Κώστας Μαυρουδής, Το αλάτι του Bad Ischl, Κίχλη 2022
Εξαιρετικός
συγγραφέας ο Κώστας Μουρουδής, του έχουμε παρουσιάσει ήδη επτά βιβλία. Όποιος
ενδιαφέρεται να δει τι έχω γράψει γι’ αυτά, μπορεί να τα βρει με αναζήτηση,
βάζοντας το όνομα Μαυρουδής, στην ιστοσελίδα μου https://babisdermitzakis.eu/criticism.html
«Το μικρό είναι
όμορφο», είναι ένα σλόγκαν των οικολόγων, από τις τάξεις των οποίων αποχώρησα
ρίχνοντας πέτρα πίσω μου στην πολιτική.
Το πώς και γιατί είναι μεγάλη συζήτηση, να μην την κάνουμε εδώ.
Τα κείμενα του
Μαυρουδή είναι μικρά. Μικρά δοκίμια, μικρότερα, και ακόμη μικρότερα, σαν
αφορισμοί. Γραμμένα σαν ποίηση, είμαι σίγουρος ότι γράφηκαν σε στιγμές
έμπνευσης, κάτι που δεν γίνεται με το μυθιστόρημα. Όμως το αφηγηματικό στοιχείο
δεν λείπει σε αρκετά απ’ αυτά. Πραγματικό πάντα, όχι επινοημένο, αποτελεί το
εφαλτήριο για να ξεδιπλώσει ο Μαυρουδής τη σκέψη του, για να του δώσει
διαστάσεις εντελώς ανυποψίαστες.
Δεν έχω υπόψη μου
κάποιον που να γράφει τέτοια κείμενα, μικρά, ποιητικής πυκνότητας. Διακονώντας
αρχικά την ποίηση ο Μαυρουδής, μεταπήδησε σε αυτό το είδος που οι μελετητές της
λογοτεχνίας δεν ξέρω αν του έχουν δώσει όνομα.
Είναι μοντέρνο
είδος. Το ότι δεν αντέχει κανείς να διαβάζει μεγάλα κείμενα φαίνεται από το
διαδίκτυο. Σπάνια διαβάζω μεγάλα κείμενα στο facebook, προτιμώ τα μικρά.
Το tit tok ξέρει ότι βιαζόμαστε, γι’
αυτό τα βίντεο που μας επιτρέπει να αναρτήσουμε πρέπει να είναι μικρά.
Εδώ size doesn’t count, αυτό είναι σίγουρο.
Παρεμπιπτόντως και
εμένα μου αρέσει η μικρή φόρμα. Γράφω κυρίως κριτικές, βιβλίου και ταινίας. Μια
φίλη που είχε πρόσβαση σε μια εφημερίδα, μου είπε να περικόψω την κριτική που
της έκανα για ένα της βιβλίο για να δημοσιευτεί σ’ αυτή την εφημερίδα, να μην
είναι πάνω από 700 λέξεις.
Τελικά ούτε και σε
μια εφημερίδα αντέχει κανείς να διαβάσει μεγάλο κείμενο.
Εκτός από τις
κριτικές, γράφω κι εγώ, σε στιγμές έμπνευσης, «διάφορα μικρά», που αναρτώ στο blog μου (Μπάμπης
Δερμιτζάκης: Διάφορα μικρά) και στο facebook. Ανεξάρτητα, γιατί αν παραπέμψω στο το blog, ο άλλος υποψιάζεται ότι θα είναι
κανένα μακρινάρι και δεν το ανοίγει.
Ο Μαυρουδής κινείται
με άνεση στο χώρο της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, της μουσικής και του κινηματογράφου. Πολλές φορές
αναφέρθηκε σε βιβλία, ταινίες, συγγραφείς και σκηνοθέτες, δεν έχει νόημα να τους
παραθέσω εδώ. Θα εξαιρέσω τον Joseph Roth,
που το βιβλίο του «Ο ιστός της αράχνης»
συζητήσαμε πέρυσι στη Λέσχη Ανάγνωσης της πλατείας Βικτωρίας.
Όμως καιρός είναι να
περάσω στην παράθεση αποσπασμάτων, αφενός για να δώσουμε δείγματα γραφής και
αφετέρου για να σχολιάσουμε, καμιά φορά αποκλίνοντας από το βιβλίο.
«Ο συγγραφέας
αναπόφευκτα αυτοβιογραφείται» (σελ. 14).
Το έχω γράψει
άπειρες φορές στις κριτικές μου. Όχι μόνο ότι εγώ συχνά μ’ αυτές βρίσκω
ευκαιρία και αυτοβιογραφούμαι, αλλά και ότι οι σκηνοθέτες, σε πολλές ταινίες
τους, αυτοβιογραφούνται λίγο πολύ, όπως π.χ. ο Jesse Eisenberg στην
ταινία του «Αληθινός
πόνος» που εξακολουθεί να παίζεται στους κινηματογράφους.
«Αυτό συμβαίνει στην
επαρχία Χιουνάν (Κίνα)…» (σελ. 19).
Εδώ θα διορθώσω τον
Μαυρουδή για να πουλήσω και λίγο μούρη. Τι δηλαδή, άδικα μάθαινα κινέζικα στον
Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδα – Κίνα για πάνω από δέκα χρόνια; To 湖南 μεταγράφεται σε pinyin, δηλαδή σε απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες, hunan. O Μαυρουδής το
αποδίδει Χιουνάν κατ’ αναλογία με το human, ενώ η προφορά του είναι Χουνάν. Έχω κάνει άπειρες
διορθώσεις για τη σωστή προφορά κινέζικων ονομάτων. Μου έρχεται στο νου ο Ζαν
Γιμού, όπως έλεγε ο Μπακογιαννόπουλος τον Zhang Yimou (Τζανγκ Γιμόμου).
«Η οριζόντια “βιτρίνα”
[Γυάλινη επιφάνεια που σου επιτρέπει να βλέπεις κάτω χώρους ανασκαφής] είναι
χρηστική εφαρμογή και ταυτόχρονα εποπτεία του βυθού. Δυο επίπεδα χρόνου
χωρίζονται από τη στηριγμένη σε μεταλλικές δοκούς επιφάνεια» (σελ. 20).
Έχω γράψει με το
ίδιο πνεύμα στα «Διάφορα
μικρά» μου.
«Σκέφτομαι ιστορικά, δηλαδή απάνθρωπα» (σελ. 24).
Δεν είναι υποχρεωτικό.
Η
ιστορία, μαζί με τους Ένγκελς, Λόρεντς και Φρόιντ διαμόρφωσαν το Weltanschauung μου.
Δεν ξεχνώ ότι εκεί που κάθονται τώρα οι Παλαιστίνιοι, πριν τον Μωάμεθ
κάθονταν άλλοι που δεν μιλούσαν αραβικά, και οι οποίοι εξοντώθηκαν ή
αφομοιώθηκαν από τους κατακτητές. Οι απόγονοί τους αυτοαποκαλέσθηκαν
Παλαιστίνιοι, όπως και οι σλάβοι βόρειά μας αυτοαποκαλέσθηκαν Μακεδόνες, επειδή
εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή που λεγόταν Μακεδονία. Όμως δεν συμφωνώ καθόλου να
πληρώσουν οι Παλαιστίνοι τις «αμαρτίες» των προγόνων τους, είμαι με τους
Παλαιστίνιους.
Το έχω πει πολλές φορές, συμφωνώντας με τον Θουκυδίδη: Η ιστορία είναι
σκληρή.
«Η μέριμνα για το παρελθόν, μόνο επειδή είναι παρελθόν, βασανίζει τρεις
ειδικές κατηγορίες προσώπων: τον αργόσχολο, τον ψυχαναγκαστικό και τον
μελαγχολικό του χρόνου» (σελ. 28).
Στην τρίτη κατηγορία ανήκει ένα μεγάλο μέρος των συνταξιούχων. Πριν τον covid ήταν
οι μισοί, σήμερα είναι τα δύο τρίτα, μου λέει φίλος μου ο Νίκος ο φαρμακοποιός
που τους εφοδιάζει με αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά.
Στον «Τρίτο
άνθρωπο» του Όρσον Ουέλς ο λαθρέμπορος λέει: «-…Οι Ελβετοί, με πέντε αιώνες
ειρήνη, έφτιαξαν τον κούκο».
«Όμως, διαβάζουμε παρακάτω, πρόκειται για ανιστόρητη αρλούμπα… Δεν ξέρω
αν ανήκει στο σενάριο του Γκράχαμ Γκρην ή αν είναι μια ανοησία του σκηνοθέτη. Ο
Κούκος είναι γερμανική εφεύρεση του 1700» (σελ. 35).
Υπάρχουν και πιο διαδομένες «αρλούμπες».
Η
φράση «Satis sunt mihi pauci, satis est unus, satis est nulus» (την οποία παράφρασα προσθέτοντας τη λέξη lectores) αποδίδεται
στον Σενέκα (το επιβεβαίωσα ψάχνοντας τώρα και στο ChatGTP), όμως διάβασα παλιά ότι
την είπε ένας ζωγράφος της εποχής, από τον οποίο την «έκλεψε» ο Σενέκας.
«Κάθε ρολόι είναι επιβεβαίωση της ποινής του χρόνου, η αντίστροφη, αν το
σκεφθούμε καλύτερα, μέτρησή του· το μέσον
με το οποίο ένας πτωχευμένος από αιωνιότητα υπολογίζει και το τελευταίο λεπτό».
Αυτός
είμαι εγώ, πρέπει να μπορώ, με άνεση, να βλέπω την ώρα. Οι περισσότεροι δεν
φοράνε ρολόι.
Τους
ενοχλεί;
Ίσως
για να μην τους θυμίζει το χρόνο που κυλάει αδυσώπητα.
Έχω
πάθος με τις συμπτώσεις, και εδώ είδα ακόμη μια σύμπτωση.
Προχθές το πρωί διάβασα τις παρακάτω γραμμές.
«Όλες
οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια
δυστυχεί με τον δικό της τρόπο» (σελ. 53). Πιο πάνω γράφει ότι πρόκειται για
την αρχή της «Άννας Καρένινα».
Λίγο
πιο πριν είχα γράψει σε ένα κείμενο που δεν είναι προς δημοσίευση, όμως χθες
αποφάσισα να το αναρτήσω στο blog μου και
στο facebook.
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η
μια με την άλλη, όμως η κάθε δυστυχισμένη είναι δυστυχισμένη με τον δικό της
τρόπο».
Έτσι αρχίζει η «Άννα
Καρένινα».
Και οι δυο είναι
δυστυχισμένες, και η 大日压 και η 马日阿, όμως η κάθε μια με τον δικό της τρόπο.
Αγαπημένες φίλες μου κι οι
δυο».
Τις ξέρει ο Κώστας.
«…τον Καζαντζάκη που
φόρεσε στενά μοκασίνια σ’ έναν περίπατο (στην Ιταλία), επειδή δεν ήθελε να
απολαμβάνει ατιμωρητί τόσο ομορφιά…» (σελ. 60).
Ό,τι γράφεται για τον
Καζαντζάκη με ενδιαφέρει, και γι’ αυτό το παραθέτω. Όταν γράφεις κάτι που
διαβάζεις, εντυπώνεται καλύτερα στη μνήμη.
«Με βοηθά ιδιαίτερα η
μνημοτεχνική. Για το “εφήμερος” προστρέχω στην εικόνα της εφημερίδας…» (σελ.
66).
Για χρόνια δεν μπορούσα να
θυμηθώ πώς λέγεται ο συνθέτης του κομματιού που άκουγα από την sd-card στο
στερεοφωνικό του αυτοκινήτου μου. Τον θυμόμουνα κατά καιρούς και πάλι τον
ξεχνούσα. Τελικά κατάφερα να τον θυμάμαι μνημοτεχνικά: Άγιος Φραγκίσκος, Francis Poulenc. Πρόκειται για
το allegretto, πρώτο
μέρος από το κονσέρτο του για πιάνο.
Δεν προσφέρονται όλες οι
λέξεις για μνημοτεχνική ανάκληση (το γράφει αυτό ο Μαυρουδής). Έτσι άρχισα να τις
σημειώνω σε ένα αρχείο όπου αποθηκεύω διάφορα. Προς το παρόν έχω τρεις λέξεις:
Διαφραγματοκήλη, ρήτρα, ξυλοκαΐνη.
«Σε λίγο, στο διαμέρισμα της
γιαγιάς, το ορυκτό αλάτι του Μπαντ Ισλ (της περιοχής με τα θερινά ανάκτορα όπου
ο Χριστομάνος δίδασκε ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισάβετ) θα χαθεί σαν άσκοπη
λεπτομέρεια» (σελ. 87).
Αναρωτιόμουνα για τον τίτλο,
τώρα λύθηκε η απορία μου.
«Η φήμη επηρεάζει
προκαταβολικά την κρίση μας για το έργο» (σελ. 91).
Εμένα πάντως όχι. Υπάρχουν
ταινίες που άρεσαν σε κριτικούς και κοινό και εμένα δεν μου άρεσαν, και
αντίστροφα.
«…τον Μιχαήλ Στρογκώφ,
δώρο του 1962…» (σελ. 93).
Και άλλη σύμπτωση. Την
ίδια χρονιά μου το έκαναν δώρο οι γονείς μου όταν πήγα στο Ηράκλειο για
αμυγδαλεκτομή, για να παρηγορηθώ.
«Με τις φωτογραφίες από το
Στρατοδικείο ο Νίκος Πλουμπίδης πρόλαβε να δει τον εαυτό του στις εφημερίδες»
(σελ. 95).
Μέχρι πριν λίγο παιζόταν ο
«Κόκκινος δάσκαλος»
του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου.
«Ο αφορισμός, ακαριαία
απόδοση μιας αλήθειας (ιδέα στο έσχατο όριο του ελλειπτικού), είναι τόσο
ταυτισμένος με τη διατύπωσή του, ώστε δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν αυτό που
λάμπει είναι ο τρόπος, ο νοηματικός του πυρήνας ή και τα δύο» (σελ. 99).
Ο νοηματικός του πυρήνας «πριμοδοτείται»
από τον τρόπο. Εγώ πάντως δεν ξεγελιέμαι.
«Ο ξένος ανακαινίζει το
πασίγνωστο, επανεμφανίζει εκείνο που αγνοήσαμε» (σελ. 109).
Η περίπτωση της κοινωνικής
ανθρωπολογίας. Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος πρέπει να είναι κάποιος από «έξω».
Εγώ είμαι μια εξαίρεση, με
το βιβλίο μου «Το
χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Ίσως γιατί μαθήτευσα
δεκαετίες στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας που λειτουργούσε υπό την
καθοδήγηση του συγχωρεμένου του Σωτήρη Δημητρίου.
«Στην ταινία “Η
βίβλος από νέον”…» (σελ. 111).
Σ’ αυτή την ταινία είδα το
spiritual το
θέμα του οποίου χρησιμοποίησε ο Ντβόρζακ στο largo στη «Συμφωνία του νέου κόσμου».
«Η μεταφορά δεν τέρπει ως
αλήθεια, αλλά ως απροσδόκητη σύγκλιση της αρχικής έννοιας με μιαν άλλη, ως
ποιητικό κατόρθωμα εν τέλει» (σελ. 123).
Τέλειο.
«Σήμερα το πολυτονικό πιο
πολύ πείθει ως ναρκισσιστική εκζήτηση ή καρπός ιδεολογημάτων, παρά ως φροντίδα
για την ακεραιότητα της γλώσσας» (σελ. 124).
Τέλειο και αυτό.
«Οι συγγραφείς, πρόσωπα
που κατεξοχήν χαρακτηρίζει ο ναρκισσισμός τους…» (σελ. 137).
Αυτό το αφήνω ασχολίαστο.
Είμαι κι εγώ συγγραφέας στο κάτω κάτω.
«Μας αφορά το κείμενο,
αλλά καμιά πληροφορία γύρω απ’ αυτό δεν είναι άσκοπη… θεωρεί τη ζωή του
συγγραφέα κλειδί για την κατανόηση [Στέφαν Τσβάιχ]. Ο βιογραφισμός… Μας αφορά η
δημιουργική πράξη, αλλά τα συμφραζόμενά της προσθέτουν βαθμούς επίγνωσης στη
σημασία της. Χωρίς τα πολλαπλά σημεία παρατήρησης, λιγοστεύει το πλάτος και το
βάθος της λογοτεχνικής ιστορίας» (σελ. 139-140).
Εδώ και χρόνια δηλώνω
οπαδός του βιογραφισμού.
«Η υστεροφημία είναι ο
μινιμαλισμός της αθανασίας» (σελ. 150).
Εξαιρετικό.
Με τον τίτλο «Αθανασία»
έχει γράψει βιβλίο ο Κούντερα, όπου σχολιάζει το θέμα.
«Το απόφθεγμα, παρά τη
συγγένειά του με την ποίηση, είναι ο νανισμός του δοκιμίου» (σελ. 153).
Και υπάρχουν πολλά τέτοια
σ’ αυτό το βιβλίο του Μαυρουδή. Επέλεξα να παραθέσω αυτά που με εντυπωσίασαν
περισσότερο.
Ένα ακόμη:
«Η μονοκοντυλιά είναι
ακκισμός της δεξιοτεχνίας» (σελ. 176).
Εξαιρετικό βιβλίο, το
χάρηκα πραγματικά.