Book review, movie criticism

Friday, January 17, 2025

Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο Πατούχας

 Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο Πατούχας

 


  Είναι η δεύτερη φορά που τον διαβάζω, αν όχι τρίτη.

  Είμαι στο νοσοκομείο για αφαίρεση χολής. Την παραμονή της εγχείρησης, μέσα σε λίγες ώρες, διάβασα τον «Πόνο των άλλων» της Susan Sontag, και εγχειρισμένος, με άσχημη διάθεση, διάβασα σταδιακά τις «Ιστορίες για τον πόλεμο» του Guy de Maupassant. Τον «Πατούχα» δεν μπόρεσα να τον διαβάσω, διάβασα μόνο την αρχή. Τον τέλειωσα χθες.

  Και τον «Πατούχα» και τις «Ιστορίες για τον πόλεμο» τις κατέβασα στο κινητό μου από το https://www.openbook.gr/ , ιστοσελίδα με βιβλία χωρίς copyright, από όπου μπορείτε να τις κατεβάσετε κι εσείς.

  Τον «Πατούχα» τον διάβασε πριν από μένα ο φίλος μου ο Αντώνης – Χρόνια του πολλά, γιορτάζει σήμερα – από τον οποίο τον δανείστηκα κι εγώ. Θυμάμαι που μου έλεγε την πλοκή, και να επαναλαμβάνει στο τέλος τη φράση «Ντα δε σ’ αρέσω εγώ, Μανωλιό;» σκασμένος στα γέλια.

  Ήθελε να κλέψει τη Μαργή, αλλά τον είχε βάλει στο μάτι και η μάνα της.

  Όμως ο «έρωτας» με τη Μαργή ήταν κάτι σαν αντιπερισπασμός. Ήταν τσατισμένος με τον πατέρα και τον αδελφό της Πηγής που δεν τον άφηναν να τη δει, και με τον πατέρα του γιατί δεν επέσπευδε το γάμο.

  Μικρός έφαγε ξύλο από το δάσκαλο, έναν καλόγερο, με αποτέλεσμα να φύγει από το σχολείο και να πάει στο βουνό, να βλέπει τα πρόβατα του πατέρα του. Νεαρός έφηβος πια κατέβηκε στο χωριό, όπου η Σπυριδολενιά του κόλλησε το παρατσούκλι «Πατούχας», γιατί είχε μεγάλες πατούχες. Μπορεί να ήταν πλατυποδία, δεν μας λέει ο Κονδυλάκης.

  Όταν είδε την Πηγή την ερωτεύθηκε, και δεν ήθελε πια να γυρίσει στο βουνό.

  Απολαυστικός ο Κονδυλάκης, με πολύ χιούμορ, το χάρηκα πραγματικά αυτό το μυθιστόρημα.

  Και τώρα αποσπάσματα.

  «…έδιδεν εις τους Τούρκους το συναίσθημα ότι ήσαν οι κύριοι, όχι μεν απόλυτοι και αχαλίνωτοι, όπως προ του 21, αλλά πάντοτε διατηρούντες την υπεροχήν ην έδιδεν εις αυτούς η εξουσία και την υπερηφάνειαν ην είχον εκ παραδόσεως».

  Το πόσο αχαλίνωτοι ήσαν πριν το 21 δεν μπορούσα να το φανταστώ. Μου σηκώθηκε η τρίχα όταν διάβασα το βιβλίο του F.W. Sieber «Ταξιδεύοντας στη νήσο Κρήτη το 1817».

  «Όλοι οι βοσκοί δεν κλέβουν; Σου κλέβουν δέκα πρόβατα· κλέβεις και συ άλλα δέκα ενός άλλου, και αυτός πάλιν άλλα, κι έτσι διατηρείται μια ισορροπία».

  Στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας παρουσίασα το βιβλίο του Michael Herzfeld «The poetics of manhood» (χρόνια αργότερα μεταφράστηκε στα ελληνικά) που έχει σαν θέμα τη ζωοκλοπή.

  «-Και του χρόνου χωρίς κοιλιά! Επρόσθεσεν ο Μουστοβασίλης εκφέρων δια λογοπαιγνίου την ευχήν «χωρίς σκυλιά», δηλαδή χωρίς Τούρκους».

  «Η δε χήρα εξήγησεν ότι στη χώρα δε λένε Μαρούλι αλλά Μαργή· και ότι η κόρη της δεν ήθελε πια να της λένε αυτό το χωριάτικο όνομα».

  Μετά η Μαργή (έτσι έλεγαν και τη θεια μου την Κατροτζανίνα) έγινε Μαρίκα και μετά Μαίρη που τείνει να αντικατασταθεί από το αρχικό, Μαρία.

  «-Όλο βλάβος είνε και καλά θα κάμωμε ν’ απυριάσωμε τσι φασουλιές».

  Το απύρι, από το αρχαίο πυρ και το στερητικό α, φωτιά χωρίς φωτιά, δεν είναι παρά το θειάφι. Το χρησιμοποιούσαμε μαζί με αμωνίες και δεν ξέρω τι άλλα λιπάσματα για να φτιάχνουμε εκρηκτικά μείγματα με τα οποία γεμίζαμε σωλήνες και τους βάζαμε μετά φωτιά.

  Μια από τις παιδικές μου κατσαγανιές: έριξα ένα κάρβουνο σε ένα μεγάλο χάρτινο σακί με απύρι. Θα πάρει φωτιά άραγε;

  Το μετάνιωσα αμέσως.

  Έτρεξα στο «μαγεριό» και φώναξα δυνατά, να με ακούσουν οι γονείς μου «ήβαλα φωτιά στ’ απύρι».

  Και το ’βαλα στα πόδια.  

  «Ανάθεμα που βρη καιρό κι άλλο καιρό ανημένει,

Γιατί ο καιρός τα πράγματα ανάποδα τα φέρνει».

  Προσυπογράφω απόλυτα, και εμένα δεν μου αρέσει να αναβάλω.

  «Καλόγερος θα πα γενώ να σώσω την ψυχή μου – μα δε μ’ αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου».

  Και θυμήθηκα τη μαντινιάδα.

  -Ωρέ κοπέλι κρητικό ειντά ’χεις (ε)τα στη βράκα; -Έχω δυο βόλους ζάχαρη και μια μποτίλια ράκα.

  «Πολλάκις μετά το δείπνον εξήρχετο προς συνάντησιν των ομηλίκων και φίλων του εις τα δώματα ή εις αποσπερίδες, όπου ανεγινώσκετο ο «Ερωτόκριτος» και επροτείνοντο αινίγματα και καθαρογλωσσίδια».

  Και πιο κάτω:

  «-Την στιχομυθίαν έπειτα ηκολούθουν και διεποίκιλλον περιπαθείς περικοπαί του Ερωτόκριτου, μάλιστα δε ο αποχαιρετισμός της Αρετούσας».

  Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα, ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς της στράτα. Τέσσερις μέρες μοναχά μου δωκε ν’ ανημένω, κι ύστερα να ξενιτευτώ, πολύ μακριά να πηαίνω...

  Ακούστε το εδώ με τον Ξυλούρη.

  «-Δε θέλει με το καλό; εσκέφθη. Θα την πάρω με το κακό· θα την κλέψω».

  Νόμιζα ότι η κλεψά γινόταν πάντα με τη θέληση της κοπέλας. Πριν λίγα χρόνια έμαθα, από συζητήσεις, ότι γινόταν και με τη βία. Στο παρατρίχα να κλέψουν τη γιαγιά του φίλου μου του Μιχάλη. Και ποιος; Ο παπάς, που την ήθελε για το γιο του.

  «…και δια μέσου των κλώνων της συκαμυνέας διέκρινεν την Πηγήν».

  Τη λέξη τη συνάντησα για πρώτη φορά σε κάποιο κείμενο του Μυριβήλη. Δεν πρέπει να ήταν η συκιά. Τελικά έμαθα ότι ήταν η μουριά, ή μουρνιά, όπως τη λέγαμε στην Κρήτη. Υπήρχαν δυο στο μονοπάτι που πάω στο σπίτι μου στο χωριό. Τα μούρα ήταν νοστιμότατα, όμως μαζεύονταν σφήκες, και κάποιες με είχαν δαγκώσει. Τις μουριές τις φύτεψαν προπολεμικά, γιατί με τα φύλλα τους τάιζαν τους μεταξοσκώληκες. Μετά που εγκαταλείφθηκε η σηροτροφία τάιζαν τα πρόβατα και τις κατσίκες. Αργότερα οι ιδιοκτήτες τις έκοψαν.

  «Τον πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος κυματώδης και αναπαυτικός σιγανός…».

  Σήμερα πάει ανάποδα. Ο λυράρης ξεκινάει με τον σιγανό και μετά τον πηδηκτό. Τον πηδηκτό τον λέμε τώρα πεντοζάλη και τον σιγανό τον λέμε και σιγανό πεντοζάλη. (Σε μια ιστοσελίδα διαβάζω: ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι το πεντοζάλι λεγόταν παλαιότερα και πηδηχτός).

  «-Φεύγω γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς τη μητέρα ο Μανώλης».

  Οι Αρναούτες διάβασα πιο πριν ή πιο μετά, δεν θυμάμαι, ήταν η αλβανοί χωροφύλακες. Και θυμήθηκα που μας έλεγαν όταν είμαστε μικροί «Κάτσε ήσυχα γιατί θα έλθουν να σε πάρουν οι Αρναούτηδες».

  «Σαν ειν’ τα ύστερα καλά, όλα καλά».

  Το είπα πολλές φορές στον εαυτό μου, τώρα με την εγχείρηση που κάθισα σχεδόν δυο μήνες στο νοσοκομείο: το τέλος να είναι καλά και όλα καλά.

  Στη Λέσχη Ανάγνωσης διαβάσαμε και συζητήσαμε το «Όταν ήμουν δάσκαλος» στην αρχή της πανδημίας, πριν την καραντίνα, live. Μετά οι συζητήσεις μας γίνονταν μόνο διαδικτυακά.

No comments: