Λέων Τολστόι, Άννα Καρένινα (μετ. Κ. Μακρή), Το Βήμα, 2009
Πάνε τέσσερις
δεκαετίες που διάβασα την «Άννα Καρένινα»ˑ στα ρώσικα, για εξάσκηση.
Τώρα τη διάβασα και στα ελληνικά, στα πλαίσια του project μου
«Ξαναδιαβάζοντας τους κλασικούς».
Έχω αναφερθεί σ’
αυτή σε μια ανακοίνωσή μου σε μια ημερίδα της «Ομάδας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας»
η οποία είχε τίτλο: «Η τιμωρία της
μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα». Τη μετάφρασα και στα αγγλικά και
αναρτήθηκε σε ένα ηλεκτρονικό
περιοδικό.
Τρία είναι τα
μυθιστορήματα που οι συγγραφείς τους «τιμωρούν» τη μοιχαλίδα βάζοντάς τη να
αυτοκτονήσει, και όλα φέρουν το όνομά της σαν τίτλο: Άννα Καρένινα, Μαντάμ
Μποβαρί, Τερέζα Ρακέν.
Ας το πούμε από
τώρα: Με τον «Πόλεμο και Ειρήνη» πάει ανάποδα.
Τον διάβασα πριν 48 χρόνια στα ελληνικά, αλλά είχα πει ότι θα τον
διάβαζα και στα ρώσικα. Πριν χρόνια διάβασα καμιά εβδομηνταριά σελίδες αλλά
κάποιες υποχρεώσεις μπήκαν στη μέση και το σταμάτησα. Χθες, τελειώνοντας την
«Άννα Καρένινα» ξεκίνησα το «Πόλεμος και Ειρήνη», ένα κεφάλαιο κάθε φορά. Έχω
και την ελληνική μετάφραση αν δυσκολεύομαι να καταλάβω κάτι. Πιστεύω μέχρι το
καλοκαίρι να τον τελειώσω. Στόχος, ένα κεφάλαιο την ημέρα.
Θα ξεκινήσω
συγκριτολογικά:
Ο Λέβιν είναι
περίπου το αντίγραφο του Πιερ στον «Πόλεμο και Ειρήνη».
Λίγο αδέξιος, όπως
και αυτός, εύσωμος, όπως και αυτός, μόνο που αυτός δεν παντρεύτηκε καμιά Έλενα.
Και η Κίτι αντίγραφο
της Νατάσας.
Και η Νατάσα είναι με
μια χαμένη αγάπη. Τον Μπαλκόνσκι της τον στέρησε η μοίρα, πέθανε από τα
τραύματά του (η πλοκή τοποθετείται την περίοδο της εκστρατείας του Ναπολέοντα
στη Ρωσία), ενώ τον Βρόνσκι της Κίτης της τον έκλεψε η Άννα Καρένινα.
Το ειδύλλιο του
Λέβιν με την Κίτι αναπτύσσεται περίπου σαν παράλληλη πλοκή, παρόλο που υπάρχει
σύνδεση με τα πρόσωπα της κύριας πλοκής.
Ο Τολστόι είναι
περισσότερο διαλογικός από τον Ντοστογιέφκι. Τι λέω, πολύ περισσότερο. Οι
περισσότερες σελίδες του μυθιστορήματος καταλαμβάνονται από συζητήσεις των
ηρώων.
Υπάρχουν και
δοκιμιακές σελίδες για διάφορα ζητήματα που απασχολούσαν τότε τη Ρωσία, όπως το
αγροτικό ζήτημα, η εκπαίδευση των γυναικών και των αγροτών, η εξέγερση των
πολωνών…
Στο τέλος θα
διαβάσουμε και σελίδες για τον ξεσηκωμό των σέρβων και για τους εθελοντές ρώσους
που πήγαν να πολεμήσουν στο πλευρό των αδελφών τους, ορθόδοξων σλάβων, τους
τούρκους. Ανάμεσά τους και ο Βρόνσκι, που είναι απαρηγόρητος μετά την
αυτοκτονία της Άννας (έπεσε στις γραμμές του τραίνου, για όσους δεν έχουν
διαβάσει το μυθιστόρημα).
Ο δικηγόρος του
διαβόλου με ρωτάει, πώς η όμορφη Άννα παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερό της
Καρένιν [20 χρόνια, διαβάζουμε στο τέλος του πρώτου τόμου], καθόλου ωραίο, και
προπαντός καθόλου πλούσιο, και φυσικά χωρίς να τον έχει ερωτευθεί. Ήταν απλά
ένα επιτυχημένο ανώτατο στέλεχος στην κρατική διοίκηση.
Μα γιατί νιώθω μια
μεγαλύτερη συμπάθεια για τον Ντοστογιέφσκι παρά για τον Τολστόι; Είμαι άραγε η
εξαίρεση ή ο κανόνας;
Έκανα ένα
δημοψήφισμα στην ομάδα «Πάθος για βιβλία», στην οποία είμαι συνδιαχειριστής.
Μικρό το δείγμα, αλλά πιστεύω είναι εκπροσωπευτικό: Οι περισσότεροι αγαπούν τον
Ντοστογιέφσκι.
1 ψήφισε Τολστόι, 7
Ντοστογιέφσκι.
Ο αριστοκρατικός
κόσμος του Τολστόι μας είναι ξένος. Όλα τα πρόσωπα έχουν μεγάλα εισοδήματα και
ζουν σε σπίτια με πολλούς υπηρέτες. Οι περισσότεροι είναι πρίγκηπες ή κόμητες,
όπως ο ίδιος ο Τολστόι. Ένας μόνο (νομίζω) πρίγκηπας υπάρχει στον Ντοστογιέφσκι,
και αυτός είναι «ηλίθιος»: Ο Μίσκιν.
Σίγουρα «ξενίζει»
τον μέσο αναγνώστη η τρυφηλότητα της ζωής των ηρώων του Τολστόι, σε αντίθεση με
τους «Ταπεινούς
και καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι.
Υπάρχει και κάτι
εξωκειμενικό που με ξενίζει.
Διάβασα παλιά ότι ο
Τολστόι εκφράστηκε περιφρονητικά για τον Ντοστογιέφσκι, κάνοντας μια παρομοίωση
με άλογα, που έχω ξεχάσει.
Δεν θυμάμαι πού
διάβασα ή είδα πρόσφατα ότι ο Τουργκένιεφ και ο Τολστόι «Κουτσομπόλευαν» τον
Ντοστογέφσκι. Στο βάθος του μυαλού τους ίσως είχαν: Μα πώς μπορεί αυτός ο
φτωχός να μας συναγωνιστεί;
Ζήλεια.
Και δικιά μου:
ζηλεύω την τρυφηλή ζωή που ζούσαν, πέρα από τα οικογενειακά τους δράματα.
Κάπου έγραψα ότι
καλύτερα δυστυχισμένος πλούσιος παρά δυστυχισμένος φτωχός.
Τολστόι και
Τουργκένιεφ έγραφαν για το γούστο τους. Ο Ντοστογιέφσκι, όπως και ο Μπαλζάκ,
για να ζήσουν.
Στα 80 του πέθανε ο
Τολστόι, ξέρετε πώς, είχε και αυτός τους δαίμονές του.
Στα 60 του ο
Ντοστογιέφσκι, από την καρδιά, που τον ταλαιπωρούσε μόνιμα.
Ούτε ο Τολστόι ούτε
ο Τουργκιένιεφ (και τους δυο τους διάβασα σχεδόν «πακέτο», όπως κάνω για τους
σκηνοθέτες) στήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ούτε έκαναν εξορία.
Όμως καιρός να
παραθέσω κάποια αποσπάσματα.
«Να το αναγγείλεις
στη Ντάρια Αλεξάντροβνα [τη νύφη του Λέβιν]» (Α τόμος, σελ. 12).
Εδώ έμαθα ότι το
υποκοριστικό της Ντάριας είναι Ντόλι, και μ’ αυτό το όνομα την αναφέρει τις
περισσότερες φορές ο Τολστόι.
«Και τούτη δω η
γυναίκα είναι η συντρόφισσα της ζωής μου, η Μάρια Νικολάγιεβνα είπ’ απότομα ο
Νικολάι, δείχνοντας την. Την πήρα από ’να σπίτι» (Α. σελ. 128).
Αυτός είναι ο
αδελφός του Λέβιν. Άρρωστος, θα πεθάνει.
«Ο Βρόνσκι, παρ’ όλη
τη φαινομενικά επιπόλαιη κοσμική ζωή του, ήταν ένας άνθρωπος που μισούσε την
αταξία. Πολύ νέος την εποχή που σπούδαζε στη Σχολή, έτυχε να δοκιμάσει την
ταπείνωση της άρνησης, όταν κάποτε ζήτησε δανεικά για να ξεπελαγώσει, κι από
τότε πια δεν ξαναχρεώθηκε» (Α, σελ. 439).
Όμως στην επόμενη
σελίδα διαβάζουμε:
«Πρώτα πρώτα
καταπιάστηκε με το οικονομικό ζήτημα, σαν πιο εύκολο. Πήρε μια κόλλα
επιστολόχαρτου και σημείωσε με το λεπτό γράψιμό του όλα του τα χρέη, τα
πρόσθεσε και βρήκε πως μαζεύονταν δεκαεφτά χιλιάδες και κάτι εκατοντάδες
ρούβλια, που τις παρέλειψε για να ’χει υπόψη του το στρογγυλό ποσό».
Τι διάβολο, ξέχασε ο
Τολστόι ότι στην προηγούμενη σελίδα έγραψε ότι δεν ξαναχρεώθηκε; Πού βρέθηκαν
τα χρέη;
Ή μήπως είναι
μεταφραστικό ατόπημα;
Να το ψάξουμε.
Еще смолоду, бывши в корпусе, он испытал унижение отказа, когда он, запутавшись,
попросил взаймы денег и с тех пор он ни разу не ставил себя в такое положение.
Και:
Первое, за что, как за самое легкое, взялся Вронский, были денежные дела. Выписав своим мелким почерком на почтовом листке все, что он должен, он подвел итог и нашел, что он должен семнадцать тысяч с сотнями, которые он откинул для ясности.
Το с тех пор он ни разу не ставил себя в такое положение, μεταφράστηκε «δεν
ξαναχρεώθηκε», ενώ η μετάφραση είναι «Από τότε ούτε μια φορά δεν βρέθηκε σ’
αυτή την κατάσταση», δηλαδή να ζητήσει δανεικά από κάποιον που υποπτευόταν ότι
μπορεί να μην του έδινε.
Πετυχαίνω κάποια
τέτοια μεταφραστικά ατοπήματα κατά καιρούς. Μου κάνουν εντύπωση στη μετάφραση
και θέλω να το ψάξω στο πρωτότυπο.
«…γιατί μια
διαζευγμένη σύζυγος δεν μπορεί να ξαναπαντρευτεί κατά την άποψη της εκκλησίας,
εφόσον ο άντρας της ζει» (σελ. 625).
Δεν λέγεται, αλλά
είναι αυτονόητο: ο άντρας μπορεί, και ας ζει η διαζευγμένη σύζυγός του.
«-Είναι καλά.
Γευματίζουν σήμερα οι τρεις τους σπίτι. -Α, “οι Αλίνες-Ναντίνες”» (Β. σελ.
364).
Но, как ни были ей приятны
и веселы одни и те же разговоры, – «Алины-Надины», как называл эти разговоры между
сестрами старый князь.
Τελικά ο μεταφραστής
βαρέθηκε να μεταφράσει: «Αλίνες-Ναντίνες, όπως ονόμαζε [χαϊδευτικά, μου εξηγεί
η ΑΙ] αυτές τις συζητήσεις ανάμεσα στις αδελφές ο γέρο πρίγκηπας».
Αλίνα: Στα ρώσικα,
στα ρουμάνικα (αγαπημένη φίλη), και στα ελληνικά (μια ανιψιά μου).
Και πώς μου ήλθε στο
μυαλό ξαφνικά: Aline, με τον Κριστόφ.
«Τι καταπληχτική,
αξιαγάπητη και αξιολύπητη γυναίκα» (Β. σελ. 382).
Αυτά τα λέει ο Λέβιν
στον άντρα της Ντάριας, για την Άννα. Δεν πρόσθεσε: και όμορφη.
Τα ίδια λόγια θα
επαναλάβει λίγο πιο κάτω ο Λέβιν για την Άννα στην Κίτι.
«…κόμης Μπιεζούμποβ…»
(Β. σελ. 427).
граф Беззубов
Καλά έκανε και δεν
μετέφρασε ο μεταφραστής, πώς να μεταφράσει δηλαδή, ο κόμης Ξεδοντιάρης;
Έχουμε κι εμείς
παρόμοια επίθετα. Στο μυαλό μου έρχεται ένας Αφορδακός. Τον συνάντησα παλιά,
μαθητής, και η μούρη του ήταν σαν του βατράχου.
Όμως δεν θα υπήρχε πρόβλημα να μεταφράσει την
πριγκίπισσα Σοροκίνα (княжна Сорокина), που τόσο ζηλεύει η Άννα γιατί η μητέρα
του Βρόνσκι τη θέλει για νύφη της, πριγκίπισσα Σαραντάρη (ίσως του ίδιου
οικογενειακού κλάδου με τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη). Сорок στα ρώσικα θα πει
σαράντα.
«Κι ο ευτυχισμένος οικογενειάρχης, ο υγιής
άνθρωπος, ο Λιέβιν, κάμποσες φορές έφτασε τόσο κοντά στην αυτοκτονία, ώστε
έκρυβε κάθε σκοινί, μην τυχόν κρεμαστεί με δαύτο, και φοβόταν να παίρνει το
ντουφέκι στα χέρια του, μην τυχόν το γυρίσει εναντίον του» (Β. σελ. 509).
Το είχα ξεχάσει. Το
είχα πει στον φίλο μου τον Φιοντόρ Νικολάγιεβιτς, του οποίου έκανε μεγάλη
εντύπωση. Μου το θύμισε μετά από χρόνια:
Δεν πήγαινα ακόμη στο
δημοτικό. Όταν έβλεπα να έρχεται ένα αμάξι, φοβόμουν ότι μια δύναμη θα με
έσπρωχνε να πέσω μπροστά στις ρόδες του και έτρεχα και αγκάλιαζα μια κολώνα του
ηλεκτρικού (Η ΔΕΗ δεν είχε έλθει ακόμη, ο φωτισμός του χωριού ήταν από τον
ελαιουργικό συνεταιρισμό).
Και σειρά έχουν οι
ταινίες και τα σήριαλ. Πρώτα θα δω την ομώνυμη ταινία
με τη Σοφί Μαρσώ (1997). Πολύ όμορφη και εξαιρετική ηθοποιός, έχω δει όλες της
τις ταινίες εκτός από αυτήν, περιμένοντας να τη δω όταν θα ξαναδιάβαζα το
μυθιστόρημα. Διάβασα και το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Telling lies».
6,4 η βαθμολογία
της, καλή ταινία, μου άρεσε, επιπλέον γιατί στο ρόλο της Άννας είναι η Σοφί
Μαρσώ.
Δυο διαφορές: το
μωρό της Άννας με τον Βρόνσκι πεθαίνει στη γέννα, αντίθετα από ό,τι στο
μυθιστόρημα, και ο Βρόνσκι δεν πληγώνεται, αλλά παίζει ρώσικη ρουλέτα μήπως
αυτοκτονήσει. Ακούγεται ένα κλικ. Πετάει πέρα το πιστόλι και το πιστόλι
εκπυρσοκροτεί. Ή σφαίρα ήταν στην επόμενη θήκη του εξάσφαιρου.
Και δεν κατάλαβα
γιατί ο σκηνοθέτης τοποθετεί την πλοκή το 1982-1983, ενώ το μυθιστόρημα γράφηκε
στα χρόνια 1873-1876.
Τώρα βλέπω το σήριαλ,
8 σαραντάλεπτα επεισόδια, γυρισμένο το 2017.
Είδα το πρώτο
επεισόδιο, και μου φαίνεται ότι το έχω ξαναδεί. Η πλοκή τοποθετείται στον
ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905). Ο Βρόνσκι συναντάται με τον Σεριόζα, το γιο
της Άννας και του Καρένιν. Ο Βρόνσκι είναι τραυματισμένος, ο Σεριόζα είναι
στρατιωτικός γιατρός, και ο Βρόνσκι του αφηγείται την ιστορία τους.
Είδα και τα
υπόλοιπα, συμπληρώνω τώρα την κριτική. Πλαισιώνονται από τη ζωή στη Μαντζουρία,
στην αρχή και το τέλος κάθε επεισοδίου. Ένα κινεζάκι θα το πάρει υπό την
προστασία του ο Βρόνσκι.
Πολύ καλό σήριαλ.
Μετά είδα την ταινία του Aleksandr Zarkhi, γυρισμένη το 1967.
Έπρεπε να γράψω αμέσως μόλις την είδα.
Δεν θυμάμαι παρέκκλιση από το μυθιστόρημα.
Δεν ρωτάω την
τεχνητή νοημοσύνη;
Ρώτησα το chatgpt. Πραγματικά δεν
υπάρχουν διαφορές σε επεισόδια. Για την παράλληλη πλοκή της ιστορίας του Λέβιν
ξέραμε ότι ή παραλείπεται ή μεταφέρονται ελάχιστα γι’ αυτήν σε όλες τις
μεταφορές.
Ας το γράψω από
τώρα: δεν έχω πια την πολυτέλεια του χρόνου να βλέπω όλες τις μεταφορές,
κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές όπως έκανα παλιά, παρά μόνο κάποιες. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν είδα δυο, αυτή με τη Βίβιαν Λι του 1948 και ένα μίνι
σήριαλ τεσσάρων επεισοδίων, αγγλικό.
Θέλω να βλέπω τις
ρώσικες μεταφορές, μια και με έπιασε πάλι η όρεξη για τα ρώσικα. Έτσι αποφάσισα
να δω το σήριαλ «Ο Μετρ και η Μαργαρίτα» σε 10 επεισόδια, που πρόσφατα διάβασα
το μυθιστόρημα.
Εδώ είχαμε
εξαιρέσεις.
Τη μια την ανέφερα
ήδη: η μεταφορά με τη Σοφί Μαρσώ.
Θα ξαναέβλεπα
οπωσδήποτε την ομώνυμη
μεταφορά του Clarence Brown, γυρισμένη
το 1935. Ο λόγος; Ήθελα να ξαναδώ την Γκρέτα Γκάρμπο.
Η διαφορά από το
μυθιστόρημα:
Ενώ στο μυθιστόρημα
ο Βρόνσκι πηγαίνει να πολεμήσει με σώμα εθελοντών στο πλευρό των σέρβων μετά
την αυτοκτονία της Άννας, σε μια περίπου αυτοκτονική ενέργεια, εδώ πηγαίνει
πριν. Για ένα μήνα μόνο, της λέει, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, το
υποσχέθηκα.
Η Άννα, μη
αντέχοντας, θα ριχθεί στις ράγες του τραίνου.
Ψάχνοντας τώρα
θυμήθηκα ότι πρέπει να δω και την ομώνυμη
τηλεταινία του Rudolph
Cartier, που γυρίστηκε μεν το 1961 αλλά προβλήθηκε το 1964.
Ο λόγος;
Στον επώνυμο ρόλο
είναι μια ηθοποιός που μου αρέσει πολύ, η Claire Bloom. Και ψάχνοντας τώρα για να παραθέσω τον σύνδεσμο
βλέπω ότι στο ρόλο του Βρόνσκι είναι ο Σον Κόνερι.
Αφήνω κενό για να
γράψω αφού τη δω.
Εξαιρετική η Μπλουμ
και ο Κόνερι. Πρέπει να ξαναδώ και τον «Charly», που τόσο μου άρεσε.
Δεν είδα
αποκλείσεις, απλά παραλείψεις, που έχουμε πει ότι είναι αναμενόμενες σε μια
κινηματογραφική μεταφορά.
Η σπάνις δημιουργεί
αξία. Μετά την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου μόνο μια βουβή ταινία
γυρίστηκε, το «Silent move» (1976) του Mel Brooks. (Ευχαριστώ chatgpt, δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ο
Μελ Μπρουκς, εσύ μου είπες και την ταινία). Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να μη δω
τις δυο βουβές ταινίας που γυρίστηκαν.
Γυρίστηκε το
1911. Είναι με ολλανδικούς μεσότιτλους, διάρκειας μόλις 9.30 λεπτών, όμως
στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας μου λέει ότι η διάρκειά της είναι 15 λεπτά. Και
τελικά είναι ρώσικη, με ρώσους ηθοποιούς, όμως ο σκηνοθέτης είναι γάλλος, ο Maurice
Maître.
Η μεγάλη διαφορά: η ζήλεια
της, που φαίνεται έντονα και στο μυθιστόρημα, εδώ φαίνεται δικαιωμένη: ο
Βρόνσκι της στέλνει μήνυμα ότι θα παντρευτεί την νεαρή Σοροκίνα, και να
επιστρέψει στον άντρα της.
Η μεταφορά από
τον Ούγγρο Márton Garas το 1918 διαφέρει επίσης στο τέλος. Η αφόρητη ζήλεια της
Άννας για την νεαρή και όμορφη Σοροκίνα, που η μητέρα του Βρόνσκι τη θέλει για
νύφη της και με τις οποίες ο Βρόνσκι θα συνταξιδέψει, όπως της γράφει, θα την
οδηγήσει στην αυτοκτονία.
Τελικά θα δω και τη μεταφορά
του John Wright (2012). To σενάριο
το έγραψε ο Τομ Στόπαρντ και στον επώνυμο ρόλο είναι η Κίρα Νάιτλι.
Πολύ καλή μεταφορά,
εδώ βλέπουμε και τον Λέβιν. Και η ταινία τελειώνει μ’ αυτόν, όχι με τη
δραματική κορύφωση της αυτοκτονίας της Άννας με την οποία τελειώνουν όλες οι
μεταφορές, αν θυμάμαι καλά.
Να κάνω όμως ένα σχόλιο:
Οι ηθοποιοί
κουβαλάνε την αύρα τους στο ρόλο που υποδύονται.
Στις ρωσόφωνες
μεταφορές η ηλικιακή διαφορά είναι περίπου όπως και στο μυθιστόρημα, και το
ερώτημα αναδύεται αυθόρμητα: μα πώς τον παντρεύτηκε; Όχι όμως και στις
αγγλόφωνες, με εξαίρεση αυτή της Σοφί Μαρσώ, που η διαφορά δεν νομίζω να
υπερβαίνει τα 13 χρόνια, τέτοιο ερώτημα δεν προκύπτει. Ο σύζυγος είναι αρκετά
γοητευτικός.
Όμως:
Ο 22χρονος Aaron Taylor-Johnson δύσκολα
πείθει σαν υπολοχαγός. Πότε πρόλαβε και αποφοίτησε από τη σχολή ευελπίδων (ή
όπως αλλιώς λεγόταν) και έγινε κιόλας υπολοχαγός;
Όσο για την άσχημη
χοντρέλα στην ταινία του 1911, αναρωτιέται κανείς πώς μπόρεσε να την ερωτευθεί
ο Βρόνσκι.
Ο έρως μπορεί να μην
κοιτά χρόνια αλλά κοιτά την ομορφιά.
Μια όμορφη, και 150
κιλά να γίνει, θα εξακολουθούμε να την αγαπάμε (αυτό ίσως το διαβάσετε, αν
εκδοθεί, στη βιογραφία που έγραψα με τίτλο «Η ζωή της…»). Μια άσχημη όμως;
Μια ταινία μας
έμεινε, ε, να μην τη δω και αυτή; Είναι η μεταφορά από
τον Julien Divivier, το
1948, με τη Βίβιαν Λη στον επώνυμο ρόλο, σε σενάριο Ζαν Ανούιγ. Είχα πει να μην τη δω αλλά την είδα.
Βίβιαν Λι, που πέθανε νωρίς από φυματίωση, διαβάζω στο βιογραφικό της. Η μεγάλη
αγαπημένη του Λώρενς Ολιβιέ.
Πολύ καλή ερμηνεία.
Και η ταινία
τελειώνει με την αυτοκτονία της, ενώ αμέσως μετά πέφτουν τα γράμματα με το
τέλος του μυθιστορήματος.
Και τέλος:
Δεν υπήρχε περίπτωση
να μη δω και τη «μπαλετική» μεταφορά
(1975). Μπαλέτα Μπολσόι, Μάγια Πλισέτσκαγια στον επώνυμο ρόλο, με μουσική
Ροντιόν Σεντρίν.
Εξαιρετική η
Πλισέτσκαγια.
Θα ήθελα να κάνω
όμως ένα γενικότερο σχόλιο.
Εν τάξει, ο Σεντρίν
δεν είναι Τσαϊκόφσκι, όμως ποιος μπορεί να έχει ξεχάσει τη μουσική από το «χορό
των μικρών κύκνων» και να μην την έχει τραγουδήσει;
Δεν συμβαίνει όμως
το ίδιο με τη μουσική του 20ου αιώνα. Και δεν εννοώ βέβαια μόνο την
ηλεκτρονική ή την ατονική μουσική, από την οποία δεν σου μένει κανένα μοτίβο
στο μυαλό. Δεν παρακολουθώ τα πολιτιστικά, αλλά νομίζω ότι οι συνθέτες προ του
20ου αιώνα κυριαρχούν στις μουσικές συναυλίες.

