Book review, movie criticism

Friday, June 21, 2024

Paul Auster, Το ημερολόγιο του χειμώνα

 

Paul Auster, Το ημερολόγιο του χειμώνα (μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), Μεταίχμιο 2013, σελ. 272

 


  Ας το γράψω ακόμη μια φορά.

  Μου αρέσουν οι βιογραφίες.

  Όμως περισσότερο μου αρέσουν οι αυτοβιογραφίες.

  Το «Ημερολόγιο του χειμώνα» είναι μια αυτοβιογραφία, την οποία έγραψε ο Πωλ Όστερ το 2012, στα εξηνταπέντε του χρόνια.

  Όπως και το πρώτο του βιβλίο, «Η επινόηση της μοναξιάς» που διαβάζω τώρα, δεν έχει συστηματικό χαρακτήρα (σε αντίθεση με τα δικά μου «αυτοβιογραφικά αποσπάσματα» που είναι θεματικά, όπως και η αυτοβιογραφία που έγραψα όταν ήμουν είκοσι χρονών, από την οποία ανάρτησα το «Φίλοι και παιχνίδια»).

  Πριν αρχίσω να παραθέτω αποσπάσματα θα γράψω για τη γενική εντύπωση που μου προκάλεσε.

  Ο Όστερ γράφει στο στυλ «ροή συνείδησης». Του έρχονται στο νου επεισόδια από τη ζωή του και τα καταγράφει, τα οποία έχουν χαλαρή ή καμιά σύνδεση μεταξύ τους.

  Υφολογικά, βλέπουμε το εφέ της απαρίθμησης, τεράστιο, που πάει μαζί με το εφέ της μακροπεριόδου.

  Πέρασε δύσκολη ζωή στα νιάτα του, συγκρίνοντάς τη με τη δική μου. Μετά βέβαια, όταν έγινε διάσημος συγγραφέας οι όροι αντιστράφηκαν.

  Το μόνο συστηματικό μέρος που βλέπω σ’ αυτή την αυτοβιογραφία είναι η καταγραφή των σπιτιών όπου έζησε. Ποτέ δεν έζησα εγώ σε τόσο άθλια σπίτια. Μου έδωσε όμως την ιδέα για το 15ο αυτοβιογραφικό μου απόσπασμα, τα σπίτια όπου έζησα.

  Επίσης δεν είναι η τυπική αυτοβιογραφία. Είναι μια αφήγηση με αποδέκτη τον εαυτό του, που της δίνει ένα χαρακτήρα de profundis.

  Δεν γράφει μόνο για επεισόδια κομβικά στη ζωή του, αλλά και για επεισόδια που του έμειναν στη μνήμη, όπως τότε που έψαχναν εναγωνίως να βρουν ταξί, ή όταν του κάρφωσε ένα ψαροκόκαλο στο λαιμό.

  Και τώρα τα αποσπάσματα.

  «Ποτέ δεν σ’ ενδιέφερε η εξωτερική εμφάνιση μιας κοπέλας, το ζήτημα ήταν πάντα το φως που ανακάλυπτες μέσα της, η σπίθα της μοναδικότητας, η λάμψη του αποκαλυπτόμενου εαυτού».

  Να που διαφέρουμε.

  Εμένα με ενδιαφέρουν και τα δυο.

  «Ναι, πίνεις πάρα πολύ και καπνίζεις πάρα πολύ».

  Ο Πολ Όστερ πέθανε στις 30 Απριλίου 2024 από καρκίνο του πνεύμονα. Θα μπορούσα να γράψω ένα μακρύ κατάλογο από άτομα, μανιώδεις καπνιστές, που πέθαναν από καρκίνο του πνεύμονα.

  «Και τα οφέλη που αντλείς από το οινόπνευμα και τον καπνό σου χρησιμεύουν σαν δεκανίκια για να κρατάς όρθιο τον σακατεμένο εαυτό σου και να κινείσαι μέσα στον κόσμο».

  Εγώ έχω άλλα δεκανίκια, αλλά δεν τα λέω. Ποτέ δεν κάπνισα, και το ποτό δεν μου άρεσε ποτέ, και ας μέθυσα κάποιες φορές στα νιάτα μου, παρασυρμένος από παρέες, σε ταβέρνες.

  «Ο φίλος σου ο Σπίγκελμαν – ο πιο θεριακλής που γνώρισες ποτέ -, οπότε κάποιος τον ρωτά γιατί καπνίζει, απαντά: Γιατί γουστάρω να καπνίζω».

