Book review, movie criticism

Tuesday, February 18, 2020

Τζακ Λόντον, Το κάλεσμα της άγριας φύσης



Τζακ Λόντον, Το κάλεσμα της άγριας φύσης (μετ. Θανάσης Κατσικερός), Γράμματα 1991, σελ. 126

  Είχα δει την ταινία και ήθελα πάντα να διαβάσω και το μυθιστόρημα. Τώρα δόθηκε η ευκαιρία με αφορμή την προβολή της ταινίας.
  Δεν είναι και πολλά τα μυθιστορήματα που ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένα ζώο, ακόμη και στα παιδικά. Εδώ κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας σκύλος, ο Μπακ.
  Ζούσε μια άνετη ζωή μέσα στο πλουσιόσπιτο, μέχρι που ένας από το υπηρετικό προσωπικό, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, τον έκλεψε και τον πούλησε. Από τότε αρχίζουν οι περιπέτειές του. Θα φάει ξύλο, θα ζευτεί στο έλκηθρο, θα παλέψει άγρια με άλλα σκυλιά, για να γνωρίσει επί τέλους την αγάπη από το τελευταίο του αφεντικό, ένα χρυσοθήρα. Όμως αυτές οι ταλαιπωρίες είχαν ξυπνήσει τα άγρια, προγονικά του ένστικτα, τόσο απαραίτητα στον αγώνα για την επιβίωση μέσα στην άγρια φύση.
  Άγριο μυθιστόρημα, δεν μου άρεσε καθόλου, και βέβαια και για το unhappy end. Θα ήθελα ο Μπακ να ζήσει με το καινούριο του αφεντικό, εισπράττοντας και ανταποδίδοντας αγάπη μέχρι το θάνατό του. Όμως οι κακοί ινδιάνοι… Απαράλλακτα όπως στα καουμπόικα. Ας μην ξεχνάμε ότι το μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε το 1900, όταν το Τζων Γουέην ήταν ακόμη αγέννητος.
  Πριν προχωρήσω στη σύγκριση με την ταινία να παραθέσω κάποια αποσπάσματα.
  «Τη νύχτα είχε χιονίσει κι η τρύπα του ήταν εντελώς σκεπασμένη. Το χιόνι τον πίεζε απ’ όλες τις μεριές κι ένα κύμα φόβου φούσκωσε μέσα του – ο φόβος του αγριμιού στην παγίδα. Ήταν ένα σημάδι ότι ξαναγυρνούσε πίσω μεσ’ απ’ τη δική του ζωή στη ζωή των προγόνων του· γιατί εκείνος ήταν ένας πολιτισμένος σκύλος, ένας υπερβολικά πολιτισμένος σκύλος που, μη ξέροντας από παγίδες, δεν φοβόταν κιόλας» (σελ. 27).
  Ο δρόμος για την επιστροφή στην άγρια φύση έχει ανοίξει μπροστά του.
  «Κι όταν τις παγωμένες νύχτες σήκωνε τη μουσούδα του στ’ αστέρια κι ούρλιαζε σαν λύκος, ήταν οι πεθαμένοι πρόγονοί του που έστρεφαν τη μουσούδα στ’ αστέρια και ούρλιαζαν μέσα απ’ τους αιώνες και μέσα απ’ αυτόν» (σελ. 33).
  Γιατί αυτό μου θύμισε τον Καζαντζάκη;
  «Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ· πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου» (Ασκητική).
  Πάντως δεν μου φαίνεται πολύ πιθανόν να πρόκειται για κρυπτομνησία, να είχε δηλαδή διαβάσει το βιβλίο αυτό του Τζακ Λόντον.
  «Βαθιά μέσα στο δάσος ακουγόταν ένα κάλεσμα, και κάθε φορά που το άκουγε, έτσι μυστηριακά συναρπαστικό και θελκτικό, ένιωθε την ανάγκη να γυρίσει την πλάτη του στη φωτιά και το πατημένο χώμα ολόγυρά της, να τρυπώσει στο δάσος και να προχωρήσει στο άγνωστο, δίχως να ξέρει γιατί· κι ούτε αναρωτιόταν γι’ αυτό, άκουγε μόνο το προστακτικό κάλεσμα που ερχόταν απ’ την καρδιά του δάσους» (σελ. 90).
  The call of the wild.
  «-Δεν θα ’θελα με τίποτα στον κόσμο που να ’μαι ο άνθρωπος που θ’ άπλωνε χέρι πάνω σου, με τον Μπακ από κοντά, δήλωσε ο Πιτ δείχνοντας με το κεφάλι του το σκυλί.
  -Μα το Θεό, συμφώνησε ο Χανς, ούτε κι εγώ» (σελ. 91-92).
  Και θυμήθηκα το παρακάτω ανέκδοτο.
  Πηγαίνει ο διάβολος και βρίσκει το Θεό.
  -Τα ’μαθες Θεέ; Αυτό που έγινε είναι απαράδεκτο, κάτι πρέπει να κάνουμε. Ο γιος σου τα ’φτειαξε με την κόρη μου.
  -Ας στο διάβολο.
  -Μα το Θεό.
  Τελικά καμιά σύγκριση με την ταινία. Πήγα στο Ιντεάλ σήμερα το πρωί για τη δημοσιογραφική προβολή, κλειστό. Θυμήθηκα την απεργία. Έτσι λοιπόν αναρτώ χωρίς τη σύγκριση, την οποία ίσως κάνω αν δω την ταινία. Είπα, σκληρό βιβλίο, για πρώτη φορά θα κάνω εξαίρεση, δεν θα δω και δυο τρεις άλλες ταινίες-μεταφορά του μυθιστορήματος του Τζακ Λόντον που έχουν γυριστεί.