Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Friday, January 17, 2025

Robert Altman, MASH (1970)

 Robert Altman, MASH (1970)

 


  Όπως ξαναείδα την «Κουκλίτσα» επειδή έπαιζε σ’ αυτήν ο Ελάι Γουόλας τον οποίο είχα θαυμάσει στο «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», έτσι ξαναείδα και το «MASH» επειδή σ’ αυτό πρωταγωνιστούσε ο Ντόναλντ Σάδερλαντ τον οποίο είδα πρόσφατα στα «Δώδεκα καθάρματα».

  Η πλοκή διαδραματίζεται στην Κορέα, τότε με τον πόλεμο, σε μια υγειονομική μονάδα. Καινουριοφερμένος χειρουργός ο Ντόναλντ Σάδερλαντ, σε λίγο θα καταφτάσει και ο Elliott Gould. Θα αποτελέσουν ένα δίδυμο στα τελευταία επεισόδια της ταινίας.

  Ξεκαρδιστική κωμωδία, θυμόμουνα κάποιες σκηνές, όπως αυτή από την οποία παίρνω το frame. Δεν έχει νόημα να τις αφηγηθώ, οι παλιοί σίγουρα την έχετε δει και θα σας προέτρεπα να την ξαναδείτε. Θα πω μόνο ότι μου άρεσε το αντικληρικαλιστικό της πνεύμα και το σεξ-χιούμορ της.

  Αλλά θα κάνω τρία σχόλια.

  Το πρώτο:

  Είναι γνωστό ότι προσλαμβάνουμε λίγο πολύ διαφορετικά μια ταινία που είδαμε πριν χρόνια. Αυτό έχει να κάνει με την ηλικία, την ωριμότητα, κ.λπ.

  Υπάρχουν όμως και πιο ειδικοί παράγοντες.

  Έβλεπα με κάποια δυσφορία τις χειρουργικές επεμβάσεις.

  Γιατί;

  Διότι βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο: μια που έκανα πριν δυόμισι μήνες (αφαίρεση χολής) και μια που θα κάνω, ελπίζω σε κανένα μήνα (δεξιά βουβωνοκήλη, να μη μείνει παραπονεμένη, γιατί την αριστερή την έκανα πριν δέκα χρόνια).

  Το δεύτερο:

  Όλοι έχουν παρατσούκλια (γουρλομάτης ο Ντόναλντ Σάδερλαντ). Την λοχαγό του υγειονομικού την έχουν βγάλει «Καυτά χείλη».

  Εξοργίζεται που την φωνάζουν έτσι, και πηγαίνει να διαμαρτυρηθεί στον διοικητή της μονάδας. Ορμάει στη σκηνή του και τον βρίσκει στο κρεβάτι με μια γυναίκα.

  Ανάμεσα στα άλλα του λέει:

  -Άρχισαν να με φωνάζουν Καυτά Χείλη και τους άφησες να το κάνουν… Αν δεν τους παραδώσεις στη στρατονομία αυτή τη στιγμή θα παραιτηθώ από την ενεργό υπηρεσία.

  -Γαμώτο μου, Καυτά Χείλη, παραιτήσου από τη βρωμο-υπηρεσία.

  Ήμουν μαθητής. Το παρατσούκλι του ήταν Δυόμισι, και έτσι τον φώναζαν κοροϊδευτικά κάποιοι μαθητές. Πήγε να διαμαρτυρηθεί στον μαθηματικό μας, τον κύριο Λουλάκη, ότι οι μαθητές τον κοροϊδεύουν.

  Και ο κύριος Λουλάκης: -Τι ακριβώς σας λένε κύριε Δυόμισι;

  Όλη την υπόλοιπη ημέρα γύριζε την Ιεράπετρα φωνάζοντας: «Ό,τι σκατά είναι οι μαθητάδες είναι και οι καθηγητάδες».

