Book review, movie criticism

Monday, February 17, 2025

Στάθης Κουτσούνης, Η τρομοκρατία της ομορφιάς

 Στάθης Κουτσούνης, Η τρομοκρατία της ομορφιάς, Μεταίχμιο 2004  

  Η «Τρομοκρατία της ομορφιάς» του Στάθη Κουτσούνη είναι μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων, ή καλύτερα αισθησιακών ποιημάτων. Βρίσκονται πολύ κοντά στην ποίηση του Κάτουλου, ενός από τους πιο μεγάλους Λατίνους ποιητές, που έγραψε θαυμάσιους ερωτικούς στίχους. Κάποιοι από αυτούς μας είναι γνωστοί από την μελοποίησή τους από τον Καρλ Όρφ, στο δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που έχει τίτλο Catulli Carmina (το πρώτο μέρος, τα Carmina Burana, μας είναι βέβαια πιο γνωστό, αφού ένα από τα τραγούδια του έγινε περίπου ο ύμνος του ΠΑΣΟΚ).

  Η θεματική της ποιητικής αυτής συλλογής του Κουτσούνη ξεκινάει από την ίδια την περιγραφή μιας ερωτικής πράξης («το κουκούτσι») και φτάνει μέχρι ερωτικά σχόλια πάνω σε ηρωίδες της ιστορίας και της μυθολογίας. Στο ποίημα «Ελένη» o Κουτσούνης προεκτείνει το μύθο, παρουσιάζοντας την Ελένη γερασμένη αλλά με αμείωτη τη λαγνεία της, ενώ στην «Πηνελόπη» ανατρέπει το μύθο, παρουσιάζοντάς την απογοητευμένη από τον Οδυσσέα να λαχταρά τους σκοτωμένους πια μνηστήρες. Αποτελεί μια παραλλαγή, ποιητική αυτή τη φορά, της πέμπτης από τις  «Εκδοχές της Πηνελόπης», τη συλλογή διηγημάτων της Αγγέλας Καστρινάκη.

  Στο λυρισμό των αισθημάτων και των αισθήσεων είναι φυσικό να βρίθουν οι μεταφορές, μεταφορές συχνά πολύ πρωτότυπες και ανοίκειες. Η «λευκή ισοπαλία» και «το γκολ» αντλούν τα οχήματά τους από το ποδόσφαιρο.  Και συναντήσαμε επίσης το φαινόμενο μιας αντιστροφής: Ενώ σε μια μεταφορά το όχημα γίνεται για να φωτίσει το μεταφερόμενο, εδώ βλέπουμε το μεταφερόμενο να υπάρχει προσχηματικά για να φωτίσει το όχημα. Ο Κάτουλος για παράδειγμα γράφει: o tue mamule, mame molicule gemina poma. Τα στήθη παρομοιάζονται με δίδυμα μήλα. Ο Κουτσούνης γράφει προσωποποιώντας το παλιό του αυτοκίνητο, το οποίο εκφράζει το παράπονό του που το αφεντικό του το εγκατέλειψε: …΄σάμπως εγώ δεν σ’ έσωσα/ δεν άνοιξα τους αερόσακούς μου/ σαν δυο μεγάλους τρυφερούς μαστούς/ σαν αγκαλιά ερωμένης…

  Όπως γράφει και ο Γιάννης Μανιάτης σε δική του βιβλιοκριτική (www.lexima.gr), ο Κουτσούνης «δεν διστάζει να ενσωματώσει δημώδη ποίηση σε μοντέρνα γραφή». Δεν είναι μόνο το διακείμενο «του γιοφυριού της Άρτας» που χρησιμοποιεί στο ποίημά του «Του γιοφυριού της ποίησης», με κανονικούς δεκαπεντασύλλαβους, για να εκφράσει τη δυσκολία του ποιητή να χτίσει το ποίημα πάνω στην έμπνευση. Κανονικοί ίαμβοι βρίσκονται διάσπαρτοι και σε άλλα ποιήματα όπως (σταχυολογούμε από ένα ποίημα μόνο, το «Καλλιόπη»): (αναφέρεται στις λέξεις) να δεις αν έδεσε καμιά/ όποιες καρπίσουνε με φως/ του φεγγαριού θα τις τρυγάς. Λίγο πιο πριν έχουμε εναλλαγή ίαμβου με τροχαίο: την πέτρα να οργώνεις/ και να σπέρνεις λέξεις.

  Από το ποίημα «αυτάρκεια», ένα quasi χάι κου δίστιχο, αν αφαιρέσουμε τη  λέξη «εγώ», έχουμε επίσης ένα κανονικό δεκαπεντασύλλαβο: (Εγώ) τρέφομαι με το γάλα της/ κι αυτή με το χυμό μου. Ο τίτλος «αυτάρκεια» όμως αποτελεί περίπου ευφημισμό. Ο έρωτας αποτελεί την ολοκληρωτική αναίρεση της αυτάρκειας, πράγμα που το συνειδητοποιεί κανείς επώδυνα στο χωρισμό.

  Δίπλα στην κυρίαρχη θεματική που είναι ο έρωτας υπάρχει η θεματική της ποίησης. Συχνά οι ποιητές αναφέρονται στην τέχνη τους και στην εμπειρία τους ως ποιητές. Το ποίημα είναι το καρδιογράφημα του χρόνου («απεικόνιση») είναι από τις πιο ωραίες μεταφορές που έχουμε συναντήσει για την ποίηση. Στο «ποίημα», ένα άλλο από τα ολιγόστιχά του, διαβάζουμε: Αγέρωχο πάντα διαφεύγει/ μεσ’ απ’ τα χέρια του ποιητή/ το ανέκφραστο. Στα «χάσματα» γράφει: ναι αναγνώστη/ του ποιήματος τα χάσματα/ είναι ταφόπλακες/ για τις θαμμένες λέξεις/ βαθιά μέσα στο σώμα του. Όσο για τις «αναλογίες», είναι ένα ποιητικό δοκίμιο, όπως το χαρακτηρίζει ο Κουτσούνης σε παρένθεση κάτω από τον τίτλο, για τον ποιητή: Ο ποιητής μοιάζει με γερασμένη πόρνη/ που όλο και λιγότεροι/ πελάτες επισκέπτονται.

  Η ποιητική αυτή συλλογή του Στάθη Κουτσούνη αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα της ποιητικής μας παραγωγής των τελευταίων χρόνων. Ποίηση τολμηρή, ποίηση με ανοίκειες εικόνες και μεταφορές, αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη, επαρκούς και ανεπαρκούς.

 

Μπάμπης Δερμιτζάκης

 

  Στάθης Κουτσούνης, Έντομα στην εντατική, Αθήνα, Μεταίχμιο 2008, σελ. 48.

 

     Μετά την Τρομοκρατία της ομορφιάς ο Στάθης Κουτσούνης εκδίδει την τελευταία του ποιητική παραγωγή με τίτλο Έντομα στην εντατική.

     Το πιο συνηθισμένο υφολογικό σχήμα στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση είναι η μεταφορά. Εδώ η μεταφορά βρίσκεται στον τίτλο. Για τον T. S. Eliot ο σημερινός κόσμος είναι μια Έρημη χώρα, για τον Κουτσούνη είναι μια εντατική στην οποία νοσηλεύεται ο σημερινός άνθρωπος σε κρίσιμη κατάσταση. Μια εντατική κάθε άλλο παρά αποστειρωμένη, με έντομα να κυκλοφορούν, κάνοντας έτσι σχεδόν αναπόφευκτη τη μοιραία έκβαση.

     Ο ασθενής βρίσκεται σε καταστολή; Κάθε άλλο. Έχει συνείδηση της κατάστασής του. Είναι γεμάτος φόβο («Το καρτέρεμα») και φρίκη («Βδέλλα»), ενώ ταυτόχρονα κατακλύζεται από ενοχές («Εγκώμιον») και τύψεις («Το λεπίδι», «Δαίδαλος»), λέξεις με τις οποίες τελειώνουν τα σε παρένθεση ποιήματα σφραγίζοντάς τα. Λέξεις που βρίσκονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα υπάρχουν κι άλλες, όπως «φέρετρο», «λείψανο», «κλάμα», «μοιρολόι» κ.ά. Η λέξη «τρόμος» απαντάται, μόνο στο ποίημα «Καταβύθιση», τρεις φορές, και μια φορά το συνώνυμο «τρομάρα».

     Ο Κουτσούνης σπρώχνει το υπαρξιακό άγχος στα έσχατα όριά του με σουρεαλιστικές εικόνες πρωτότυπης σύλληψης. Τα όνειρα κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σ’ αυτά τα ποιήματα, χωρίς να ονοματίζονται ως εφιάλτες, όπως π.χ. στα «Ο γαμπρός», «Η λερναία ύδρα», «Η απόδραση», «Η μάχη» κ.ά.

