Ιωάννης Καποδίστριας (1944)
Τελικά διαπιστώνω
ότι τις εμμονές του Καζαντζάκη μόνο διαβάζοντας τα θεατρικά του έργα μπορείς να
τις συνειδητοποιήσεις πλήρως. Η λιτότητα των επεισοδίων που υπαγορεύουν οι
θεατρικές συμβάσεις τις κάνει πιο ανάγλυφες.
Μια κύρια εμμονή του
Καζαντζάκη, που δεν φαίνεται τόσο στα μυθιστορήματά του, είναι ο απελπισμένος
αγώνας του τραγικού ήρωα και η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει τον
αναπόφευκτο θάνατό του, αξιοπρέπεια που του απαγορεύει να τον αποφύγει, να
τρέξει να σωθεί. Εδώ συναντάμε την υπαρξιακή «επιλογή» του Σαρτρ: επιλέγουμε
την ουσία που θα δώσουμε στην ύπαρξή μας. Και η ελευθερία μας συνίσταται
ακριβώς σ’ αυτή την επιλογή και όχι στις «αυθαίρετες πράξεις», τις actes gratuites του
Καμύ. Ο υπεράνθρωπος μένει και αγωνίζεται, αντιμετωπίζοντας ατάραχος το
αναπόφευκτο της μοίρας. Τα ανθρωπάκια το βάζουν στα πόδια.
«Δεν είναι η Μοίρα
παντοδύναμη·
η ψυχή ’ναι
του ελεύτερου, του αγνού κι απελπισμένου ανθρώπου!» (σελ.
121).
Για να
εικονογραφήσει αυτή την «εμμονή» του ο Καζαντζάκης προβαίνει και σε ιστορικές
αυθαιρεσίες. Εν τάξει, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αντιμετώπισε ο Νικηφόρος
Φωκάς τους δολοφόνους του με αξιοπρέπεια ή όχι, όμως αδυνατούμε να πιστέψουμε
ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας όδευε στην εκκλησία περιμένοντας το θάνατό του,
προειδοποιημένος. Ο Καζαντζάκης τον παρουσιάζει όπως θα παρουσιάσει λίγο
αργότερα το Χριστό στον «Τελευταίο Πειρασμό»: πιστεύοντας πως ο θάνατός του θα
είναι χρήσιμος για την Ελλάδα, οδεύει θαρραλέα να τον συναντήσει.
«Στο σύμφωνο με την
Ελλάδα, όπου έχω βάλει
τη βούλα μου με το Θεόν εγγύη,
μπήκεν η ρήτρα ετούτη, πρώτη, Θοδωράκη:
«Αν τύχει κι είναι χρήσιμος, μπορεί, μια μέρα
ο θάνατός σου στην πατρίδα, Καποδίστρια,
να πεθάνεις!» Υπόγραψα, κι ως τίμιος άντρας
είμαι έτοιμος την ’πογραφή μου να τιμήσω.
Εδώ βλέπουμε ότι ο
Καζαντζάκης με λεκτικές ακροβασίες προσπαθεί να μείνει πιστός στον ιαμβικό
δεκατρισύλλαβο, κάτι που δεν έκανε στις πρώτες του τραγωδίες. Να σημειώσουμε
ακόμη ότι το μέτρο των χορικών είναι επίσης ο ανάπαιστος, και πάλι με
ανισοσύλλαβους στίχους.
Και ένα τελευταίο
απόσπασμα:
«Σιχάθηκα τους Έλληνες· μοχτώ, παλεύω
πονώ και χάνουμε γι’ αυτούς μα δεν τους θέλω·
το αθάνατο το φως μολεύουν της Ελλάδας!» (σελ. 34).
Τι να κάνουμε, αυτός
είναι πάντα ο λαός. Αυτό το κατάλαβε πρώτος και καλύτερος ο Μωυσής, όταν
κατέβηκε από το όρος Σινά.
Εδώ ο Καζαντζάκης
συναντάει τον Νίτσε. Περιφρονεί τον απλό λαό, μόνο η ηρωική προσωπικότητα τον
ενδιαφέρει. Βέβαια στο «Ο Χριστό ξανασταυρώνεται» θα παρουσιάσει μια
προσωπικότητα που προβάλει μέσα από τον απλό λαό, το Μανωλιό. Και ο Καπετάν
Μιχάλης δεν είναι κάποια ιστορική διασημότητα. Όμως στις τραγωδίες του ο
Καζαντζάκης είναι ειδολογικά περιορισμένος.
Ο λαός είναι πάντα
αυτός που είναι, δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά των μεγάλων
προσωπικοτήτων. Οι δημαγωγοί υπάρχουν γιατί υπάρχει ο δήμος. Το αν θα τον
περιφρονήσεις ή θα τον αγαπήσεις δεν εξαρτάται από το λαό, εξαρτάται από εσένα.
Ακόμη και στην άρια φυλή ξεχωρίζουν οι ηγέτες από τις μάζες, γι’ αυτό ο Χίτλερ
είχε δώσει τόση σημασία στην προπαγάνδα, δηλαδή στο παραμύθιασμα του απλού
λαού.
Κάποιοι αγαπούν τον
λαό, κάποιοι τον περιφρονούν. Όποιος κι αν είναι ο λαός, ας τον αγαπούμε, όπως
ο Σολωμός.
Δυστυχισμένε μου
λαέ, καλέ και αγαπημένε.
Πάντοτε ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.

No comments:
Post a Comment