  Μου θύμισε κάτι ανάλογο από τον «Καπετάν Μιχάλη».

  -Βρε συ, δεν βαρέθηκες όλο να πίνεις, να πίνεις, να πίνεις;

  -Κι εσύ δεν βαρέθηκες όλο να μην πίνεις, να μην πίνεις, να μην πίνεις;

  «…εφόσον αυτή τη στιγμή της ζωής σου η μεγαλύτερη φιλοδοξία σου είναι να μεγαλώσεις και να γίνεις πυροσβέστης, μια δουλειά που θεωρείς την ηρωϊκότερη στη γη…».

  Εγώ πάλι, σ’ αυτή την ηλικία, ήθελα να γίνω αγροφύλακας, άτομο με εξουσία. Ο αγροφύλακας ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας, μας κυνηγούσε για να μας πάρει τις σφεντόνες.

  «Οι δύσκολες στιγμές στις οποίες βρέθηκες κατά τη διάρκεια της ζωής σου, οι στιγμές της απόγνωσης στις οποίες ένιωθες την επείγουσα, αδήριτη ανάγκη να αδειάσεις την κύστη σου και δεν είχες στη διάθεσή σου τουαλέτα, οι φορές που βρέθηκες παγιδευμένος στην κίνηση, για παράδειγμα, ή καθισμένος στον υπόγειο, σε ένα βαγόνι κολλημένο ανάμεσα

σε δυο σταθμούς, κι εκείνη η μόνη έγνοια να καταφέρεις να κρατηθείς. Αυτό είναι το οικουμενικό δίλημμα που δεν συζητά κανείς ποτέ, αλλά όλοι το αντιμετώπισαν κάποια στιγμή, όλοι το έχουν ζήσει».

  Εγώ δεν το αντιμετώπισα κάποια στιγμή, το αντιμετώπιζα σε όλη μου τη ζωή. Ήταν αδύνατο να κρατηθώ πάνω από μια ώρα. Στα διαλείμματα έτρεχα πάντα στην τουαλέτα, σαν μαθητής δεν είμαι σίγουρος, αλλά σαν καθηγητής το θυμάμαι πολύ καλά. Τώρα βέβαια με τον προστάτη και το διουρητικό, δεν το συζητάω.

  «…η πρώτη κρίση πανικού στη ζωή σου, η οποία σου συνέβη δύο μέρες μετά τον θάνατο της μητέρας σου, και την οποία ακολούθησαν μερικές ακόμα τις αμέσως επόμενες μέρες».

  Ευτυχώς εγώ δεν έχω πάθει κρίση πανικού και ελπίζω να μην πάθω ποτέ. Όσο για το θάνατο της μητέρας μου, έχω να πω ότι τη μέρα της κηδείας, κάπου 11.30 το βράδυ, πήγα στο νεκροταφείο και κάθισα για κανένα μισάωρο στο μνήμα της, έχω γράψει σχετικά στο διήγημα "Requiem". Επίσης την έβλεπα για κανένα εξάμηνο στον ύπνο μου. Πέθανε 71 ετών, όταν εγώ ήμουν 29.

  «Ήταν εξήντα έξι χρονών…Εκείνος πέθανε στο κρεβάτι κάνοντας έρωτα με τη φιλεναδίτσα του, ένας υγιής άντρας που η καρδιά του έπαψε να λειτουργεί ανεξήγητα».

  Αυτός ήταν ο πατέρας του.

  Ο θείος μιας παλιάς μου φίλης, αδελφός της μητέρας της, πέθανε με τον ίδιο τρόπο στα σαράντα του.

  Και πολλοί άλλοι.

  Όμως σίγουρα δεν ήταν υγιείς, είχαν πρόβλημα καρδιάς και δεν το ήξεραν.

  «Το φιλί στο στόμα όμως δεν αποτελεί μέρος της δουλειάς, γιατί οι πόρνες δεν φιλούν τους πελάτες τους…».

  Κάποιους όμως ναι.  

  Αυτή ήταν η Βαλέρια (καλή της ώρα, εύχομαι να το ξεπεράσει, να μην της κάνει μετάσταση).

  Μόλις είχε έλθει στην Ελλάδα, δεν ήξερε ελληνικά, και ξαφνικά ήταν ενθουσιασμένη που βρήκε ένα πελάτη με τον οποίο μπορούσε να μιλήσει.