  Και το τρίτο, διάλογος από τον αγώνα αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Ο επαγγελματίας αθλητής που έχει προσλάβει ο διοικητής για να νικήσει την αντίπαλη ομάδα, μαύρος – έχει πέσει και γερό στοίχημα – αρχίζει ξαφνικά να κυνηγάει ένα παίχτη της άλλης ομάδας. Με το ζόρι τον συγκρατούν, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να τον αποβάλουν από τον αγώνα.

  Μα γιατί;

  -Ο μπάσταρδος ο Νο 88 με είπε σκυλάραπα.

  -Τι σε είπε;

  -Σκυλάραπα.

  -Είναι παλιό επαγγελματικό κόλπο για να σε βγάλουν έξω. Γιατί δεν του κάνεις το ίδιο;

  - Τι, να τον πω σκυλάραπα;

  -Όχι, στο στρατόπεδο μιλούν για την αδελφή του, τη Γκλάντυς... πες κάτι!

  Αυτό που δεν κατάφεραν οι αντίπαλοι το καταφέρνουν αυτοί. Βλέπουμε το νούμερο 88 να τον κυνηγάει, με αποτέλεσμα να τον βγάλουν από τον αγώνα.

  Το έμαθα στο νοσοκομείο.

  Ένας νοσηλευόμενος αλβανός έβριζε στα αλβανικά. Ο Βαγγέλης δίπλα μου, μάγκας πειραιώτης και κοσμογυρισμένος, ήξερε τη βρισιά.

  -Βρίζει την αδελφή (του νοσηλευτή που τον ταλαιπωρούσε). Οι αλβανοί βρίζουν την αδελφή και όχι τη μητέρα όπως κάνουμε εμείς (να μη γράψω τη λέξη).

  Πριν τρία χρόνια διάβασα μια μέθοδο αλβανικών. Η πιο αρχαϊκή γλώσσα, ανάδελφη και αυτή όπως και η δική μας, έχω γράψει αλλού σχετικά. Όπως και κάποιες άλλες, σλαβικές κυρίως, δεν τις διάβασα για να τις μιλάω αλλά για να μπορώ να διαβάζω ένα κείμενο, βρίσκοντας τις άγνωστες λέξεις. Μετέφραζα τότε βιντεάκια από το tiktok και τα αναρτούσα σε μια ομάδα. Αν με ρωτούσαν πώς λένε την αδελφή αλβανικά δεν θα θυμόμουνα, αλλά όταν άκουσα τη φράση που είπε και το σχόλιο του διπλανού μου την ταυτοποίησα: motra.

Elia Kazan, Η κουκλίτσα (Baby Doll, 1956)

 Elia Kazan, Η κουκλίτσα (Baby Doll, 1956)

 


  Αφού θαύμασα την ερμηνεία του Ελάι Γουόλας στο «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» είπα να ξαναδώ και την «Κουκλίτσα».

  Τον σκηνοθέτη τον βλέπετε στον τίτλο της ανάρτησης, όμως τον σεναριογράφο δεν τον βλέπετε. Είναι ο Τένεσι Ουίλιαμς, που μεταφέρει δυο θεατρικά του έργα.

  Παντρεύτηκε τον πλούσιο, όμως η συμφωνία ήταν να κάνει σεξ μαζί του όταν θα έκλεινε τα 20.

  Θα τα έκλεινε σε λίγες μέρες.

  Φλερτάρει με έναν επιτυχημένο αγρότη, που είναι πρόεδρος του συνεταιρισμού των βαμβακοπαραγωγών. Με δική του πρωτοβουλία ο συνεταιρισμός απόκτησε δικό του εκκοκιστήριο, και οι αγρότες, μέλη του συνεταιρισμού, πήγαιναν πια εκεί το βαμβάκι τους με αποτέλεσμα ο άντρας της κουκλίτσας να έχει οικονομικό πρόβλημα.

  Αυτό είναι το ένα του πρόβλημα, και θα το «λύσει» βάζοντας φωτιά στο εκκοκιστήριο. Το άλλο του είναι το φλερτ του Ελάι Γουόλας με τη γυναίκα του.

  Τώρα δυο σχόλια:

  Το πρώτο:

  Στην «Κουκλίτσα» βλέπουμε το στερεότυπο: όμορφη και χαζή. Αυτό αρέσει στους άντρες. Είναι εύκολο να ρίξουν στο κρεβάτι (το έγραψα περιφραστικά και όχι μονοσύλλαβα) μια όμορφη χαζή παρά μια έξυπνη. Όσο για τις ξανθές χαζές, αυτό το στερεότυπο το διέδωσαν οι γυναίκες με τα ανέκδοτά τους, γιατί στους περισσότερους άντρες (ανάμεσά τους και εγώ) αρέσουν οι ξανθιές.

  Το δεύτερο:

  Ενώ στο «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» θαύμασα την ερμηνευτική δεινότητα του Ελάι Γουόλας εδώ θαύμασα την ερμηνεία του Karl Malden, ο οποίος, όπως διαβάζω τώρα στη βικιπαίδεια, ήταν ηθοποιός θεάτρου. Πίστευα πάντα ότι ένας ηθοποιός θεάτρου αποτελεί εγγύηση για ένα ρόλο στη μεγάλη οθόνη. O σερ Λώρενς Ολιβιέ, που τόσο θαυμάζει ο φίλος μου ο Πολ, ήταν ηθοποιός θεάτρου.  

  7,3 η βαθμολογία της ταινίας.

Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο Πατούχας

 Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο Πατούχας

 


  Είναι η δεύτερη φορά που τον διαβάζω, αν όχι τρίτη.

  Είμαι στο νοσοκομείο για αφαίρεση χολής. Την παραμονή της εγχείρησης, μέσα σε λίγες ώρες, διάβασα τον «Πόνο των άλλων» της Susan Sontag, και εγχειρισμένος, με άσχημη διάθεση, διάβασα σταδιακά τις «Ιστορίες για τον πόλεμο» του Guy de Maupassant. Τον «Πατούχα» δεν μπόρεσα να τον διαβάσω, διάβασα μόνο την αρχή. Τον τέλειωσα χθες.

  Και τον «Πατούχα» και τις «Ιστορίες για τον πόλεμο» τις κατέβασα στο κινητό μου από το https://www.openbook.gr/ , ιστοσελίδα με βιβλία χωρίς copyright, από όπου μπορείτε να τις κατεβάσετε κι εσείς.

  Τον «Πατούχα» τον διάβασε πριν από μένα ο φίλος μου ο Αντώνης – Χρόνια του πολλά, γιορτάζει σήμερα – από τον οποίο τον δανείστηκα κι εγώ. Θυμάμαι που μου έλεγε την πλοκή, και να επαναλαμβάνει στο τέλος τη φράση «Ντα δε σ’ αρέσω εγώ, Μανωλιό;» σκασμένος στα γέλια.

  Ήθελε να κλέψει τη Μαργή, αλλά τον είχε βάλει στο μάτι και η μάνα της.

  Όμως ο «έρωτας» με τη Μαργή ήταν κάτι σαν αντιπερισπασμός. Ήταν τσατισμένος με τον πατέρα και τον αδελφό της Πηγής που δεν τον άφηναν να τη δει, και με τον πατέρα του γιατί δεν επέσπευδε το γάμο.

  Μικρός έφαγε ξύλο από το δάσκαλο, έναν καλόγερο, με αποτέλεσμα να φύγει από το σχολείο και να πάει στο βουνό, να βλέπει τα πρόβατα του πατέρα του. Νεαρός έφηβος πια κατέβηκε στο χωριό, όπου η Σπυριδολενιά του κόλλησε το παρατσούκλι «Πατούχας», γιατί είχε μεγάλες πατούχες. Μπορεί να ήταν πλατυποδία, δεν μας λέει ο Κονδυλάκης.

  Όταν είδε την Πηγή την ερωτεύθηκε, και δεν ήθελε πια να γυρίσει στο βουνό.

  Απολαυστικός ο Κονδυλάκης, με πολύ χιούμορ, το χάρηκα πραγματικά αυτό το μυθιστόρημα.

  Και τώρα αποσπάσματα.

  «…έδιδεν εις τους Τούρκους το συναίσθημα ότι ήσαν οι κύριοι, όχι μεν απόλυτοι και αχαλίνωτοι, όπως προ του 21, αλλά πάντοτε διατηρούντες την υπεροχήν ην έδιδεν εις αυτούς η εξουσία και την υπερηφάνειαν ην είχον εκ παραδόσεως».

  Το πόσο αχαλίνωτοι ήσαν πριν το 21 δεν μπορούσα να το φανταστώ. Μου σηκώθηκε η τρίχα όταν διάβασα το βιβλίο του F.W. Sieber «Ταξιδεύοντας στη νήσο Κρήτη το 1817».

  «Όλοι οι βοσκοί δεν κλέβουν; Σου κλέβουν δέκα πρόβατα· κλέβεις και συ άλλα δέκα ενός άλλου, και αυτός πάλιν άλλα, κι έτσι διατηρείται μια ισορροπία».

  Στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας παρουσίασα το βιβλίο του Michael Herzfeld «The poetics of manhood» (χρόνια αργότερα μεταφράστηκε στα ελληνικά) που έχει σαν θέμα τη ζωοκλοπή.

  «-Και του χρόνου χωρίς κοιλιά! Επρόσθεσεν ο Μουστοβασίλης εκφέρων δια λογοπαιγνίου την ευχήν «χωρίς σκυλιά», δηλαδή χωρίς Τούρκους».

  «Η δε χήρα εξήγησεν ότι στη χώρα δε λένε Μαρούλι αλλά Μαργή· και ότι η κόρη της δεν ήθελε πια να της λένε αυτό το χωριάτικο όνομα».

  Μετά η Μαργή (έτσι έλεγαν και τη θεια μου την Κατροτζανίνα) έγινε Μαρίκα και μετά Μαίρη που τείνει να αντικατασταθεί από το αρχικό, Μαρία.

  «-Όλο βλάβος είνε και καλά θα κάμωμε ν’ απυριάσωμε τσι φασουλιές».

  Το απύρι, από το αρχαίο πυρ και το στερητικό α, φωτιά χωρίς φωτιά, δεν είναι παρά το θειάφι. Το χρησιμοποιούσαμε μαζί με αμωνίες και δεν ξέρω τι άλλα λιπάσματα για να φτιάχνουμε εκρηκτικά μείγματα με τα οποία γεμίζαμε σωλήνες και τους βάζαμε μετά φωτιά.

  Μια από τις παιδικές μου κατσαγανιές: έριξα ένα κάρβουνο σε ένα μεγάλο χάρτινο σακί με απύρι. Θα πάρει φωτιά άραγε;

  Το μετάνιωσα αμέσως.

  Έτρεξα στο «μαγεριό» και φώναξα δυνατά, να με ακούσουν οι γονείς μου «ήβαλα φωτιά στ’ απύρι».

  Και το ’βαλα στα πόδια.  

  «Ανάθεμα που βρη καιρό κι άλλο καιρό ανημένει,

Γιατί ο καιρός τα πράγματα ανάποδα τα φέρνει».

  Προσυπογράφω απόλυτα, και εμένα δεν μου αρέσει να αναβάλω.

  «Καλόγερος θα πα γενώ να σώσω την ψυχή μου – μα δε μ’ αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου».

  Και θυμήθηκα τη μαντινιάδα.

  -Ωρέ κοπέλι κρητικό ειντά ’χεις (ε)τα στη βράκα; -Έχω δυο βόλους ζάχαρη και μια μποτίλια ράκα.

  «Πολλάκις μετά το δείπνον εξήρχετο προς συνάντησιν των ομηλίκων και φίλων του εις τα δώματα ή εις αποσπερίδες, όπου ανεγινώσκετο ο «Ερωτόκριτος» και επροτείνοντο αινίγματα και καθαρογλωσσίδια».

  Και πιο κάτω:

  «-Την στιχομυθίαν έπειτα ηκολούθουν και διεποίκιλλον περιπαθείς περικοπαί του Ερωτόκριτου, μάλιστα δε ο αποχαιρετισμός της Αρετούσας».

  Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα, ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς της στράτα. Τέσσερις μέρες μοναχά μου δωκε ν’ ανημένω, κι ύστερα να ξενιτευτώ, πολύ μακριά να πηαίνω...

  Ακούστε το εδώ με τον Ξυλούρη.

  «-Δε θέλει με το καλό; εσκέφθη. Θα την πάρω με το κακό· θα την κλέψω».

  Νόμιζα ότι η κλεψά γινόταν πάντα με τη θέληση της κοπέλας. Πριν λίγα χρόνια έμαθα, από συζητήσεις, ότι γινόταν και με τη βία. Στο παρατρίχα να κλέψουν τη γιαγιά του φίλου μου του Μιχάλη. Και ποιος; Ο παπάς, που την ήθελε για το γιο του.

  «…και δια μέσου των κλώνων της συκαμυνέας διέκρινεν την Πηγήν».

  Τη λέξη τη συνάντησα για πρώτη φορά σε κάποιο κείμενο του Μυριβήλη. Δεν πρέπει να ήταν η συκιά. Τελικά έμαθα ότι ήταν η μουριά, ή μουρνιά, όπως τη λέγαμε στην Κρήτη. Υπήρχαν δυο στο μονοπάτι που πάω στο σπίτι μου στο χωριό. Τα μούρα ήταν νοστιμότατα, όμως μαζεύονταν σφήκες, και κάποιες με είχαν δαγκώσει. Τις μουριές τις φύτεψαν προπολεμικά, γιατί με τα φύλλα τους τάιζαν τους μεταξοσκώληκες. Μετά που εγκαταλείφθηκε η σηροτροφία τάιζαν τα πρόβατα και τις κατσίκες. Αργότερα οι ιδιοκτήτες τις έκοψαν.

  «Τον πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος κυματώδης και αναπαυτικός σιγανός…».

  Σήμερα πάει ανάποδα. Ο λυράρης ξεκινάει με τον σιγανό και μετά τον πηδηκτό. Τον πηδηκτό τον λέμε τώρα πεντοζάλη και τον σιγανό τον λέμε και σιγανό πεντοζάλη. (Σε μια ιστοσελίδα διαβάζω: ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι το πεντοζάλι λεγόταν παλαιότερα και πηδηχτός).

  «-Φεύγω γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς τη μητέρα ο Μανώλης».

  Οι Αρναούτες διάβασα πιο πριν ή πιο μετά, δεν θυμάμαι, ήταν η αλβανοί χωροφύλακες. Και θυμήθηκα που μας έλεγαν όταν είμαστε μικροί «Κάτσε ήσυχα γιατί θα έλθουν να σε πάρουν οι Αρναούτηδες».

  «Σαν ειν’ τα ύστερα καλά, όλα καλά».

  Το είπα πολλές φορές στον εαυτό μου, τώρα με την εγχείρηση που κάθισα σχεδόν δυο μήνες στο νοσοκομείο: το τέλος να είναι καλά και όλα καλά.

  Στη Λέσχη Ανάγνωσης διαβάσαμε και συζητήσαμε το «Όταν ήμουν δάσκαλος» στην αρχή της πανδημίας, πριν την καραντίνα, live. Μετά οι συζητήσεις μας γίνονταν μόνο διαδικτυακά.

Thursday, January 16, 2025

Jesse Eisenberg, Αληθινός πόνος (A real pain, 2024)

 Jesse Eisenberg, Αληθινός πόνος (A real pain, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Πολλοί συγγραφείς, αλλά και σκηνοθέτες, αυτοβιογραφούνται με τα έργα τους· για την ακρίβεια, βάζουν περισσότερα ή λιγότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στα έργα τους, όπως κάνω και εγώ συχνά μέσα από τις κριτικές μου.

  Για τον Jesse Eisenberg το φαντάστηκα και το επιβεβαίωσα: είναι εβραϊκής καταγωγής με τους γονείς του να έχουν τις ρίζες τους στην Πολωνία και την Ουκρανία.

  Και τώρα δυο λόγια για την πλοκή.

  Δυο ξαδέλφια ταξιδεύουν στην Πολωνία για να δουν το σπίτι της γιαγιάς τους που πέθανε πρόσφατα. Τσακώνονται κάποιες φορές αλλά αγαπιούνται. Είναι διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο David (στο ρόλο του ο Jesse) είναι συγκροτημένος, με οικογένεια, ενώ ο Benji είναι ασταθής χαρακτήρας, παρορμητικός, έχοντας πίσω του μια απόπειρα αυτοκτονίας.  

  Στην Πολωνία θα βρεθούν με ένα γκρουπ, εβραίοι όλοι εκτός από έναν από τη Ρουάντα που ασπάστηκε τον ιουδαϊσμό λόγω της γενοκτονίας. Οι γονείς του ήταν από τους επιζήσαντες της γενοκτονίας των Τούτσι, όπως και η γιαγιά των δυο ξαδελφιών από το στρατόπεδο συγκέντρωσης.

  Ένα σημαντικό μέρος της ταινίας είναι ταξιδιωτικό. Θα δούμε το πιο παλιό νεκροταφείο στην Πολωνία, μια εβραϊκή συνοικία άθικτη από το χρόνο, και ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

  Ο παρορμητικός Benji δημιουργεί προβλήματα, φέρνει σε αμηχανία τον ξεναγό, ο οποίος όμως τον ευχαριστεί για τις παρατηρήσεις του. Προφανώς είναι ο porte-parole του σκηνοθέτη, που εκφράζει κάποιες σκέψεις του για το ζήτημα του ολοκαυτώματος και την αντιμετώπισή του από τους απογόνους των επιζήσαντων, και όχι μόνο.

  Η ταινία μου άρεσε κυρίως γιατί είμαι λάτρης του πραγματικού σε μια αφήγηση, έχω γράψει σχετικά σε μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο.

  7,2 είναι η βαθμολογία της, πολύ καλή.

Luna Carmoon, Μην πετάξεις τίποτα (Ηoard, 2023)

 Luna Carmoon, Μην πετάξεις τίποταoard, 2023)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Ο ελληνικός τίτλος δεν αντιστοιχεί με το περιεχόμενο της ταινίας. Άλλο το να μην πετάς (κι εγώ είμαι ένας από αυτούς, για να πετάξω κάτι πρέπει να είμαι σίγουρος ότι δεν θα το χρειαστώ ξανά) και άλλο το να μαζεύεις ό,τι βρεις από τους σκουπιδοτενεκέδες.

  Ήταν ένας τέτοιος εδώ στη γειτονιά, παρέδωσε τα σκήπτρα σε κάποιον άλλο.

  Τέτοια είναι η Cynthia, η μητέρα της Μαρίας.

  Το σπίτι το είχε κάνει σωστό σκουπιδαριό.

  Αγαπάει πολύ την κόρη της και η κόρη της αυτή, παρόλο που μια φορά αγανάκτησε για τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν.

  Μετά από ένα ατύχημα που τραυμάτισε σοβαρά τη μητέρα της η κοινωνική πρόνοια θα την τοποθετήσει σε ένα σπίτι με ανάδοχους γονείς.

  Εκεί θα την συναντήσουμε, έφηβη πια.

  Το παρελθόν την καταδιώκει.

  Έχει ακουστικές παραισθήσεις, που στο τέλος θα γίνουν οπτικές.

  Ένας νεαρός που είχε φιλοξενηθεί σ’ αυτό το σπίτι θα τις πυροδοτήσει. Θα αναπτύξει αισθήματα γι’ αυτήν, όμως αυτή θα ανταποκριθεί;

  6,6 είναι η βαθμολογία της στο IMDb, που με βρίσκει σύμφωνο. Στην αρχή δεν μου άρεσε καθόλου, μετά όμως έχουμε ένα κρεσέντο με επεισόδια που σε καθηλώνουν.

Tuesday, January 14, 2025

Sergio Leone, O καλός, ο κακός και ο άσχημος (The good, the bad and the ugly, 1966)

 Sergio Leone, O καλός, ο κακός και ο άσχημος (The good, the bad and the ugly, 1966)

 


  «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» είναι η τελευταία ταινία της τριλογίας του Λεόνε, τριλογίας του δολαρίου όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, και η καλύτερη, όπως δείχνει και η βαθμολογία της στο IMDb, 8,8. Την είδα πρώτη, αλλά την ανάρτηση για αυτή την άφησα τελευταία.

  Δεν θα γράψω για την πλοκή, μπορείτε να τη διαβάσετε στον σύνδεσμο της βικιπαίδειας. Θα πω μόνο ότι και οι τρεις τους ψάχνουν να βρουν πού είναι κρυμμένο το σεντούκι με το χρυσάφι.

  Ήθελα όμως να κάνω ένα σχόλιο.

  Λέμε για τον «ήρωα» μιας ταινίας, και όχι για τον κεντρικό χαρακτήρα, παρόλο που ο κεντρικός χαρακτήρας βέβαια, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι ήρωας με την κυριολεκτική σημασία.

  Ο Κλιντ Ίστγουντ εδώ είναι ήρωας.

  Ξεκίνησε την καριέρα του με την τριλογία, για να απογειωθεί στη συνέχεια. Και εξελίχθηκε και σε έναν πολύ καλό σκηνοθέτη. Νέος, ωραίος, ήρωας.

  Αντίθετα ο Ελάι Γουόλας, ο άσχημος, δεν είναι ήρωας. Όμως, ξαναβλέποντας την ταινία, με εντυπωσίασε η εξαιρετική ερμηνεία του. Ήξερα ότι ήταν πολύ καλός ηθοποιός θεάτρου. Θα ξαναδώ την «Κουκλίτσα», όπου κέρδισε το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού.

  Και ένα τελευταίο.

  Απόσπασμα από τη βιογραφία του Clint Eastwood στη βικιπαίδεια: It would be wonderful to talk with my parents again, who are, of course, deceased.

  Το έχω γράψει κάπου.

  Το καλύτερο όνειρο που είδα ποτέ ήταν εγώ, ο πατέρας μου και η μητέρα μου να συζητάμε για καθημερινά πράγματα. Από χρόνια πεθαμένοι.

  Παραλίγο να το ξεχάσω.

  Η εξαιρετική μουσική του Ένιο Μορικόνε, και στις τρεις ταινίες. 

Sergio Leone, Μονομαχία στο Ελ Πάσο (For a few dollars more, 1965)

 Sergio Leone, Μονομαχία στο Ελ Πάσο (For a few dollars more, 1965)

 


  Ας το γράψω εδώ.

  Τον Σεπτέμβριο του 1982 διορίστηκα στην Κάσο. Ήμασταν όλοι κι όλοι οκτώ: εγώ, ο Αθηναγόρας (κατά κόσμο Παραδείσης Βασίλειος), ο Βαγγέλης ο Μαραγκουδάκης, ο Μανώλης ο Γεωργιλαδάκης, ο Γιάννης ο Συγγελάκης (όλοι μας κρητικοί), ο Θοδωρής ο Μπουρνούς από τη Χαλκίδα, ο Νίκος ο Νάνος από την Κέρκυρα και ο Βαγγέλης ο  Χριστοδούλου από την Κύπρο, καλή τους ώρα εκεί που βρίσκονται.

  Κάθε βράδυ σε ταβέρνα, σιχάθηκα το κρασί.

  Εγώ είχα και το autobianchi μου, και τη λύρα μου. Ο Νίκος ο Νάνος είχε φέρει την έγχρωμη τηλεόρασή του. Οι υπόλοιποι ήλθαν μόνο με τις βαλίτσες τους.

  Όπως για τον θρησκευόμενο η Κυριακή είναι μέρα ιερή, έτσι και για μας η Τρίτη.

  Κάθε Τρίτη βράδυ μαζευόμασταν στο σπίτι του Νίκου να δούμε το καουμπόικο που έβαζε η ΕΡΤ 2.

  Στο δεύτερο αυτό μέρος της τριλογίας του Λεόνε έχουμε δυο καλούς και δυο κακούς. Οι καλοί είναι ο Κλιντ Ίστγουντ και ο Λη Βαν Κλιφ, ο οποίος στην επόμενη και τελευταία ταινία της τριλογίας θα είναι ο κακός. Είναι κυνηγοί επικηρυγμένων. Οι κακοί είναι δυο, ένας μικρός και ένας μεγάλος. Ο μικρός είναι ο Κλάους Κίνσκι. Ο μεγάλος είναι, και εδώ σε ρόλο κακού, το Τζιάν Μαρία Βολοντέ.

  Οι κακοί θα πάνε να κλέψουν την τράπεζα του Ελ Πάσο, το τελευταίο και μεγαλύτερο επεισόδιο της ταινίας.

  Δεν θα γράψω την υπόθεση, μπορείτε να τη διαβάσετε στην βικιπαίδεια. Απλώς να πω ότι ο Λη Βαν Κλιφ λέει στον Κλιντ Ίστγουντ ότι τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ θέλει να τον σκοτώσει ο ίδιος.

  Είχαν προσωπικά, το μαθαίνουμε στο τέλος.

  Σε δυο ρολόγια υπάρχει η ίδια φωτογραφία. Το ένα το κρατάει αυτός, το άλλο ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ. Στο καπάκι είναι η φωτογραφία της ίδιας κοπέλας.

  Είναι η αδελφή του. Ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ σκότωσε τον αρραβωνιαστικό της και αυτή αυτοκτόνησε αυτοπυροβολούμενη, παίρνοντάς του το πιστόλι, ενώ αυτός προσπαθούσε να τη βιάσει.

  Βλέπουμε και εδώ το μοτίβο της εκδίκησης που είδαμε και στο δεύτερο remake των «Επτά σαμουράι», με την ιδιαιτερότητα, σε αντίθεση για παράδειγμα με τους «47 ronin» του Κέντζι Μιτζόγκουτσι όπου ξέρουμε από την αρχή για την εκδίκηση, εδώ το μαθαίνουμε στο τέλος.

  Ήταν τόσο ισχυρό το πάθος του για εκδίκηση που ο Λη Βαν Κλιφ άφησε το μερίδιό του (η αμοιβή για τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ) στον Κλιντ Ίστγουντ.

  Για τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ το ήξερα, για τον Λι Βαν Κλιφ το έμαθα διαβάζοντας την βιογραφία του στο βικιπαίδεια: πέθανε 64 μόλις χρονών, από καρδιακό επεισόδιο. Είχε βηματοδότη. Ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ πέθανε και αυτός από καρδιακή προσβολή στη Φλώρινα, κατά τα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα».  

  8,3 η βαθμολογία της, όμως εμένα μου άρεσε περισσότερο το «Για μια φούχτα δολάρια» που είχε 7,9, γιατί ήταν remake του «Γιοτζίνμπο».