Κωνσταντίνος Χ. Σπίγγος, Χρήζεις προστασίας, ΑΛΔΕ 2018, σελ.
93
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Εξαιρετικά διηγήματα και ποιήματα, πάνω στα σύγχρονα
προβλήματα του ατόμου και της κοινωνίας.
Ο Κωνσταντίνος Χ.
Σπίγγος είναι νευρολόγος. Έχει εκδώσει το βιβλίο εκλαϊκευμένης επιστήμης
«Γνωστικός και ψυχικός εγκέφαλος». Το «Χρήζεις προστασίας» είναι το δεύτερο
βιβλίο του.
Το βιβλίο
αποτελείται από ποιήματα και πεζά, τα οποία περίπου εναλλάσσονται. Ας πιάσουμε
πρώτα τα πεζά. Τα περισσότερα είναι σύντομα κείμενα, συχνά με φανταστικές
ιστορίες παραβολικού-διδακτικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι το «Άνοιξε
πόρτα» το οποίο καταλήγει:
«Τελικά, μήπως το
ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού είναι το «καλύτερα να καθίσεις εκεί που σε
βάλανε;» Καθόλου, μάλλον το «να κάνουμε αυτό που θέλουμε, αρκεί να μην έχουμε
ψευδαισθήσεις, παρερμηνείες και αυταπάτες ως προς τις συνέπειες». Κι ας
σημειωθεί δε πως στο ομολογουμένως λυπητερό αυτό παραμύθι κανείς δεν πέρασε
καλά, ούτε κι εμείς καλύτερα. Ευτυχώς, να λέμε, που όλα αυτά αφορούσαν μια
παλιόπορτα» (σελ. 14).
Είπαμε τα
περισσότερα, όχι όλα. Παραθέτουμε το τέλος από τα «Απολιθώματα».
«Εχθές συνάντησα την
κ. Ελπίδα. Διαπίστωσα πως η κ. Ελπίδα περνά όλη τη μέρα πάνω στο κρεβάτι της,
στέλνοντας φιλιά. Ζεστά φιλιά προς γνωστά και άγνωστα πρόσωπα – όλα της
φαντασίας της.
Τη δική μου παρουσία
ούτε καν την αντιλήφθηκε.
Ναι, κάποιες φορές,
όχι και πολύ συχνά, είναι η αλήθεια, συναντώ και απολιθώματα αγάπης». (σελ.
68).
Υπάρχουν και δυο
εκτενή διηγήματα τα οποία ο Σπίγγος τα δίνει «σε συνέχειες», παρεμβάλλοντας εν
είδη ιντερμέτζου ποιήματα και άλλα πεζά, κάτι που συναντάω για πρώτη φορά σε
βιβλίο. Έχουν να κάνουν με τον σύγχρονο κόσμο, αλλά προπαντός με τον κόσμο που
μας περιμένει, ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος στον οποίο ο μεγάλος αδελφός θα
μας ελέγχει απόλυτα. Η πλύση εγκεφάλου, που θα γίνεται με πρωτόγνωρους για μας
σήμερα τρόπους, θα είναι το αποφασιστικό μέσο.
«-Αν το φύτεμα των
χαρμόσυνων ιδεών στο κεφάλι τους πάψει να αποδίδει τόσο καλά, υπάρχει και κάτι
ισχυρότερο: το φύτεμα φόβων, εξαρτήσεων και γεγονότων που λέγονται χρέη,
τρομοκρατία, αυτοκτονίες, δολοφονίες. Μην ανησυχείτε, έχουμε γνώση και πείρα!
Οι συσκευές θα εκπέμπουν πλέον θυμό, αντρίλα, σάρκα και μίσος. Κανείς δεν θα
ασχολείται με τον εαυτό του παρά μόνο με τη δουλειά του, τις ονειρώξεις και
τους εφιάλτες του. Κανείς δεν θα συζητά ανοιχτά τις αμφιβολίες του γιατί κανείς
δεν θα εμπιστεύεται κανέναν» (σελ. 60).
Ο Σπίγγος στα
ποιήματά του έχει κυρίως σαν κεντρικό θέμα το υπαρξιακό πρόβλημα του σύγχρονου
ανθρώπου, τα άγχη και τις ανησυχίες του, χωρίς να περιορίζεται βέβαια μόνο σ’
αυτά (χαρακτηριστικό το ποίημα «Μουλάρια») όμως μορφολογικά φλερτάρει με την
παραδοσιακή ποίηση. Βλέπουμε κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, που μάλιστα
καταλαμβάνουν ένα ολόκληρο ποίημα, το «Δυο μάνες», που είναι σε κανονικές
τετράστιχες στροφές με τυχαία όμως ομοιοκαταληξία.
Επίσης συχνά
συναντούμε τροχαίους («κάθε χάδι που σου δίνω/ένα κύμα μέσα κλείνω» σελ. 86),
ανάπαιστους («Από σκέψεις πνιγμένες, που με λέξεις δεν σώθηκαν» σελ. 69) και δάκτυλους
(«δεν ξαποσταίνω, λαγοκοιμάμαι» (σελ. 43), που κάποιες φορές ομοιοκαταληκτούν.
Όμως απλά φλερτάρει, δεν εμμένει σ’ αυτήν, προτιμώντας να μη θυσιάσει το
περιεχόμενο για τη φόρμα.
Και τώρα κάποια
αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
Διαβάζουμε:
«Πόσο σοφός, πόσο
δυνατός, διάολε, μπορεί να φτάσει να γίνει κάποιος που ξέρει να δένει τη
γραβάτα του αλλά όχι να σιδερώνει το πουκάμισό του;» (σελ. 36).
Και με το ανάποδο τι
γίνεται; Η προτελευταία φορά που φόρεσα γραβάτα ήταν όταν απολύθηκα από το
στρατό όπου υπηρετούσα σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, και η τελευταία όταν
παντρεύτηκα. Και, θυμήθηκα τώρα, στη μονάδα έλεγα τόσο συχνά το «διάολε» ώστε
συχνά μου το έλεγαν οι συνάδελφοι κοροϊδευτικά.
Ναι, ξέρω να
σιδερώνω, αλλά ταλαιπωρούμαι αφάνταστα κάθε φορά που πρέπει να το κάνω.
Διαβάζουμε.
«-Και τι φοβάσαι από
το θάνατο; Όπου είναι αυτός εμείς δεν είμαστε!» (σελ. 74).
Αν και υπογράφω επικουρειο-στωικός
δεν με πείθει καθόλου, και φαντάζομαι κανένα σας. Και, για να απαντήσω με τον
ίδιο ανθρωπομορφισμό, ναι, αυτή τη στιγμή είναι αλλού, αλλά κάποια στιγμή θα
έλθει να μας βρει, πιθανόν στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου.
«Ίσως είναι
αναπόφευκτη, λοιπόν, η τάση της επιστήμης να καταλάβει το χώρο της θρησκείας,
όταν συναγωνίζονται για την ίδια θέση στην καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων»
(σελ. 79).
Μακάρι. Γιατί εγώ,
αυτό που βλέπω, είναι μια αναβίωση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Το βιβλίο κοσμούν και
φωτογραφίες του φίλου του Νικόλαου Κατιρτζόγλου, εξαιρετικές, όπως και εκείνες
που είδαμε στην βιβλιοπαρουσίασή του που κοσμούσαν το χώρο του πάνελ στο Ζάπειο.
Εξαιρετικά τόσο τα
ποιήματα όσο και τα κείμενα αυτού του βιβλίου του Κωνσταντίνου Σπίγγου, του
ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment