Book review, movie criticism

Friday, June 21, 2024

Jack London, O Ασπροδόντης

 

Jack London, O Ασπροδόντης (μετ. Πόλη Μοσχοπούλου), Εκδόσεις Αναστασιάδη, 1977, σελ. 234

 


  Στην ταινία «Fremont», που προβάλλεται τώρα στους κινηματογράφους, είδαμε τον ψυχίατρο να διαβάζει αποσπάσματα από τον «Ασπροδόντη» στην Ντόνια. Ε, να μην τον διαβάσουμε κι εμείς;

  Η αρχή του μυθιστορήματος μας αφήνει ανυποψίαστους.

  Βλέπουμε δυο άντρες με έξι σκυλιά που σέρνουν ένα έλκηθρο. Χιονισμένο τοπίο. Τους περικυκλώνουν οι λύκοι. Μια λύκαινα, που όμως κατά το ήμισυ είναι σκύλα και έχει ζήσει με ανθρώπους, δεν φοβάται τη φωτιά. Πλησιάζει τα σκυλιά. Αυτά την ακολουθούν ελπίζοντας σε ζευγάρωμα. Τα παρασύρει και τα τρώνε οι λύκοι.

  Και ο ένας από τους δυο άντρες θα φαγωθεί, καθώς απομακρύνεται για να αποτρέψει ένα σκυλί να ακολουθήσει τη λύκαινα.

  Ο άλλος την γλιτώνει την τελευταία στιγμή, όταν καταφτάνει μια ομάδα με έλκηθρο και σκυλιά, πράγμα που κάνει τους λύκους να απομακρυνθούν.

  Και η αφήγηση εστιάζει τώρα στη λύκαινα και στον μονόφθαλμο λύκο.

  Ο οποίος κάποια στιγμή θα σκοτωθεί.

  Η λύκαινα γεννάει πέντε κουτάβια.

  Όμως μόνο ο Ασπροδόντης θα επιζήσει.

  Η εύρεση τροφής είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, τόσο για τα άγρια ζώα όσο και για τους ανθρώπους. Οι γέροι και αδύνατοι ινδιάνοι θα πεθάνουν. Σκυλιά θα φαγωθούν.

  Ο Ασπροδόντης κάποια στιγμή θα ξεκοπεί από τη μάνα του. Πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του, και δεν είναι καθόλου εύκολο. Θηρευτές καραδοκούν παντού.

  Θα καταλήξει σε έναν ινδιάνικο καταυλισμό.

  Το αφεντικό του, χωρίς να είναι ιδιαίτερα σκληρό, τον κτυπάει σε κάθε παράπτωμα. Τα σκυλιά, βλέποντας πως είναι λύκος, δεν τον συμπαθούν καθόλου. Και ένας νεαρός σκύλος, της ηλικίας του περίπου, του κάνει τη ζωή πατίνι.

  Το αφεντικό του θα ξοδέψει όλα τα χρήματα που κέρδισε πουλώντας γούνες στους χρυσοθήρες αγοράζοντας «νερό της φωτιάς», όπως το θυμάμαι από τα κλασικά εικονογραφημένα.

   Όχι, δεν πουλάει τον Ασπροδόντη.

   Όταν του τελειώσουν τα χρήματα θα αναγκασθεί να τον ανταλλάξει με ποτό.

  Το καινούριο του αφεντικό, ένας κακάνθρωπος, τον βάζει σε σκυλομαχίες. Κερδίζει από τα στοιχήματα.

  Πάντα σκοτώνει τα σκυλιά ο Ασπροδόντης, αλλά μέχρι πότε θα του χαμογελούσε η τύχη;

  Το μπουλντόκ τον έχει σχεδόν τελειωμένο.

  Τον σώζει ο Scott, «ένας από τους περίφημους ειδικούς ορυχείων».

  Μαζί του είναι και ο Matt, στενός συνεργάτης του.

  Απ’ αυτούς θα γνωρίσει την αγάπη ο Ασπροδόντης.

  Και σιγά σιγά θα αποβάλει τον βίαιο χαρακτήρα του.

  Στο τέλος θα σώσει και τη ζωή του πατέρα του αφεντικού του από έναν δραπέτη. Αυτός ο δραπέτης είναι μια διπλοτυπία του Ασπροδόντη. Η αστυνομία μαγείρεψε την ενοχή του, ο δικαστής που δεν γνώριζε τη σκευωρία τον καταδίκασε, όμως αυτός δεν το ήξερε και ζητούσε να τον εκδικηθεί. Κατά τον Λόντον, που προλαβαίνει τον  Watson και τον  F.B.Skinner, όπως ο Ντοστογιέφσκι προλαβαίνει τον Φρόιντ (Ο «Ασπροδόντης» εκδόθηκε το 1906 ενώ το «Behaviorism» του Watson το 1914) πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν γεννιέται, γίνεται. Θεωρώ απίθανο να είχε διαβάσει τον Παυλώφ.

  Η δική μου αντίληψη;

  Δεν έχετε παρά να διαβάστε την εισήγησή μου σε ένα συνέδριο: «Nature and Culture, an unresolved polarity. The case of Aggression».

  Στην αρχή το βιβλίο δεν μου άρεσε. Αυτές οι γεμάτες βία σκηνές με απωθούσαν. Αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν αναγκαίες για να δούμε τη μεταστροφή του Ασπροδόντη.

  Και επειδή με απωθούσαν, θα δω μόνο μια κινηματογραφική μεταφορά, αυτή του Randal Kleiser (1991).

  Ξέχασα, η πλοκή τοποθετείται γύρω στο 1898, όταν είχε καταλάβει τους αμερικάνους ο πυρετός του χρυσού.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.

  «Κάπου κάπου έριχνε μια κλεφτή, φοβισμένη ματιά στον κύκλο των λύκων που τον κοίταζαν με προσμονή και τον χτυπούσε σαν κεραυνός η διαπίστωση ότι το υπέροχο αυτό κορμί, η ζωντανή του σάρκα, δεν ήταν παρά ένα κομμάτι κρέας, ένας στόχος πεινασμένων αγριμιών που θα την κομμάτιαζαν με τ' αδηφάγα τους δόντια, για να συντηρηθούν, όπως συντηρούσαν αυτόν τα ελάφια και τα κουνέλια που έτρωγε για να ζήσει».

  Ο άνθρωπος, λέει, βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Όμως όχι πάντα.

  «Το ταίρι του τον κοίταζε με αγωνία. Κάθε τόσο έβγαζε μικρά γρυλίσματα και, καμιά φορά,

όταν της φαινόταν ότι την πλησίαζε πολύ, το γρύλισμα δυνάμωνε και γινόταν κοφτό

ουρλιαχτό. Από δική της πείρα δεν είχε ανάμνηση τέτοιου γεγονότος. Αλλά το ένστικτό της,

που ήταν η πείρα όλων των μαμάδων των λύκων, της ξυπνούσε μια ανάμνηση μπαμπάδων

λύκων που είχαν φάει τα νεογέννητα, ανήμπορα παιδιά τους. Κι ήταν τόσο έντονος ο φόβος

της, ώστε την ανάγκασε να εμποδίσει το Μονόφθαλμο να πλησιάσει πιο κοντά και να

επιθεωρήσει τα νεογνά που είχε σπείρει».

  Το ήξερα αυτό για τις γάτες, οι γάτοι τρώνε τα αρσενικά μικρά για να έχουν λιγότερους ερωτικούς ανταγωνιστές.

  «Μια μέρα ο Ασπροδόντης απάντησε ένα νεαρό λύκο, αποστεωμένο από την πείνα. Αν δεν

ήταν κι ο ίδιος πεινασμένος, θα είχε πάει μαζί του για να συναντήσει τελικά την αγέλη της

φυλής του. Έτσι όπως είχαν όμως τα πράγματα, στρίμωξε το νεαρό λύκο, τον σκότωσε και τον έφαγε».

  Μην εκπλήσσεστε. Και ο Καζαντζάκης γράφει για την ανθρωποφαγία στη Ρωσία στο «Τόντα Ράμπα»:

 «Έπρεπε να περνάς μεσοστρατίς. Γιατί άντρες πεινασμένοι και γυναίκες πεινασμένες παραφύλαγαν πίσω από τις πόρτες κι έριχναν σκοινοθηλιές. Τράβαγαν από το λαιμό τους απρόσεκτους περαστικούς, τους τράβαγαν γρήγορα μέσα στην αυλή και τους έτρωγαν» (σελ. 256)».

  Θυμάμαι σε ένα ντοκιμαντέρ μια γριά να λέει ότι οι γείτονές της έφαγαν τον εγγονό της. Αυτά την περίοδο του μεγάλου λοιμού στην Ουκρανία, την περίοδο της βίαιης κολεκτιβοποίησης από τον Στάλιν, κάπου αρχές της δεκαετίας του ’30.

  «Δεν πήγε άδικα που γεννήθηκε σε απόμερη φωλιά κι έδωσε τις πρώτες του μάχες με το

λαγόποδο, το κουνάβι και τον αγριόγατο. Και δεν πήγε άδικα που πικράθηκε ακόμα

περισσότερο στα μικράτα του από την καταδίωξη του Lip-lip κι ολόκληρης της αγέλης των

κουταβιών. Αν είχε γίνει διαφορετικά, θα ήταν κι αυτός διαφορετικός. Αν δεν είχε υπάρξει ο

Lip-lip, θα είχε περάσει τα μικράτα του με τα υπόλοιπα κουτάβια, θα είχε γίνει πιότερο

σκύλος και θα είχε συμπαθήσει τους σκύλους. Αν ήταν τρυφερός και στοργικός ο Γκρίζος

Κάστορας, θα είχε βυθομετρήσει τα μύχια της φύσης του Ασπροδόντη και θα είχε φέρει στην επιφάνεια κάθε λογής καλές ιδιότητες. Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ο πηλός του

Ασπροδόντη δουλεύτηκε ώσπου να γίνει αυτό που έγινε, δύστροπος και μοναχικός,

ασυγκίνητος και σκληρός, εχθρός ολόκληρης της φυλής του».

  Έπρεπε να τον συμπαθήσουμε. Δεν έφταιγε αυτός αλλά το περιβάλλον που μεγάλωσε.

  «Προηγουμένως, ο Ασπροδόντης ήταν μόνο εχθρός της φυλής του και μάλιστα άσπονδος

εχθρός. Τώρα έγινε εχθρός των πάντων και πιο άσπονδος παρά ποτέ. Ήταν τόσο μεγάλο το

μαρτύριό του, ώστε μίσησε τυφλά και χωρίς την παραμικρή λογική. Μισούσε την αλυσίδα

που τον κρατούσε δεμένο, τους ανθρώπους που τον κοίταζαν μέσα από τις χαραμάδες της

μάντρας, τα σκυλιά που συντρόφευαν τους ανθρώπους και του γρύλιζαν με μοχθηρία για την ανημπόρια του. Μισούσε ακόμα και το ξύλο της μάντρας που τον περιόριζε. Αλλά πρώτο, τελευταίο και πάνω απ’ όλα μισούσε τον Όμορφο Smith».

  Όμορφος κατ’ ευφημισμό. Ήταν αυτός που τον έριχνε στις σκυλομαχίες.

  «Μιλούσε στον Ασπροδόντη με πρωτόγνωρο τρόπο. Μιλούσε απαλά, καθησυχαστικά, με μια τρυφερότητα που, με κάποιο τρόπο, κάπου άγγιξε την ψυχή του. Παρά τη θέληση και παρά τα κεντρίσματα του ενστίκτου του, ο Ασπροδόντης άρχισε να έχει εμπιστοσύνη σε τούτο το θεό. Ένιωθε μια ασφάλεια που διέψευδε όλες τις εμπειρίες του με τους ανθρώπους».

  Αρχίζει η μεταστροφή του Ασπροδόντη. Όμως μόλις στο τελευταίο τέταρτο του βιβλίου, μέχρι τότε πρέπει να υποστούμε τις περιγραφές βίαιων σκηνών.

  Είδαμε και την ταινία.

  Υπάρχουν διαφορές στην πλοκή.

  Και βέβαια δεν μπορεί να αποδώσει την εσωτερική εστίαση του μυθιστορήματος, πώς νοιώθει ο Ασπροδόντης κάθε στιγμή.

  Τη θέση του Scott καταλαμβάνει ο Τζακ, ήδη από την αρχή της ταινίας, που πάει στο ορυχείο του πατέρα του. Θα συναντήσει τους δυο άντρες με τους έξι σκύλους. Θα γίνουν τρεις. Ο ένας θα φαγωθεί από τους λύκους, όπως είπαμε, όμως οι άλλοι θα σωθούν από τους άνδρες που καταφτάνουν.

  Τη θέση του Matt καταλαμβάνει αργότερα ο Alex. Μαζί θα ψάξουν για χρυσάφι.

  Και θα βρουν.

  Η μεγάλη αλλαγή στην πλοκή, προς το καλύτερο πιστεύω, είναι ότι ο Τζακ δεν ακολουθεί τον Άλεξ που με τη γυναίκα του πάνε στο Σαν Φρανσίσκο, στο ξενοδοχείο του πατέρα του, στο οποίο του προτείνει να τον κάνει συνεταίρο. Προτιμά να μείνει στην άγρια φύση, δουλεύοντας το ορυχείο, χρυσορυχείο, όνομα και πράγμα, συντροφιά με τον Ασπροδόντη.

  Εντυπωσιακά επεισόδια:

  Μια αρκούδα επιτίθεται στον Τζακ, αλλά σώζεται χάρη στην παρέμβαση του Ασπροδόντη.

  Ο πάγος σπάζει κάτω από τα πόδια του Τζακ και σώζεται χάρη στους φίλους του.

  Ο κακάνθρωπος ο Σμιθ με δυο φίλους του επιτίθενται στην καλύβα που μένουν ο Τζακ και ο Άλεξ. Θα κατατροπωθούν, καθώς θα τους επιτεθεί ο Ασπροδόντης και στη συνέχεια οι δυο άντρες. Δέσμιοι θα οδηγηθούν στην πόλη, στην αστυνομία.

  Εξαιρετικοί στις ερμηνείες τους ο Ethan Hawke σαν Τζακ και ο Klaus Maria Brandauer σαν Άλεξ.

  Επί τη ευκαιρία λέω να ξαναδώ τον «Mephisto» του István Szabó, για τρίτη φορά, για να γράψω. Εξαιρετικός σ’ αυτήν ο Klaus Maria Brandauer.

  Και ένα ακόμη: τη μουσική υπογράφει ένας Basil Poledouris.

  Ίσως υπάρχει μακρινή συγγένεια.

 

 

   

No comments: