Book review, movie criticism

Monday, July 13, 2020

Charles Webb, Ο πρωτάρης


Charles Webb, Ο πρωτάρης (μετ. Τ. Καββαδία), Βίπερ 1970, σελ. 191

  Με αφορμή την προβολή της ταινίας στον κήπο του πολυχώρου τέχνης «Αλεξάνδρεια» (Σπάρτης 14, πλατεία Αμερικής) το επόμενο Σάββατο, 11 του μηνός, εις μνήμην του Τσαρλς Γουέμπ που έφυγε στις 16 Ιούνη, τρεις μέρες πριν από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, είπα να διαβάσω το βιβλίο, το πρώτο του εικοσιτετράχρονου τότε Γουέμπ και το πιο επιτυχημένο του.
  Παρόλο που ξεχνάω τις ταινίες που βλέπω, όμως αυτή τη θυμόμουνα.
  Πρώτα πρώτα παίζει ένας αγαπημένος μου ηθοποιός, ο «Accidental hero» Dustin Hoffman. Έπειτα, τα δυο τραγούδια των Simon and Garfunkel, Mrs Robinson και The sound of silence ανέβηκαν στα τοπ των επιτυχιών.
  Τέλος θυμάμαι δυο σκηνές. Η μια είναι η σκηνή που ο Ντάστιν Χόφμαν, όλος αμηχανία, χουφτώνει το βυζί της κυρίας Ρόμπινσον που είχε βαλθεί να τον αποπλανήσει (όμως δεν θυμάμαι ποιο από τα δυο, το αριστερό ή το δεξιό), και η σκηνή στην οποία διακόπτει το γάμο της Ελαίν φωνάζοντάς τη, και εκείνη παρατάει σύξυλο το γαμπρό και τρέχει προς το μέρος του.
  Πολλοί θα έχετε δει την ταινία και ξέρετε το στόρι: Η κυρία Ρόμπινσον θέλει να αποπλανήσει τον νεαρό Μπέντζαμιν και το καταφέρνει. Όμως οι γονείς του, όπως και ο κύριος Ρόμπινσον, έχουν άλλα σχέδια, θέλουν να τον παντρέψουν με την κόρη τους. Η κυρία Ρόμπινσον αντιδράει, αποκαλύπτονται οι σχέσεις τους, και εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά με την κόρη, αυτή δεν θέλει να τον ξαναδεί.
  Πηγαίνει στην πόλη που σπουδάζει και τη βρίσκει. Πάλι παρεμβαίνουν οι γονείς, και ο δικός του αυτή τη φορά. Όμως δεν το βάζει κάτω, και το έργο τελειώνει με τους δυο ερωτευμένους να ταξιδεύουν μαζί σε ένα λεωφορείο, αυτή με το νυφικό.
  Να πούμε εδώ ότι υπάρχει μια ανακρίβεια στην ελληνική μετάφραση, αλλά και μέσα στο κείμενο. Ο αγγλικός τίτλος είναι «The graduate», ο απόφοιτος, και όχι ο πρωτάρης. Επίσης στο κείμενο, στη σκηνή που κάνουν για πρώτη φορά σεξ, λέγεται ότι είναι πρωτάρης, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι, αφού στο βιβλίο διαβάζουμε ότι επισκεπτόταν πόρνες.
  Μήπως έλεγε ψέματα;
  Βαριέμαι να το ψάξω.
  Πάντως αυτή την πρώτη φορά που κάνει έρωτα με γυναίκα χωρίς να την πληρώσει είναι εντελώς αμήχανος.
  Ο Μπέντζαμιν είναι εντελώς απογοητευμένος, βρίσκεται ολοφάνερα σε κατάθλιψη, οι λαμπρές σπουδές του και τα βραβεία δεν του λένε τίποτα. Έχει αποφασίσει να τα παρατήσει. Την αράζει όλη μέρα σχεδόν στην πισίνα πίνοντας μπύρες και ουίσκι. Η σχέση του με την κυρία Ρόμπινσον ήταν ένα διάλλειμα, ενώ από την απάθεια και την αδιαφορία του φαίνεται να τον αποσπά η όμορφη κόρη της, η Ελαίν.
  Το αφηγηματικό ιδανικό του Henry James, showing versus telling, πραγματώνεται εδώ στο έπακρο. Την συναισθηματική κατάσταση του Μπέντζαμιν δεν μας τη δίνει ο συγγραφέας μέσω της αφήγησης αλλά μέσω της συμπεριφοράς του, των πράξεών του και του διαλόγου, ο οποίος πλημμυρίζει αυτό το μυθιστόρημα, περισσότερο από όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα, με εξαίρεση τα «Φτερά μπεκάτσας» του Θανάση Βαλτινού.
  Τελικά έψαξα και βρήκα το απόσπασμα για τις πόρνες. Είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε πατέρα και γιο.
«Mε ποιους άλλους μίλησες;».
«Με αλήτες. Με μεθυσμένους. Με πόρνες».
«Με πόρνες;».
«Ναι. Μια απ’ αυτές, μάλιστα, μου σούφρωσε το ρολόι μου».
«Μια πόρνη σούκλεψε το ρολόι από το χέρι σου;».
«Ναι».
«Όχι βέβαια την ώρα που μιλούσατε;».
«Όχι».
Ο κ. Μπράντοκ κάρφωσε το βλέμμα του στο χαλί. «Αυτό σημαίνει . . . - αυτό σημαίνει ότι πέρασες μια νύχτα με μια πόρνη».
«Ναι, στο διάστημα του ταξιδιού υπήρξανε και μερικές πόρνες».
«Πόσες;».
«Δεν θυμάμαι», είπε ο Μπέντζαμιν και σκέπασε τα μάτια με τα χέρια του. «Μια ήταν στο ξενοδοχείο. Μια άλλη στο σπίτι της. Μια τρίτη πίσω από ένα μπαρ».
«Σοβαρά μιλάς, Μπεν;»
«Μια σ’ ένα χωράφι» .
«Χωράφι;»
«Βόσκανε αγελάδες. Θα πρέπει νάτανε τρεις το πρωί. Το χορτάρι ήταν σκεπασμένο με πάγο και οι αγελάδες φέρνανε βόλτες γύρω μας».
«Δεν τα βρίσκω πoλύ ωραία όλα αυτά, Μπεν».
«Ούτε κι εγώ».
«Καλά θα κάνεις να πας να κυτταχθείς».
«Είμαι τόσο κουρασμένος, πατέρα» .
«Αυτή σου έκλεψε το ρολόι;».
«Όχι. Εκείνη του ξενοδοχείου».
Ο κ . Μπράντοκ τον κύτταξε και κούνησε το κεφάλι του.
«Μπεν», είπε, «δεν ξέρω τι να πω. Πού τις βρήκες αυτές τις γυναίκες;»
«Στα μπαρ».
«Σου κολλάγανε στα -» .
«Σε παρακαλώ, πατέρα, άφησέ με να κοιμηθώ» (σελ. 44-5).
  Δεν μπορεί να σκαρφιζόταν όλες αυτές τις λεπτομέρειες εκείνη τη στιγμή, αυτά που λέει πρέπει να ήταν αλήθεια.
  Όλοι οι διάλογοι με τους οποίους ξεχειλίζει το βιβλίο είναι σ’ αυτό το στυλ.
  Φαντάζομαι ότι η επιτυχία του βιβλίου βρίσκεται στο ότι αρκετοί νέοι στον Μπέντζαμιν αναγνώριζαν τον εαυτό τους, όπως και στον Χόλντεν Κόλφιλντ στο «Φύλακα στη σίκαλη», βιβλίο το οποίο είχε περίπου την ίδια πορεία με τον «Πρωτάρη», όπως και ο Σάλινγκερ ο συγγραφέας του με τον Τσαρλς Γουέμπ.
  Θα αναρτήσω αφού δω και την ταινία, να βρω ομοιότητες και διαφορές.  
  Είδαμε και την ταινία.
  Ακόμη μια περίπτωση που η ταινία ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα.
  Ο Χιούστον είχε δηλώσει ότι ένα καλό μυθιστόρημα δεν μπορεί να γίνει καλή ταινία, ενώ αντίθετα ένα μέτριο μυθιστόρημα μπορεί να γίνει καλή ταινία.
  Διαφωνώ ως προς το πρώτο.
  Ένα καλό μυθιστόρημα μπορεί να γίνει καλή ταινία. Όμως, όταν κάνεις τη σύγκριση ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην ταινία, το μυθιστόρημα θα είναι πάντα καλύτερο. Ποια ταινία, όσο καλή και να είναι, θα μπορούσε να συναγωνιστεί το «Πόλεμος και Ειρήνη», τον «Ηλίθιο» ή τη «Μαντάμ Μποβαρί»;
  Το μυθιστόρημα του Web δεν θα το θεωρούσα αριστούργημα. Είναι εξαιρετικό βέβαια, αλλά όχι «το» μυθιστόρημα. Περισσότερο πιστεύω συνάρπασε το στόρι του από τη λογοτεχνικότητά του. Έτσι δεν εκπλήσσομαι που, βλέποντας, για τρίτη φορά τουλάχιστον, την ομώνυμη ταινία του Mike Nichols, μου άρεσε περισσότερο απ’ ότι το μυθιστόρημα.
  Το μυθιστόρημα δεν το διάβασα σαν κωμωδία, παρά τις κάποιες κωμικές αποχρώσεις του. Η ταινία όμως ήταν μια απολαυστικότατη ρομαντική κωμωδία. Ο λόγος;
  Το βιβλίο, όπως είπαμε, βρίθει από τον διάλογο, τον οποίο μετέφερε σχεδόν αυτούσιο στο έργο του ο Νίκολς. Όμως, όπως το να δεις μια παράσταση ενός θεατρικού έργου είναι κάτι παραπάνω από το να διαβάζεις το ίδιο το θεατρικό έργο, έτσι και το να ακούς ζωντανούς στην οθόνη τους διαλόγους του βιβλίου είναι ανώτερο από το να τους διαβάζεις στο βιβλίο. Τα παραγλωσσικά και τα μη λεκτικά στοιχεία που τους συνοδεύουν δεν μπορούν να υπάρχουν σε ένα μυθιστόρημα παρά σε πολύ μικρό βαθμό, και δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στον Γουέμπ. Όμως πάνω σ’ αυτά τα στοιχεία στήνει την κωμωδία του ο Νίκολς.
  Μπορούμε να γενικεύσουμε για κάθε διάλογο μυθιστορήματος που μεταφέρεται στην οθόνη, αν και στην κωμωδία, πιστεύω, αυτό ισχύει περισσότερο. Όμως με τα υπόλοιπα στοιχεία; Τα συναισθήματα και οι σκέψεις του ήρωα δεν μπορούν να αποδοθούν σε μια ταινία τόσο όσο σε ένα μυθιστόρημα, πράγμα που το διαπιστώσαμε πολύ έντονα στην «Περιφρόνηση» του Μοράβια. Το ίδιο και το δοκιμιακό τμήμα που ενυπάρχει σχεδόν σε κάθε μυθιστόρημα, και προπαντός όταν αυτό εκφέρεται από ένα τριτοπρόσωπο αφηγητή.
  Και με την περιγραφή τι γίνεται;
  Θαυμάζουμε την εικαστικότητα της εικόνας στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνικότητα της περιγραφής στη λογοτεχνία, με την μεταφορά συχνά να ξεχωρίζει. Όμως δεν νομίζω να μου άρεσαν οι εικόνες του θερισμού με τον Λέβιν στην κινηματογραφική μεταφορά της «Άννα Καρένινα» περισσότερο από ό,τι στο μυθιστόρημα.
  Μα τι λέω τώρα.
  Η ιστορία με τον Λέβιν είναι μια δεύτερη πλοκή στο μυθιστόρημα, με ελάχιστες διακυμάνσεις, που δεν έχει μεταφερθεί στις κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματος που είδα. Σε ένα σήριαλ αυτό θα ήταν δυνατόν, αλλά δεν έχω υπόψη μου κανένα.
  Τελικά υπάρχει ένα, γυρισμένο το 2017. Θα το δω αν με το καλό ξαναδιαβάσω το μυθιστόρημα.
  Αυτό που δεν θυμόμουνα, ήταν το δεξί βυζί που της χούφτωσε.
 

No comments: