Book review, movie criticism

Thursday, July 11, 2019

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση


Άρθουρ Σοπενχάουερ, Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση, (μετ. Βαγενάς Αχιλλέας), Αναγνωστίδης, 1990, σελ. 535

  Είχε ενθουσιάσει τον Νίτσε. Συχνά βλέπω να γίνεται αναφορά σ’ αυτό. Παρόλο που δεν είμαι πια φαν της φιλοσοφίας όπως ήμουνα στα νιάτα μου, απεναντίας μάλιστα, είχα μια περιέργεια να το διαβάσω. Εξαντλημένο. Εξέφρασα την επιθυμία μου αυτή σε μια παρέα. Ο φίλος μου ο Μανόλης (το ο με όμικρον) το δανείστηκε από τον Θανάση, το έβγαλε σε φωτοτυπίες, δυο αντίτυπα, το ένα για μένα, σαν δώρο· ή μάλλον σαν αντίδωρο, όπως μου είπε.
  Δεν είναι οι καλύτερες μεταφράσεις εκείνες των εκδόσεων Αναγνωστίδη, με εξαίρεση τις δικές μου. Ναι, ο πρώτος εργοδότης μου σαν μεταφραστής υπήρξε ο Μάκης. -Πόσο πληρώνετε τη μετάφραση; Τον ρώτησα. -700 δραχμές το δεκαεξασέλιδο από αγγλικά και γαλλικά, 850 από γερμανικά.
  Τα γαλλικά και τα γερμανικά μου ήταν αυτά που έμαθα στο γυμνάσιο από δυο μεθόδους άνευ διδασκάλου, Xavier de Bouge, και από τα μαθήματα που παρακολούθησα στην Πανεπιστημιακή Λέσχη, Ιπποκράτους 5,6,7, δεν θυμάμαι. Τα γαλλικά πιο εύκολα, διάβασα το «Le mur» (Ο τοίχος) του Σαρτρ μόνο με ό,τι είχα μάθει από τη μέθοδο, ένα από τα βιβλία που αγόρασα από την Αθήνα όταν έδωσα για το ακαδημαϊκό απολυτήριο, τις σημερινές πανελλαδικές εξετάσεις. Τα βελτίωσα πάρα πολύ μεταφράζοντας την εισαγωγή από την «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» το Σαρτρ που εκδόθηκε και ανεξάρτητα με τον τίτλο «Ζητήματα μεθόδου» και τη γαλλική μετάφραση του έργου του Νίτσε «Η γέννηση της φιλοσοφίας στον αιώνα της ελληνικής τραγωδίας». Δεν κάνω το ίδιο και με τα γερμανικά; σκέφτηκα. Ήταν το 1976, μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος. -Έχω ένα βιβλίο αν σας ενδιαφέρει. Gerhard Vinnai, «Η κοινωνική ψυχολογία της εργατικής τάξης» (Θυμάμαι την έννοια «στρατηγική της δίωξης του αποδιοπομπαίου τράγου», Sündenbockjagdstrategie. Ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν οι εβραίοι). -Φέρε μου δείγμα μια σελίδα, μου λέει ο Μάκης. Του πήγα, του άρεσε. Τα επόμενα βιβλία που μετάφρασα στον Αναγνωστίδη ήταν το «Φεγγαρόγιομα» του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και «Υλισμός και διαλεκτική μέθοδος» του Μωρίς Κόρνφορθ.
  Ξεστρατίζω συχνά στις κριτικές μου, ο λόγος είναι για τον Σοπενχάουερ. Έτσι να προσθέσω μόνο ότι χάρη στη μετάφραση αυτή από τα γερμανικά γνωρίστηκα με τον πρώτο εκδότη μου, τον Θάνο Γραμμένο («Θυμάρι»), έχω γράψει αλλού γι’ αυτό.
  Με δυσκόλεψε πολύ το βιβλίο, σαν να διάβαζα ποίηση, και έτσι το διάβασα, όπως διαβάζω την ποίηση. Αν κάτι δεν το καταλαβαίνω δεν κολλάω, πάω παρά κάτω. Εξάλλου υπάρχει η λεγόμενη redundancy, περισσότητα μεταφράζει τη λέξη ο συγχωρεμένος ο Σωτήρης, πιο κάτω θα διαβάσω το ίδιο πράγμα με μια διατύπωση πιο κατανοητή. Εδώ θα γράψω χοντρικά την εντύπωσή μου από το βιβλίο, δηλαδή τις κύριες ιδέες που εκτίθενται σ’ αυτό όπως τις προσέλαβα, πριν περάσω στην παράθεση αποσπασμάτων.
  Η βούληση είναι κάτι σαν την ζωτική ορμή του Μπερξόν μαζί με το τι υπήρχε πριν το big bang. Όταν έγινε η έκρηξη, η βούληση εκδηλώθηκε ως παράσταση. Υπάρχουν παραστάσεις ανώτερου και κατώτερου βαθμού. Στην κορυφή είναι οι ιδέες, περίπου όπως οι πλατωνικές. Μετά είναι ο υλικός κόσμος όπως τον ξέρουμε, με τις ανώτερες και τις κατώτερες μορφές. Ο άνθρωπος ανήκει στις ανώτερες. Μέσα του όμως επενεργεί η βούληση, στην οποία υπάγονται τα ένστικτα, αλλά και κάθε μορφή επιθυμίας. Με την καθαρή γνώση ο άνθρωπος «απενεργοποιεί» τη βούληση, δηλαδή την επιθυμία, η οποία είναι πηγή κάθε δυστυχίας καθώς σπάνια ικανοποιείται. Η κύρια επίδραση πάνω στον Σοπενάουερ υπήρξε η ινδική φιλοσοφία, απ’ όπου και η παραπάνω αντίληψη, και στη συνέχεια ο Πλάτων και ο Καντ. Να σημειώσουμε ότι ο Σοπενχάουερ είναι κατά της αυτοκτονίας. Ίσως τον επηρέασε η αυτοκτονία του πατέρα του.
  Και τώρα τα αποσπάσματα.
  «Στις δυο αυτές θεωρίες μπορούμε ν’ απαντήσουμε κατά πρώτον πως το αντικείμενο και η παράσταση δεν είναι παρά ένα μόνο και το ίδιο πράγμα, ύστερα ότι το Είναι των αντικειμένων δεν είναι άλλο απ’ την ίδια τους ενέργεια· πως σ’ αυτή την ενέργεια συνίσταται η πραγματικότητά τους· ότι τέλος αναζητώντας την ύπαρξη του αντικειμένου έξω από την παράσταση του υποκειμένου, αυτό είναι μια αντιφατική επιχείρηση όπου η ίδια αυτοκαταστρέφεται· ότι, κατά συνέπεια, η γνώση του τρόπου ενεργείας ενός αντικειμένου εναίσθησης, φθείρει την ιδέα αυτού του αντικειμένου σαν τέτοιου, δηλαδή σαν παράστασης, αφού έξω απ’ αυτήν δε μένει τίποτε το ευκολογνώριστο μέσα σ’ αυτό το αντικείμενο» (σελ.29).
  Αν κατάλαβα καλά, το «καθαυτό» είναι απρόσιτο στη γνώση μας.
  «Δεν ξεκινώ απ’ το υποκείμενο ούτε απ’ το αντικείμενο παρμένο χωριστά, αλλά απ’ το γεγονός της παράστασης, που χρησιμεύει σαν αφετηρία σε κάθε γνώση, και έχει για αρχική και κύρια μορφή τη διχοτόμηση του υποκειμένου και του αντικειμένου» (σελ. 55).
  Είναι λοιπόν πέρα από τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό.
  «Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε πολύ σωστά πως οι αντιλήψεις είναι παραστάσεις των παραστάσεων» (σελ. 63).
  Η γνώση είναι πολύ πιο απρόσιτη από ό,τι νομίζουμε.
  «Καθώς όλες οι αποδείξεις είναι συλλογισμοί, η πρώτη φροντίδα για μια καινούργια αλήθεια δεν είναι ν’ αναζητήσουμε μια απόδειξη αλλά η άμεση καταφάνεια» (σελ. 92).
  Και πιο κάτω:
  «…το άμεσο προφανές είναι πάντοτε προτιμότερο απ’ την αποδειγμένη αλήθεια» (σελ. 97).
  Αυτό λέει ο απλοϊκός ρεαλισμός, του οποίου είμαι οπαδός. 
  «Σκοπός της στωϊκής ηθικής είναι η ευτυχία: τέλος το ευδαιμονείν· έτσι εκφράζεται ο Στοβαίος στην “Έκθεση της στωικής φιλοσοφίας”» (σελ. 119).
  Κοίτα να δεις, κι εγώ που νόμιζα ότι το κεντρικό σημείο της στωικής φιλοσοφίας είναι να υπομένεις τα βάσανα με καρτερικότητα. Όπως και να έχει, εγώ έχω δηλώσει στωικοεπικούρειος.
  «Το ηθικό παράγγελμα του Αντισθένη: δει κτάσθαι νουν ή βρόχον. Αυτό ήθελε να πει ότι η ζωή είναι τόσο γεμάτη από βάσανα και θλίψεις, που θα πρέπει ή να την υποτάξουμε στο λόγο ή να την εγκαταλείψουμε» (σελ. 120).
  Συχνά παραθέτω τις ρήσεις άλλων που βρίσκω μέσα σε ένα κείμενο, καθώς είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
  Το παρακάτω το έχει σε παρένθεση.
  «(Ταράσσει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα (Επίκτητος, V.). Γι’ αυτό ο Χρύσιππος μας λέει: Δει ζην κατ’ εμπειρίαν των φύσει συμβαινόντων», σελ. 120.
  «Να γιατί ο πόνος και οι στεναγμοί είναι ξένοι στο σοφό, και γιατί τίποτα δεν θα μπορούσε να κλονίσει την αταραξία του» (σελ. 121).
  Έχει κάποια αλήθεια αυτό, καθώς ο σοφός βλέπει τα πάντα sub specie aeternitatis.
  «Η ταυτότητα του σώματος και της βούλησης εκδηλώνεται στο ότι κάθε βίαια και υπερβολική κίνηση της βούλησης, δηλαδή κάθε επηρεασμός, κινεί άμεσα το σώμα κι όλο τον εσωτερικό οργανισμό, διαταράσσοντας την πορεία των ζωτικών λειτουργιών του» (σελ. 133).
  Είμαστε σκλάβοι της βούλησης και του σώματος.
  «…στην πιο εμφανή εκδήλωσή της φέρει το όνομα βούληση. Θα τη δει στη δύναμη που κάνει να μεγαλώνει και να βλασταίνει το φυτό και να κρυσταλλώνει το μετάλλευμα που διευθύνει τη μαγνητική βελόνη προς το βορρά…» (σελ. 143).
  Για τη ζωτική ορμή που λέγαμε, απ’ αυτόν μάλλον την πήρε ο Μπερξόν.  
  «Αυτοί, λοιπόν, οι βαθμοί της αντικειμενικοποίησης [Objektivation] της βούλησης δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τις ιδέες του Πλάτωνος» (σελ. 167) και «Οι γενικές δυνάμεις της φύσης μας φαίνονται σαν το χαμηλότερο βαθμό της αντικειμενοποίησης [Objektivation] της βούλησης (ίδια σελίδα).
  Βαριέμαι να ψάξω να δω αν αντικειμενοποίηση και αντικειμενικοποίηση είναι η ίδια λέξη στα γερμανικά. Ο λόγος; Υποθέτω ότι είναι. Τελικά το έψαξα, είναι. (Μέσα σε δικές μου αγκύλες η γερμανική λέξη).  
  «Στην προέλευσή της και στη γενικότητά της μια φυσική δύναμη δεν είναι στην ουσία της τίποτε άλλο απ’ την αντικειμενοποίηση, σ’ ένα κατώτερο βαθμό, της βούλησης. Έναν τέτοιο βαθμό τον ονομάζουμε αιώνια ιδέα με την έννοια του Πλάτωνος. Ένας νόμος της φύσης, είναι η σχέση της ιδέας με τη μορφή των φαινομένων της. Η μορφή αυτή είναι ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα συνδεμένα ανάμεσά τους με σχέσεις αναγκαίες, αδύνατες (unzertrennlichen στο πρωτότυπο, που θα πει αχώριστες και όχι αδύνατες, λέξη που κατάλαβα ότι δεν κόλλαγε) και μ’ έναν ειρμό. Με το χρόνο και το χώρο η ιδέα πολλαπλασιάζεται σε αναρίθμητες εκδηλώσεις» (σελ. 172).  
  «…Η ύλη (δηλαδή ολόκληρος ο κόσμος σαν παράσταση) δεν υπήρχε παρά για την νόηση, πως ήταν η κατάστασή της, το στήριγμά της, το αναγκαίο συσχετικό της» (σελ. 173).
  Μου φαίνεται πως με το ένα πόδι πατάει στον αντικειμενικό ιδεαλισμό και με το άλλο στον υποκειμενικό. Όταν κουράζεται στηριζόμενος στο ένα, στηρίζεται στο άλλο.
  «Η ίδια η δύναμη είναι μια εκδήλωση της βούλησης και, σαν τέτοια, δεν υποτάσσεται στις μορφές της αρχής του λόγου, είναι χωρίς λόγο (grundlos). Είναι έξω απ’ το χρόνο, πανταχού παρούσα, και θα λέγαμε πως καραδοκεί συνεχώς τον ερχομό των περιστάσεων χάρη στις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί και ν’ αρπάξει μια προσδιορισμένη ύλη, εκδιώκοντας τις άλλες δυνάμεις που επικρατούσαν εκεί άλλοτε. Ο χρόνος δεν υπάρχει παρά γι’ αυτή» (σελ. 175).
  «Η θέληση της δυνάμεως» (Der Wille zur Macht), ένα από τα βιβλία του Νίτσε, απόηχος προφανώς του Σοπενχάουερ. Ο γερμανικός τίτλος του έργου του Σοπενχάουερ είναι «Die Welt als Wille und Vorstellung». Τη λέξη Wille ο μεταφραστής τη μεταφράζει ως βούληση.
  «…ποτέ δεν θα εξηγήσουμε από κει την απόφαση του ατόμου: προέρχεται απ’ τη βούληση, της οποίας αυτός ο άνθρωπος είναι μια εκδήλωση» (σελ. 178).
  Όλα είναι εκδήλωση της βούλησης τελικά.
  «Οι κατώτεροι βαθμοί της αντικειμενικότητας [Objektität] της βούλησης, δηλαδή τα φαινόμενα της φύσης και τα χημικά…» (σελ. 181).
  Μήπως αντικειμενοποίηση; Όχι, το έψαξα κι αυτό, σωστά το έχει ο μεταφραστής. Ξαναδιαβάζοντας αυτό το κείμενο πριν αναρτήσω πρόσεξα ότι η λέξη δεν ήταν Objektivität. Μήπως ήταν λάθος επιμέλειας στο γερμανικό, τρώγοντας το vi; Όχι, την έψαξα στο διαδίκτυο, και βρήκα την ερμηνεία της, die Form des Objektseins für ein Subjekt, η μορφή ενός αντικειμένου για ένα υποκείμενο.
  «Η ανώτερη ιδέα, ή αντικειμενοποίηση της βούλησης, δε μπορεί να δημιουργηθεί παρά νικώντας τις κατώτερες, και έχει να θριαμβεύσει στην αντίσταση αυτών εδώ, που, αν και υποτάχτηκαν σε δουλεία, ποθούν ωστόσο να εκδηλώσουν τη φύση τους κατά έναν τρόπο ανεξάρτητο και πλήρη» (σελ. 187). Όπως τα τυπικά μετάθεσης που περιορίζουν την επιθετικότητα, όπως μας λέει η ηθολογία (ρίχνω ένα βάζο στο πάτωμα για να μη σου το πετάξω στο κεφάλι, η εξοργισμένη σύζυγος).
  «…το νερό και το κάρβουνο αλλάζουν σε φυτικό χυμό…» (σελ. 189).
  Προφανώς εννοεί τον άνθρακα.
  «Αυτή μόνη [η βούληση] είναι το πράγμα καθεαυτό· και κάθε αντικείμενο είναι εκδήλωση-φαινόμενο, για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Καντ» (σελ. 196).
  Μετά τους ινδούς, ο Καντ είναι η μεγάλη επιρροή του Σοπενχάουερ.
  «Η εμπειρία αποδείχνει ότι όλα τα έξοχα πνεύματα στην τέχνη δεν είχαν καμμιά ικανότητα στα μαθηματικά: ποτέ ένας άνθρωπός δεν διακρίθηκε λαμπρά ταυτόχρονα στους δυο κλάδους» (σελ. 238).
  Ενδιαφέρον αυτό.
  «Τέλος, για να πεισθείτε για την κοντινή αυτή συγγένεια ανάμεσα στην τρέλα και στη μεγαλοφυΐα, να διαβάσετε τις βιογραφίες των πολύ μεγάλων ανδρών, όπως ο Ρουσσώ, ο Μπάυρον, ο Αλφιέρι» (σελ. 240).
  Και θυμήθηκα μια ιστορία που διάβασα σε ένα βιβλίο. Κάνω αντιγραφή από τη βιβλιοκριτική μου.
  Βλέπω ότι δεν την παρέθεσα, οπότε θα την γράψω.
  Ο φίλος ενός ψυχίατρου τον παρακαλεί να του γνωρίσει έναν πραγματικό τρελό. -Εν τάξει, του λέει, μεθαύριο στην ταβέρνα με δυο φίλους, ο ένας από τους οποίους είναι τρελός. Οι δυο φίλοι ήταν ο Μπαλζάκ και ο τρελός. Αφού έτρωγαν και κουβέντιασαν αρκετή ώρα, ο φίλος του σκύβει και του ψιθυρίζει στο αυτί, δείχνοντάς του τον ένα από τους δυο, «Σε ευχαριστώ που μου γνώρισες έναν πραγματικό τρελό». Και ο ψυχίατρος: «Μα αυτός δεν είναι ο τρελός, είναι ο Μπαλζάκ».
  «Όσο είναι γεμάτη η ψυχή μας απ’ τη βούληση, όσο είμαστε υποδουλωμένοι στην ώθηση της επιθυμίας, στις ελπίδες και στους συνεχείς φόβους που γεννά, όσο είμαστε υποχείριοι της βούλησης, δεν υπάρχει για μας ούτε μόνιμη ευτυχία, ούτε ανάπαυση» (σελ. 246).
  Τα ίδια λένε και οι ινδοί, και που τα ξέρω μέσω Καζαντζάκη.
  «Ελπίζω να έδειξα καθαρά μ’ αυτές τις σκέψεις τη φύση και τη σπουδαιότητα της υποκειμενικής κατάστασης της αισθητικής ηδονής· η κατάσταση αυτή, το έχουμε δει, συνίσταται στην απελευθέρωση της γνώσης που η βούληση υποδούλωνε, στη λήθη του ατομικού εγώ, στην αλλαγή της συνείδησης σ’ ένα καθαρό γνωρίζων υποκείμενο και λυτρωμένο απ’ τη βούληση, απ’ το χρόνο από κάθε σχέση» (σελ. 250).
  Είναι πράγματι μια εμπειρία που την έχουμε βιώσει: εκστασιασμένοι μπροστά σε ένα έργο τέχνης νοιώθουμε να εξαφανίζεται το εγώ μας.
  «Ορίσαμε πιο πάνω το ανθρώπινο κάλλος σαν την τελειότερη αντικειμενοποίηση της βούλησης, στους πιο ανώτερους βαθμούς που είναι ως εδώ αναγνωρίσιμη» (σελ. 283).
  Για την ομορφιά έχω γράψει κι εγώ σχετικά.
  «Αντίθετα, μια κραυγή, που παρασταίνεται στην πέτρα ή στο μουσαμά, μια βουβή κατά κάποιον τρόπο κραυγή, θα ήταν ακόμα πιο πολύ γελοία από εκείνη τη ζωγραφιστή μουσική για την οποία έγινε λόγος στα Προπύλαια του Γκαίτε» (σελ. 290).
  Ποια είναι αυτά τα Προπύλαια; Θα το ψάξω. Το βρήκα, ήταν ένα περιοδικό που εξέδιδε ο Γκαίτε. Πάντως εδώ θα διαφωνήσω κάθετα μαζί του. Η «Κραυγή» του Edvard Munch είναι ένας διάσημος πίνακας, στους περισσότερους αγαπητός (αποφεύγω να εκφράζομαι απόλυτα, θέλω να κρατάω πάντα πισινή), όπως βέβαια και η προγραμματική μουσική, μουσική που αφηγείται ή περιγράφει, μπορεί να είναι εξαιρετική. Στο διαδίκτυο υπάρχει μια ιστοσελίδα που δίνει ονόματα συνθετών και συνθέσεων. Πιο γνωστή νομίζω είναι η «Ποιμενική συμφωνία» του Μπετόβεν.
  Για τη μουσική, για τη ζωγραφική, για τη γλυπτική, για τη δραματουργία έχω υπογραμμίσει αρκετά αποσπάσματα, δεν θέλω όμως να φορτώσω αυτή την ανάρτηση με πάρα πολλά. Και δεν παραθέτω επίσης αποσπάσματα που είναι σήμερα περίπου κοινοί τόποι.
  «Για να έχουμε την επιδοκιμασία των απογόνων μας πρέπει να παραιτηθούμε από κείνη των συγχρόνων μας και αμοιβαία» (σελ. 302).
  Ένα από τα είδωλα της αγοράς -δεν ξέρω αν μιλάει γι’ αυτό ο Μπέηκον, θα διαβάζω το βιβλίο του – είναι το να αποφαίνεσαι με απόλυτο τρόπο. Αυτό που λέει ισχύει πράγματι, όμως σαν εξαίρεση, όχι σαν κανόνας. Ο Βαν Γκογκ ήταν τέτοια εξαίρεση.
  «Θα πάω μάλιστα, απ’ την άποψη της εσωτερικής γνώσης της ανθρώπινης φύσης, μέχρι να αποδώσω στις βιογραφίες, και κυρίως στις αυτοβιογραφίες, μια πολύ μεγαλύτερη αξία απ’ την καθαρώς λεγόμενη ιστορία, τουλάχιστον τέτοια που την πραγματεύονται συνήθως» (σελ. 315).
  Εδώ προσυπογράφω απόλυτα. Οι βιογραφίες, και κυρίως οι αυτοβιογραφίες, είναι αγαπημένο μου είδος.
  «Να χτυπήσει την αδικία επιβάλλοντάς της μια τιμωρία, χωρίς να επιδιώκει ένα μελλοντικό αποτέλεσμα, είναι η εκδίκηση» (σελ. 445).
  Μεγάλη κουβέντα ο ποινικός κώδικας.
  «Είναι, λόγου χάρη, εντελώς αδιάφορο, για την ηθική αξία του ανθρώπου, να κάνει μεγάλα δώρα στους φτωχούς, με τη σταθερή πεποίθηση να τα πάρει στο δεκαπλάσιο σε μια μέλλουσα ζωή, ή να ξοδέψει το ίδιο ποσό για να βελτιώσει ένα αγρόκτημα που θα του αποδώσει αργότερα πλούσιες συγκομιδές· -αν ο ληστής που σκοτώνει για μια αμοιβή είναι δολοφόνος, ο αληθινός πιστός στη θρησκεία του, που παραδίδει στις φλόγες τον αιρετικό, δεν είναι λιγότερο» (σελ. 473).
  Πάντως το ISIS δεν σκοτώνει μόνο τους αιρετικούς αλλά και τους άπιστους. Βέβαια στις συγκρούσεις μαζί τους θα σκοτωθούν και κάποιοι απ’ αυτούς. Όμως πεθαίνουν σαν μάρτυρες, περιμένοντας την ανταμοιβή τους στους ουρανούς, 72 παρθένες αν δεν κάνω λάθος. Αν ήμουν κι εγώ 100% σίγουρος για μια τέτοια ανταμοιβή θα γινόμουν μουσουλμάνος και θα πήγαινα να πολεμήσω στο πλευρό τους.  
  «…τη διάκριση την έως εδώ τόσο παραμελημένη, ανάμεσα στην αφηρημένη γνώση και στην εναισθητική» (σελ. 402).
  Ο Σοπενχάουερ προκρίνει την εναισθητική γνώση.
  Δεν ξέρω αν θα επιστρέψω στον Σοπενχάουερ, ίσως διαβάσω κάποια δοκίμιά του. Διάβασα ότι διακρίνονται για τη μεγάλη λογοτεχνικότητά τους, όπως και τα δυο τελευταία από τα τέσσερα «βιβλία» του «Κόσμου σαν βούληση και σαν παράσταση», που έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα, και γι’ αυτό είναι πιο κατανοητά σε σχέση με τα στριφνά δυο πρώτα. Στα χνάρια του ο Μπερξόν όπως είπαμε, τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας, καίτοι φιλόσοφος.

No comments: