Book review, movie criticism

Saturday, August 18, 2012

Του τάφου, 26η ιστορία, Το γατάκι



Του τάφου, 26η ιστορία, Το γατάκι

  Η Αριάδνη είναι μητέρα της συγχωρεμένης της θειας μου της Μαρίκας της Μαρμαρέλη και αδελφή του παππού μου του Γιάννη του Ζωγραφάκη, από την οικογένεια των «λόρδων» για την οποία έχω γράψει στην 7η ιστορία, «Και άλλο στοίχημα».
  Η θεία αυτή είχε μια καταπληκτική ικανότητα να σκαρώνει ρίμες, και ήταν εξαιρετικά ετοιμόλογη στις στιχουργικές της απαντήσεις. Η θεια μου η Αντιγόνη, η πεθερά του ξαδέλφου μου του Κωστή που τις ιστορίες του πατέρα του και του αδελφού του διηγηθήκαμε στην προηγούμενη ιστορία μας, είναι τώρα ενενήντα δυο χρονών, αλλά με καταπληκτική μνήμη. Θυμόταν μαντινιάδες με τις οποίες μοιρολόγησε η μάνα μου τη γιαγιά μου όταν πέθανε, πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια. Μου τις είπε πέρυσι, τις έγραψα, τις αντέγραψα στον υπολογιστή και κάπου τις έχω φυλαγμένες.
  Θυμήθηκε και ένα δείγμα από τις στιχουργικές ικανότητες της θειας της Αριάδνης.
  Ένας νεαρός που τη φλέρταρε της λέει:
  «Όταν θ’ ακούσεις πεταλιά, κι αλόγου χαλινάρι
  θάρρειε πως είναι ο Νικολής, κι έρχεται να σε πάρει».
  Μου είπε και το επώνυμο του Νικολή: Παπαδάκης.
  Και αυτή απαντάει:
  «Αγάλια αγάλια θα σου πω, σιγά σιγά ένα λόγο
  να βάλω τα παπούτσα μου και σου κλουθώ ντελόγο» (αμέσως).
  Η θεια όμως δεν ήταν μόνο στιχοπλόκα και ετοιμόλογη, αλλά και άφοβη. Και εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν φοβόντουσαν ούτε τους τούρκους, ούτε τους κλέφτες (κοιμόντουσαν με τα κλειδιά στην πόρτα), ούτε τις πεθερές: φοβόντουσαν τα φαντάσματα. Και ο μόνος τρόπος για να αποδείξει κανείς ότι δεν φοβάται τα φαντάσματα ήταν να πάει νύχτα στο νεκροταφείο. 
   Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Διαβάζοντας το αυτοβιογραφικό «Στα ξένα χέρια» του Μαξίμ Γκόρκι, μαθαίνω ότι ο μεγάλος αυτός ρώσος συγγραφέας, όταν ήταν παιδί, κοιμήθηκε ένα βράδυ στο νεκροταφείο για να κερδίσει ένα στοίχημα.
  Έτσι λοιπόν και η θεια η Αριάδνη, έβαλε στοίχημα με τις φίλες της να πάει νύχτα στο νεκροταφείο. Όχι, αυτή δεν θα έφερνε ένα αντικείμενο όπως ο ανιψιός της ο Μανώλης, ο αδελφός της μητέρας μου («7η ιστορία, και άλλο στοίχημα»), ούτε όπως η νύφη του αδελφού της («16η ιστορία, Η μάξι φούστα»), ούτε όπως ο χωριανός μου το Γιωργιό («23η ιστορία, Το καπάκι»), αυτή θα άφηνε ένα αντικείμενο («6η ιστορία, το στοίχημα»). Και το αντικείμενο που θα άφηνε ήταν ένα μαντίλι, που θα το τύλιγε σε έναν σταυρό σε ένα μνήμα, όποιον ήθελε εκείνη.
  Ξεκινάει λοιπόν το βράδυ από το σπίτι για το νεκροταφείο. Όμως ένα χαριτωμένο γατάκι που είχε, που την υπεραγαπούσε και που το υπεραγαπούσε, την πήρε από πίσω, σαν σκυλάκι.
  Δεν το έδιωξε. Το άφησε να την ακολουθήσει.
  Πηγαίνει στο νεκροταφείο. Το νεκροταφείο ήταν απεριποίητο, και όπως το εγκαταλελειμμένο νεκροταφείο στην 13η ιστορία, «Ο λάκκος», ήταν γεμάτο χόρτα. Και τι χόρτα, πανύψηλα, σίγουρα τα περισσότερα μολόχες. Περπατάει με προσοχή στα τυφλά, βλέπει ένα τάφο μπροστά της, βγάζει το μαντήλι και το δένει στο σταυρό, όμως… Πού είναι το γατάκι;
  Το γατάκι είχε χαθεί μέσα στα χόρτα. Ψάχνει να το βρει. 
  Εκείνη την ώρα καταφτάνουν και οι φίλες της, που είχαν σχέδιο να την τρομάξουν. Αρχίζουν να πετάνε πέτρες μέσα στο νεκροταφείο. Η θεια μου άφοβη, κατάλαβε ότι δεν ήταν οι νεκροί που την πετροβολούν, αλλά οι προκομμένες οι φιλενάδες της που ήθελαν να την τρομάξουν. –Κακομοίρες μου, τους φωνάζει, αν φάει καμιά πέτρα το γατάκι και σκοτωθεί, θα σας ξεμαλλιάσω.  (Παρεμπιπτόντως, και τον Γκόρκι όταν ξενύχτησε στο νεκροταφείο πήγαν οι φίλοι του και του πετούσαν πέτρες για να τον τρομάξουν).
  Δεν είχε νόημα να συνεχίσουν το πετροβόλημα αφού τις κατάλαβε, γύρισαν σπίτι. Περνώντας από το καφενείο τις ρωτάνε.
  -Μόνες σας είστε; Πού είναι η Αριάδνη;
  -Ψάχνει το γατάκι στο νεκροταφείο.
  Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, όμως υπάρχει ακόμη ένα μίνι σασπένς.
  Το βρήκε  τελικά το γατάκι;
  -Ναι, το βρήκε, μου λέει η θεια μου η Αντιγόνη.
  Έτσι είμαστε εμείς στο σόι, ατρόμητοι. Εγώ μπορεί να φοβάμαι μήπως χρεοκοπήσουμε, μήπως γυρίσουμε στο ευρώ, μήπως δεν πάρω το εφάπαξ, όμως τα φαντάσματα δεν τα φοβάμαι. Το έχω αποδείξει. Έχω πάει και εγώ νύχτα στο νεκροταφείο, χωρίς στοίχημα όμως. Την ιστορία την έχω γράψει σε ένα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Το Φραγκιό» (εκδόσεις ΑΛΔΕ 2010, σειρά metroαναγνώσματα). Δεν είναι αστεία ιστορία για να την συμπεριλάβω και στη σειρά «Του τάφου». Όσοι δεν έχετε κτυπηθεί πάρα πολύ από την κρίση, μπορείτε να αγοράσετε αυτή τη συλλογή. Όσοι αδυνατείτε λόγω της κρίσης, μπορείτε να διαβάσετε αυτή την ιστορία διαδικτυακά. Την έχω αναρτήσει στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Λέξημα» (http://www.lexima.gr). Έχει τίτλο Requiem.

2 comments:

Δάφνη Χρονοπούλου/ Daphne Chronopoulou said...

Ατρόμητος και εξασκών την αρχαία τέχνη της ειρωνίας...
Τις χάρηκα τις ιστορίες..

Babis Dermitzakis said...

Χαίρομαι Δάφνη που σου άρεσαν και σε ευχαριστώ που μου το είπες