     Η ποίηση του Κουτσούνη χαρακτηρίζεται από μια καβαφική αφηγηματικότητα και διαύγεια. Η επινοητικότητά του δεν βρίσκεται τόσο στο επίπεδο των λέξεων και των φράσεων όσο στις αφηγηματικές συλλήψεις και στην τολμηρότητα των εικόνων.

     Ανάμεσα στα ποιήματά του βρίσκονται και εκείνα τα οποία διακρίνονται για μια ιδιαίτερη οικολογική οπτική. Το αφηγηματικό χαρακτηριστικό σ’ αυτά είναι η αντίστροφη ανάγνωση των καρέ, όπως σε μια ταινία. Το «δερμάτινο» σακάκι ξαναγίνεται ο πάνθηρας από το δέρμα του οποίου φτιάχτηκε, τα χειμωνιάτικα στην ντουλάπα «μια λεοπάρδαλη κι ένα βιζόν» («Η απόδραση») και η πολυθρόνα και η κιθάρα το δένδρο που υπήρξαν κάποτε («Νόστιμον ήμαρ» και «Επιστροφή»). Αυτό σε πρώτη ανάγνωση. Γιατί σε μια δεύτερη ανάγνωση εκφράζουν την ψυχολογική «νοσταλγία της μήτρας», τη νοσταλγία του «Χρυσού αιώνα» ή του Παραδείσου πριν την έκπτωση. Η νοσταλγία αυτή είναι έκφραση μιας απόλυτης απαισιοδοξίας μπροστά σε ένα ζοφερό παρόν, που, δυστυχώς, το βιώνουμε έντονα στις μέρες μας. Το ακριβές της αντίστροφο, η προσμονή της ουτοπίας που συναντούμε στην στρατευμένη ποίηση ή η αναμονή της έλευσης ενός μεσσία, απουσιάζει. Το τέλος των Μεγάλων Αφηγήσεων έχει εκθρέψει την αγωνία μπροστά στο αδιέξοδο της ύπαρξης, έκφραση της οποίας αποτελεί και η ποιητική αυτή συλλογή του Στάθη Κουτσούνη.

     Ο Κουτσούνης είναι αφηγηματικά πρωτότυπος, τόσο στις μεταφορές του όσο και στα σασπένς που δημιουργεί. Το «μεταφερόμενο» το αποκαλύπτει στο τέλος, παίζοντας έτσι με την αφηγηματική αναμονή του αναγνώστη. Στο «Νόστιμον ήμαρ» είναι η πολυθρόνα, το «Ζώον» είναι ο υπολογιστής, ο «Πεινασμένος γάτος» ο κάλαθος των αχρήστων και τα «Κουνάβια» τα παπούτσια. Στο ποίημα «Αυτοπεποίθηση»  είναι ιδιαίτερα επινοητικός, «ζωντανεύοντας» μια σχεδόν νεκρή μεταφορά, αντιστρέφοντάς τη:

 

  ...στις ταράτσες η βλάστηση

  έχει φουντώσει για καλά

  δένδρα μεγαλόκορμα

  με εβένινο φύλλωμα ψηλά

  σαν καμινάδες που καπνίζουν

  πλήθος βλαστοί ευθυτενείς

  με παρακλάδια και ροδάμια

  όπως κεραίες τηλεόρασης

  θάμνοι πλατύφυλλοι σαν ηλιακοί

  αμπελώνες γεμάτοι καρπούς

  όπως απλώστρες με εσώρουχα

  και περιστέρια σαν μανταλάκια

  καμουφλαρισμένα κοτσύφια και τσίχλες

  σπουργίτια και κοκκινολαίμηδες.

 

     Τα σύντομα ποιήματα, είτε σαν έξυπνες μεταφορές είτε σαν αποφθέγματα, είναι από τα πιο ωραία της συλλογής, όπως η «Ταυτότητα»:

 

  Μόνον ό, τι σφραγίζει ο τρόμος

  διαρκεί εις το διηνεκές

 

  και η «Στίξη»:

 

  Κοιτάζομαι γυμνός στον καθρέφτη

 

  γεμάτο το σώμα μου στίγματα

  τύψεις του χρόνου

 

     Με εφέ απροσδόκητου και αντίθεσης τιτλοφορεί ο Κουτσούνης το τελευταίο ποίημα της συλλογής: «Πρόλογος», και με υπότιτλο «διπλό χαϊκού με ουρά»:

 

  Αρπάζει φωτιά

  η μέθη μου προσμένω

  τον Δον Κιχώτη

 

  μια κατακόκκινη

  να παίξουμε οι δυο μας

  παρτίδα σκάκι

 

  μ’ έπαθλο τα μελάνια σου

 

     Εκτός από αφηγηματικός και διαυγής, ο Κουτσούνης είναι επίσης καβαφικά ολιγογράφος. Τουλάχιστον τέσσερα χρόνια απέχει η έκδοση κάθε ποιητικής του συλλογής από την προηγούμενη. Θα θέλαμε η αναμονή για την έκδοση της επόμενης συλλογής του να διαρκέσει λιγότερο, όμως είμαστε σίγουροι ότι έτσι κι αλλιώς θα μας αποζημιώσει.

 

Στάθης Κουτσούνης, Στιγμιότυπα του σώματος, Μεταίχμιο 2014, σελ. 44

 

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

Εξαίσια ερωτική ποίηση, αλλά όχι μόνο

 

  Πριν αρχίσω να γράφω για το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα, πεζογράφου ή ποιητή αδιάφορο, διαβάζω και ό,τι έχω γράψει για τα προηγούμενα βιβλία του. Θέλω να έχω μια εικόνα για τις θεματικές και υφολογικές εμμονές του, για την εξέλιξή του, για τις μετατοπίσεις του. Καθώς αναρτώ τώρα συλλογικά για κάθε δημιουργό στην τρίτη ιστοσελίδα μου (http://www.babisdermitzakiss.eu/) θέλω να είμαι προσεκτικός και να μην πλατειάζω σε επαναλήψεις. Έχοντας γράψει για τις δυο προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Στάθη Κουτσούνη, την «Τρομοκρατία της ομορφιάς» και τα «Έντομα στην εντατική» (τώρα συνειδητοποιώ ένα εφέ παρωνυμίας και μια παρήχηση στον τίτλο), θα παραθέσω την τελευταία παράγραφο από την κριτική που γράψαμε για αυτή τη δεύτερη συλλογή.

«Εκτός από αφηγηματικός και διαυγής ο Κουτσούνης είναι επίσης καβαφικά ολιγογράφος. Τουλάχιστον τέσσερα χρόνια απέχει η έκδοση κάθε ποιητικής του συλλογής από την προηγούμενη. Θα θέλαμε η αναμονή για την έκδοση της επόμενης συλλογής του να διαρκέσει λιγότερο, όμως είμαστε σίγουροι ότι έτσι κι αλλιώς θα μας αποζημιώσει».

Και σ’ αυτή τη συλλογή ο Κουτσούνης είναι αφηγηματικός και διαυγής. Το ότι είναι καβαφικά ολιγογράφος φαίνεται και από το ότι η ευχή μας δεν έπιασε: έξι χρόνια χωρίζουν τα «Στιγμιότυπα του σώματος» από τα «Έντομα στην εντατική». Δεν ήμουν σίγουρος ότι ο καλός θεούλης θα εισάκουε την ευχή μου, όμως ήμουν σίγουρος ότι «έτσι κι αλλιώς» θα μας αποζημίωνε για την όποια καθυστέρηση.

Και μας αποζημίωσε, μπορούμε να το δηλώσουμε από τώρα.

Περίεργο μου φαίνεται που η απαισιοδοξία την οποία εντοπίσαμε στα «Έντομα στην εντατική», εκδομένη το 2008, δεν υπάρχει σ’ αυτή τη συλλογή ποιημάτων, τα οποία ολοφάνερα γράφηκαν μέσα στην κρίση. Ή μήπως δεν θα έπρεπε να μου φαίνεται περίεργο; Ο ποιητής διαφέρει από τον κοινό θνητό (ο βιβλιοκριτικός όχι και τόσο).

Τρεις κύριες θεματικές εντοπίσαμε σ’ αυτή τη συλλογή. Ο έρωτας που κυριαρχούσε στην πρώτη καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος. Και εδώ επίσης ο έρωτας δεν είναι μόνο αίσθημα, αλλά πρωτίστως αίσθηση, κυρίως σωματική: ο έρωτας, ως κορυφαίο στιγμιότυπο του σώματος. Οι τρεις «σωματογραφίες» με τα σαν χάι κου ποιήματα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές.

«Στην πηγή των μηρών σου

τσακάλι ξανθό καθρεφτίζεται

με στόμα ανοιχτό και διψασμένο» (σελ. 20) και

«Το κορμί σου στα χέρια μου ζύμη

φτιάχνω τρύπες και χάνομαι μέσα τους» (σελ. 15).

Τολμηρές μεταφορές και κανονικά μέτρα (εδώ έχουμε τον ανάπαιστο) κυριαρχούν σε πάρα πολλούς στίχους αυτής της συλλογής. Στο «εν αναμονή», ερωτικό ποίημα, έχουμε έναν κανονικό αμφίβραχυ στον τελευταίο στίχο: «στη στίλβη της άδηλης όψης σου» (σελ. 17). Και, παρεμπιπτόντως, έναν δικό μου κανονικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο πριν την παράθεσή του. Φυσικά γράφηκε ασυνείδητα. Υπάρχουν επίσης τρεις ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι μέσα στα ποιήματα του Κουτσούνη αλλά, όπως το συνηθίζουμε, θα τους αφήσουμε για το τέλος. 

Η αυτοαναφορικότητα είναι κάτι δεδομένο στην ποίηση, και σ’ αυτή την συλλογή καταλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα. Ο Κουτσούνης αυτοπροσωπογραφείται, αυτοαναλύεται, και αναφέρεται σε βιώματα και εμπειρίες που τον καθόρισαν. Στο «Ραβδί» διαβάζουμε:

«Δεν είμαι εκείνος που ήμουν

ούτε και θα ’μαι αυτός που είμαι

 

πάντα μια Κίρκη αδιάκοπα

μ’ ακουμπάει με το ραβδί της» (σελ. 22).

Επίσης στην «Ουτοπία»:

«Η αιωνιότητα με ζαλίζει

 

μες στης φθοράς την αγκαλιά

μ’ ασφάλεια το χρόνο μου θηλάζω» (σελ. 23).

Και βέβαια δεν είναι σολιψιστής, το «εκτός» αποτελεί ένα διαρκές ερέθισμα, είτε ως «άλλος» είτε ως «περιβάλλον», αστικό ή επαρχιακό, στο οποίο εντάσσεται και αυτό που έχουν τραγουδήσει οι ποιητές, σε παλιότερες, ρομαντικές εποχές, ως φύση.

Παραθέτουμε την «Άνοιξη».

«Ανοίγει ο καιρός

 

η μέρα χαράζει

φρεσκοπλυμένο ασπρόρουχο

τεντωμένο στο σκοινί

 

και παρακεί

στην αγκαλιά της σκόνης

λαγοκοιμάται ο άνεμος» (σελ. 18).

Και ένα ακόμη απόσπασμα, από την «Επαρχία».

«Γεροντοκόρη με ωραίες ρυτίδες

κι ένα σωρό εξώγαμα

στων άστεων τα κάτοπτρα χτενίζεται

και περιμένει αλλοπαρμένη τον γαμπρό

πίσω απ’ τις νταλίκες…

 

κι όταν την πιάνει απελπισία

δαιμονισμένη όρνιθα

τινάζοντας από πάνω της ψείρες

 

τα παιδιά της» (σελ. 27).

Στην «Ψηλοτάκουνη γόβα», ποίημα εμπνευσμένο μάλλον από τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, διαβάζουμε:

«Κοιτάζεται θλιμμένη στον καθρέφτη

και δοκιμάζει άπληστα

ψηλοτάκουνη γόβα τη ματαιότητα» (σελ. 24).

Σχεδόν πάντα σε κάθε συλλογή υπάρχει και ο λόγος για τον ποιητή και την ποίηση. Στη «Μεταφυσική» διαβάζουμε:

«Αγωνιά η σελίδα την πένα

σαν γυναίκα ερεθισμένη

για τη στύση του εραστή της

 

το ποίημα τρέμει

μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες

και μείνει αγέννητο

 

όπως πουλί μαδημένο το φτέρωμά του

λαχταρά το κορμί ο έρωτας» (σελ. 9).

  Για τις ευφάνταστες μεταφορές του Κουτσούνη έχουμε αναφερθεί και στις προηγούμενες βιβλιοκριτικές μας.

Διαυγής, τολμηρός, ερωτικός, πρωτότυπος, ο Στάθης Κουτσούνης είναι ένας από τους καλύτερους νεοέλληνες ποιητές. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους αναγνώστες, γιατί θα το απολαύσουν όσοι το διαβάσουν.

Και κλείνουμε, όπως πάντα, με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε στη συλλογή.

Κατάγυμνο κρεμότανε απ’ τα κλαριά το κρύο (σελ. 10)

Όταν σ’ ακούω να έρχεσαι παλεύω με το χρόνο (σελ. 33)

Την επομένη αντίκριζε το μάτι πικραμένο (σελ. 35)

 

No comments: