας, μπορείτε να διαβάσετε τoν σύνδεσμο της βικιπαίδειας. Είδα ότι ακολουθεί πιστά την ιστορία.

  Διαφορές:

  Τον πιθανότατα πατέρα του τον ανάγκασε, κατά τη βικιπαίδεια, να αυτοκτονήσει. Στην ταινία τον βλέπουμε κρεμασμένο, και τον αυτοκράτορα να γονατίζει μπροστά του και να λέει: πατέρα. Στην ταινία φαίνεται μάλλον σαν αυτοκτονία, αλλά ιστορικά φαίνεται σαν να έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν.

  Επίσης απουσιάζει η γυναίκα, στο ρόλο της οποίας είναι η Gong Li.

  Και η απόπειρα δολοφονίας του στην ταινία έγινε ακριβώς όπως διαβάζω και στη βικιπαίδεια. Και το όνομα του δολοφόνου το ίδιο, Jin Ke, που τον βλέπουμε και στον κινέζικο τίτλο της ταινίας. Ήταν η πρώτη από τις τρεις απόπειρες δολοφονίας που του έγιναν. Γλίτωσε από όλες, πέθανε σε μια περιοδεία.

  Ο Κάιγκε κάνει ταινία εποχής, όμως οι πολεμικές σκηνές είναι σπάνιες. Τα πλάνα είναι τα περισσότερα θεατρικά, ολιγοπρόσωπα, δεν δημιουργείται καμιά ασάφεια στην πλοκή.

  Μου άρεσε πολύ η ταινία, και σε πολλούς άλλους, όπως δείχνει η βαθμολογία της στο IMDb, 7,2

  H προηγούμενη ταινία του που είδαμε είναι η «Πλανεύτρα σελήνη».

Saturday, April 5, 2025

Sofia Coppola, Χαμένοι στη μετάφραση (Lost in translation, 2003)

 Sofia Coppola, Χαμένοι στη μετάφραση (Lost in translation, 2003)

 


  Είδα τον Bill Muray στην ταινία «Όλο το σόι» που παίζεται από την Πέμπτη που μας πέρασε στους κινηματογράφους, και νοστάλγησα να ξαναδώ το «Χαμένοι στη μετάφραση», που πιο σωστός της τίτλος θα ήταν «Χαμένοι χωρίς μετάφραση». Εκτός και αν η μετάφραση στέκει μετωνυμικά για μια ξένη χώρα της οποίας αγνοούν τη γλώσσα.

  Η χώρα αυτή είναι η Ιαπωνία.

  Ο Μπιλ Μάρεϊ, κινηματογραφικό αστέρι που βρίσκεται στη δύση του, ήλθε να διαφημίσει ένα ουίσκι. Η Σκάρλετ Γιόχανσον ήλθε με τον άντρα της, φωτογράφο, που όλο τρέχει για δουλειές, αφήνοντάς τη μόνη στη ξενοδοχείο. Αυτός παίρνει συνεχώς φαξ από τη γυναίκα του, πρέπει να επιλέξει χρώματα, σχέδια, για το σπίτι του και την επίπλωσή του. Βομβαρδίζεται κυριολεκτικά. Πλήττει.

  Το ίδιο και η Σκάρλετ. Τον αναγνωρίζει, του στέλνει ένα ποτό. Βρίσκονται μαζί. Πενηντατριών χρονών αυτός, δεκαεννιά τόσο αυτή (στην πραγματικότητα δεκαεφτά), έχει μόλις τελειώσει το κολλέγιο, όπου σπούδασε φιλοσοφία.

  Οι δυο μοναξιές έρχονται κοντά, και έτσι αμβλύνονται.

  Το μοτίβο της «Λολίτας» (ο μεσήλικας άντρας και η νεαρή κοπέλα), δεν ολοκληρώνεται. Μόλις στο τέλος θα τους δούμε να αγκαλιάζονται σε ένα πραγματικό φιλί.

  Πιο πριν τον είχε ρωτήσει: Περνάς την κρίση της μέσης ηλικίας. Αγόρασες πόρσε;

  Όχι, δεν αγόρασε.

  Και εγώ ίδια ηλικία (σειρά με τον Μπιλ), ίδια χρονιά με την ταινία, κρίση της μέσης ηλικίας, οι επιλογές ήταν δύο, ή να ερωτευθώ μια κοπέλα πολύ μικρότερή μου ή να αγοράσω μια πόρσε.

  Λεφτά για να αγοράσω μια πόρσε δεν είχα, οπότε έμενε η άλλη επιλογή, που ήταν κάτι λιγότερο από αυτή του Μπιλ.

  Δεν μου άρεσε τόσο, όσο τότε που ζούσα τη δική μου ιστορία, πράγμα φυσικό, όμως είναι πολύ καλή ταινία, έχει 7,8 στο IMDb.

Εμίλ Ζολά, Νανά (Μετ. Κυριακή Χρα), Τεγόπουλος, (2007, σελ. 382)

 Εμίλ Ζολά, Νανά (Μετ. Κυριακή Χρα), Τεγόπουλος, (2007, σελ. 382)

 


  Ας ξεκινήσω απαυτό που διάβασα στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια: Zola, by refusing to make any of his characters larger than life (if that is what he has indeed done), did not inhibit himself from also achieving verisimilitude.

  Χοντρικά: ο Ζολά δεν ήθελε να κάνει  τους χαρακτήρες του μεγαλύτερους από τη ζωή, δηλαδή μη ρεαλιστικούς, όμως το κατάφερε; Παρόλα αυτά πέτυχε μεγάλη αληθοφάνεια.  

  Ναι, η Νανά είναι «Μεγαλύτερη από τη ζωή». Πόρνη, αναδεικνύεται σε μια θεατρική παράσταση, όχι σαν την μεγάλη καλλιτέχνιδα αλλά σαν σύμβολο της θεάς του έρωτα, ρόλο που της έχει αναθέσει ο θεατρώνης σε μια παρωδία των θεών του Ολύμπου.

  Πλούσιοι την ερωτεύονται, και αφήνουν περιουσίες στα πόδια της.

  Ξανά η πτώση. Ερωτεύεται έναν κακάσχημο ηθοποιό του θεάτρου, ο οποίος την ξυλοκοπεί και αυτή ανέχεται όλο το ξύλο γιατί τον αγαπά. Στο τέλος θα τη διώξει από τη σπίτι για να πέσει πάλι στο επίπεδο της πόρνης του πεζοδρομίου.

  Ξανά η άνοδος. Είναι λαχταριστή, τώρα πολύ περισσότεροι πέφτουν στα πόδια της. Πρώτος και καλύτερος ο κόμης Μυφφά, τον οποίο, με τις σπατάλες της, θα οδηγήσει στην καταστροφή.

  Ναι, η Νανά δεν είναι η τυπική πόρνη της ανώτερης κοινωνίας, όπως την περιγράφει ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός στην «Κυρία με τις καμέλιες». Είναι των αδυνάτων αδύνατο να παρέσυρε τόσους πλούσιους στην καταστροφή, και να είχε μια άνοδο, μετά πτώση και ξανά άνοδο. Η απιθανότητα αυτή θυμίζει τις απιθανότητες στους «Άθλιους», που παρόλα αυτά θεωρείται κορυφαίο μυθιστόρημα, παρά την απαξίωση του ρομαντισμού.

  Νόμιζα ότι ο νατουραλισμός είναι η αποθέωση του ρεαλισμού, και τώρα βλέπω ότι είναι η καρικατούρα του. Η φέτα ζωής για την οποία μιλάει ο Ζολά, είναι ακριβώς μια φέτα ζωής, που αφήνει ένα μεγάλο κομμάτι απ’ έξω. Και η φέτα αυτή είναι διογκωμένη στο βαθμό της καρικατούρας.

  Εξάλλου όλοι οι συγγραφείς κάνουν το ίδιο, επιλέγουν τη «φέτα» για την οποία θα μιλήσουν. Για τον κόμητα Τολστόι είναι η ζωή της αριστοκρατίας ενώ για τον Ντοστογιέφσκι η ζωή της μεσαίας τάξης. Η φέτα ζωής του David Lodge είναι τo πανεπιστήμιο και τo campus, ενώ για τον ουκρανό σκηνοθέτη Sergei Loznitsa, «οι μισοί άνθρωποι είναι κακόψυχοι, οι άλλοι μισοί υποφέρουν όταν πέσουν στα χέρια τους. Αυτό, και στις τέσσερις ταινίες του Λοζνίτσα» (από ανάρτησή μου).

  Δεν είναι μόνο η φέτα ζωής, είναι και το τι χαρακτήρες θα επιλέξεις να βάλεις στις ιστορίες σου. Και πιο γενικά, πώς βλέπεις τη ζωή. Από παλιά είχα γράψει ότι η λέξη κλειδί για τη θεματική του Τσέχοφ στα θεατρικά του είναι η frustration, η απογοήτευση, η διάψευση των ελπίδων.

  Όχι, δεν ήταν δυνατόν με τις τόσες «αμαρτίες» της η Νανά να επιβιώσει. Όμως πώς θα την πέθαινε ο Ζολά;

  Το βιβλίο το είχα διαβάσει μαθητής, δεν θυμόμουν.

  Σκέφτηκα μήπως κάποιος ζηλότυπος εραστής την σκότωνε.

  Τελικά όχι.

  Δεν επέλεξε αυτή τη δραματική κορύφωση, που τόσο λειτουργεί θεατρικά και κινηματογραφικά (έχω γράψει σχετικά στο «Αντίο Παλλακίδα μου»). Την πεθαίνει από ευλογιά (το νου σας στην ευλογιά των πιθήκων, που βρίσκεται σε έξαρση τώρα στην Ελλάδα. Εσείς κάνατε εμβόλιο;). Οι αγαπητικοί της είναι μαζεμένοι από κάτω, ενώ πάνω έχουν μαζευτεί κάποιες γυναίκες, παρά τις προειδοποιήσεις των ανδρών ότι μπορεί να κολλήσουν.

  Η Νανά είναι το όργανο (συχνά επαναλαμβάνει ότι έχει χρυσή καρδιά) για να εξευτελίσει τη μπουρζουαζία που τη σέρνει από τη μύτη, όπως σέρνει το καράβι ένα μ…

  Και η σύμπτωση: αυτό τον εξευτελισμό της μπουρζουαζίας βλέπουμε και στην ταινία «Η νέα Βαβυλώνα» (1929) των Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg που είδαμε προχθές.

  Για το νατουραλισμό και το δόγμα του θα σχολιάσω σε ένα από τα αποσπάσματα που θα παραθέσω.

  «Το κουδούνι όμως διέκοπτε διαρκώς την καμαριέρα, που έπρεπε να τρέχει αφήνοντας την Κυρία με τα κορδόνια του κορσέ της μισοδεμένα ή φορώντας ένα μόνο παπούτσι. Είχε αρχίσει να τα χάνει, αν και πεπειραμένη. Αφού είχε βάλει σχεδόν παντού άντρες χρησιμοποιώντας και την παραμικρή γωνιά, αναγκάστηκε να στριμώξει μέχρι και τρεις ή τέσσερις μαζί, πράγμα εντελώς αντίθετο προς τις αρχές της. Εάν τρώγονταν, τόσο

το καλύτερο: θα τους άδειαζαν και τη γωνιά! Η Νανά, διπλοκλειδωμένη και προφυλαγμένη, τους κορόιδευε λέγοντας ότι τους άκουγε να ξεφυσάνε! Ωραίο θέαμα θα παρουσίαζαν, με τη γλώσσα έξω, σα σκυλιά που περιμένουν, καθισμένα στα πισινά τους πόδια» (σελ. 52).

  Ακραία υπερβολή, καρικατούρα.

  «Ναι, ένα νομοσχέδιο, είπε, ένα νομοσχέδιο, ακριβώς... Είχα απομονωθεί... Έχει να κάνει με τα εργοστάσια, θα ήθελα να διατηρηθεί η κυριακάτικη αργία. Είναι πραγματικά ντροπή που η κυβέρνηση δεν θέλει να δείξει πυγμή. Οι εκκλησίες αδειάζουν, οδεύουμε προς την καταστροφή» (σελ. 71).

  Για φαντάσου!!! Η κυβέρνηση να δείξει πυγμή, να διατηρηθεί η κυριακάτικη αργία, όχι για άλλο λόγο αλλά για να μπορεί ο κόσμος να πηγαίνει στην εκκλησία.

  «…με χαλασμένο αίμα να κυλάει στις φλέβες της από το βεβαρημένο αυτό ιστορικό της φτώχειας και του κρασιού, η κοπέλα ήταν θύμα μιας νευρικής δυσλειτουργίας του φύλου της. Είχε μεγαλώσει στους συνοικισμούς του Παρισιού· ψηλή, όμορφη, με θεσπέσια σάρκα, όμοια με φυτό που φύτρωσε πάνω στην κοπριά, έπαιρνε την εκδίκηση της για όλους τους

φτωχούς και καταφρονεμένους που την είχαν γεννήσει. Μαζί της, η σαπίλα που κάποιοι άφηναν να κατατρώει το λαό, ανέβαινε και σάπιζε και την αριστοκρατία. Γινόταν τότε μια δύναμη της φύσης, ο σπόρος της καταστροφής, που άθελα της διέφθειρε και αποδιοργάνωνε ολόκληρο το Παρίσι, ζυμώνοντας το ανάμεσα στους χιονάτους μηρούς της, όπως οι γυναίκες πήζουν κάθε μήνα το γάλα» (σελ. 174).

  Ο Ζολά έχει σαν χαρακτήρες άτομα που είναι θύματα της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος. Εδώ μιλάει μόνο για το περιβάλλον, τη φτώχεια. Επίσης δείχνει την καταφρόνια του για την μπουρζουαζία, που χρεοκοπεί εξαιτίας της Νανάς. Οι φτωχοί παίρνουν την εκδίκησή της στο πρόσωπο της Νανάς.

  Πολύ πιο κάτω μιλάει για κληρονομικότητα:

  «Αυτή ήταν η εκδίκησή της, προϊόν μιας ασυνείδητης οικογενειακής μνησικακίας, κληρονομημένης απ’ το αίμα» (σελ. 358).

  «Μετά, παρέμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα, ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να ξεφορτωθεί τον κόμη. Ήθελε να το κάνει με τρόπο, γιατί παρέμενε καλή κοπέλα κατά βάθος και δεν ήθελε να πληγώνει τους ανθρώπους…» (σελ. 176).

  Ναι, τη Νανά δεν την αδειάζει. Και άλλες φορές λέει ότι είναι καλή κοπέλα. Καμιά σχέση με την Τερέζα Ρακέν.

  «Δεν έκανε καλά που θυσίαζε τα πάντα για έναν έρωτα. Ένας έρωτας μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα» (σελ. 197).

  Ο έρωτάς της για τον Φοντάν, τον κωμικό του θιάσου, είναι που την έριξε ξανά στη λάσπη. Μα «Πώς μπορούσε να αγαπάει έναν τέτοιο πίθηκο;». Δεν θυμάμαι αν το έγραψα πιο πάνω, ο Φοντάν ήταν άσχημος.

  «…βλέποντας τον Μυφφά να προχωράει σκυφτός στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, με την περίλυπη σκιά του να τον ακολουθεί» (σελ. 273).

  Όμορφη μετωνυμία.

  «Αχ! Βρε Μιμίκο, τι πλάκα που έχεις!... Το σκέφτηκες, ε, μπαγάσα! Εγώ ούτε που το θυμόμουν! Το ’σκασες λοιπόν και έρχεσαι από την εκκλησία! Πράγματι, μυρίζεις λιβάνι... Έλα, τι κάθεσαι, φίλα με! Πιο δυνατά, Μιμή μου! Έλα, μπορεί να είναι η τελευταία μας φορά.» (σελ. 329).

  Τον είχε βάλει να της το υποσχεθεί, μετά τη γάμο του, πριν πηδήξει τη γυναίκα του να πηδήξει αυτήν.

  «Η Νανά έμοιαζε στο πέρασμά της με λαίλαπα, μ’ αυτά τα σύννεφα από ακρίδες, που με το πύρινο πέρασμά τους θερίζουν μια επαρχία» (σελ. 353).

  Ωραία παρομοίωση. Έτσι «θέριζε» και η Νανά τους πλούσιους προστάτες της οδηγώντας τους στη χρεοκοπία.

  «Δεν ήταν από κακία, διότι παρέμενε αγαθή κοπέλα η Νανά» (σελ. 375).

  Για να μην παρεξηγήσουμε. Την θεωρεί σαν τιμωρό άγγελο της πλουτοκρατίας.

  Το λέει και παρακάτω:

  «Ήταν σωστό και δίκαιο αυτό που είχε συμβεί: είχε εκδικηθεί τον κόσμο της, τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους. Κι ενώ το φύλο της αποθεωνόταν, μεσουρανούσε, ακτινοβολούσε πάνω από τα πτώματα των θυμάτων της, όμοιο με ανατέλλοντα ήλιο που φωτίζει ένα πεδίο σφαγής, αυτή διατηρούσε την αθωότητα ενός υπέροχου θηρίου, μην έχοντας καμιά συνείδηση του αιματοκυλίσματος που είχε προκαλέσει, παραμένοντας κατά βάθος μια αγαθή κοπέλα. Ήταν παχιά, αφράτη, γεμάτη υγεία, λάμποντας από χαρά» (σελ. 367).

  Ήταν παχιά…

  Η όμορφη κοπέλα της εποχής. Έτσι ζωγραφίζει και ο Ρενουάρ τη γυναίκα του, μια αφράτη ομορφούλα. Θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα όταν άκουσα τη μητέρα μου να λέει, όλο υπερηφάνεια: «τότε ήμουνα παχιά…».

  Αδύνατη ήταν αυτή που δεν είχε να φάει. Τώρα παχιά είναι αυτή που τρώει φτηνές τροφές, γεμάτες θερμίδες. Και ποιος αγαπάει μια φτωχή κοπέλα; Το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς είναι εν πολλοίς κοινωνιολογικά καθορισμένο.

  Και το μυθιστόρημα τελειώνει:

  «Το δωμάτιο [με τη νεκρή Νανά μέσα] ήταν άδειο [οι γυναίκες είχαν φύγει]. Μια δυνατή πνοή απελπισίας [πάλι μια ωραία μεταφορά] φύσηξε από το πεζοδρόμιο και φούσκωσε την κουρτίνα.

  Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο!».

  Αυτή η φράση που την ακούμε σαν λάιτ μοτίβ αρκετές φορές στο τέλος του βιβλίου [Το τέλος της Νανάς συμπίπτει με την έναρξη του Πρωσογαλλικού πολέμου, το 1970 (Η «Νανά» γράφηκε το 1980)], είναι ένας σαρκασμός του Ζολά για την επερχόμενη ήττα.

  Αναφερθήκαμε πιο πριν στους «Άθλιους» του Ουγκώ. Μαζί του τον συνδέει η απέχθεια για τον Ναπολέοντα τον Γ΄.

 

  Είδαμε τρεις ταινίες μεταφορές του μυθιστορήματος. Η πρώτη ήταν του Ζαν Ρενουάρ, γυρισμένη το 1926.

  Διάρκειας 2.48΄, μπορούσε να χωρέσει πάρα πολλά από το μυθιστόρημα, χωρίς να παραλλάξει πολλά πράγματα. 

  Καλώς δεν μετέφερε το επεισόδιο του έρωτά της με τον θεατρίνο και την πτώση της.

  Το τέλος μου άρεσε, γιατί το έκανε πιο δραματικό.

  Ο κόμης Μυφά πηγαίνει στο κρεβάτι του πόνου της, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις των άλλων που ήσαν κάτω από το ξενοδοχείο, ότι η Νανά έχει ευλογιά και μπορεί να κολλήσει. Όσο και αν του φέρθηκε περιφρονητικά και τον οδήγησε στην καταστροφή, εξακολουθούσε να την αγαπά. Ένας τέτοιος έρωτας στα μάτια μου δεν φαντάζει γελοίος αλλά μεγαλειώδης.

  Στη συνέχεια είδαμε την ομώνυμη ταινία του Christian Jaque, γυρισμένη το 1955.

  Και αυτός διατηρεί αρκετά από την ταινία. Μάλιστα διατηρεί το επεισόδιο με τον έρωτά της με τον Φοντάν τον θεατρίνο, βλέπουμε τη σκηνή που τη διώχνει, αλλά δεν βλέπουμε την πτώση της. Αμέσως ξαναβρίσκει τις παλιές της αγάπες, ή μάλλον αυτές την ξαναβρίσκουν.

  Αντί για τη μονομαχία που είδαμε στο έργο του Ρενουάρ, με πιστόλι, κατά την οποία ο Μυφά πληγώθηκε στο χέρι, εδώ έχουμε μια παρολίγο μονομαχία με ξίφη.

  Βλέπουμε και εδώ την κούρσα με τα άλογα και την αυτοκτονία του Βεντέβρ (ενός από τα θύματά της), βάζοντας φωτιά στο στάβλο με τα άλογα. Εδώ η απάτη ήταν με αναβολικά, στο μυθιστόρημα ήταν η αλλαγή του τζόκεϊ. Ανακαλύφθηκε η απάτη, πάνε τα κέρδη που νόμιζε ότι είχε κερδίσει.

  Απάτη, παντού απάτη, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο με τους στημένους αγώνες και στους αγώνες στίβου με τα αναβολικά, αλλά και στον ιππόδρομο.

  Το τέλος είναι αυτό που φανταζόμουν, κατά το εικός και το αναγκαίο, όχι όπως στο μυθιστόρημα που ο Ζολά «πεθαίνει» την ηρωίδα του με ένα τυχαίο τρόπο. Ο Μυφά, τρελαμένος από ζήλια, τη σκοτώνει όταν μαθαίνει ότι τον αφήνει για να πάρει τον τραίνο με τον Βαντέβρ. Κανείς τους δεν είχε μάθει για την αυτοκτονία του.

  Είδαμε και τη «Νανά» (1985) του Dan Wolman. Χαλαρά, όπως διαβάζουμε στη βικιπαίδεια, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Ζολά. Είναι κάτι λιγότερο από soft porno, αν υπολογίσουμε και την εποχή που γυρίστηκε, το 1983.

  Φυσικά δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια ταινία όλα όσα υπάρχουν σε ένα μυθιστόρημα. υπάρχουν παραλείψεις. Η Νανά δεν έχει μωρό (σε καμιά από τις τρεις ταινίες δεν είδαμε μωρό), δεν υπάρχει ο έρωτάς της με το θεατρίνο, δεν υπάρχει η πτώση της και η ξανά άνοδό της.

  Υπάρχουν και συμπυκνώσεις που διευκολύνουν την πλοκή. Ο νεαρός Ζωρζ εδώ γίνεται Έκτορας, και είναι γιος του κόμη Μυφφά. Δεν υπάρχει ο αδελφός του Φιλίπ, και ούτε θα αυτοκτονήσει. Κάποια άλλα πρόσωπα τα βλέπουμε σπάνια.

  Υπάρχουν και έξυπνες επινοήσεις: Η Νανά βάζει τον κόμη Μυφφά να κάνει το σκυλάκι, (το είδαμε και στις άλλες δυο ταινίες) να του πετάει ένα κομμάτι ξύλο και αυτός να πηγαίνει να το μαζεύει, να κάνει το άλογο και αυτή να τον καβαλάει, κ.ά.

  Έχω γράψει για τις κινηματογραφικές μεταφορές σε τρία κείμενά μου, μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ  , εδώ και εδώ.  

  Το τελευταίο έχει τίτλο «Κινηματογράφος και λογοτεχνία». Δεν είχα σκεφτεί να γράψω το εξής, ότι συχνά οι αποκλίσεις από το πρότυπο έχουν να κάνουν και με τον προϋπολογισμό της ταινίας.

  Έξυπνη επινόηση, που κοστίζει ελάχιστα. Αντί για τη θεατρική παράσταση του μυθιστορήματος έχουμε εδώ τις κινούμενες εικόνες του Μερλιέ όπου βλέπουμε τη Νανά σε τολμηρές σκηνές.

  Επίσης.

  Απουσιάζει το επεισόδιο με τις ιπποδρομίες, που θα ανέβαζε το κόστος. Αντίθετα, έχουμε την αγορά ενός μαύρου που θα αγωνιστεί με ένα τούρκο. Θα νικήσει ο Τούρκος, ενώ στο μυθιστόρημα κέρδισε το άλογο Νανά, κάνοντας τη Νανά να ξεφωνίζει από χαρά.

  «Ξελογιάζει» τον νεαρό Έκτορα τη μέρα του γάμου του. Ο γαμπρός το έσκασε, παίρνοντας από πίσω την άμαξά της. Αυτή σταματάει κάποια στιγμή και τον βάζει μέσα.

  Λες να έχουμε ειδύλλιο;

  Αποκλείεται, σκέφτομαι μετά.

  Η Νανά δεν πεθαίνει. Ένα αερόστατο την ανυψώνει. Προορισμός, η Ινδία. Ξαφνικά βλέπουμε στον πάτο του καλαθιού του αερόστατου έναν νεαρό.

Thursday, April 3, 2025

Dito Montiel, Όλο το σόι (Riff raff, 2024)

 Dito Montiel, Όλο το σόι (Riff raff, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Καταρχάς να ξαναπώ ότι τα αστυνομικά, όσο κακά και αν είναι, τα βλέπω ευχάριστα, αρκεί να μην έχουν μπερδεμένη πλοκή.

  Η τρίτη φορά που μου συμβαίνει:

  Πολύ χαμηλή βαθμολογία, μόλις 5,8, όμως εμένα με ενθουσίασε.

  Ξέρω γιατί δεν άρεσε, γιατί έπεσε ελάχιστο πιστολίδι.

  Η ταινία είναι περισσότερο ατμοσφαιρική, με πολλές ανατροπές και αποκαλύψεις. Και φυσικά άφθονο σασπένς.

  Καλά, τέτοιο καθίκι που είναι ο Τζόνι, πώς διάβολο του κάθισε;

  Γυναικάς, οι γυναίκες έλκονται σαν από μαγνήτη από τέτοια καθίκια.

  Όταν την παράτησε αυτή ήταν έτοιμη να τα φτιάξει με τον Ρόκο. Όμως ο Ρόκο ζήτησε πρώτα την άδεια του Τζόνι, του γιου του αφεντικού της συμμορίας, ο οποίος του την έδωσε.

  Μετά θέλησε να ξεμπλέξει από τη συμμορία.

  Όμως όταν μπλέξεις, δεν ξεμπλέκεις εύκολα, δεν θυμάμαι σε ποια άλλη ταινία το είδα πρόσφατα.

  Η πλοκή είναι περίπλοκη, όμως όχι μπερδεμένη.

  Τόσο περίπλοκη που ούτε η βικιπαίδεια τη γράφει.

  Με εντυπωσίασε η ερμηνεία τους, με κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, αυτή της Jenifer Coolidge.

  H ταινία δεν είναι μόνο crime, είναι και comedy.

  Τις κωμικές νότες τις σκορπάει ο χοντρούλης μαύρος.

  Μια αστυνομική ταινία είναι περίπου σαν ένα αίνιγμα. Προσπαθούμε να μαντέψουμε τον δολοφόνο.

  Εδώ δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα, ξέρουμε από την αρχή ποιοι είναι οι κακοί.

  Όμως μάντεψα ότι ο χοντρούλης μαύρος (η ταινία είναι διαφυλετική) είναι που θα εξόντωνε τον κακό (δεν κάνω σπόιλερ, στα αστυνομικά το τέλος είναι δεδομένο, οι κακοί θα πληρώσουν, είτε με τη ζωή τους, το πιο σύνηθες, είτε με μακρόχρονη φυλάκιση).

  Να μη γράψω ότι είναι πολύ καλή ταινία μια και έχω πει τόσες φορές ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», θα γράψω ότι μου άρεσε πάρα πολύ και ότι της έβαλα 8 στο IMDb.

  Ας το γράψω και αυτό.

  Διάβασα το βιογραφικό του Bill Murray (πρέπει να ξαναδώ, για να γράψω, το «Χαμένοι στη μετάφραση»).

  Όταν του κάνουν μια πρόταση, διαβάζει πρώτα το σενάριο και ανάλογα απαντάει.

  Να το ξαναπώ: το σενάριο έρχεται πρώτο, μετά η σκηνοθεσία.

  Και για τυχόν αντιρρήσεις: πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες γράφουν μόνοι τους τα σενάρια των έργων τους. Ο Κουροσάβα είναι η πιο κλασική περίπτωση. Ο Κουροσάβα, που τον είδα πακέτο όχι μόνο σαν σκηνοθέτη αλλά και σαν σεναριογράφο, δηλαδή είδα όλες τις ταινίες που γυρίστηκαν πάνω σε δικό του σενάριο.  