  Ουκρανή αυτή, ήξερε ρώσικα.

  «Μέχρι τη χρονιά της αποφοίτησής σου το 1969, δύο παιδικοί σου φίλοι είχαν πεθάνει από υπερβολική δόση».

  Ακούτε τα.

  «Τώρα που τελείωσες το τρίτο φλιτζάνι καφέ, βάζεις άλλο ένα, το οποίο, όπως προκύπτει, είναι και το τελευταίο, το μοιραίο. Η επίθεση αρχίζει ταυτόχρονα από το εσωτερικό και το εξωτερικό, μια ξαφνική αίσθηση πίεσης από την ατμόσφαιρα γύρω σου, λες και μια αόρατη δύναμη προσπαθεί να σε σπρώξει μέσα στην πολυθρόνα και να σε χτυπήσει στο πάτωμα, ταυτοχρόνως όμως νιώθεις και μια εξωπραγματική ελαφρότητα στο κεφάλι σου, ένα ιλιγγιώδες κουδούνισμα στα τοιχώματα του κρανίου σου, και εντωμεταξύ το εξωτερικό εξακολουθεί να σε πιέζει προς τα μέσα, ενώ το εσωτερικό σου αδειάζει, γίνεται όλο πιο σκοτεινό και άδειο σαν να πρόκειται να λιποθυμήσεις. Τότε ο σφυγμός σου επιταχύνεται, νιώθεις την καρδιά σου που προσπαθεί να εκραγεί μέσα στο στήθος σου και, ύστερα από μια στιγμή, δεν υπάρχει πια αέρας στους πνεύμονές σου, δεν μπορείς πια να ανασάνεις. Τότε σε κυριεύει ο πανικός, τότε το κορμί σου παύει να λειτουργεί και σωριάζεσαι στο πάτωμα. Ξαπλωμένος ανάσκελα, νιώθεις ότι το αίμα δεν κυλά στις φλέβες σου και

σιγά σιγά τα μέλη σου γίνονται τσιμέντο. Και τότε αρχίζεις να ουρλιάζεις. Τώρα πια είσαι φτιαγμένος από πέτρα και καθώς κείτεσαι εκεί στην τραπεζαρία, μαρμαρωμένος, με ανοιχτό το στόμα, ανίκανος να κινηθείς ή να σκεφτείς, ουρλιάζεις από τρόμο καθώς περιμένεις πως το κορμί σου θα βουλιάξει στα βαθιά μαύρα νερά του θανάτου».

  Έχω διαβάσει για τις κρίσεις πανικού. Έχεις λέει την αίσθηση ότι πεθαίνεις. Πρώτη φορά βλέπω όμως περιγραφή της κρίσης από κάποιον που την έχει περάσει.

  «…η αξιοσημείωτη ικανότητα όταν ήσουν τριών να βρίσκεις τη μάρκα και το μοντέλο κάθε αυτοκινήτου που έβλεπες στο δρόμο…».

  Εγώ, αντίθετα, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για μάρκες και μοντέλα. Ξέρω τα τρία που αγόρασα και ελάχιστα άλλα. Ξέρω επίσης ότι η μηχανή μου τετρακοσάρα steed μοιάζει με Harley Davidson, με έχουν ρωτήσει πολλές φορές αν είναι Harley.

  «Βέβαια ακόμη έβρεχες το κρεβάτι σου…».

  Εγώ δεν το έβρεχα, το έβρεχε ένας φίλος μου.

  Εδώ μοιάζουμε στο ότι δεν έχω κι εγώ ενδοιασμούς να βγάζω στα fora πράγματα από τη ζωή μου που άλλοι δεν θα τα έβγαζαν.

  «Φοβία…για τα αεροπλάνα…».

  Η μητέρα του αυτή.

  Παρά την οικονομική στενότητα που είχαμε τότε, στείλαμε το γιο μας εκδρομή με το σχολείο του στην Αίγυπτο, ήταν τρίτη Γυμνασίου. Λέω, αν ταξιδέψει μια φορά με αεροπλάνο μπορεί να μην αποκτήσει αυτή τη φοβία που ξέρω ότι την έχουν πολλοί, ανάμεσά τους και δυο φίλοι μου.  

  «Σκηνοθετημένη από τον Ρούντολφ Ματέ το 1950, η ταινία έχει τίτλο D.O.A.22, τη συντομογραφία dead on arrival που χρησιμοποιεί η αστυνομία και σημαίνει νεκρός κατά την άφιξη».

  Στη συνέχεια δίνει μια εκτενή περίληψη της πλοκής.

  Θα τη δω, παρά το σπόιλερ.

  Αυτό είναι ένα τελευταίο εκτενές απόσπασμα, δείγμα μακροπεριόδου και απαρίθμησης, μπορείτε να το παραλείψεται. Πιο πριν να πω μόνο ότι είχα δεν είχα, αυτοβιογραφήθηκα κι εγώ σ’ αυτή την κριτική μου, κάτι που κάνω συχνά.

  «Τώρα, όταν σκέφτεσαι το διάστημα που πέρασες σ’ εκείνο το μέρος, αυτό που σου ξανάρχεται πρώτο στο μυαλό είναι η ατμόσφαιρα, οι μυρωδιές του θυμαριού και της λεβάντας που αναδίνονταν ολόγυρά σου όποτε περπάταγες στα χωράφια γύρω από το σπίτι, η αρωματισμένη ατμόσφαιρα, η ρωμαλέα ατμόσφαιρα όποτε φυσούσε ο αέρας, η αποχαυνωτική ατμόσφαιρα όταν ο ήλιος χαμήλωνε στην κοιλάδα και τότε οι σαύρες και οι σαλαμάνδρες ξεμύτιζαν από τις σχισμές στις πέτρες για να πάρουν έναν υπνάκο στη ζέστη, κι έπειτα η ξεραΐλα και η τραχύτητα της υπαίθρου, τα γκρίζα, ηφαιστειακά πετρώματα, το λευκό ασβεστώδες έδαφος, το κοκκινόχωμα σε κάποια μονοπάτια και σε μερικά σημεία του δρόμου, οι σκαραβαίοι στο δάσος που έσπρωχναν τεράστιους σβόλους από κοπριά, οι καρακάξες που εφορμούσαν στα χωράφια και τα γειτονικά αμπέλια, τα κοπάδια των προβάτων που περνούσαν από το λιβάδι ακριβώς πίσω από το σπίτι, εκατοντάδες πρόβατα μαζεμένα όλα μαζί, να τραβούν μπροστά και τα κουδούνια τους να ηχούν, η βιαιότητα του μαΐστρου, οι ανεμοθύελλες που κράταγαν τρεις μέρες χωρίς διακοπή, τραντάζοντας κάθε παράθυρο, κάθε πόρτα και κάθε ξεκολλημένο κεραμίδι, τα κίτρινα φρύγανα που σκέπαζαν τις λοφοπλαγιές την άνοιξη, οι ανθισμένες αμυγδαλιές, οι θάμνοι του δενδρολίβανου, οι κατσιασμένες βελανιδιές με τους ροζιασμένους κορμούς τους και τα ιριδίζοντα φύλλα, ο παγερός χειμώνας που σας ανάγκασε να κλείσετε τον πρώτο όροφο του σπιτιού και να μείνετε στα τρία δωμάτια του κάτω πατώματος, δύο από τα οποία ζεσταίνονταν με μια ηλεκτρική σόμπα το ένα και με τζάκι το άλλο, τα ερείπια του παρεκκλησιού στον κοντινό γκρεμό όπου σταματούσαν οι Ναΐτες ιππότες στο ταξίδι που έκαναν για να πολεμήσουν στις Σταυροφορίες, τα παράσιτα που έκανε το ξεψυχισμένο τρανζιστοράκι σου μέσα στη νύχτα για δυο βδομάδες καθώς προσπαθούσες να πιάσεις Φρανκφούρτη, για να ακούσεις από τα δελτία ειδήσεων των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων τον αγώνα μπέιζμπολ Μετς εναντίον Σινσινάτι για το εθνικό πρωτάθλημα, τον αγώνα Μετς εναντίον Όκλαντ για το παγκόσμιο πρωτάθλημα, κι έπειτα η χαλαζοθύελλα που σκεφτόσουν τις προάλλες, οι παγωμένες πέτρες που σφυροκοπούσαν την κεραμοσκεπή και έλιωναν πάνω στο χορτάρι γύρω από το σπίτι, όχι τόσο πλατιές όσο οι μπάλες του μπέιζμπολ, αλλά σαν μπάλες του γκολφ».

 

No comments: