Γιάννης Φιλιππίδης, Ο
Απρίλης στάθηκε αλήτης, Άνεμος εκδοτική 2014, σελ. 508
Η παρακάτω βιβλιοκριτική
παρουσιάστηκε στο Λέξημα
Πορτραίτα και καταστάσεις
από τη σύγχρονη ζωή μας παρουσιάζει ο Φιλιππίδης στο καινούριο του μυθιστόρημα
Του Γιάννη Φιλιππίδη έχουμε παρουσιάσει ήδη
δυο βιβλία του, το «Κρατάς μυστικό;» και το «Ζωή με λες». Σειρά έχει σήμερα το μυθιστόρημα «Ο Απρίλης
στάθηκε αλήτης».
Ερωτική είναι η ιστορία που μας αφηγείται και
στο καινούριο του βιβλίο ο Φιλιππίδης, πράγμα που αποτελεί κανόνα και όχι
εξαίρεση στο μυθιστόρημα. Όμως «Η Στέλλα ήταν το πρόσχημα» (παραφράζω τον τίτλο
ενός μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου), το πρόσχημα για να μας παρουσιάσει εξαιρετικά
πειστικά πορτραίτα ανδρών και γυναικών με διάφορα χαρακτηριστικά και ιδιότητες,
και καταστάσεις από τη ζωή που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων
όπως ο έρωτας, η εγκατάλειψη, η τεκνοποιία, ο θάνατος, κ.ά. Η Στέλλα είναι η
κεντρική ηρωίδα.
Ο τεμαχισμός της αφήγησης σε προσημάνσεις και
αναδρομές, αυτό το συνεχές μπροστά-πίσω, οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό το στόχο του
Φιλιππίδη. Παρόλο που έχω συχνά υποστηρίξει ότι το σασπένς είναι από τις
μεγαλύτερες αρετές μιας αφήγησης, ενέχει τον κίνδυνο να εστιάσει ο αναγνώστης
το ενδιαφέρον του στο τι θα γίνει μετά και όχι στο τι συμβαίνει τώρα, με το
ύφος να υποβαθμίζεται άθελά του στη συνείδησή του. Έχω ένα φίλο που συχνά
πηδάει σελίδες, ανυπόμονος να δει το τέλος.
Ικανός προσωπογράφος ο Φιλιππίδης απεικονίζει
με εξαιρετική μαεστρία τους χαρακτήρες του, την υπερπροστατευτική και ανήσυχη
για τις κόρες της μαμά Ζωή, τη Στέλλα που πετώντας με τα φτερά του έρωτα δεν
συγχωρεί την απιστία, και την ατίθαση Ελένη που κάνοντας την επανάστασή της δεν
θα λογαριάζει καθόλου τους γονείς της κάνοντας πάντοτε το δικό της. Κάθε
επανάσταση όμως έχει το τίμημά της. Η επανάσταση αυτή θα της στοιχίσει μια
ερωτική απογοήτευση με σοβαρότατες συνέπειες.
«Η
πληγή της πρώτης απόλυτης για κείνη σχέσης θα κακοφόρμιζε ύπουλα μέσα της,
κινητοποιώντας το αίσθημα του κυνισμού, προσπαθώντας να λειτουργήσει
αυτοπροστατευτικά. Μέσα της, συναισθηματικά, δεν θα εισχωρούσε καμιά αντρική
ψυχή, η ίδια δεν θα το επέτρεπε. Ή ίσως και να μη βρέθηκε κανείς τα επόμενα
χρόνια με αρκετά επιχειρήματα να της αλλάξει την πεποίθηση ότι στις ερωτικές
σχέσεις δεν αξίζει να επενδύεις: πονάει πάντα, πολύ» (σελ. 338-339).
Μπορεί να μας λέγονται από πριν όλα όσα
βρίσκονται κοντά στο τέλος, όπως τη σχέση της Στέλλας με τον μικρότερό της
Βασίλη, όντας χωρισμένη και με ένα γιο, όμως ο Φιλιππίδης το τέλος τέλος δεν
μας το λέει πριν φτάσει, μας το φυλάει σαν end και μάλιστα happy.
Γλαφυρός στην αφήγηση, με ρεαλιστικούς
διαλόγους (ο Φιλιππίδης έχει μαθητεία στο θέατρο), διακρίνεται και για το
χιούμορ του σε όλη τη γκάμα με την οποία μπορεί να εκφραστεί, από την απλή
υποψία έως το ξέφρενο. Να δώσουμε όμως
ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«-Άσε με Ζωή μου, εγώ ζω σ’ ένα όνειρο.
-Σε μια πορνοταινία ζεις,
αλλά δεν σ’ το ’χουμε σφυρίξει, σ’ το κρατάμε για το φινάλε που θα πέσουν οι
τίτλοι.
Ώρες και στιγμές πέταγε πολύ πετυχημένες
ατάκες αυτή η μάνα της, άξια η γκρίνια, σ’ αποζημίωνε με τον καλύτερο τρόπο.
-Ζωή μου, Ζωή μου… ξεκαρδίστηκε η Ελένη, της
άρεσε πολύ να το γυρίζουνε στην πλάκα. Τι μας έκαψες να φάμε;» (σελ. 105).
Και ένα ακόμη απόσπασμα:
«Ανεξάρτητη θα ζούσε καλύτερα και η ίδια αλλά
και οι γονείς της, μιας και δεν θα ’μπαιναν στον πειρασμό να ενοχλήσουν τη ζωή
της, λοξοκοιτώντας ή συμβουλεύοντας λανθασμένα, μιας και μόνα τα ίδια τα παιδιά
όταν μεγαλώνουν πρέπει να στέκονται άξια στις αποφάσεις τους, ακόμα κι αν είναι
άγουρες» (σελ. 280).
Είναι η άποψη που υποστηρίζω σε συζήτηση που
έχω με δυο καλούς μου φίλους για το θέμα.
Και άλλο ένα.
«Η ομορφιά, όμως, θα τους έδειχνε τον τρόπο,
πως στις προσωπικές σχέσεις είναι ίσως καλό να χαλαρώνεις και ν’ απολαμβάνεις
σωπαίνοντας, όχι συνομιλώντας για ώρες, επιδιδόμενος σε γουντιαλενίστικους
διαλόγους» (σελ. 318).
Οι διάλογοι είναι που μου αρέσουν ιδιαίτερα
στις ταινίες του Woody Allen, όπως και η μούγκα στις ταινίες του συγχωρεμένου
του Αγγελόπουλου.
Διαβάζουμε:
«... θα κοιτάζονταν, στο βαθμό του να θέλουν
κάποιες στιγμές να ξεσπάσουν σε τρανταχτά γέλια, μ’ αποτέλεσμα να σφίγγουν το
σαγόνι, όπως έκαναν παλιά στο σχολείο όταν κάτι τους φαινόταν άξαφνα αστείο»
(σελ. 336).
Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα θυμήθηκα
που έκανα κι εγώ το ίδιο, αλλά στον εκκλησιασμό, όταν ξεμοναχιασμένοι σε μια
γωνιά της εκκλησίας κάναμε αστεία. Εγώ δάγκωνα τα ούλα μου μέχρι που μάτωναν, ή
σκεφτόμουνα τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου που πολύ την αγαπούσα.
Θα κλείσουμε με την ίδια επισήμανση που
κάναμε και πριν τρία χρόνια, γράφοντας για το «Κρατάς μυστικό;».
Τολμηρά επινοητικός στο στόρι καθώς και στην
αφήγηση, ο Φιλιππίδης είναι ένας ικανός πεζογράφος. Πολυγραφότατος (ένα βιβλίο
κάθε δυο χρόνια) πιστεύουμε πως θα κάνει μια μακρά διαδρομή στα ελληνικά
γράμματα.
Τώρα πια τους δεκαπεντασύλλαβους τους βάζουμε
στο τέλος
Προφασιζόμενη δουλειές
που έπρεπε να γίνουν (σελ. 86)
Το μεθεπόμενο πρωί έφτασε
πρώτη η Χρύσα (σελ. 94)
Που έτρεχαν με ένταση και
γοητεία στο νου της (σελ. 102)
Κάποιες φορές τη ζήλευε,
εκ των υστέρων πάντα (σελ. 121)
Άλλες γενιές στα χρόνια
τους ήταν ήδη μανάδες (σελ. 152)
Όπως την έλεγε η Ζωή
χειμώνα-καλοκαίρι (σελ. 160)
Δίπλα στη φράση-σύνθημα
το κινητό της Στέλλας (σελ. 200)
Καρτέρι έξω απ’ τη σχολή
να δει μετά πού πάει (σελ. 236)
Δεν είχε κάνει τίποτα
παρά τη θέλησή της (σελ. 247)
Η ανάμνηση είχε διακοπεί
για να κατέβει κάτω (σελ. 326)
Αυτές που βγαίνουν
παγανιά για να γνωρίσουν κόσμο (σελ. 329)
Τα πρώτα μπουσουλήματα κι
ύστερα βηματάκια (σελ. 362)
Μακραίωνων διαξιφισμών ή
αντιπαλοτήτων (σελ. 393)
Μονάχη θα την άφηναν στον
τσιμεντένιο δρόμο (σελ. 481)
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment