Ένα τερπνό και διδακτικό αφήγημα
Το λογοτεχνικό χρονικό του Γιώργου Βοϊκλή «Αναλαμπές στο σκοτάδι»
γράφει ο Μανόλης Γ. Βαρβούνης*
(Αποσπάσματα από το Επίμετρο του βιβλίου)
Στο λογοτεχνικό χρονικό
της στρατιωτικής του θητείας με τίτλο «Αναλαμπές
στο σκοτάδι – Φαντάρος τον καιρό της χούντας» (εκδόσεις ΟΤΑΝ 2025), ο δόκιμος και ευφήμως
γνωστός στα γράμματα παλαίμαχος δημοσιογράφος, λόγιος εκδότης και γλαφυρός
συγγραφέας Γιώργος Βοϊκλής, πέρα από ένα τερπνό και διδακτικό μαζί αφήγημα, μας
προσφέρει και μια ιστορική μαρτυρία για μια εποχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας
σκοτεινή αλλά και ερευνητικά ενδιαφέρουσα. Ταυτοχρόνως δε συνιστά και προσωπική
κατάθεση για τις επικρατούσες συνθήκες από τα τέλη του 1967 ως και τα τέλη του
1969, όπως ο συγγραφέας τις βίωσε και τις καταθέτει.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί η τιμιότητα
της αφήγησης, όπως αυτή συσχετίζεται με τον υποκειμενισμό της μαρτυρίας. Ο
ίδιος ο συγγραφέας μας ειδοποιεί ότι δεν πρέπει να θεωρήσουμε τα γραφόμενα ως
κανόνα, διότι αυτά που του συνέβησαν κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν
αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων βίωσαν άλλοι αριστεροί στρατευμένοι
την ίδια περίοδο, που υπέστησαν χειρότερες δοκιμασίες. Μας υποψιάζει έτσι για
το γεγονός πως αυτά που θα διαβάσουμε δεν είναι παρά η ατομική του περίπτωση,
μια μόνο μαρτυρία από τις πολλές –και σαφώς σκληρότερες– που αναφέρονται στην
περίοδο της διδακτορίας και στις επικρατούσες στον στρατό συνθήκες.
Αυτή η παρατήρηση δείχνει από την αρχή
στον αναγνώστη ότι εδώ δεν έχουμε ένα ιστορικό έργο, αλλά μια προσωπική
μαρτυρία, μία αφήγηση ζωής. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό είδος που
καλλιεργείται συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες στον χώρο της Λαογραφίας και
της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς μέσα από
τις αφηγήσεις ζωής, παρά τον αυτονόητο υποκειμενισμό τους, μπορούμε να
διακρίνουμε πληροφορίες για πολλούς και σημαντικούς τομείς της κοινωνικής και
καλλιτεχνικής ζωής. Έτσι, η εξέταση των αφηγήσεων ζωής αποτελεί τομέα βασικό
των λαογραφικών σπουδών, καθώς σε αυτές αποτυπώνονται, παράλληλα με τα γεγονότα
και τα πράγματα, και τα συναισθήματα, τα οποία η Λαογραφία μελετά και εξετάζει,
στο πλαίσιο μιας μικροκοινωνιολογικής θεώρησης των παραδοσιακών και των
σύγχρονων λαϊκών κοινωνιών. […]
Ο συγγραφέας πέρα από την
γλαφυρή αφήγηση, ακολουθεί και πάλι την αφηγηματική τεχνική του εγκιβωτισμού,
ενσωματώνοντας στην διήγησή του δικά του ποιήματα και πεζά κείμενα, αλλά και
αναφορές σε λογοτεχνικά δημιουργήματα άλλων, δίνοντάς μας και μια εικόνα των λογοτεχνικών αναζητήσεων της
εποχής στην οποία αναφέρεται. Παραλλήλως δε ξεχειλίζει από τις γραμμές του
κειμένου του ένας λαμπερός ανθρωπισμός, καθώς οι προσωπικές του αρχές και
ορισμένες περιπτώσεις τίμιων και υποστηρικτικών ανθρώπων τους οποίους συνάντησε
στη διάρκεια της θητείας του, τον κάνουν αισιόδοξο για την τελική πορεία της
κοινωνίας, παρά τις αντιξοότητες και της αντιθέσεις της, αντιφατικής κατά βάση,
εποχής εκείνης.
Όπως σημείωσα και προηγουμένως, η
αφήγηση είναι λαγαρή και τίμια, δεδομένου ότι ο συγγραφέας στιγμή δεν κρύβει το
ιδεολογικό πρίσμα υπό το οποίο γράφει και θεωρεί τα περιγραφόμενα. Ωστόσο είναι
ειλικρινής και δίκαιος απέναντι σε πρόσωπα και γεγονότα, αναγνωρίζοντας το καλό
και στηλιτεύοντας το κακό. Αποτυπώνει πολλές και σημαντικές πτυχές της
καθημερινής ζωής στον ελληνικό στρατό, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, τις
υπηρεσίες, την ιεραρχία, τις ασχολίες του ελεύθερου χρόνου των στρατιωτών, τις
μεταξύ τους σχέσεις, τις τιμωρίες και τις συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο,
αλλά και τη ζωή των αξιωματικών και των οικογενειών τους. Με λίγα λόγια
περιγράφει τόσο την κανονικότητα όσο και την ιδιαιτερότητα, τόσο την ταυτότητα
όσο και την ετερότητα, κυρίως την πολιτική και την ιδεολογική, αλλά και την
αντιμετώπισή τους από τους αξιωματικούς. […]
Από όσα παραπάνω εκτέθηκαν, προκύπτει
νομίζω αυτονόητα η αξία του έργου του Γιώργου Βοϊκλή που περιλαμβάνεται σε
αυτόν τον τόμο, όχι μόνο ως μαρτυρία μιας τίμιας αγωνιστικής συνείδησης, όχι
απλώς ως μιας ιστορικής μαρτυρίας για μια κρίσιμη και οριακή ιστορική περίοδο
της πατρίδας μας, αλλά και ως πηγής για την μελέτη της «στρατιωτικής
Λαογραφίας». Και είναι αυτός ο τριπλός χαρακτήρας του έργου, που φανερώνει τη
σπουδαιότητά του και υπογραμμίζει την αξία του, καταδεικνύοντας ταυτοχρόνως την
οφειλή μας απέναντι στον συγγραφέα του, που χρόνια τώρα καταθέτει τον
συγγραφικό του μόχθο στα νεοελληνικά γράμματα, αλλά και ειδικότερα στην
αναπτυσσόμενη και ανθούσα σαμιακή βιβλιογραφία.
*Ο
Μανόλης Γ. Βαρβούνης είναι Κοσμήτορας
της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου
Θράκης – Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Προστασίας της Άϋλης Πολιτιστικής
Κληρονομιάς.
No comments:
Post a Comment