Book review, movie criticism

Sunday, June 9, 2024

Αλέκος Σακελλάριος, Τα κίτρινα γάντια (1960)

 

Αλέκος Σακελλάριος, Τα κίτρινα γάντια (1960)

 


  Μου τη σύστησε ο φίλος μου ο Παναγιώτης και είπα να τη δω.

  Οι ελληνικές κωμωδίες των sixties με φέρνουν πίσω στα παιδικά μου χρόνια, τότε που τις έβλεπα στο θερινό κινηματογράφο του χωριού μου, το cine ΑΣΤΕΡΙΑ. Πιθανόν την είδα τότε, αλλά πού να θυμάμαι.

  O Νίκος Σταυρίδης είναι ένας ζηλιαρόγατος (ευκαιρία να δω και την ομώνυμη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα). Παθολογικά ζηλιάρης, ζηλεύει όσο δεν παίρνει την Μάρω Κοντού.

  Για κάτσε, μήπως του δίνει ερείσματα για να ζηλεύει;

  Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Άλλο το να ζηλεύω τη γυναίκα μου και άλλο να υποπτεύομαι ότι…

  Τη ζηλεύεις όταν είναι όμορφη και φοβάσαι μήπως…

  Την υποπτεύεσαι από κάποιες ενδείξεις, είτε είναι όμορφη είτε όχι, ότι μπορεί να έχει γκόμενο.

  Ο Σταυρίδης είναι ζηλιάρης, όμως κάποιες συμπτώσεις του δίνουν ερείσματα να υποπτεύεται.

  Ο Φωτόπουλος παραμονεύει έξω από το σπίτι του, όμως όχι για τη γυναίκαι του αλλά για την υπηρέτρια.

  Μια φίλη της της ζητάει να της δανείσει ένα φόρεμά της για να συναντήσει τον αγαπημένο της. Της δίνει και τα κίτρινα γάντια, ένα από τα οποία έχει ένα λεκέ.

  Η υπηρέτρια λέει ψέματα για την άρρωστη θεία της, για να πάρει άδεια, την οποία η Μάρω Κοντού της τη δίνει ευχαρίστως.

  Θα δούμε και τον Παντελή Ζερβό. Στο καφέ του, στους Αγίους Θεοδώρους, θα καταλήξουν τα δυο ζευγάρια. Σ’ αυτό το καφέ δουλεύει και ο Γιάννης Γκιωνάκης σαν μπακαλόγατος, σε μια εξαιρετική ερμηνεία.

  Έλα όμως που και ο Σταυρίδης θα πάει στους Αγίους Θεοδώρους, και θα βρεθεί στο ίδιο καφέ, στο πάτωμα του οποίου έχουν πέσει τα γάντια της γυναίκας του;

  Δεν μιλάμε πια για ζήλια αλλά για βεβαιότητα.

  Και βέβαια θα δούμε αρκετά απολαυστικά επεισόδια μέχρι να ξεκαθαρίσει το πράμα.

  Είδαμε και τη τρόμπα του φλιτ, για τα κουνούπια.

  Ο, δεν θυμάμαι ποιος ήταν, παραγγέλνει μια λεμονάδα.

  -Με λεμόνι; Ρωτάει ο Γκιωνάκης.

  Όχι γιατί είναι χαζός, έτσι έλεγαν τότε και τη γκαζόζα. Έπρεπε να διευκρινίσεις αν ήθελες λεμονάδα με λεμόνι ή χωρίς λεμόνι, δηλαδή γκαζόζα. Η γκαζόζα έκανε μια δραχμή, η γκαζόζα μιάμιση. Εμείς, φτωχοί πιτσιρικάδες, παραγγέλναμε λεμονάδα χωρίς λεμόνι.

  Θα αναρωτιέστε ποια είναι η βαθμολογία της στο ΙΜDb.

  7,8.

  Ε, ας βάλω κι εγώ ένα οκτάρι.

  Πού να φανταστώ ότι η υπηρέτρια ήταν η Μάρθα Βούρτση, που την ήξερα μόνο στις ταινίες με τον Ξανθόπουλο, με τα δάκρυα να τρέχουν κορόμηλο από τα μάγουλά της.

  Και έλεγα, μα τι ωραία που παίζει.

  Τη Νίκη Λινάρδου την ήξερα σαν όνομα (η φίλη της), όμως δεν θα την αναγνώριζα, δεν την είχα δει σε πολλές ταινίες για να τη θυμάμαι. Διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι έγινε γυναίκα του Σακελλάριου.

No comments: