Robert Altman, MASH (1970)
Όπως ξαναείδα την «Κουκλίτσα»
επειδή έπαιζε σ’ αυτήν ο Ελάι Γουόλας τον οποίο είχα θαυμάσει στο «Ο
καλός, ο κακός και ο άσχημος», έτσι ξαναείδα και το «MASH» επειδή σ’ αυτό πρωταγωνιστούσε ο
Ντόναλντ Σάδερλαντ τον οποίο είδα πρόσφατα στα «Δώδεκα
καθάρματα».
Η πλοκή
διαδραματίζεται στην Κορέα, τότε με τον πόλεμο, σε μια υγειονομική μονάδα.
Καινουριοφερμένος χειρουργός ο Ντόναλντ Σάδερλαντ, σε λίγο θα καταφτάσει και ο Elliott Gould. Θα αποτελέσουν ένα
δίδυμο στα τελευταία επεισόδια της ταινίας.
Ξεκαρδιστική κωμωδία,
θυμόμουνα κάποιες σκηνές, όπως αυτή από την οποία παίρνω το frame. Δεν έχει νόημα να τις αφηγηθώ, οι
παλιοί σίγουρα την έχετε δει και θα σας προέτρεπα να την ξαναδείτε. Θα πω μόνο
ότι μου άρεσε το αντικληρικαλιστικό της πνεύμα και το σεξ-χιούμορ της.
Αλλά θα κάνω τρία
σχόλια.
Το πρώτο:
Είναι γνωστό ότι
προσλαμβάνουμε λίγο πολύ διαφορετικά μια ταινία που είδαμε πριν χρόνια. Αυτό
έχει να κάνει με την ηλικία, την ωριμότητα, κ.λπ.
Υπάρχουν όμως και
πιο ειδικοί παράγοντες.
Έβλεπα με κάποια
δυσφορία τις χειρουργικές επεμβάσεις.
Γιατί;
Διότι βρίσκομαι
ανάμεσα σε δυο: μια που έκανα πριν δυόμισι μήνες (αφαίρεση χολής) και μια που
θα κάνω, ελπίζω σε κανένα μήνα (δεξιά βουβωνοκήλη, να μη μείνει παραπονεμένη, γιατί
την αριστερή την έκανα πριν δέκα χρόνια).
Το δεύτερο:
Όλοι έχουν
παρατσούκλια (γουρλομάτης ο Ντόναλντ Σάδερλαντ). Την λοχαγό του υγειονομικού
την έχουν βγάλει «Καυτά χείλη».
Εξοργίζεται που την
φωνάζουν έτσι, και πηγαίνει να διαμαρτυρηθεί στον διοικητή της μονάδας. Ορμάει
στη σκηνή του και τον βρίσκει στο κρεβάτι με μια γυναίκα.
Ανάμεσα στα άλλα του
λέει:
-Άρχισαν να με
φωνάζουν Καυτά Χείλη και τους άφησες να το κάνουν… Αν δεν τους παραδώσεις στη
στρατονομία αυτή τη στιγμή θα παραιτηθώ από την ενεργό υπηρεσία.
-Γαμώτο μου, Καυτά
Χείλη, παραιτήσου από τη βρωμο-υπηρεσία.
Ήμουν μαθητής. Το
παρατσούκλι του ήταν Δυόμισι, και έτσι τον φώναζαν κοροϊδευτικά κάποιοι
μαθητές. Πήγε να διαμαρτυρηθεί στον μαθηματικό μας, τον κύριο Λουλάκη, ότι οι
μαθητές τον κοροϊδεύουν.
Και ο κύριος
Λουλάκης: -Τι ακριβώς σας λένε κύριε Δυόμισι;
Όλη την υπόλοιπη
ημέρα γύριζε την Ιεράπετρα φωνάζοντας: «Ό,τι σκατά είναι οι μαθητάδες είναι και
οι καθηγητάδες».
Και το τρίτο,
διάλογος από τον αγώνα αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Ο επαγγελματίας αθλητής που
έχει προσλάβει ο διοικητής για να νικήσει την αντίπαλη ομάδα, μαύρος – έχει
πέσει και γερό στοίχημα – αρχίζει ξαφνικά να κυνηγάει ένα παίχτη της άλλης
ομάδας. Με το ζόρι τον συγκρατούν, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να τον αποβάλουν από
τον αγώνα.
Μα γιατί;
-Ο μπάσταρδος ο Νο
88 με είπε σκυλάραπα.
-Τι σε είπε;
-Σκυλάραπα.
-Είναι παλιό
επαγγελματικό κόλπο για να σε βγάλουν έξω. Γιατί δεν του κάνεις το ίδιο;
- Τι, να τον πω
σκυλάραπα;
-Όχι, στο στρατόπεδο
μιλούν για την αδελφή του, τη Γκλάντυς... πες κάτι!
Αυτό που δεν
κατάφεραν οι αντίπαλοι το καταφέρνουν αυτοί. Βλέπουμε το νούμερο 88 να τον
κυνηγάει, με αποτέλεσμα να τον βγάλουν από τον αγώνα.
Το έμαθα στο
νοσοκομείο.
Ένας νοσηλευόμενος
αλβανός έβριζε στα αλβανικά. Ο Βαγγέλης δίπλα μου, μάγκας πειραιώτης και
κοσμογυρισμένος, ήξερε τη βρισιά.
-Βρίζει την αδελφή
(του νοσηλευτή που τον ταλαιπωρούσε). Οι αλβανοί βρίζουν την αδελφή και όχι τη
μητέρα όπως κάνουμε εμείς (να μη γράψω τη λέξη).
Πριν τρία χρόνια
διάβασα μια μέθοδο αλβανικών. Η πιο αρχαϊκή γλώσσα, ανάδελφη και αυτή όπως και
η δική μας, έχω γράψει αλλού σχετικά. Όπως και κάποιες άλλες, σλαβικές κυρίως,
δεν τις διάβασα για να τις μιλάω αλλά για να μπορώ να διαβάζω ένα κείμενο,
βρίσκοντας τις άγνωστες λέξεις. Μετέφραζα τότε βιντεάκια από το tiktok και τα αναρτούσα σε
μια ομάδα. Αν με ρωτούσαν πώς λένε την αδελφή αλβανικά δεν θα θυμόμουνα, αλλά
όταν άκουσα τη φράση που είπε και το σχόλιο του διπλανού μου την ταυτοποίησα: motra.