Tuesday, April 1, 2025

Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg, Η νέα Βαβυλώνα (Новый Вавилон, 1929)

 Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg, Η νέα Βαβυλώνα (Новый Вавилон, 1929)

 


  Μόνο για σήμερα (όχι, δεν είναι πρωταπριλιάτικο) και αύριο, στις 16.00 στο Στούντιο

  Η «Νέα Βαβυλώνα» είναι ένα κατάστημα στο Παρίσι, το 1971. Αποτελεί όμως και μια μεταφορά, και για την ακρίβεια μια μεταφορά της μεταφοράς. Η πρώτη μεταφορά: Η Βαβυλώνα, πόλη της χλιδής, της διαφθοράς και της ακολασίας. Η δεύτερη, το Παρίσι, πόλη της χλιδής, της διαφθοράς και της ακολασίας. Εδώ ο κόσμος χάνεται (μόλις έχουν νικηθεί οι Γάλλοι από τους Πρώσους και το… (η μπουρζουαζία διασκεδάζει, σα να μη συμβαίνει τίποτα). Αντιστικτικά, πολλές φορές οι σκηνοθέτες δίνουν πλάνα από το κέντρο διασκέδασης και από τη ζωή των εργατών.

  Μπορείτε να διαβάσετε για την Παρισινή κομμούνα στη βικιπαίδεια πατώντας εδώ.

  Με φόντο μια αισθηματική, όχι ερωτική, ιστορία, οι δυο σκηνοθέτες μας παρουσιάζουν την παρισινή κομμούνα. Αυτός, στρατιώτης. Αυτή, κομουνάρισα. Το τέλος είναι δεδομένα δραματικό, όπως και της κομμούνας, της πρώτης απόπειρας σοσιαλιστικής επανάστασης που αποτέλεσε σύμβολο για τις κομουνιστικές εξεγέρσεις. Έγραψαν γι’ αυτήν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν.

  Και η ταινία τελειώνει με ένα πλάνο που δείχνει ένα τοίχο που πάνω του είναι γραμμένο το σύνθημα: Ζήτω η κομμούνα.

  Ελάχιστοι μεσότιτλοι. Τα σύντομα πλάνα νομίζω έχουν να κάνουν και με τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής, αλλά πιστεύω ότι έχουν να κάνουν και με το ότι ο κινηματογράφος ήταν βουβός εκείνη την εποχή. Πιθανότητα βουβά μεγάλα πλάνα, χωρίς λόγο, να κούραζαν.

  Το γράφω αυτό γιατί επανειλημμένα έχω δηλώσει ότι δεν μου αρέσουν τα σύντομα πλάνα που δίνουν ένα γρήγορο ρυθμό στην ταινία και που καθιστούν συχνά ασαφή την πλοκή. Οι περισσότεροι μεγάλοι σκηνοθέτες προτιμούν τα μεγάλης διάρκειας πλάνα (Αγγελόπουλος, Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν, είναι αυτοί που μου έρχονται τώρα στο νου. Η ομοιότητα όμως είναι μέχρι εδώ. Μουγγός ο Αγγελόπουλος, λαλίστατος ο Τσεϊλάν). Εδώ βλέπω ότι με τον βουβό κινηματογράφο τα πράγματα είναι αλλιώς.

  Παραλίγο να τα ξεχάσω.

  Πρώτον, την εξαιρετική μουσική του Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες.

  Δεύτερον, από τη βικιπαίδεια έμαθα ότι ο πασίγνωστος χορός καν καν, τον οποίο απεικόνισε και ο Τουλούζ Λωτρέκ σε ένα πίνακά του, είναι από την οπερέτα του Όφενμπαχ «Ο Ορφέας στον άδη».

  Τρίτον, ακούσαμε την Μασαλιώτιδα, τον πιο διάσημο εθνικό ύμνο γιατί συνδέεται με τη γαλλική επανάσταση, το καν καν βέβαια, και αναγνωρίσαμε το ça ira.

  Τη συστήνω ανεπιφύλακτα.

  Τώρα το πρόσεξα αυτό, ψάχνοντας για frame. Εξαιρετική επινόηση: Ανάμεσα στα αντικείμενα (πέτρες, έπιπλα, κ.ά) με τα οποία έστησαν τα χαρακώματα, ένας κάθεται και παίζει στο πιάνο.

Μια και δεν παίζεται πια, να σας πούμε ότι την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube.