Book review, movie criticism

Wednesday, June 18, 2025

Αρχοντούλα Διαβάτη, Σαραμπάντα

 Αρχοντούλα Διαβάτη, Σαραμπάντα, Νησίδες 2025, σελ. 54

 


  Έχω γράψει για όλα τα βιβλία της Αρχοντούλας Διαβάτη, συναδέλφου εκπαιδευτικού, με τελευταίο το «Φωτεινό θάλαμο».

  Ένα οικολογικό σύνθημα (έχω γράψει τρία «οικολογικά» βιβλία) είναι «Το μικρό είναι όμορφο». Μου αρέσουν τα μικρά ποιήματα, ιδιαίτερα τα χάι κου, και τα μικρά κείμενα. Έχω γράψει κι εγώ μικρά πεζά αλλά δεν τα έχω εκδώσει, τα έχω αναρτήσει στο blog μου σε μια κατηγορία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Διάφορα μικρά». Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που αρέσκονται στη μικρή φόρμα, όπως ο φίλος μου ο Κώστας ο Μαυρουδής. Δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης Πατίλης, που τα φιλοξενεί στο περιοδικό του το «Πλανόδιο», τα βάφτισε bonzai, που στα γιαπωνέζικα σημαίνει δέντρο σε δοχείο, δηλαδή μικρόσωμο δέντρο.

  Δηλαδή δέντρο νάνος;

  Size doesnt count, το μέγεθος δεν μετράει.

  Σε μένα σίγουρα.

  Ποτέ δεν με συγκινούσαν οι «δίμετρες».

  Εμένα με συγκινεί η ομορφιά, και ας μην είναι δίμετρη.

  Αυτοβιογραφικά εν πολλοίς, ιμπρεσιονιστικά, εμπνεύσεις της στιγμής, σκέψεις (τώρα το σκέφτηκα, και ο Νίτσε είναι λάτρης του μικρού. Σχεδόν όλα του τα βιβλία είναι συλλογές φιλοσοφικών μικροκειμένων, μικροδοκιμίων).

  Συγκινητικά, στοχαστικά, διεισδυτικά, μικροκείμενα που σε κατακτάνε.

  Χαρακτηριστικοί τίτλοι: Το μηδέν και το Άπειρο, Κυνηγοί, Έξοδος, Προδοσία, Πάρτι, Κανένας, Οι λέξεις…

  Αλλά να δώσουμε το λόγο στην Αρχοντούλα.

  «Δεκαπέντε μέρες έχει που τα φτιάξαμε, κι όταν του είπα χωρίζουμε, έγινε ντίρλα στο ποτό» (σελ. 16).

  Κατέληξε «Στα επείγοντα».

  Πάλι καλά δηλαδή που δεν την έσφαξε.

  «Αχ, οι άνθρωποι να μην πονούν, της ερχόταν να πει σαν προσευχή, να είναι καλά, να κάνουν περίπατο κάτω από τα γαλάζια δέντρα, να κολυμπούν στην πράσινη θάλασσα, ελεύθεροι από τις τανάλιες του παράλογου πόνου» (σελ. 24).

  Doleo, ergo sum, μια από τις παραφράσεις μου. Πονώ, άρα υπάρχω.

  Στο «Σώμα ερωτικό, η ιστορία μιας μεταφράστριας, της Εύας Μαθιουδάκη» διαβάζουμε:

  «Κάθε γλώσσα ανοίγει ένα παράθυρο σε ένα νέο κόσμο, σε ένα σύμπαν δυνατοτήτων, σε έναν άλλο τρόπο θέασης του κόσμου» (σελ. 32).

  Μπορώ να το βεβαιώσω ως γλωσσομαθής.

  «Βγήκε κουρασμένη από το Φυσιοθεραπευτήριο…» (σελ. 41).

  Διαβάζοντας ένα βιβλίο συχνά κάποιο απόσπασμα μας θυμίζει τον εαυτό μας. Σήμερα έκανα τη τέταρτη φυσιοθεραπεία, και έχω δει θεαματικά αποτελέσματα στη δισκοπάθειά μου.

  Η «Αρρώστια του φιλιού» έχει θεατρική δομή. Φιληθήκανε, και… post hoc, ergo propter hoc; Ή πράγματι ήταν η αιτία και κατέληξε στο νοσοκομείο;

  Πρώτη φορά ακούω ότι η λοιμώδης μονοπυρήνωση λέγεται και «αρρώστια του φιλιού».

  Αυτό μάλλον σημαίνει ότι μεταδίδεται κυρίως με το φιλί.

  «Πάω μια και δυο στον Δήμαρχο, τον Κώστα Τσίρο» (σελ. 44).

  Πάλι μου θυμίζει τα δικά μου.

  Τον συγχωρεμένο το γιατρό και φίλο μου, και δήμαρχο Γαλατσίου για δυο σχεδόν τετραετίες, Κυριάκο Τσίρο. Σχεδόν ταυτόχρονα νοικιάσαμε στην ίδια πολυκατοικία, εγώ νιόπαντρος, αυτός το ιατρείο του.

  Θα κλείσω παραθέτοντας το τελευταίο απόσπασμα από το «Εμείς οι τρεις οι φίλοι».

  «Κι εκείνες, που στο δικό τους δρόμο έχασκε μια μαύρη τρύπα, έπεφταν μέσα μόλις δυσκόλευαν οι καιροί. Τι έφταιγε; Ο σύζυγος της μιας που δεν είχε μεγάλα όνειρα, ούτε αγαπούσε τα ταξίδια – φοβόταν μάλιστα το αεροπλάνο-, που η σχέση τους δεν είχε ερωτισμό αλλά ήταν μια ντροπαλή αγκαλιά, ή που το μεγάλωμα των παιδιών της άλλης δεν άφηνε μεγάλα χρονικά περιθώρια για δημιουργικότητα στη δουλειά; Ωστόσο απλές και χαρωπές συνήθως προχωρούσαν και μάθαιναν σιγά σιγά να έχουν λόγο, να αποφεύγουν την τρύπα της σύγκρισης και της κατωτερότητας, να μη σκύβουν το κεφάλι, μόνο που άργησαν, και η ζωή πέρναγε πια» (σελ. 47).

  Πολύ ωραία τα μικροκείμενα της Αρχοντούλας Διαβάτη, ερχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.  

Γιάννης Καλπούζος, Μεθυστής, στα χώματα της Κρήτης, Χάρτινη πόλη 2025, σελ. 600

 Γιάννης Καλπούζος, Μεθυστής, στα χώματα της Κρήτης, Χάρτινη πόλη 2025, σελ. 600

 


  Έχω γράψει για όλα (σχεδόν) τα βιβλία του Γιάννη Καλπούζου. Πριν χρόνια τον ρώτησα: -Δεν θα γράψεις και ένα που η πλοκή του να τοποθετείται στην Κρήτη; -Θα έλθει η ώρα του, μου είπε.

  Άργησε, αλλά ήλθε.

  Και πάλι θα πω κάτι που το γράφω συνήθως στις κριτικές μου για ταινίες: το φόντο κλέβει το στόρι.

  Το στόρι είναι μια ερωτική ιστορία, εκ των ων ουκ άνευ σε ένα μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου. Δεν ξέρω αν εξαιρούνται τα αστυνομικά.

  Τα πρόσωπα της ερωτικής ιστορίας εδώ είναι ο Μεθυστής, κατ’ όνομα Νέστορας (μου θύμισε ένα φρικιό στον Ευαγγελισμό όπου έκανα εγχείρηση χολής, ειδικευόμενος χειρούργος, πολύ καλός) και η Αριάνθη.

  Και τα δυο ονόματα παραπέμπουν στην ιστορία. Κάτι που ίσως δεν το ξέρετε, το «νθ» παραπέμπει στους Πελασγούς, προελληνικό φύλο. Λαβύρινθος, Ραδάμανθυς, είναι προελληνικές λέξεις, και ίσως και το άνθος, μου λέει το deep seek.  

  Έχουμε και εδώ το μοτίβο του Σταχτοπούτου. Φτωχός αυτός, πλουσιοκόριτσο αυτή. Οι γονείς της φυσικά δεν τον θέλουν. Όμως έχουν περάσει οι εποχές του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, οι καιροί είναι δύσκολοι (η πλοκή διαδραματίζεται τα χρόνια 1937-1945). Η Αριάνθη θα ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στους γονείς της. Τελικά θα τον αποδεχτούν.

  Το έχω ξαναγράψει, ιστορία μαθαίνει κανείς καλύτερα μέσω της λογοτεχνίας παρά μέσω την ιστορικών εγχειριδίων, έστω και για ένα απλούστατο λόγο: δεν μας ενδιαφέρουν τόσο όσο η λογοτεχνία, με εξαίρεση βέβαια τους ιστορικούς, τους φοιτητές των ιστορικών τμημάτων και κάποιους που έχουν πάθος με την ιστορία.

  Γιατί το λέω αυτό.

  Έμαθα πράγματα για άτομα που δεν ήξερα. Για παράδειγμα για τον Ποδιά και τον Μπαντουβά (πίσσα…, άσε, ας μη το γράψω καλύτερα. Αν υπάρχω σήμερα στη ζωή είναι γιατί ο πατέρας μου επιβίωσε από το ξύλο που του έδωσαν οι μπαντουβάδες, ως αριστερού).

  Για τον Μπαντουβά ήξερα ότι έφτιαξε δική του οργάνωση ενώ ήταν στο ΕΑΜ, την ΕΟΚ, γιατί είδε να προβάλλεται περισσότερο ο Ποδιάς, ως στέλεχος του ΚΚΕ.

  Αλλά να παραθέσω καλύτερα το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο.

  «Ανήκε ο Γιάννης Ποδιάς στην ομάδα του Μανώλη Μπαντουβά. Ετούτη μέχρι το Μάη του 1942 ονομάζονταν Ελεύθεροι Σκοπευτές και τότε συμπορεύτηκε με το ΕΑΜ, το οποίο ήδη δρούσε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά ο Μαντουβάς θα ηγείτο της οργάνωσης ΕΟΚ και ο Ποδιάς θα εξελισσόταν σε σημαντικό καπετάνιο του ΕΛΑΣ στο νομό Ηρακλείου αντάμα με τον Νίκο Σαμαρείτη» (σελ. 379).

  Μετά την κατοχή οι μπαντουβάδες άρχισαν ένα ανηλεές κυνήγι των αριστερών, υπάρχουν πολλές ιστορίες για τη δράση του στην περιοχή μας (Ιεράπετρα). Από τα θύματά τους η δασκάλα Μαρία Λιουδάκη, τη βιογραφία της οποίας έγραψε ο καθηγητής μου Μανώλης Μιλτιάδη Παπαδάκης.

  Για τον Ποδιά έχει γράψει εξαιρετικές σελίδες η Ρέα Γαλανάκη στο βιβλίο της «Ο αιώνας των Λαβυρίνθων».

  Ο Syd Field στο βιβλίο του «Το σενάριο» (Κυκλοφορεί και στα ελληνικά, δεν το ήξερα, το διάβασα στα αγγλικά) θεωρεί ως εκ των ων ουκ άνευ στη συγγραφή ενός σεναρίου το σασπένς, την αγωνία για την έκβαση. Αυτό φυσικά ισχύει σε κάθε αφήγηση, της μυθιστορηματικής μη εξαιρουμένης.

  Θα ευοδωθεί ο έρωτας των δυο νέων;

  Εγώ στο διδακτορικό μου υποστήριξα ότι μια από τις αρετές μιας αφήγησης είναι επίσης και το εφέ του απροσδόκητου.

  Δεν έχω δει μεγαλύτερη ανατροπή (η ειδική μορφή που έχει εδώ το απροσδόκητο) σε αφήγηση από αυτήν σ’ αυτό το μυθιστόρημα του Καλπούζου. Όμως δεν θα την πω, δεν θέλω να κάνω σπόιλερ, όπως λέμε για τις ταινίες.

  Μαυραγορίτες, δοσίλογοι, προδότες, αλλά και πατριώτες παρελαύνουν σ’ αυτό το μυθιστόρημα του Καλπούζου. Και βέβαια από τις πιο εξαιρετικές σελίδες είναι αυτές που αναφέρονται στη μάχη της Κρήτης.

  Ήξερα γενικά για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι γερμανοί στην Κρήτη, εδώ έμαθα και λεπτομέρειες. Βέβαια ήξερα αρκετά για τα «καμένα χωριά» όπως λέγονται ακόμη και σήμερα, τα χωριά της Βιάννου, που συνορεύουν με την επαρχία μας. Το Μύρτος, η γενέτειρα του φίλου μου του Πρατικάκη, είναι στην επαρχία μας, στα σύνορα με την επαρχία Βιάννου, και κάηκε και αυτή.

  Έμαθα και για την απόπειρα δολοφονίας του Ποδιά, δεν την ήξερα.

  Όμως καιρός να δώσουμε τον λόγο στον Καλπούζο, παραθέτοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

  «Άμα λιποτακτείς απ’ το όνειρο, γίνεσαι αιχμάλωτος της μιζέριας» (σελ. 45). Εξαιρετική αποφθεγματική φράση.

  «Δεδομένου ότι δεν εισάγονται κορίτσια στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου…» (σελ. 45).

  Να κάτι που δεν ήξερα. Το ίδιο δεν γίνονταν δεκτές γυναίκες ως μέλη στον φιλολογικό σύλλογο Παρνασσός μέχρι πρότινος. Αφού τους ξέ… ο φίλος μου ο Πρατικάκης, ήμουν παρών, άλλαξαν το καταστατικό και μπορούν να γίνουν μέλη, εδώ και τρία χρόνια νομίζω, και γυναίκες.

  Τελικά, διαβάζω, «…επιτράπηκε να φοιτήσουν κορίτσια στο ένα τέταρτο του συνόλου των σπουδαστών» (σελ. 325).

  «Σε τούτα τα μπορντέλα δεν ξέρω ποιος είναι πιο δυστυχισμένος. Οι πουτάνες ή όσοι πλαγιάζουν μαζί τους;». (σελ. 67).

  Είναι αυτονόητο, οι πουτάνες.

  «Στόχος τους ν’ αλληλογραφούν με μηνύματα που θα έδεναν στα πόδια των ιπτάμενων γραμματοκομιστών [περιστεριών].

  Αμέσως ο νους μου πήγε στο «Μοναστήρι της Πάρμας», όπου οι δυο ερωτευμένοι επινόησαν ένα πολύ πρωτότυπο τρόπο να επικοινωνούν.

  «Τη γνώμη του μεσημεριού να τη μετράς το βράδυ» (σελ. 108).

  Ωραίο απόφθεγμα. Να μην παίρνουμε βιαστικές αποφάσεις.

  Και ένα χιουμοριστικό: «Εσύ φορείς βράκα. Οι γυναίκες σας γιάντα σεργιανούν ξεβράκωτες;» (σελ. 124). Εφέ της δισημίας, με τις δυο σημασίες της βράκας.

  «Λιάνιζαν και τα κρυοπαγήματα. Παράβγαιναν σε θανατικό τις σφαίρες, τις οβίδες και τις βόμβες» (σελ. 158).

  Πολλές φορές μας το διηγήθηκα ο συγχωρεμένος ο δάσκαλός μας ο Λασιθιωτάκης, που μας είχε στις τρεις από τις έξι τάξεις του δημοτικού. Ένας βοσκός τύλιξε τα πόδια του που είχαν κρυοπαγήματα με τομάρι γίδας, και έτσι γλίτωσε τον ακρωτηριασμό.

  «Έτυχε μάλιστα να ’ναι τη μέρα που πέθανε ο δικτάτορας Μεταξάς, στις 29 του μήνα [Γενάρη] (σελ. 163).

  Μπορεί να το είχα διαβάσει, αλλά πού να το θυμάμαι. Γεννήθηκα εννιά χρόνια μετά το θάνατό του.  

  «Ποτέ να μην πει άνθρωπος η αγάπη πως παλιώνει/ ότινα σμίξουνε τα δυο σαν τη φωθιά φουντώνει» (σελ. 265). Την έφτιαξα λίγο.

  «Δεν τη σκαπουλάρισε κι ο Μανώλης Δερμιτζάκης, ο μπαρμπέρης ποιητής» (σελ. 411).

 Ηρακλειώτης, οι γερμανοί τον έστειλαν σε στρατόπεδο στη Σερβία, και επέστρεψε με το τέλος του πολέμου, το 1945. 

  Να και κάτι που δεν ήξερα, φαντάζομαι κι εσείς: «Διπλάρωσε κι ο λοχαγός Γουντχάουζ τον Μπαντουβά για να οργανώσει κίνημα ανεξαρτησίας και να γίνει πρόεδρος. Όμως ο Μπαντουβάς τον διαολόστειλε» (σελ. 442).

  Κοίτα να δεις: «Η ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη και η Αντιγόνη του Σοφοκλή, τα οποία είχαν απαγορευτεί επί δικτατορίας του Μεταξά» (σελ. 485).

  Είναι πολλά τα γεγονότα που ξέθαψε ο ιδιοσυγκρασιακά ιστοριοδίφης Γιάννης Καλπούζος, μπορείτε να τα διαβάσετε στο βιβλίο του, το οποίο σας το συνιστώ ολόθερμα, ιδιαίτερα σε σας τους κρητικούς. 

Sunday, June 15, 2025

Διολίσθηση σημασίας

 Διολίσθηση σημασίας

 

Την ιδέα για αυτή την ανάρτηση μου την έδωσε ο φίλος μου ο Κώστας ο Σκουλάς. Με ερώτησε για τη σημασία του sycophant. Στο λεξικό webster νομίζω την είχε δει με τη σημασία του κόλακα, κάτι που δεν ήξερα. Στα ελληνικά όμως έχει άλλη σημασία, την ψευδή κατηγορία. Το chatgpt μας έδωσε λεπτομέρειες για τις δυο σημασίες, να μη μακρηγορήσω όμως παραθέτοντάς τις. Και βέβαια ήξερα για τη γεωγραφική αυτή διολίσθηση της σημασίας ελληνικών λέξεων, με πιο χαρακτηριστική τη λέξη εμπάθεια, που στα αγγλικά σαν empathy σημαίνει άλλο πράγμα, αυτό που εμείς λέμε ενσυναίσθηση.

Όσο για τη χρονική διολίσθηση της σημασίας την ήξερα από τη «Γενεαλογία της ηθικής» του Νίτσε, ένα βιβλίο που διάβασα μαθητής και με εντυπωσίασε τόσο, που όταν ανέβηκα στην Αθήνα για τις πανελλήνιες εξετάσεις (ή όπως αλλιώς λεγόταν τότε, δεν θυμάμαι) το αγόρασα και στα γερμανικά. Ήδη από την πρώτη σελίδα κατάλαβα ότι θα ήταν άθλος να το διαβάσω στο πρωτότυπο, και καθώς με λένε Χαράλαμπο και όχι Ηρακλή, το παράτησα.

Καλός στα αρχαία ελληνικά σημαίνει όμορφος. Στα νέα ελληνικά, καλόψυχος.

Αγαθός στα αρχαία ελληνικά (καλός καγαθός) σημαίνει γενναίος. Στα νέα ελληνικά σημαίνει αγαθιάρης. Ο χριστιανισμός μπορεί να χρεωθεί ή να πιστωθεί, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, αυτή τη σημασιολογική διολίσθηση.

Thursday, June 12, 2025

James Madigan, Θανάσιμη πτήση (Fight or flight, 2025)

 James Madigan, Θανάσιμη πτήση (Fight or flight, 2025)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Και πάλι οι συμπτώσεις.

  Πριν 10 μέρες είδα την ταινία του Kamal Tabrizi «Were all together», η οποία με έκανε να ξαναδώ και την «Μια τρελή, απίθανη πτήση» του Jim Abrahams.

  Για ποιο λόγο;

  Και στις δυο το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής διαδραματίζεται μέσα σε ένα αεροπλάνο.

  Η πρώτη είναι μαύρη κωμωδία, η δεύτερη απλά κωμωδία.

  Και στη «Θανάσιμη πτήση» η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε ένα αεροπλάνο.

  Μόνο που δεν είναι κωμωδία, αν και έχει ψήγματα κωμωδίας.

  Είναι ταινία πολεμικών τεχνών.

  Δεν είναι τυχαίο που η περιπέτεια ξεκινάει από την Μπανγκόνγκ. Οι πολεμικές τέχνες ανθίζουν στην Ανατολή. Βέβαια, δεν είναι αυτές που ξέρουμε από τον κινέζικο κινηματογράφο, με τους ήρωες να πετάνε σαν νυχτερίδες στον αέρα, αν και είδαμε τέτοιες σκηνές (για να μην ξεχνιόμαστε), όμως σαν παραίσθηση του ήρωα.

  Οι δυο πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών, ένας άντρας και μια γυναίκα, αποδεικνύεται ότι είναι «κακοί».

  Αυτή που υποτίθεται ότι είναι κακιά, μια όμορφη ταϋλανδέζα, στην πραγματικότητα είναι καλή. Ορφανή, εξαναγκάστηκε να γίνει κακή, και τώρα προσπαθεί να επανορθώσει.

  Αποστολή του καλού, αφού πείστηκε από την κακιά, είναι να την φέρει ζωντανή στο Σαν Φραγκίσκο, όπου κατευθύνεται το αεροπλάνο.

  Όμως οι κακοί είχαν και άλλα σχέδια.

  Θα τα αποκάλυπτα έμμεσα, αλλά δεν βλέπω τον Ποκοπίκο να με βοηθάει εδώ.

  Για το romance, αν και απλά υποδηλώνεται, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία.

  6,4 η βαθμολογία της, με βρίσκει σύμφωνο, την είδα πολύ ευχάριστα.

Monday, June 9, 2025

Behrouz Shoeibi, Axing (2018)

 Behrouz Shoeibi, Axing (2018)

 


 Εν όψει της ταινίας του «No prior appointment» που θα προβληθεί στις 19 του Ιούνη από τη New Star

 

  Η «Τσεκουριά» είναι η τρίτη ταινία που βλέπουμε του Behrooz Shoeibi, και όπως και στον «Διάδρομο», το παιδί (κοριτσάκι εδώ) παίζει καταλυτικό ρόλο στην πλοκή.

  Δύο είναι τα θέματα της ταινίας, η μητρική αγάπη και τα ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά κάνουν την εμφάνισή τους σε πολλές ιρανικές ταινίες, και σε κάποιες αποτελεί το κύριο θέμα. Απασχολεί τον Saeed Roustayi, θέμα των δυο πρώτων ταινιών του.

  Αφού την παντρεύτηκε ανακάλυψε ότι ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά. Της έκλεψε το παιδί και την εγκατέλειψε. Της είπε ότι είχε πεθάνει.

  Ξαναπαντρεύτηκε.

  Αυτή ζει με περιθωριακούς. Σε δομή; δεν κατάλαβα.

  Αξιολύπητοι όλοι τους, μας προκαλούν τον οίκτο και όχι την αποστροφή όπως οι περιθωριακοί της «Βιριδιάνας».

  Κάποια στιγμή θα ανακαλύψει ότι η κόρη της είναι ζωντανή. Και θα τη διεκδικήσει.

  Έχει ελπίδες;

  Βλέπουμε τις προσπάθειές της και τις συγκρούσεις της, όχι μόνο με τον πρώην της αλλά και με τον αδελφό της. Μόνο η γυναίκα του, η Mahnaz Afshar, την κατανοεί.

  Συγκινητικό το τέλος.

  Η Afshar την αφήνει με την κόρη της. Της πλέκει τις πλεξούδες. Αυτή ενθουσιάζεται.

  -Μαμά, μπορεί να γίνει θεία μου;

  Θα πάει σε κέντρο απεξάρτησης. Δεν θα τη διεκδικήσει. Όμως, όπως της προτείνει η Afshar, θα παρουσιάζεται σαν θεία της όταν βγει από το κέντρο απεξάρτησης.

  Με εκνευρίζει η χαμηλή βαθμολογία που έχουν συνήθως οι ιρανικές ταινίες. Αυτή, μόλις 5,7. Εγώ βέβαια έβαλα 7.

  Εξαιρετική στην ερμηνεία της η Sara Bahrami.

Sunday, June 8, 2025

Behrouz Shoeibi, The corridor (2013)

 Behrouz Shoeibi, The corridor (2013)

 


 Εν όψει της ταινίας του «No prior appointment» που θα προβληθεί στις 19 του Ιούνη από τη New Star

 

  Στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας πάντα διαφωνούσα με την αντίληψη ότι όλες οι κουλτούρες είναι ισοδύναμες.

  Όχι, δεν είναι όλες οι κουλτούρες ισοδύναμες.

  Δεν θα εξισώσω την καθυστερημένη Αφρική με την κλειτοριδεκτομή με τις υπόλοιπες χώρες.

  Δεν θα εξισώσω το Ιράν με τη σαρία που επιτάσσει «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» με τις άλλες χώρες. Το αν θα εκτελεσθεί κάποιος που διέπραξε ένα έγκλημα, ανεξάρτητα για ποιους λόγους, δεν θα αποφασισθεί από το δικαστήριο αλλά από τους συγγενείς του θύματος.

  Θα συγχωρέσουν;

  Και με το αζημίωτο πάντα.

  Πολλές φορές δεν συγχωρούν.

  Αλίμονό σας, φτωχοί.

  Να παραθέσω μόνο ένα απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο μου (έχει αναρτηθεί στο academia.edu) που έχει τίτλο «Ο έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού»:

  «Αναρωτιέμαι σε ποια εισοδηματική τάξη ανήκουν αυτοί που παραβιάζουν τα μέτρα. Πολλοί από αυτούς, πιστεύω, ανήκουν στην ανώτερη. -Έλα μωρέ, θα κάνουμε τη βολτούλα μας, και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μας πιάσουν. Και αν μας πιάσουν, τι είναι 150 ευρώ;».

  Για μένα ήταν. 

  Ήμουνα σίγουρος, αλλά είπα να ρωτήσω το chatgpt:

  Η συγχώρεση ή μη από τους συγγενείς του θύματος λέγεται qisas (αυτό δεν το ήξερα), και ναι, δεν ίσχυε επί σάχη, ούτε ισχύει για τους πρώτους διδάξαντες, τους εβραίους. Να ρωτήσω πού αλλού μπορεί να ισχύει, αν και είμαι σίγουρους για τους ταλιμπάν, με επιφυλάξεις για τη Σαουδική Αραβία.

  Όπως το είχα φανταστεί.

  Επί πλέον ισχύει στο Πακιστάν από το 1990. Περίεργο, στο Αφγανιστάν λέει από το 2021. Άργησαν. Στο Σουδάν εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό, και εν μέρει στις βόρειες πολιτείες της Νιγηρίας, ειδικά μετά το 2000, και πολύ περιορισμένα σε μια επαρχία της Ινδονησίας.

  Δεν εφαρμόζεται σε: «Αίγυπτο, Ιορδανία, Μαρόκο, Τυνησία, Τουρκία».

  Στην Τουρκία δεν θα ήταν δυνατόν αφού η θανατική ποινή έχει καταργηθεί, αν και διαβάζω ότι ο Ερντογάν θα ήθελε να την επαναφέρει. Το 2002 για εγκλήματα εν καιρώ ειρήνης, και το 2004 για όλα τα εγκλήματα, αν και η τελευταία εκτέλεση είχε γίνει το 1984.  

  Στην Ελλάδα; «Η θανατική ποινή στην Ελλάδα καταργήθηκε σταδιακά. Η τελευταία εκτέλεση πραγματοποιήθηκε το 1972 με τον Βασίλη Λυμπέρη. Το 1975, με το νέο Σύνταγμα, η θανατική ποινή διατηρήθηκε μόνο για ορισμένα αδικήματα σε καιρό πολέμου. Η οριστική και πλήρης κατάργηση της θανατικής ποινής για όλα τα αδικήματα έγινε τον Δεκέμβριο του 1993 με τον Νόμο 2172/1993, επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Ακολούθησαν διεθνείς κυρώσεις και το 2004 η Ελλάδα [επι]κύρωσε το Πρωτόκολλο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καταργώντας τη θανατική ποινή σε όλες τις περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων σε καιρό πολέμου.   

  Και στην Αλγερία και τη Λιβύη;

  Ας ρωτήσω καλύτερα.

  Στην Αλγερία δεν εφαρμόζεται καθόλου, και μάλιστα, ενώ ισχύει η θανατική ποινή, έχει να εφαρμοστεί από το 1990. Στη Λιβύη δεν είναι επίσημος θεσμός, εφαρμόζεται ανεπίσημα σε περιοχές που κυριαρχούν οι ισλαμιστές, μετά την πτώση του Καντάφι το 2011.

  Να ρωτήσω από περιέργεια για την εποχή Καντάφι, αν και ξέρω την απάντηση.

  Ναι, δεν ίσχυε.

  Μου ανέφερε και ταινίες με θέμα το qisas.

  Στη «Γιάλντα, η νύχτα της συγχώρεσης» (2019) έχουμε τη συγχώρεση. Όμως στην «Όμορφη πόλη» (2004) ο Ασγάρ Φαρχάντι αφήνει το τέλος ανοικτό.

  Μήπως για να ανατρέψει το «Δεν μπορούμε να έχουμε και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο»; Για να ικανοποιήσει, όμως μόνο εν μέρει, και τους θεατές που θα ήθελαν τη συγχώρεση και τους θεατές που δεν θα την ήθελαν;

  Το ίδιο και ο Shoeibi. Βέβαια με τον μικρό να ζητάει συγχώρεση, κυρίως από τη μητέρα του θύματος, μάλλον η πλάστιγγα κλίνει προς τη συγχώρεση. Όμως δεν μας λέγεται ξεκάθαρα. Βλέπουμε ένα μεγάλο σε διάρκεια γκρο πλαν με το πρόσωπο της μητέρας, και μετά πέφτουν τα γράμματα τέλους.  

  Σχόλια για την ταινία:

  Το άκουσα σε μια ταινία, δεν θυμάμαι ποια, το έγραψα στην ανάρτησή μου γι’ αυτήν, οι ιρανοί είναι βίαιοι και οξύθυμοι.

  Έτσι εξηγείται το προεπαναστατικό είδος luti, με τον ματσό ήρωα που είναι μεν ντόμπρος, όμως δεν διστάζει καθόλου να μπλέξει σε καυγάδες.

  Είναι δυνατόν, δάσκαλος αυτός, να μπλέξει σε καυγά και να σκοτώσει τον άλλο;

  Δεν είναι ακριβώς ταινία με παιδιά, όμως το παιδί βρίσκεται στο επίκεντρο, συχνά μάλιστα σε άσχετα με την πλοκή θέματα.

  Εξαιρετική η Hanieh Tavassoli, την είδαμε στο «We are all together», θα τη δω και στις «Λευκές νύχτες», που έχει υψηλή βαθμολογία.

  Αρκετά καλή ταινία, 6,8 η βαθμολογία της, πολύ καλή για ιρανική ταινία. Εγώ έβαλα 7.

Friday, June 6, 2025

Kamal Tabrizi (1959 - )

 Kamal Tabrizi (1959 - )

 


  Γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1959, όπου μετακόμισαν οι γονείς του από την Tabriz. Αποφοίτησε από το Tehran University of Art 's Faculty of Cinema and Theater. Ξεκίνησε την καριέρα του σαν διευθυντής φωτογραφίας, σεναριογράφος, μοντέρ και σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους το 1979.

  Η πρώτη του ταινία, «Transition» (1988), είναι πολεμική. Όμως διαπρέπει κυρίως στην κωμωδία, με κορυφαίες τις «Leily is with me» (1996) και «Η σαύρα» (2003). Στην πρώτη αναφέρεται σε έναν ρεπόρτερ που από δειλός μετατρέπεται σε ήρωα στο μέτωπο. Η δεύτερη σε έναν κακοποιό που μεταμφιέζεται σε ιερωμένο, κατακτώντας το εκκλησίασμά του.

  Άλλες κωμωδίες του είναι οι «Theres always a woman in between» (2008) με την Golshifteh Farahani, «Sensitive floor» (2013), περισσότερο μαύρη, «Were all together» (2019), ακόμη πιο μαύρη, «Sweet taste of imagination» (2014), ρομαντική κωμωδία, και τέλος η «Sly» (2017), που αναφέρεται σε έναν «πονηρό» που έχει πολιτικές φιλοδοξίες.

  Η «Μητρική αγάπη» (1998) είναι μια συγκινητική ταινία με ένα ορφανό παιδί.

  Οι «Sheyda» (1999) και «Hamoon and Darya» (2008) είναι romance, που όμως δεν έχουν το συνηθισμένο happy end που έχουν οι δυτικές ταινίες. Romance θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και την «Minas choice» (2015), όπου ο έρωτας υπερπηδά τις ιδεολογικές διαφορές. Αυτή μοτζαχεντίν, αυτός της ασφάλειας.

Behrouz Shoeibi, Plum garden (2005)

 Behrouz Shoeibi, Plum garden (2005)

 


  Εν όψει της ταινίας του «No prior appointment» που θα προβληθεί στις 19 του Ιούνη από τη New Star.

 

  «Μόνος στο σπίτι», α λα ιρανικά (όχι, δεν σκοπεύω να την ξαναδώ).

  Δεν έχω ξαναδεί ταινία με τόσο χαμηλή βαθμολογία, 2,9. Εμένα όμως μου άρεσε και έβαλα 7. Σήμερα που ξανακοίταξα είδα ότι το 2,9 έγινε 3. Από το δικό μου εφτάρι; Ίσως. 90 άτομα είναι όλοι και όλοι αυτοί που έχουν βαθμολογήσει.

  Πέρα από το ότι έχουμε ένα διαρρήκτη και έναν πιτσιρικά, η ταινία δεν έχει καμιά σχέση με την αμερικάνικη.

  Τη βρήκα ενδιαφέρουσα και αφηγηματικά.

  Τι καλύτερη αποστασιοποίηση από τον εγκιβωτισμό;

  Το κοριτσάκι δεν μπορεί να κοιμηθεί, θέλει να του πει ο πατέρας του ένα παραμύθι.

  Και του λέει το παραμύθι με τον διαρρήκτη και τον πιτσιρικά.

  Η αποστασιοποίηση του εγκιβωτισμού αποτρέπει τον ιλουζιονισμό, την ψευδαίσθηση ότι αυτό που βλέπει ο μικρός θεατής είναι πραγματικότητα και τρομάξει (ο ιλουζιονισμός δεν είναι μόνο θεατρική σύμβαση, την οποία ο Μπρεχτ ήθελε να διαλύσει, είναι και κινηματογραφική).

  Ο διαρρήκτης προσπαθεί να πείσει τον μικρό να του πει πού φυλάσσει η μητέρα του τα κοσμήματα, τον έστειλε ο πατέρας του για να τα βάλει σε μια σίγουρη κρύπτη.

  Ο μικρός, που από την αρχή του λέει ότι είναι κλέφτης, παίζει το παιχνίδι του.

  Δεν ξέρει πού είναι.

  Μήπως σε αυτό το μπαούλο;

  Μπορεί.

  Μα είναι κλειδωμένο με ένα λουκέτο. Να του πει πού βρίσκονται τα κλειδιά.

  Εν τάξει, μα να παίξουν πρώτα.

  Και παίζουν.

  Κυρίως κρυφτό.

  Κάπου μετά τη μέση, η τηλεταινία γίνεται μιούζικαλ.

  Και το μιούζικαλ είναι επίσης ένα στοιχείο που συντελεί στην αποστασιοποίηση.

  Στο τέλος αποκαλύπτεται το δράμα και των δύο.

  Η μητέρα είπε στο μικρό ότι ο πατέρας του έφυγε αμέσως μετά τη γέννα.

  Και ο κλέφτης δεν γνώρισε πατέρα.

  Πέθαναν; Παράτησαν τις γυναίκες τους; Ή μήπως δεν τις παντρεύτηκαν καν;

  Θέλεις να γίνεις εσύ ο πατέρας μου; Παρακαλεί ο μικρός τον κλέφτη.

  Και αγκαλιάζονται.

  Το κοριτσάκι που φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί με αυτό το παραμύθι ξυπνάει. Τι να κάνει ο πατέρας του, το συνεχίζει.

  Χαριτωμένη, συγκινητική ταινία, πολύ μου άρεσε.

  Και συμπέφτει με το κεφάλαιο που γράφω τώρα στην «Εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο», ταινίες με παιδιά. 

Klint Eastwood, American sniper (2012)

 Klint Eastwood, American sniper (2012)

 


  Η μια ταινία με οδηγεί στην άλλη.

  Μόλις είδα το «Gran Torino».

  Γιατί να μη δω και τον «Αμερικανό ελεύθερο σκοπευτή»;

  Πέρα από το ότι μου αρέσουν οι πολεμικές ταινίες, είχα και ένα άλλο κίνητρο. Πριν τρεις μήνες είδα τους «Snipers» του Zhang Yimou.

  Και οι δυο ταινίες είναι βιογραφικές.

  Όμως οι δυο ελεύθεροι σκοπευτές, ο αμερικάνος και ο κινέζος, δεν βρέθηκαν απέναντι. Ο κινέζος ήταν στον πόλεμο της Κορέας, ο αμερικάνος στο Ιράκ.

  Οι δυο ταινίες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό.

  Πολυπρόσωπη η αμερικάνικη, ολιγοπρόσωπη η κινέζικη, και με εντονότερο σασπένς.

  Στην αμερικάνικη, όπως και σε όλες τις πολεμικές αμερικάνικες, μπαίνουν σαν ιντερμέτζο ανάμεσα στις πολεμικές σκηνές οικογενειακές στιγμές. Τουλάχιστον δυο φορές τον παίρνει η γυναίκα του τηλέφωνο στη διάρκεια επιχειρήσεων. Ακούει τους πυροβολισμούς και καραφλιάζει.

  Αν τολμήσει και ξαναπάει στο Ιράκ, όταν ξαναγυρίσει δεν θα τη βρει εκεί.

  Τέσσερις αποστολές, φτάνουν.

  Πέθανε έναν άδοξο θάνατο, από κάποιον διαταραγμένο βετεράνο, ενώ είχε επιστρέψει, έκανε την κανονική ζωή που τόσο επιθυμούσε η γυναίκα του.

  Ο κινέζος όμως έζησε για πολλά χρόνια ακόμη.

  Καλός σκηνοθέτης ο Eastwood, αλλά ο Zhang Yimou είναι καλύτερος, ο κορυφαίος της τριανδρίας, Yimou, Chen Kaige, Feng Xiaogang (τους έχω δει και τους τρεις πακέτο), η ταινία του μου άρεσε περισσότερο.

Thursday, June 5, 2025

Klint Eastwood, Gran Torino (2008)

 Klint Eastwood, Gran Torino (2008)

 


  8,1 η βαθμολογία της, μου άρεσε. 

  Σκληροτράχηλος ο Klint Eastwood στα 78 του χρόνια.

  Έχει τραυματικές εμπειρίες από τον πόλεμο στην Κορέα.

  Πυροβόλησε και σκότωσε ένα παιδί, που είχε σηκώσει τα χέρια του να παραδοθεί. Τον κατατρύχουν οι τύψεις.

  Μου άρεσε το αντικληρικαλιστικό του πνεύμα. Αποπέμπει με σκαιότητα τον νεαρό πάστορα που θέλει ντε και καλά να τον εξομολογήσει, κατ’ απαίτηση της γυναίκας του που μόλις πέθανε, βλέπουμε την κηδεία της.

  -Πότε εξομολογήθηκες για τελευταία φορά;

  -Ποτέ.

  Κι εγώ το ίδιο.

  Οι δυο γιοι του θέλουν να τον στείλουν στο γηροκομείο.

  Μυθοπλασία, αλλά μόλις πριν τρεις μέρες είχα διαβάσει κάτι ανάλογο στο facebook, πραγματικό γεγονός.

  Είχα σχολιάσει.

  Με βάση το σχόλιο βρήκα την ανάρτηση, την κοινοποίησα στον τοίχο μου και έκανα το σχόλιο: Μυθοπλασία η ταινία του Eastwood που βλέπω τώρα, όμως είναι η σκληρή πραγματικότητα αυτό που διάβασα στην ανάρτηση αυτή.

  Περιφρονεί τους έγχρωμους.

  Όμως οι γείτονές του, Hmong (αυτόχθονη φυλή που ζει στην Κίνα και στις γύρω χώρες) του φέρονται με μεγάλη καλοσύνη, και θα τον κατακτήσουν τελικά.

  Ο δειλός και συνεσταλμένος γιος, που μια συμμορία Hmong θέλει ντε και καλά να τον κάνει μέλος της, ένας μάλιστα απ’ αυτήν είναι ξάδελφός του, εξαναγκάζεται να προσπαθήσει να κλέψει το Gran Torino, συλλεκτικό αυτοκίνητο, του Eastwood.

  Δεν θα τα καταφέρει, τον προλαβαίνει ο Eastwood.

  Για να εξιλεωθεί πρέπει να του προσφέρει μια εβδομάδα εθελοντική δουλειά. Αυτό επιτάσσουν τα ήθη της φυλής (θα ακούσουμε διάφορα εθνογραφικά για αυτή τη φυλή).

  Θα κερδίσει τη συμπάθειά του.

  Θα τον ενθαρρύνει να γίνει τολμηρός. Θα πάρει τελικά την πρωτοβουλία, να κλείσει ραντεβού με ένα κορίτσι που τον συμπαθεί.

  Και θα του βρει δουλειά, στις οικοδομές.

  Το τέλος είναι μεγαλειώδες, με ένα τρομερό εφέ έκπληξης.

  Απαγάγουν την αδελφή του και τη βιάζουν.

  Πρέπει να εκδικηθούν. Όχι όμως βιασμένα, κι ας λέει ο μικρός, πρέπει να το μελετήσουν.

  Την επομένη παρασύρει τον μικρό και τον κλειδώνει σε ένα δωμάτιο στο σπίτι του. Ενημερώνει όμως την αδελφή του πού να βρει το κλειδί να του ανοίξει.

  Εν τω μεταξύ αυτός πηγαίνει στο σπίτι που βρίσκεται η σπείρα.

  Βγαίνουν και τον προϋπαντούν με τεταμένα τα όπλα.

  Τι θα κάνει, θα τα βάλει μαζί τους;

  Βάζει στο στόμα του ένα τσιγάρο.

  -Έχεις κανείς σας φωτιά;

  Σιγά που θα του έδιναν.

  Χώνει αργά το χέρι του κάτω από το σακάκι.

  Την κίνηση την ήξεραν, την είχε κάνει και παλιά, έβγαλε ένα πιστόλι και έτσι άφησαν ήσυχη την κοπέλα.

  Τον γαζώνουν με σφαίρες.

  Μα τι διάβολο σχέδιο εκδίκησης ήταν αυτό;

  Μετά καταλαβαίνουμε.

  Έρχεται η αστυνομία.

  Ήταν άοπλος.

  Δεν μπορούν να επικαλεσθούν αυτοάμυνα.

  Σίγουρα θα κάτσουν χρόνια φυλακή.

  Εξαιρετικό σενάριο, εξαιρετική σκηνοθεσία, εξαιρετικός στην ερμηνεία του ο Κλιντ Ίστγουντ, ο θεός να του δίνει χρόνια (γεννήθηκε το 1930, είναι 95 χρονών σήμερα).

  Και, προπαντός το τέλος μου έδωσε μια ιδέα για το τέλος του επόμενου (δεύτερου) μυθιστόρηματός μου, μυθιστορηματική βιογραφία.

  Αν το γράψω τελικά.

  Που θα το γράψω, μου ζητήθηκε.

Luis Bunuel, Viridiana (1961)

 Luis Bunuel, Viridiana (1961)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Ο Μπουνιουέλ, σε αντίθεση με τον Μπέργκμαν (η «Ντροπή» παίζεται για δεύτερη βδομάδα), δεν είναι από τους αγαπημένους μου. Ποτέ δεν με ενθουσίασαν ιδιαίτερα οι ταινίες του. Η Βιριδιάνα όμως, που την βλέπω για δεύτερη τουλάχιστον φορά με την ευκαιρία της επανέκδοσής της, με απογοήτευσε ολότελα.

  Δεν θυμάμαι πώς προσέλαβα την ταινία παλιά, τότε ήμουν και εικονολάτρης, η αίγλη του Μπουνιουέλ μπορεί να με επηρέασε, τώρα όμως δηλώνω εικονοκλάστης.

  Η Βιριδιάνα είναι έτοιμη να χρηστεί καλόγρια. Όμως να επισκεφθεί πρώτα το θείο της.

  Ο οποίος θα της προτείνει να την παντρευτεί. Αυτή αρνείται με βδελυγμία. Όμως αυτός τη θέλει δίπλα του. Μοιάζει τόσο με τη θεία της, τη γυναίκα του, που πέθανε από καρδιακό επεισόδιο τη βραδιά του γάμου τους.

  Ήταν προετοιμασμένος για την άρνησή της, και έχει το σχέδιό του.

  Θα την παρακαλέσει να φορέσει το νυφικό της γυναίκας του. Με τη βοήθεια της υπηρέτριας, η οποία του χρωστάει ευγνωμοσύνη, θα την ναρκώσει.

  Την αποθέτει στο κρεβάτι. Θα τη φιλήσει. Όμως δεν τολμάει να τη βιάσει, παρόλο που το είχε σαν πρόθεση.

  Θα της πει ψέματα ότι τη βίασε (το ότι είναι σίγουρα ψέμα το ξέρουμε από μια μεταγενέστερη σκηνή). Τώρα πια δεν μπορεί να γυρίσει στο μοναστήρι, πρέπει να μείνει μαζί του.

  Καθίκι.

  Ένα γιο που είχε δεν τον αναγνώρισε. Φοβόταν λέει την αντίδραση της γυναίκας του.

  Μπροστά στην άρνηση της Βιριδιάνας να μείνει (έχει πάρει τη βαλίτσα της και φεύγει), θα αυτοκτονήσει.

  Θα κρεμαστεί από ένα δένδρο.

  Οι αστυνομικοί παίρνουν τη Βιριδιάνα από το σταθμό και την οδηγούν στο σπίτι. Βλέπει το θέαμα.

  Την αφήνει κληρονόμο, μαζί με τον γιο του.

  Τον θείο τον είχαμε δει να γράφει ένα σημείωμα.

  Όταν αυτοκτόνησε καταλάβαμε ότι ήταν η διαθήκη του.

  Αυτό που με ξενέρωσε ολότελα είναι το δεύτερο μέρος.

  Η Βιριδιάνα δεν γυρνάει στο μοναστήρι. Τη θεοσέβειά της θα τη δείξει αλλιώς: θα περιμαζέψει ζητιάνους και θα τους φιλοξενήσει στο μέγαρο του θείου της.

  Μόνο αποτροπιασμό μας δημιουργούν οι εικόνες που βλέπουμε, που θα κορυφωθεί στο τέλος, με ένα γλέντι που στήνουν εν απουσία της Βιριδιάνας και του γιου.

  Ιερόσυλο.

  Χορεύουν με τη μουσική του «Αλληλούια» από τον «Μεσσία» του Χέντελ.

  Και η κορύφωση: Ένας θα προσπαθήσει να βιάσει τη Βιριδιάνα.

  Θα αναφερθώ πάλι σε ένα από τα «είδωλα της φυλής» του Φράνσις Μπέηκον, την τάση γενίκευσης.   

  Μήπως είναι οι περισσότεροι ζητιάνοι σαν αυτούς;

  Αντιστροφή του Ντίκενς, του Κουροσάβα, του Sayyed Reza Mir Karimi, που με τα έργα τους μας εμπνέουν οίκτο και αγάπη για αυτούς τους δυστυχισμένους.

  Και το σαρδόνιο τέλος πού το πας;

  Ένας άντρας δυο γυναίκες.

  Όχι, η ταινία δεν μου άρεσε.

Maura Delpero, Βερμίλιο, η νύφη του βουνού (Vermiglio, 2024)

 Maura Delpero, Βερμίλιο, η νύφη του βουνού (Vermiglio, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Η πλοκή διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό στη βόρεια Ιταλία, λίγο πριν και λίγο μετά το τέλος του πολέμου.

  Δυο λιποτάκτες, καταφεύγουν στο σπίτι του ενός.

  Ο πατέρας δάσκαλος.

  Η μητέρα 10 γέννες, και είναι και έγκυος.

  Μέτρησα επτά παιδιά, πιο πριν είχε πεθάνει ένα μωρό από κοκίτη.

  Όπως και να το κάνουμε, μου φάνηκαν πάρα πολλά, ακόμη και για μουσουλμανική χώρα.

  Γιατί αγόρασε καινούριο δίσκο; Πώς θα ταΐσουν τα παιδιά τους; Διαμαρτύρεται η γυναίκα του.

  Ο δάσκαλος είναι όχι απλά προοδευτικός, αλλά πρωτοπόρος.

  Φέρνει το πικάπ στην τάξη, ακούνε τις «Τέσσερις εποχές».

  Τους αναλύει με απλά λόγια τη μουσική.

  Δεν είναι έργο με παιδιά, όπως πολλά ιρανικά, όμως τα παιδιά φαίνονται σε μεγάλο μέρος, αν όχι στο μεγαλύτερο, της ταινίας.

  Χαριτωμένα με τις απλοϊκές ερωτήσεις, και απαιτήσεις τους.

  Στη Λουκία γυαλίζει ο λιποτάκτης.

  Θα τον πλησιάσει, θα τον φιλήσει.

  -Δεν γίνεται, πρέπει πρώτα να παντρευτούμε, του λέει όταν σε επόμενη συνάντηση αυτός πάει να προχωρήσει παραπέρα.

  Και παντρεύονται.

  Προοδευτικός είπαμε ο πατέρας, δεν έχει αντίρρηση να παντρευτεί η κόρη του κάποιον για τον οποίο το μόνο που ξέρει είναι από πού κρατάει η σκούφια του: από τη Σικελία.

  Και ότι είναι αγράμματος. Παρακολουθεί τα μαθήματα που δίνει κάθε Σάββατο σε αγράμματους ηλικιωμένους.

  Στην αρχή, το ραβασάκι που στέλνει έχει μόνο μια καρδιά, δεν έχει μάθει ακόμη να γράφει.

  Μετά θα γράφει κιόλας.

  Ο καημένος ο δάσκαλος, πού να ξέρει…

  Ότι ήταν ήδη πάντρεμένος.

  Και τι έγινε μετά;

  Η συνέχεια επί της οθόνης.

  Το στόρι ισομοιράζεται, για μένα τουλάχιστον, με την ηθογραφία ενός ορεινού χωριού της βόρειας Ιταλίας, που αυτό για μένα είχε μεγάλο ενδιαφέρον.

  Η εκκλησία σε πρώτο πλάνο.

  Νομίζω υπήρξαν τρεις εξομολογήσεις.

  Προσευχή στο τραπέζι.

  6,9 η βαθμολογία της, αξίζει να τη δείτε.

Monday, June 2, 2025

Ingmar Bergmann, H ώρα του Λύκου (1968)

 Ingmar Bergmann, H ώρα του Λύκου (1968)

 


  psychological horror and Folk horror χαρακτηρίζει το έργο η βικιπαίδεια.

  Για να είμαι ειλικρινής, το folk horror δεν το είδα. Όσο για το psychological horror, αυτό δεκτό.

  Όλοι οι ήρωες του Μπέργκμαν κουβαλάνε τα ψυχολογικά τους προβλήματα, όμως εδώ, με τον ζωγράφο Μαξ φον Σύντοφ, το παρακάνει.

  Δεν μου αρέσουν τα horror. Τις ταινίες horror που θα προβληθούν την προσεχή Πέμπτη δεν τις βλέπω. Αλλά όταν βλέπω έναν σκηνοθέτη πακέτο σίγουρα θα δω και μια ταινία horror που έχει γυρίσει, ιδιαίτερα αν αυτός λέγεται Bergman.

  Η ταινία ξεκινάει ομαλά: Το ερωτευμένο ζευγάρι, Μαξ φον Σύντοφ και Λιβ Ούλμαν, σε στιγμές τρυφερότητας. Ζουν εδώ και επτά χρόνια σε ένα νησί.

  Μετά βλέπουμε κάτι άλλο: ο Σύντοφ δεν μπορεί να κοιμηθεί παρά μόνο αφού ανατείλει ο ήλιος.

  Μέχρι εδώ καλά. Αλλά να αναγκάζει και την Ούλμαν να μένει και αυτή άγρυπνη;

  Πώς το ανέχεται; Όσο ερωτευμένη και να είναι μαζί του.

  Έξυπνη επινόηση: διαβάζει τα ημερολόγιά του. Σ’ αυτά δραματοποιούνται επεισόδια που καταγράφει, και που δείχνουν ότι δεν πάει καθόλου καλά.

  Χαστουκίζει άγρια έναν θαυμαστή του που τον ακολουθεί.

  Ένα αγόρι που τον παρενοχλεί στο ψάρεμα, και που, προσπαθώντας να το ξεφορτωθεί, αυτό τον δαγκώνει, θα το κτυπήσει στο κεφάλι με μια πέτρα μέχρι θανάτου. Μετά θα πετάξει το πτώμα του στη θάλασσα.

  Αργότερα θα πυροβολήσει την Ούλμαν τρεις φορές. Ευτυχώς, μόνο μια σφαίρα θα της ξύσει ελαφρά το μπράτσο.

  Τους καλούν στο κάστρο του κόμη τάδε, σε δείπνο.

  Θα πλήξουν αφάνταστα με τους συνδαιτημόνες τους, βαριεστημένοι και κακοί.

  Τη δεύτερη φορά θα πάει μόνος του. Τον περιμένει η πρώην γκόμενα, να την πηδήσει.

  Ο πρώην φίλος της ζηλεύει.

  Και να που μπαίνει το φανταστικό, σχεδόν στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ στα horror: διασχίζει το πάτωμα, περπατάει πάνω στον τοίχο και μετά στο ταβάνι.

  Η Ίνγκριντ Τουλίν είναι ξαπλωμένη, γυμνή, περιμένοντάς τον. Πριν αρχίσουν καν να κάνουν έρωτα θα ακούσει τα χάχανα. Θα κοιτάξει, και θα δει ότι αποτελεί θέαμα για τους υπόλοιπους ένοικους του πύργου.

  Διαβάζω τώρα στη βικιπαίδεια: σωστά, δεν ήσαν άνθρωποι αυτοί, ήσαν δαίμονες. Πώς διάβολο δεν τους είχε πάρει χαμπάρι, ή δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι, επτά χρόνια στο νησί;

  Βλέπουμε στην αρχή της ταινίας την Ούλμαν, κοιτάζοντας το θεατή, να μιλάει για τη ζωή της με τον Σύντοφ. Με τον ίδιο τρόπο τελειώνει. Δεν ξέρω αν επηρεάστηκε απ’ αυτήν ο Αγγελόπουλος στο μονόλογο της Κοταμανίδου στο «Θίασο», ή τα μεγάλα πνεύματα…

  Όχι, η ταινία, από τη στιγμή που άρχισε να γίνεται horror, μετά τη δεύτερη επίσκεψη στον πύργο, δεν μου άρεσε. 

Παράφραση

 Εγώ: Nothing is so necessary for an old man as the company of beautiful women.



Sunday, June 1, 2025

Jim Abrahams, μια τρελή, απίθανη πτήση (Airplane, 1980)

 Jim Abrahams, μια τρελή, απίθανη πτήση (Airplane, 1980)

 


  Αποφάσισα να ξαναδώ την ταινία για να τη συγκρίνω με την «Είμαστε όλοι μαζί» του Kamal Tabrizi, μαύρη κωμωδία αυτή (αν και το «Airpalane» έχει μαύρα επεισόδια), και να γράψω επί τη ευκαιρία.

  7,7 η βαθμολογία της, μου άρεσε λίγο περισσότερο από την ταινία του Tabrizi.

  Πιλότος στον πόλεμο, ικανότατος, έπαθε σοκ όταν εξαιτίας λάθους του βρήκαν το θάνατο έξι σύντροφοί του.

  Ούτε να ξανακούσει για αεροπλάνο.

  Τον καιρό που μετάφραζα βιβλία ψυχολογίας για τον εκδότη μου και είχα πέσει και εγώ με τα μούτρα στο διάβασμα βιβλίων ψυχολογίας (Διάβαζα το κεφάλαιο από την «Ψυχολογία» του Στεφανή, εγχειρίδιο ιατρικής του φίλου μου και συγκάτοικου Νίκου Τζανάκη, και στη συνέχεια αγόραζα και διάβαζα βιβλία στα οποία γινόταν αναφορά) ήξερα για την περίπτωση:

  Όταν κάποιου πιλότου καταρριπτόταν το αεροπλάνο και τη γλίτωνε, μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο τον έστελναν αμέσως πάλι στον αέρα. Αν δεν πετούσε αμέσως, θα τον έπιανε φοβία μετά και δεν θα ήθελε να ξαναπετάξει.

  Το Δεκέμβρη του 1985, ήταν έγκυος η γυναίκα μου, με κτύπησε μια αρχάρια οδηγός που για πρώτη φορά θα κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας (ήμουν με τη μηχανή) και έσπασα το χέρι μου. Παρεμπιπτόντως, χωρίς να είναι το κράνος υποχρεωτικό, εγώ το φορούσα. Έκανε μια τρύπα. Χάρη στο κράνος ο γιος μου γνώρισε τον πατέρα του.

  Όταν έβγαλα το γύψο, πήρα αμέσως τη μηχανή.

  Αν το ήξερε και ο… ας μη πω καλύτερα το όνομά του, είναι επώνυμος ποιητής. Μετά από ένα ανάλογο ατύχημα δεν καβάλησε ξανά μηχανή.

  Η γυναίκα του είναι αεροσυνοδός. Του λέει ότι δεν αντέχει πια τις φοβίες του, θέλει να χωρίσουν.

  Τρέχει στο αεροπλάνο.

  Να be ή να μη be;

  Τελικά μπαίνει.

  Πολλοί επιβάτες δηλητηριάστηκαν γιατί έφαγαν ψάρι και όχι μπριτζόλα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο πιλότος και ο συγκυβερνήτης.

  Ρωτάει ο γιατρός: Ξέρει κανείς σας από βέσπα; Συγνώμη, από αεροπλάνο ήθελα να πω.

  Είναι ο μοναδικός.

  Καλά, επιστράτευσε όλο του το κουράγιο για να ανέβει στο αεροπλάνο, αλλά να πιλοτάρει κιόλας, πάει πολύ.

  Όμως τελικά θα πεισθεί.

  Θα προσγειώσει το αεροπλάνο και θα σωθούν οι επιβάτες που είχαν δηλητηριαστεί (έπρεπε να μεταφερθούν το ταχύτερο σε νοσοκομείο), και βέβαια θα κερδίσει πάλι την αγάπη της γυναίκας του, στο ευτυχισμένο happy end των κωμωδιών.

  Πολλά τα χιουμοριστικά επεισόδια, θα αναφέρω μόνο δυο με το εφέ της κυριολεξίας στο οποίο αναφέρθηκα στο διδακτορικό μου, και το θυμάμαι στην ταινία «Ένας προφήτης μα τι προφήτης» των Monty Pythons, με την ομάδα αυτοκτονίας.

  -Πάρτε φωτογραφίες.

  Αρπάζουν τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες από τον τοίχο.

  -Ρίξτε όλα τα φώτα στο διάδρομο.

  Έρχεται ένα φορτηγό με ανατροπή, και αδειάζει φώτα στο διάδρομο.

  Πολύ καλή κωμωδία, φαντάζομαι οι περισσότεροι που θα διαβάσετε αυτές τις γραμμές την έχετε δει.

  Trivia:

  Καταραμένα γεράματα.

  Κούκλος στα 33 του ο Robert Hays. Στη φωτογραφία του στη βικιπαίδεια, μετά από σαράντα χρόνια, λίγο θυμίζει αυτό τον κούκλο.

  (Λέω «κούκλο», αγαπημένη λέξη μιας φίλης που την χρησιμοποιεί όταν βλέπει κάποιον στο διαδίκτυο και της αρέσει).

  Αυτό που πρόσεξα, όπως και στη Σοφί Μαρσό, είναι ότι με τα χρόνια σούφρωσαν τα χείλη του.