Wim Wenders, Most of his movies
Είναι η πρώτη ταινία του
εικοσιπεντάχρονου τότε Βιμ Βέντερς, τον οποίο αποφασίσαμε να δούμε πακέτο μια
και έχουμε ήδη δει άλλες πέντε ταινίες του.
Την παρουσιάζει σαν crime, όμως στην
πραγματικότητα είναι κι αυτή ένα οδοιπορικό μοναξιάς.
Ο ήρωάς του αποφυλακίζεται.
Κάνανε μια ληστεία, αυτός έχει τα κλοπιμαία, οι άλλοι τον αναζητούν. Προσπαθεί
να ξεφύγει. Μια γυναίκα και ένας άντρας θα τον βοηθήσουν.
Βρίσκονται στο
αμάξι, που το οδηγεί ο άνδρας. Τους παρακολουθούν. Πρέπει να ξεφύγουν. Όμως μη
φαντάζεστε, δεν υπάρχει αυτό το τρελό χολιγουντιανό κυνηγητό με τα αμάξια, που
είναι μέσα στη συνταγή μιας mainstream
ταινίας. Το πώς τους ξεφεύγουν ούτε που το παίρνουμε χαμπάρι. Στο τέλος
βλέπουμε ένα αεροπλάνο να πετάει. Πηγαίνει τον ήρωά μας στο Ντίσελντορφ. Από εκεί
θα πάει για Ολλανδία. Πρέπει να τους ξεφύγει γρήγορα, και ο πρώτος προορισμός
που σκέφτηκε, η Αμερική, απορρίφθηκε, όταν έμαθε ότι η έκδοση της βίζας θα ήταν
πολύ χρονοβόρα.
Την ταινία δεν θα
διστάσω να τη χαρακτηρίσω πρωτόλεια, και πιστεύω ότι το 6,1 που έχει στο IMDb οφείλεται περισσότερο
στη μεταγενέστερη φήμη του Βέντερς. Όμως, πιστεύω επίσης, ότι οι αδυναμίες της
ταινίας οφείλονται αφενός στα πιθανόν πενιχρά οικονομικά μέσα που θα διέθετε
και αφετέρου στην προσπάθειά του να τις καλύψει με αδέξιους πειραματισμούς. Για
παράδειγμα, ο ήχος δεν ακούγεται καθαρά πάρα πολλές φορές. Φταίει ο μπούμαν ή ο
εξοπλισμός του; Και κάνει την «πειραματική» επινόηση που έγινε για κάποιες
βουβές ταινίες του Μιτζόγκουτσι: με voice over αφηγείται τον πιθανό διάλογο σε σκηνές οιονεί βωβού
κινηματογράφου.
Όχι πάντα. Κάποιες φορές
επαναλαμβάνεται ο διάλογος που ακούγεται, πάλι με voice over, καθαρά αυτή τη φορά.
Και πάλι όχι πάντα. Σε
κάποιο σημείο ο Άγγλος υποτιτλιστής γράφει ότι δεν άκουγε καθαρά, το μόνο που
κατάλαβε είναι ότι μιλάνε για… και για… κάτι που το συναντάω πρώτη φορά σε
υπότιτλους.
Η κάμερα είναι
στημένη. Νομίζω μόνο μια φορά τη βλέπουμε να παρακολουθεί τον ήρωα στην
πεζοπορία του, ενώ τρεις φορές νομίζω κινείται μαζί με το όχημα στο οποίο
επιβαίνει μαζί με τους φίλους του. Μια φορά αυτός και η φίλη του εξαφανίζονται για
λίγο από το οπτικό πεδίο της κάμερας που όμως είναι ακίνητη (βρίσκονται στο
δωμάτιό της), όπως κάποιες φορές τα cam girls. Επίσης κάποιες σκηνές τραβάνε σε μάκρος, όπως η σκηνή στο
μπιλιάρδο, στην οποία συμπαίχτης του είναι ο Βέντερς.
Τελικά μου άρεσε η
ταινία;
Πάλι θα μιλήσω για
τις προτιμήσεις μου.
Μου άρεσε πάρα πολύ
η ταινία γιατί ήταν μια μουσική πανδαισία. Εξάλλου ήταν αφιερωμένη στους Kinks, ένα συγκρότημα που το
τραγούδι του «Sunny afternoon» είναι από τα
αγαπημένα μου. Ξέρω ακόμη όλους τους στίχους του και το τραγουδάμε με το φίλο
μου το Θόδωρα. Θυμάμαι, σε μια σκηνή που σκέφτηκα ότι παρατραβάει σε μάκρος,
ξαφνικά μπήκε ένα τραγούδι σαν μουσική υπόκρουση και μου άρεσε πολύ.
Δεν ξέρω πολλά
τραγούδια των Kinks, όπως
βέβαια και γενικά της δεκαετίας των sixties με την οποία όμως είμαι
εξοικειωμένος, όμως μπορώ να τοποθετήσω ένα άγνωστό μου τραγούδι σ’ αυτή την
δεκαετία από τον ήχο του.
Και κάτι ακόμη: ενώ η
ταινία είναι αφιερωμένη στους kinks,
το «Summer in the city» είναι των Lovin’ spoonful, πολύ αγαπημένο τραγούδι κι
αυτό του οποίου θυμάμαι πάρα πολλούς στίχους και το τραγουδούμε επίσης με το φίλο
μου τον Θόδωρα.
Ο ήρωάς μας ζητάει
από τη φίλη του να του χαρίσει ένα long play των Troggs. Διαβάζει τα τραγούδια που
περιέχει, από τα οποία αναγνώρισα δυο αγαπημένα μου, το «Night of the long grass» και το «Give it to me», που τα είχα όμως ολότελα
ξεχασμένα.
Η ταινία μου άρεσε και
για το λόγο ότι με γύρισε πίσω στα μαθητικά μου χρόνια.
Wim Wenders Η
αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (Die Angst des Tormanns beim Elfmeter 1972)
Όταν μαθαίνω ότι μια
ταινία που θέλω να δω αποτελεί μεταφορά ενός βιβλίου, θέλω να το διαβάσω.
Συμβαίνει και το αντίστροφο, να διαβάζω ένα βιβλίο και μετά να ψάχνω για τυχόν
ταινίες που έχουν γυριστεί πάνω σ’ αυτό. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήξερα για
το βιβλίο πριν μάθω για την ταινία, ήταν βιβλίο cult στα φοιτητικά μου χρόνια, παρόλο
που δεν το είχα διαβάσει. Αποφάσισα να το διαβάσω πριν δω την ταινία.
Ξεκινάμε με τον συγγραφέα, τον Peter Handke, που στο εξής θα
συνεργαστεί με τον Wenders
σε κάποιες ακόμη ταινίες του. Το ελληνικό
λήμμα της βικιπαίδειας, σύντομο ως συνήθως, δεν αναφέρει ότι είχε προταθεί
επανειλημμένα για το βραβείο Νόμπελ, χωρίς να καταφέρει να το κερδίσει.
Θεματικά, βλέπουμε
έναν από τους αγαπημένους ήρωες του Βέντερς, μοναξιασμένο και δυστυχισμένο.
Όμως έχει ένα επί πλέον χαρακτηριστικό: είναι και ψυχολογικά διαταραγμένος.
Σίγουρα ανεπαρκής στη δουλειά του, το βιβλίο ξεκινάει με την απόλυσή του. Στη
συνέχεια τον βλέπουμε σε μια περίπου άσκοπη περιπλάνηση, σε ένα χωριό κοντά στα
σύνορα όπου μια πρώην φίλη του νοικιάζει ένα εστιατόριο. Η διαταραχή του
φαίνεται από τη «δι’ ασήμαντον αφορμήν» δολοφονία μιας γυναίκας με την οποία
πέρασε τη βραδιά. Όμως να μην ξεγελιόμαστε, η δολοφονία αυτή δεν είναι για να
δημιουργήσει το σασπένς, στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για ένα καλό στόρι, είτε
είναι κινηματογραφικό είτε μυθιστορηματικό, αλλά για να δείξει ακριβώς την
ψυχολογική διαταραχή του. Επίσης τον βλέπουμε να τσακώνεται με μια παρέα σε ένα
μπαρ, από το οποίο τον πετάνε έξω κάνοντάς τον μαύρο στο ξύλο. Πρώην φίλοι του
είναι απρόθυμοι να απαντήσουν στα τηλεφωνήματά του.
Υπάρχει και ένα
δεύτερο σασπένς, με πάρα πολύ μικρό σθένος, για ένα μουγγό παιδί που χάθηκε.
Αργότερα θα βρεθεί το πτώμα του να επιπλέει σε ένα ποτάμι. Το σκότωσε μήπως ο
τσιγγάνος; Ο τσιγγάνος θα αφεθεί ελεύθερος, ο θάνατος του παιδιού θα αποδοθεί
σε ατύχημα. Όλα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την πλοκή, εκτός ίσως από το
γεγονός ότι ο ήρωάς μας ο Bloch,
πρώην τερματοφύλακας, ενώ βλέπει στο βάθος μιας πισίνας ενός χώρου αναψυχής που
είναι κλειστός το χειμώνα κάτι που ίσως είναι πτώμα (να είναι του παιδιού που
ψάχνουν;) δεν μπαίνει στον κόπο να ενημερώσει τον αστυφύλακα που περνάει εκείνη
τη στιγμή.
Έχω αμφισβητήσει και
σε άλλα κείμενά μου τη ρήση «Μια εικόνα χίλιες λέξεις». Σίγουρα μια εικόνα,
π.χ. ένα κινηματογραφικό καρέ, θέλεις χίλιες λέξεις για να την περιγράψεις,
μόνο που η περιγραφή αυτή ελάχιστα ενδιαφέρει τον αναγνώστη καθώς πολύ λίγα
πράγματα απ’ αυτή την περιγραφή έχουν σχέση με την πλοκή. Και σίγουρα η εικόνα
δεν μπορεί να μεταφέρει τις σκέψεις του ήρωα, παρά μόνο με την
αντικινηματογραφική τεχνική της αφήγησής τους από τον ίδιο, κάτι που κάνει ο
Ευγένιος Ο’ Νηλ στο «Παράξενο ιντερλούδιο», θεατρικό έργο που μετέφρασα στα
νιάτα μου. Και εδώ οι σκέψεις του ήρωα που δείχνουν την διαταραχή του δίνονται
σε αφθονία από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή.
Να δώσω κάποια από
τα αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει.
«Σαν να ήθελαν να
δείξουν την περιφρόνησή τους γι’ αυτόν, οι αστυνομικοί δεν έδωσαν τον τυπικό
χαιρετισμό όταν ξεκίνησαν να φύγουν με το περιπολικό τους».
Τον είχαν πάρει
χαμπάρι.
«Όταν γύρισε στην
πόλη, ο Bloch κάθισε σε ένα καφέ και παρακολουθούσε κάποιους που έπαιζαν
χαρτιά. Άρχισε να κάνει υποδείξεις στον παίχτη που καθόταν πίσω του. Οι άλλοι
παίχτες του είπαν να τσακιστεί και να φύγει».
Κάτι τέτοιοι σου τη
σπάνε πραγματικά, έχω την εμπειρία όταν ήμουν χαρτόμουτρο, στα νιάτα μου. Άσε
που μπορεί να σου χαλάσουν και το γούρι.
«Αντιλήφθηκε ότι
είχε την περίεργη παρόρμηση να μαθαίνει τις τιμές κάθε πράγματος».
Ήπιος
ιδεοψυχαναγκασμός.
«Όσο πιο πολύ
μιλούσε, τόσο πιο αφύσικα του φαίνονταν αυτά που έλεγε. Σιγά σιγά άρχισε να
συνειδητοποιεί ότι κάθε λέξη που έλεγε χρειαζόταν μια εξήγηση. Έπρεπε να
προσέχει ώστε να μην κολλήσει στη μέση μιας πρότασης».
Άντε τώρα αυτό να το
αποδώσεις κινηματογραφικά.
«Έκανε ξαφνικά τη σκέψη
ότι αυτό που έβλεπε κοιτάζοντας το χώρο από όπου αναχώρησε ο αστυφύλακας δεν
ήταν παρά μια μεταφορά για κάτι άλλο».
Καθαρά ψυχωτικό αυτό.
«Μια γάτα πήδηξε
στον αέρα να πιάσει μια μύγα, και την κατάπιε αμέσως. Η σερβιτόρα είχε κλείσει
την πόρτα. Όταν η πόρτα ήταν ακόμη ανοιχτή, είχε ακούσει το τηλέφωνο να
κτυπάει…».
Ο Bloch έχει μια
οξεία παρατηρητικότητα, αφύσικη για φυσιολογικό άτομο, πράγμα που κάνει (ή
μήπως υπαγορεύεται από) το ύφος του Χάντκε ολότελα διεκπεραιωτικό και απίστευτα
περιληπτικό ώστε να μεταδώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό πληροφοριών που
αφορούν τον ήρωά του, ύφος που το συνάντησα άλλη μια φορά στον «Μακαβέττα» του
Απόστολου Δοξιάδη.
Ο Bloch έχει και
μανία καταδίωξης. Παντού βλέπει παγίδες. «Ποιος κρυβόταν άραγε πίσω από το
όνομα “ο παππούς και η γιαγιά σου που σε αγαπάνε”;» (κάρτα που του είχαν
στείλει για τα γενέθλιά του).
«Πάντα όταν κτυπούσε
το τηλέφωνο είχε την αίσθηση ότι είχε μαντεύσει μια στιγμή πριν ότι θα
κτυπούσε».
Ένα ακόμη σύμπτωμα.
«Γιατί τα γλυκά στο
ξύλινο πιάτο είχαν το σχήμα του ψαριού; Τι υπαινιγμός υπήρχε σ’ αυτό; Μήπως ότι
θα έπρεπε να μείνει βουβός σαν ψάρι; Ότι δεν του επιτρεπόταν να μιλήσει; Αυτό
ήθελαν να του πουν τα γλυκά στο ξύλινο πιάτο;».
Παντού έβλεπε
ενδείξεις για κάτι άλλο.
«Ο Bloch τη
μιμήθηκε κουνώντας κι αυτός το μανίκι του. Είχε την εντύπωση ότι αν μιμούνταν
το κάθε τι θα ήταν ασφαλής».
Ναι, η ανασφάλεια
είναι ένα χαρακτηριστικό τέτοιου είδους ατόμων.
Σίγουρα αυτά δεν
μπορούσαν να περάσουν στην ταινία.
Για πρώτη φορά με
απασχόλησε τόσο το «Τι ήθελε να πει ο ποιητής». Δεν έχω διαβάσει άλλο έργο του
Χάντκε, αλλά θυμάμαι πόσο προσβλητικός μου φάνηκε ο τίτλος του έργου του
«Βρίζοντας το κοινό». Πάντως το βιβλίο ενθουσίασε τότε που κυκλοφόρησε. Ήθελε
μήπως ο Χάντκε να δώσει την εικόνα του διαταραγμένου ατόμου των sixties παρουσιάζοντας
μια ακραία εκδοχή του;
Στην ταινία του ο
Βέντερς φυσικά δεν μπορούσε να μεταφέρει όλα τα επεισόδια που υπάρχουν στο
βιβλίο, κάνει επιλογή, μαζί με τον Χάντκε που συνυπογράφει το σενάριο. Κάνει
και κάποιες βελτιώσεις. Ενώ το βιβλίο ξεκινάει με την ανακοίνωση της απόλυσής
του, στην ταινία τον βλέπουμε σε ένα ματς να τρώει ένα ανόητο γκολ και στη
συνέχεια να διαμαρτύρεται έντονα στο διαιτητή γιατί δεν σφύριξε το off-side, τόσο έντονα ώστε τον βάζουν αμέσως
στον πάγκο.
Όμως το τέλος είναι
το ίδιο. Παρακολουθεί με κάποιον έναν αγώνα, και του τον σχολιάζει από την
πλευρά του ειδικού. Φυσικά δεν θα τον συλλάβουν για το έγκλημά του, η ποιητική
δικαιοσύνη δεν ενδιαφέρει τον Χάντκε.
Μόλις έχει
συμπληρώσει τα τριάντα του ο Χάντκε, και είναι ακόμη μεγάλος λάτρης της
μουσικής. Τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία είναι γεμάτα τσουκ μποξ από τα οποία
ακούμε διάφορα τραγούδια.
Η ταινία απλά μου
άρεσε χωρίς να με ενθουσιάσει. Το ίδιο πιστεύω και άλλους θεατές, κρίνοντας από
το ότι την βαθμολόγησαν στο IMDb
μόλις 1256 άτομα με 6,7.
Η επόμενη ταινία του
Βέντερς είναι «Το
άλικο γράμμα». Αυτό που έγραψα όμως μπήκε ουρά στην ανάρτηση για το βιβλίο.
Ακολουθεί η τριλογία «Η
Αλίκη στις πόλεις», «Λάθος
κίνηση» και «Στο
πέρασμα του χρόνου».
Το άλικο γράμμα
(1973).
Την ταινία την είδα
πριν δυο χρόνια, αφού είχα διαβάσει και αναρτήσει για το «Άλικο γράμμα»
του Χώθορν καθώς, όπως το συνηθίζω, βλέπω και τις ταινίας που έχουν γυριστεί
πάνω σε ένα μυθιστόρημα. Εδώ επικολλώ ό,τι έγραψα για την ταινία του Βέντερς.
Μετά από 6 χρόνια (29-7-2017) είδαμε και την
ταινία του Wim Wenders
(1973). Πριν γράψω για την ταινία θα ήθελα να κάνω κάποιο σχόλιο.
Γίνεται πολύς λόγος
με τα spoiler. Δεν
πρέπει να γράφεις πολλά πράγματα για την υπόθεση, ειδικά το τέλος, γιατί μετά ο
αναγνώστης χάνει το ενδιαφέρον του για την ταινία. Και εγώ αναρωτιέμαι: γιατί
να πάει να δει κανείς μια ταινία για τη ζωή του Χριστού αφού ήδη την ξέρει; Ή
μήπως αγνοεί ότι σταυρώθηκε ο Χριστός;
Γιατί να πάει να δει κάποιος μια ταινία με
τίτλο «Το άλικο γράμμα», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ναθάνιελ Χόθορν, αφού
έχει ήδη διαβάσει το μυθιστόρημα και ξέρει το τέλος;
Εδώ υπάρχουν κάποιες
απαντήσεις.
Ναι, έχεις διαβάσει
το μυθιστόρημα και σε ενθουσίασε, και γι’ αυτό θέλεις να δεις πώς μεταφέρθηκε
στην οθόνη.
Ναι, έχεις διαβάσει
το μυθιστόρημα, αλλά η εμπειρία σου λέει ότι ένας σκηνοθέτης, ακολουθώντας τον
σεναριογράφο, συνήθως δεν μένει πιστός στο μυθιστόρημα, βάζει και δικά του
πράγματα ενώ παραλλάσσει άλλα. Φυσικά είναι δεδομένο ότι θα παραλείψει αρκετά,
εκτός και αν πρόκειται για σήριαλ οπότε έχει την άνεση να βάλει ακόμη και όλα
τα επεισόδια που υπάρχουν στο βιβλίο.
Στο μυθιστόρημα του
Χόθορν υπάρχει το σασπένς για το τι θα γίνει στο τέλος. Όταν βλέπεις την ταινία
του Victor Sjöström θαυμάζεις την ωραία μεταφορά του
στην οθόνη. Όταν βλέπεις την ταινία του Roland Joffé, εκεί υπάρχει ένα εξωκειμενικό εφέ του απροσδόκητου, και
μόνο βέβαια αν έχεις διαβάσει το μυθιστόρημα. Βλέπεις με έκπληξη ότι
ετοιμάζονται να κρεμάσουν τον παπά, πράγμα που δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα.
Και πάνω σ’ αυτή την αλλαγή οικοδομείται το σασπένς: θα τον κρεμάσουν τελικά;
Είπαμε, κατέφτασαν
οι ινδιάνοι και τη γλίτωσε.
Και περνάμε στην
ταινία του Βέντερς.
Νομίζω ότι ο
Βέντερς, αλλάζοντας τον μύθο, έμεινε πιο πιστός στο μήνυμα που ήθελε να
μεταδώσει ο Χόθορν.
Η Έστερ δεν νοιώθει
ντροπή για την πράξη της. Αγάπησε. Φέρει σαν τιμωρία και όχι σαν τύψη
συνείδησης το Α στο στήθος της. Απεναντίας ο παπάς νοιώθει βαθιές τύψεις.
Χαράζει ένα Α στο στήθος του το οποίο κρύβουν τα εσώρουχά του. Όταν εμφανίζεται
ο άνδρας της Έστερ, αυτή τον προτρέπει να φύγουν με ένα καράβι που ετοιμάζεται
να αποπλεύσει. Την τελευταία στιγμή διστάζει. Όχι, πρέπει να εξομολογηθεί το
αμάρτημά του στο ποίμνιό του. Είπαμε, η εξομολόγηση απαλύνει τις τύψεις.
Επιστρέφει. Και ομολογεί την πράξη του. Από τη συγκίνηση πέφτει αναίσθητος,
όπως και στο μυθιστόρημα. Η Έστερ αρπάζει την επτάχρονη κορούλα της, που μετά
από δυο χρόνια θα γίνει η Αλίκη στην επόμενη ταινία του Βέντερς, και τρέχει
προς την παραλία. Ο άντρας της δεν θα την προλάβει. Όσο για τον πάστορα, θα τον
μεταφέρουν μέσα. Δεν θα προλάβει να συνέλθει. Δυο χέρια γαντοφορεμένα τον
αρπάζουν από το λαιμό και τον πνίγουν.
Να ένοιωσε άραγε
ποτέ τύψεις αυτός που τον έπνιξε;
Ο Βέντερς,
αντανακλώντας τους προσληπτικούς μηχανισμούς των θεατών του 20ου
αιώνα, θεωρεί αυτή την υπαναχώρηση του πάστορα μια καθαρή ανοησία και την
υπογραμμίζει με τον τρόπο που πέθανε. Ο Ναθάνιελ Χόθορν, αντανακλώντας κι αυτός
τους προσληπτικούς μηχανισμούς των αναγνωστών του στους οποίους το πουριτανικό
αίσθημα ήταν πολύ έντονο, «καθαίρει», κατά τη συνταγή της τραγωδίας, τον πάστορα,
με το να τον βάζει να σωριάζεται νεκρός από τη συγκίνηση μετά που ομολόγησε το
αμάρτημά του. Όσο για τον Τζοφέ, αυτός δίνει το κλασικό χολιγουντιανό happy end, με ένα τρόπο όμως που
δείχνει την στενοκεφαλιά ενός θρησκόληπτου εκκλησιάσματος.
Από σήμερα στους κινηματογράφους σε
επανέκδοση.
Η Αλίκη επιστρέφει
από τη χώρα των θαυμάτων στις πόλεις: Νέα Υόρκη, Άμστερνταμ, Μόναχο, και
κάποιες ακόμη που δεν θυμάμαι. Όμως πριν συναντήσουμε την Αλίκη θα γνωρίσουμε
τον Φιλίπ.
Στις πρώτες σκηνές
του έργου τον βλέπουμε με μια μηχανή, Polaroid(;), (Είχα μια πολαρόιντ που
έβγαζε αμέσως τις φωτογραφίες, χωρίς να χρειάζεται να πας σε φωτογράφο να τις
εμφανίσεις), ακουμπισμένο στην κολώνα μιας γέφυρας, καθισμένο πάνω στην άμμο,
να φωτογραφίζει τη θάλασσα. Μας δίνει αμέσως την εικόνα ενός μοναξιασμένου ατόμου
(μου θύμισε τον Τράβις στο «Παρίσι-Τέξας», πράγμα που θα επιβεβαιωθεί και στη
συνέχεια. Μιλάει φωναχτά μόνος του μια και δεν έχει με ποιον να μιλήσει, η φίλη
του τον διώχνει από το σπίτι της, και δεν είναι έτοιμος να παραδώσει το κείμενο
που υποσχέθηκε για το περιοδικό στο οποίο εργάζεται, παρά μόνο τις φωτογραφίες
που τράβηξε. Όχι, δεν θα πάρει προκαταβολή, να στρωθεί και να γράψει μια
ιστορία.
Και θα συναντήσει
την Αλίκη με τη μαμά της. Η μαμά της θα του την παρατήσει, και αυτός θα
αναλάβει το δύσκολο έργο να βρει τη γιαγιά της να της την παραδώσει. Καθόλου
εύκολη υπόθεση, όμως η πλοκή δεν οικοδομείται στο σασπένς αν θα την βρει τελικά
ή όχι, αλλά στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στην Αλίκη και σ’ αυτόν.
Τρυφερή, συγκινητική, θα τον αποσπάσει από την κατάθλιψη στην οποία είναι
βυθισμένος. Και ναι, θα γράψει τελικά την ιστορία.
Η ταινία μου θύμισε
το «La strada» του Φελίνι, σαν αντιστροφή της. Σ’ αυτή ο Άντονι Κουίν θρηνεί
που έχασε την Τζιουλιέτα Μασίμα, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά τη μοναξιά
του. Εδώ ο μοναχικός Φιλίπ, με την συντροφιά της μικρής Αλίκης που κυριολεκτικά
κλέβει την παράσταση, βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει.
Όσοι δεν την έχετε
δει δεν πρέπει να τη χάσετε, κι εσείς που την έχετε δει δεν θα ήταν άσχημο να
την ξαναδείτε, όπως έκανα εγώ.
Αφού είδαμε το πρώτο μέρος της
τριλογίας road movie του Wim Wenders «Η
Αλίκη στις πόλεις» που προβάλλεται από την Πέμπτη 27-7-2017 (κοίτα να δεις,
τρία εφτάρια) σε επανέκδοση στους κινηματογράφους, είδαμε και το τρίτο μέρος
της τριλογίας «Στο πέρασμα του χρόνου» που θα προβληθεί επίσης σε επανέκδοση
τις 31-8-2017, οπότε και θα αναρτήσουμε. Ε, θα ήταν κρίμα να μη δούμε και το
δεύτερο μέρος, τη «Λάθος κίνηση», αφού μπορούμε έτσι να αποκτήσουμε μια
σφαιρική εικόνα της τριλογίας.
Η «Λάθος κίνηση», σε
αντίθεση με τις άλλες δυο ταινίες, είναι έγχρωμη. Επίσης σε αντίθεση με τις
άλλες δυο ταινίες που το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Βέντερς (στην πρώτη με τη
βοήθεια του Veith von Fürstenberg),
εδώ το σενάριο το έγραψε ο Peter Handke, και βασίζεται στη «Μαθητεία του
Βίλχελμ Μάιστερ» του Γκαίτε. Ο Βίλχελμ βέβαια του Βέντερς είναι ένας σύγχρονος
γερμανός. Και οι τρεις ταινίες παρουσιάζουν μοναχικούς ήρωες. Όμως μόνο οι δυο
τελευταίες παρουσιάζουν και «Ζωές των άλλων», ανθρώπων εξίσου μοναχικών και
δυστυχισμένων που ο κεντρικός ήρωας (και στις τρεις ταινίες τον υποδύεται ο Rüdiger
Vogler) συναντάει στην πορεία της περιδιάβασής του. Επίσης στις δυο τελευταίες
έχουμε και το θέμα της αυτοκτονίας. Στη «Λάθος κίνηση» οι πέντε συνοδοιπόροι
στη μοναξιά τους θα μείνουν σχεδόν όλοι μέχρι το τέλος της ταινίας, ενώ στο
«Πέρασμα του χρόνου» ο συνοδοιπόρος μέχρι το τέλος θα είναι ένας.
Αλλά θέμα της ανάρτησής μας είναι ο Βίλχελμ.
Αμέσως μόλις ξεκινάει το ταξίδι του συναντάει στο τραίνο τον Hans Christian Blech
με τη δεκατετράχρονη βουβή Ναστάζια Κίνσκι. Ζητιανεύουν, αυτή κάνοντας
ακροβατικά και αυτός παίζοντας τη φυσαρμόνικά του. Πιο πριν όμως είχε πάρει το
μάτι του την Hanna Schygulla, στο παράθυρο ενός τραίνου που πήγαινε παράλληλα
με το δικό του, και μαγεύεται. Θέλει να την ξανασυναντήσει. Και θα την
ξανασυναντήσει. Και στην παρέα θα προστεθεί ένας νεαρός ποιητής. Και οι πέντε
τους θα αποτελέσουν στο εξής ένα αξεχώριστο κουιντέτο.
Τους βλέπουμε να προχωρούνε σε ένα δρομάκο.
Ξάφνου ακούνε φωνές. Σταματάνε. Στην ταράτσα ενός σπιτιού ένας άντρας και μια
γυναίκα τσακώνονται. Ξαφνικά ο άνδρας αρπάζει τη γυναίκα από τον λαιμό. Θα την
πνίξει ή θα την ρίξει στο δρόμο; Δεν θα καθίσουν να δουν τη συνέχεια.
Προχωρούν. Σε λίγο θα ακούσουν έναν διαταραγμένο να ουρλιάζει από το μπαλκόνι
του: -Έχεις ιδέα τι σημαίνει πόνος; Ε, γουρούνι, ξέρεις τι είναι το να περνά
ένα ανεμόπτερο μέσα από το μυαλό σου;
Ο επόμενος δυστυχισμένος που θα συναντήσουν
είναι ένας μοναχικός πλούσιος. Ετοιμαζόταν να αυτοπυροβοληθεί με την καραμπίνα
του όταν του κτύπησαν την πόρτα, όπως τους είπε. Προσφέρεται να τους
φιλοξενήσει. Την επομένη, θα ξεκινήσουν ένα περίπατο σε ένα πανέμορφο ορεινό
τοπίο. Μακρά πλάνα, με συζητήσεις πάνω σε διάφορα θέματα, ο Vogler με τους
υπόλοιπους, με έναν κάθε φορά, από τις πιο όμορφες σκηνές του έργου. Όταν θα
γυρίσουν στο σπίτι θα βρουν τον άνθρωπο που τους φιλοξένησε να έχει κρεμαστεί.
Και θα φύγουν πανικόβλητοι.
Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι ο Vogler ήταν
περίπου ισορροπημένος. Όμως όταν τον βλέπουμε να αρπάζει τον Blech για να τον
ρίξει στην θάλασσα, καταλαβαίνουμε ότι κι αυτός δεν στέκει και τόσο στα καλά
του. Τέτοια αστεία δεν κάνεις ποτέ.
Δηλαδή τα κάνεις. Θυμάμαι στην επιστράτευση
που κυνηγούσα στους διαδρόμους της Γεωργικής Σχολής της Λάρισας όπου είχαμε
στρατοπεδεύσει τον φίλο μου τον Γιάννη τον Πευκιανάκη με το πιστόλι μου (ήμουν
έφεδρος ανθυπολοχαγός) κάνοντας τάχα τον μεθυσμένο. Το πιστόλι φυσικά ήταν
άδειο και ασφαλισμένο. Ο Γιάννης όμως, προνοητικά ποιώντας, το έβαλε στα πόδια.
Είχαμε πιει κάμποσα ούζα. Μετά που έφερα στο μυαλό μου το επεισόδιο σκέφτηκα
ότι μπορεί να ήμουν πράγματι μεθυσμένος. Πάντως όχι διαταραγμένος σαν τον
Vogler, θέλω να πιστεύω δηλαδή.
Μετά βέβαια από αυτό το επεισόδιο ο Blech θα
το βάλει στα πόδια πανικόβλητος. Σε λίγο θα φύγει και η Ναστάζια. Ο νεαρός
ποιητής τούς είχε εγκαταλείψει πιο πριν. Ο Χάνα δεν θα φύγει, θέλει να μείνουν
μαζί, όμως αυτός θα φύγει, με την αμυδρή υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούν. Πέντε μοναχικοί
άνθρωποι βρίσκονται ξανά μόνοι. Στις συζητήσεις μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί
αρκετά το θέμα της μοναξιάς.
Φαντάζομαι ότι ο Handke στο σενάριό του
κράτησε αρκετό από το λόγο του Γκαίτε. Και η «Μαθητεία του Βίλχελμ Μάιστερ» γίνεται
ένα ακόμη βιβλίο must, ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβάσω κάποια στιγμή.
Αφού είδα τρεις ταινίες του Βέντερς μέσα σε
λίγες μέρες είπα να δω μια ακόμη, το «Άλικο γράμμα».
Το έχω κάνει κάμποσες φορές, να διαβάζω ένα
μυθιστόρημα και μετά να βλέπω και τις ταινίες που έχουν γυριστεί πάνω σ’ αυτό,
και να κάνω μια συνολική ανάρτηση. Καμιά φορά προσθέτω εκ των υστέρων και για
κάποια ταινία που δεν είχα δει τότε που έκανα την ανάρτηση. Αυτό έκανα και
τώρα, «κόλλησα» σαν ουρά αυτά που έγραψα για το «Άλικο γράμμα» του Βέντερς στην
συνολική ανάρτηση που έκανα για το μυθιστόρημα και για άλλες δυο ταινίες. Για
όσους ενδιαφέρονται θα παραπέμψω σ’ αυτή την ανάρτηση.
Από
σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
Μετά τη «Λάθος
κίνηση»
ο Βιμ Βέντερς επιστρέφει στο ασπρόμαυρο της «Αλίκης
στις πόλεις».
Όμως ο Rüdiger Vogler που πρωταγωνιστεί και στις τρεις
ταινίες του εδώ αφήνει μουστάκι. Και από άνθρωπος της πένας που ήταν σ’ αυτές
(δημοσιογράφος και επίδοξος συγγραφέας) εδώ γίνεται ένας επισκευαστής μηχανών
κινηματογραφικής προβολής. Γυρνάει τη Γερμανία με ένα βαν, πηγαίνοντας όπου τον
καλούν.
Καθώς είναι σταματημένος στην άκρη ενός δρόμου βλέπει ένα ΙΧ να ορμάει
μέσα στο ποτάμι. Βουλιάζει σιγά σιγά, όμως ο οδηγός του προλαβαίνει και
βγαίνει, παίρνοντας μαζί του και τη βαλίτσα του. Αστεία απόπειρα αυτοκτονίας,
δεν υπήρχε πιθανότητα να πετύχει. Όμως η πρόθεση είναι που μετράει, η πρόθεσή
του να αυτοκτονήσει μετά την εγκατάλειψή του από τη γυναίκα του. Θα τον πάρει
μαζί του. Σε λίγο θα συναντήσουν κάποιον απελπισμένο που η γυναίκα του
αυτοκτόνησε μετά από ένα καυγά που είχαν. Θα μείνει για λίγο μαζί τους.
Ο Vogler θα συναντήσει και μια γυναίκα. Θα
την φλερτάρει. Ζει μόνη με την κόρη της. Δουλεύει ταμίας στο σινεμά της γιαγιάς
της. Θα φτιάξει την μηχανή προβολής που είχε κάποιο πρόβλημα. Παρά το ότι την
φλέρταρε αρχικά δεν θα κάνει έρωτα μαζί της, κάτι που αυτή περίμενε. Όταν αυτός
φεύγει, αυτή είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Λιγότερους μοναχικούς συναντάμε εδώ, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας
βλέπουμε το δίδυμο αυτό. Στο τέλος όμως θα τσακωθούν. Δεν ήταν κανένας φοβερός
τσακωμός, όμως το γυαλί έσπασε που λέμε. Ο άλλος θα σηκωθεί να φύγει. Και θα
μείνει πάλι μόνος του.
Αυτή η τριλογία road movie του Βιμ Βέντερς θα μπορούσε να
ονομαστεί «Η τριλογία της μοναξιάς».
Ο Wim Wenders δεν κάνει cinema d’ auteur, που το κύριο χαρακτηριστικό του, αν και
όχι πάντα, είναι ότι ο σκηνοθέτης υπογράφει και το σενάριο. Μόνο στην πρώτη του ταινία το υπογράφει, στις επόμενες, όπως συμβαίνει και με όλους σχεδόν
τους σκηνοθέτες, το συνυπογράφει. Στην πλοκή της φαίνεται η αγάπη του για το
αστυνομικό, παρόλο που δεν είναι αστυνομικό με την κλασική έννοια.
Στο αστυνομικό επιστρέφει με το «Ένας
αμερικάνος φίλος», όμως το σενάριο, αν και πάλι το υπογράφει ο ίδιος,
στηρίζεται σε μυθιστόρημα. Μάλλον δεν είναι επινοητικός στη σύνθεση ιστοριών και
γι’ αυτό καταφεύγει σε άλλους, και κυρίως στον Πέτερ Χάντκε.
Δεν είναι αγαπημένο μου είδος το αστυνομικό.
Μαθητής, θυμάμαι, αγόραζα από τη Μάσκα το Γερόλυκο και το Γεράκι, καουμπόικες
ιστορίες, και όχι τον Ντετέκτιβ Χ. που οι ιστορίες του ήταν αστυνομικές. Όμως
το έργο αυτό είναι κάτι παραπάνω από αστυνομικό, καθώς παρουσιάζει τα ψυχολογικά
και υπαρξιακά προβλήματα των δύο κεντρικών χαρακτήρων του.
Και εδώ έχουμε ένα αντρικό δίδυμο, όπως στην
αμέσως προηγούμενη ταινία του «Στο πέρασμα του χρόνου». Ο ένας είναι ένας κορνιζοποιός που
περιμένει το μοιραίο από τον καρκίνο. Ο άλλος είναι εγκληματίας που όμως
αρχίζει να έχει συνειδησιακά προβλήματα. Δεν θέλει να διαπράξει ο ίδιος το
έγκλημα που του έχουν αναθέσει (ξεκαθάρισμα λογαριασμών), θέλει να το αναθέσει
σε άλλο. Και το αναθέτει στον κορνιζοποιό, με το επιχείρημα ότι δεν είναι
γνωστός στους κύκλους του, δηλαδή στους κακοποιούς και στην αστυνομία, και έτσι
μπορεί να το διαπράξει με μεγάλη ασφάλεια. Αν τον πιάσουν δεν έχει να χάσει
τίποτα, αφού έτσι κι αλλιώς είναι καταδικασμένος από την αρρώστια του. Αλλά είτε
τον πιάσουν είτε όχι θα κερδίσει την αμοιβή που θα ανακουφίσει οικονομικά τη
γυναίκα του, η οποία μετά το θάνατό του θα μεγαλώνει μόνη της την κόρη τους.
Μετά από αμφιταλαντεύσεις και επιδέξιους
χειρισμούς του εγκληματία θα δεχθεί. Πράγματι θα διαπράξει το φόνο με επιτυχία.
Όμως του δίνει τη μισή αμοιβή, λέγοντάς του ότι τελικά, έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα,
πρέπει να διαπράξει και έναν δεύτερο φόνο. Πάλι απρόθυμος θα δεχθεί. Ο φόνος θα
γίνει μέσα σε ένα τραίνο. Όμως ο εγκληματίας θα μπει και αυτός στο τραίνο για
να τον προστατεύσει σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά (η συνειδησιακή
μεταστροφή στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω). Η σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσά
τους μου θύμισε του σχέση του Αλέν Ντελόν και του Τσαρλς Μπρόνσον στο «Αντίο φίλε», που προβλήθηκε πριν τρεις μήνες σε επανέκδοση.
Και πράγματι κάτι δεν πήγε καλά, παρά λίγο να
αποτύχουν. Αυτό όμως είχε σαν συνέπεια να ανακαλυφθεί από τη συμμορία του
εκτελεσμένου ο εντολοδόχος και να του κάψουν το σπίτι. Με άλλα λόγια, ο εγκληματίας
αυτός την έχει βάψει.
Να πω και παρά κάτω;
Ένας από τους δυο τη γλιτώνει, όμως ποιος;
Ο αχάριστος κορνιζοποιός θα τον παρατήσει και
θα φύγει με το αυτοκίνητο που οδηγεί η γυναίκα του. Δεν μπορούσε να γίνει
αλλιώς, πρέπει να υπάρχει μια κάποια ποιητική δικαιοσύνη στο τέλος του έργου.
Και ένα σχόλιο:
Αμερικάνος ή αμερικανός; Και άλλοι είχαν το
ίδιο ερώτημα, βλέπω ψάχνοντας στο google. Εγώ προτίμησα το αμερικάνος.
Για ποιο λόγο;
Σε περίπτωση που συμμετέχετε σε μια
αντιαμερικάνικη διαδήλωση, τι θα φωνάζετε έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία,
«Κάτω οι αμερικανοί» ή «Κάτω οι αμερικάνοι»; Σίγουρα το δεύτερο, που είναι
κανονικός τροχαίος (τονισμένη-άτονη συλλαβή).
Η «Αστραπή πάνω από το νερό» είναι ντοκιμαντέρ και αναφέρεται στις
τελευταίες βδομάδες της ζωής του Νίκολας Ρέι («Επαναστάτης χωρίς αιτία»), που
έφυγε από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Βέντερς είχε συνεργαστεί με τον Ρέι, αλλά επί
πλέον φαίνεται να τον απασχολούσε εκείνη την εποχή το πρόβλημα ενός
αναπόφευκτου θανάτου, όπως φαίνεται από την προηγούμενη ταινία του «Ένας αμερικάνος φίλος». Χρησιμοποίησε βέβαια και αρχειακό υλικό,
καθώς και σκηνές που είχαν παρθεί με βιντεοκάμερα, φυσικά αναλογική της εποχής,
που δεν είχαν την ευκρίνεια των σκηνών που είχαν παρθεί με κινηματογραφική
κάμερα.
Και το «Δωμάτιο 666» είναι
ντοκιμαντέρ. Σ’ αυτό το δωμάτιο μάζεψε ο Βέντερς κάμποσους σκηνοθέτες που είχαν
έλθει στο φεστιβάλ Κανών το 1982, υποβάλλοντάς τους κάποιες γραπτές ερωτήσεις
τις οποίες θα έπρεπε να απαντήσουν μπροστά στην κάμερα. Κάποιοι μίλησαν
εκτενώς, όπως ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ με τον οποίο ξεκινάει το ντοκιμαντέρ, κάποιοι
πολύ λίγο. Ο Γιλμάζ Γκιουνέι απουσίαζε, τις απαντήσεις του τις έστειλε
ηχογραφημένες. Κούρδος και αριστερός, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στο φεστιβάλ.
Πριν δυο χρόνια ο Κενάν Εβρέν είχε επιβάλει δικτατορικό καθεστώς στην
Τουρκία.
Πάντως διαβολική η επινόησή του να τους φέρει
στο δωμάτιο 666· αν και το πιο πιθανόν είναι το δωμάτιο αυτό να είναι εντελώς
φανταστικό.
Και πάλι ο Βέντερς κάνει αστυνομική ταινία (neo-noir, mystery film τη χαρακτηρίζει η βικιπαίδεια, αλλά αυτά για μένα είναι ψιλές
αποχρώσεις), χωρίς όμως τις υπαρξιακές διαστάσεις του «Αμερικάνου
φίλου», και γι’ αυτό θα πω ότι δεν μου
άρεσε· για την ακρίβεια, μου άρεσε όπως και οι ταινίες αντίστοιχες της παραλογοτεχνίας
που βλέπω κάποιες φορές αργά το βράδυ, για χαλάρωση (όχι, παραλογοτεχνία δεν
διαβάζω, τρώει πολύ χρόνο). Πολεμικές ταινίες με αεροπλάνα είναι οι αγαπημένες
μου, και μάλιστα οι παλιές, όχι οι καινούριες που τα αεροπλάνα είναι ψηφιακά
κατασκευασμένα.
Η ταινία μου θύμισε μια άλλη ταινία που είδα πρόσφατα, την «Αγκάθα,
η εξιχνίαση ενός φόνου». Σ’ αυτήν
κεντρικός χαρακτήρας είναι η Αγκάθα Κρίστι. Στην ταινία του Βέντερς, μεταφορά
από μυθιστόρημα, το σενάριο της οποίας, δυστυχώς, δεν συνυπογράφει, γι’ αυτό ίσως
μου άρεσε λιγότερο από το «Ένας αμερικάνος φίλος», κεντρικός χαρακτήρας είναι ο
επίσης συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντάσιελ Χάμετ («Το γεράκι της
Μάλτας»). Εμπλέκεται σε μια ιστορία με πάρα πολλές περιπλοκές που συχνά με
μπερδεύουν στα τέτοια έργα, ένας από τους λόγους που δεν μου αρέσουν, και γι’
αυτό δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτήν. Όσοι θέλετε μπορείτε να τη διαβάσετε στη βικιπαίδεια. Να πω μόνο ότι χώρος της πλοκής
είναι η Chinatown, με μια κινέζα πόρνη που ο πατέρας
της την πούλησε όταν ήταν εννέα χρονών για 5.000 δολάρια αν θυμάμαι καλά. Αυτό
βέβαια στην προ-κομμουνιστική περίοδο, ο Μάο δεν θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο.
Ένα κινηματογραφικό συνεργείο γυρίζει μια ταινία στην Πορτογαλία, στις
ακτές του Ατλαντικού. Ο παραγωγός που έχει τα λεφτά έχει πάει στη Λισαβώνα.
Τους τελειώνει το φιλμ, σταματάνε τα γυρίσματα και τον περιμένουν να γυρίσει.
Αφού είχαμε δει κάποιες σκηνές από την ταινία που γύριζαν (επιστημονικής
φαντασίας), βλέπουμε τώρα πώς περνάνε τον καιρό τους περιμένοντας τον Γκοντό,
τον παραγωγό. Ένα ζευγάρι, δυο φίλοι, δυο μικρά κορίτσια βρίσκονται ανάμεσα στο
συνεργείο.
Τελικά ο Φρίντριχ, ο σκηνοθέτης, θα πάει στη Λισαβώνα να τον αναζητήσει.
Θα τον βρει, αλλά χρήματα γιοκ.
Η ταινία μου θύμισε το «8,1/2» του Φελίνι. Το σασπένς για το πότε
θα έλθει ο σκηνοθέτης είναι υποτυπώδες, οι σκηνές που βλέπουμε ανάμεσα στα μέλη
του συνεργείου δεν προωθούν τη δράση, είναι απλά δεικτικές χαρακτήρων και καταστάσεων,
ενώ κάποιες συζητήσεις, όπως για την πλοκή σε ένα έργο και για το ασπρόμαυρο (η
ταινία είναι ασπρόμαυρη) έχουν ενδιαφέρον.
Στο τέλος του έργου βλέπουμε τον παραγωγό που είναι αγκαλιασμένος σε
αποχαιρετισμό με τον Φρίντριχ να δέχεται ένα πυροβολισμό στην πλάτη. Σωριάζονται
και οι δυο κάτω. Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε τον Φρίντριχ να φιλμάρει,
κρατώντας την κάμερα σαν να κρατάει όπλο. Μετά βλέπουμε να δέχεται κι αυτός μια
σφαίρα στο στήθος. Σωριάζεται χάμω. Η κάμερα, λυγισμένη στο χέρι του, εξακολουθεί
να γράφει, το τελευταίο πλάνο της ταινίας.
Νομίζω πως αυτό που θέλει να πει ο ποιητής, δηλαδή ο Βέντερς, είναι ότι
πραγματικότητα και μυθοπλασία μπορεί να είναι συχνά αξεδιάλυτα. Πάντως,
συγκρίνοντάς την με τις άλλες ταινίες του, δεν θα πω ότι μου άρεσε. Θέλω σε μια
ταινία να υπάρχει πλοκή, ένα θέμα που σχολιάζεται και στην ταινία, της οποίας η
πλοκή είναι εντελώς υποτυπώδης. Να πω επίσης ότι δεν είμαι καθόλου φαν του
ασπρόμαυρου. Σαν εμένα είναι κι άλλοι, και σ’ αυτούς απαντάει με αυτή την ταινία
ο Βέντερς.
Νομίζω ότι το «Παρίσι, Τέξας» και τα «Φτερά του έρωτα» θεωρούνται οι
καλύτερες ταινίες του Wenders, αυτές που αρέσουν περισσότερο. Και βέβαια την είχα ξαναδεί, πριν
χρόνια όμως, νομίζω δυο φορές.
Ξανά δυστυχισμένες υπάρξεις μας δίνει ο Βέντερς. Ο Τράβις, έχοντας
εγκαταλείψει γυναίκα και παιδί μετά από απανωτές εκρήξεις ζήλειας, τριγυρνάει
άσκοπα σαν κατατονικός. Όταν καταλήγει, μετά από τέσσερα χρόνια που δεν είχε
δώσει σημεία ζωής, σε ένα νοσοκομείο, θα ειδοποιηθεί ο αδελφός του που θα πάει
να τον παραλάβει. Όμως έχει δώσει άραγε τον όρκο της σιωπής που δίνουν κάποιοι
καλόγεροι, ή όντως δεν μπορεί να μιλήσει; Ο αδελφός του δεν μπορεί να του
αποσπάσει λέξη. Όμως κάποια στιγμή σπάει η αντίστασή του, μιλάει, και αρχίζει
σιγά σιγά να προσαρμόζεται, ανακτώντας τον παλιό εαυτό του. Ο οκτάχρονος γιος
του, του οποίου την ανατροφή είχαν αναλάβει ο αδελφός του με τη γυναίκα του,
αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα.
Το κυρίαρχο θέμα στην ταινία είναι η γονεϊκή και η υιική αγάπη. Παρά τις
αρχικές αντιστάσεις του γιου, ήταν άλλωστε πολύ μικρός όταν έφυγε ο πατέρας του,
θα δούμε σιγά σιγά να αναπτύσσεται ένας πολύ στενός δεσμός ανάμεσά τους. Τι
μένει τώρα; Να βρούνε τη μητέρα του.
Από ένα στοιχείο που του έδωσε η νύφη του τρέχουν να την ψάξουν στο
Χιούστον. Ο Τράβις θα τη βρει. Τι δουλειά κάνει; Την αντίστοιχη που κάνουν τα
σημερινά cam-girls. Πίσω από μια τζαμαρία μονής όψης η
γυναίκα μιλάει με τον άντρα, ικανοποιώντας τις επιθυμίες του.
Δεν θα μας δείξει τέτοιες σκηνές ο Βέντερς. Ο Τράβις θα διακόψει απότομα
τη συνομιλία τους, όμως τη δεύτερη φορά που θα πάει θα αρχίσουν οι
εξομολογήσεις. Είναι από τις πιο μεγάλες σε διάρκεια και πιο δυνατές σκηνές της
ταινίας.
Ο γιος τους την περιμένει στο τάδε δωμάτιο του τάδε ξενοδοχείου. Όχι, ο
ίδιος δεν θα είναι εκεί. Η επανασυγκόλληση, παρά τον έρωτα που εκφράζουν και οι
δυο, ο ένας για τον άλλο, δεν είναι πια δυνατή. Η δουλειά της γυναίκας; Οι
τύψεις;
Η επόμενη δυνατή σκηνή είναι η συνάντηση μητέρας και γιου, η πιο συγκινητική
στιγμή της ταινίας.
Εξαιρετικοί όλοι οι ηθοποιοί υποκριτικά, με την Ναστάζια Κίνσκι επί
πλέον πανέμορφη στα εικοσιτρία της χρόνια.
Θέλοντας να μιλήσει με άτομα που συνεργάστηκαν με τον Γιασουτζίρο Όζου ο
Βέντερς κάνει ένα ταξίδι στην Ιαπωνία. Και ντοκιμαντερίστας καθώς είναι παίρνει
εικόνες από το Τόκιο, κάποιες από τις οποίες ανήκουν ολότελα στο παρελθόν. Η
ενασχόληση με τα φλιπεράκια νομίζω ανήκει στην ιστορία, ενώ δεν ξέρω αν οι
γιαπωνέζοι εξακολουθούν να έχουν το ίδιο πάθος με το γκολφ. Οι εικόνες αυτές
διακόπτονται, εν είδει ιντερμέτζου, από δυο συνεντεύξεις, η μια με τον σχεδόν
μόνιμο πρωταγωνιστή του Όζου, τον Chishû Ryû,
και η άλλη με τον μόνιμο κάμεραμαν του, τον Yuharu Atsuta.
Και οι δυο εκφράζονται με απεριόριστο θαυμασμό και αγάπη για τον Όζου.
Ο Ριού μιλάει, με
αρκετή μετριοφροσύνη είναι αλήθεια, για το μέτριο υποκριτικό του ταλέντο,
πράγμα που ανάγκαζε τον Όζου να τους βάζει να κάνουν πολλές πρόβες για μια
σκηνή, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τους άλλους ηθοποιούς. Μετριοφροσύνη,
γιατί αλλιώς δεν θα τον είχε σαν μόνιμο πρωταγωνιστή του.
Ο Ατσούτα μιλάει για
το στήσιμο της κάμερας από τον Όζου πάνω σε μια βάση δικής του επινόησης για να
βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, η οποία έπρεπε να μένει ακίνητη σε όλη τη
διάρκεια της λήψης του πλάνου. Όσοι περνούσαν δίπλα της έτρεμαν μη τυχόν και τη
σκουντήσουν. Ο Atsuta
κάποια στιγμή είναι τόσο συγκινημένος, που τους παρακαλεί να αποχωρίσουν.
Επίσης είδαμε δυο
φορές εκτενείς σκηνές από το αριστούργημα του Όζου, το «Tokyo story». Τέλος ακούσαμε ότι σε
όλες τις ταινίες του Όζου υπάρχουν τραίνα. Τις σκηνές με τα τραίνα ο Ατσούτα
επέμενε να τις παίρνουν έξω με πραγματικά τραίνα και όχι στο στούντιο, γιατί
εκεί δεν φαινόντουσαν αυθεντικές.
Την ταινία θα μπορούσατε να τη δείτε στο youtube με ελληνικούς υπότιτλους αν δεν μου την μπλόκαραν, για λόγους
δικαιωμάτων.
Εις μνήμη του Bruno Ganz που
πέθανε πρόσφατα προβλήθηκαν χθες στο «Σχολείο του σινεμά» τα «Φτερά του έρωτα».
«Wings of desire» είναι ο τίτλος
που του έδωσαν οι Άγγλοι, ενώ ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Ο ουρανός πάνω από το
Βερολίνο».
Έχω δει άλλες πέντε
ταινίες του Βιμ Βέντερς, και έτσι λέω να τον δω κι αυτόν πακέτο, δηλαδή όλες
του τις ταινίες.
Στις ταινίες του που
έχω δει βλέπω τη μεγάλη απαισιοδοξία του. Μοναχικά πρόσωπα με ματαιώσεις στη
ζωή τους αποτελούν τους ήρωες του, και ο έρωτας με τη μη ευτυχή κατάληξη είναι
ένα από τα κεντρικά θέματά του.
Βλέποντας την ταινία
συνειδητοποίησα έντονα κάτι που θέλω να το σχολιάσω.
Έχω ξαναγράψει ότι
οι δυο μεγάλες αρετές σε μια αφήγηση είναι το σασπένς και η ανατροπή. Πολλές ταινίες
ξεκινάνε in media res ή in fine res,
δημιουργώντας ένα σασπένς του πώς, ενώ άλλες ξεκινούν με ένα επεισόδιο που
προκαλεί σασπένς του τι, τι θα γίνει στη συνέχεια. Υπάρχουν όμως και ταινίες
που η ανατροπή ή το σασπένς δεν ξεκινάνε από την αρχή αλλά χοντρικά από τη
μέση, χωρίζοντάς τις σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε κάποια επεισόδια
χωρίς σασπένς, ενώ βέβαια δημιουργείται ειδολογικά το σασπένς, δηλαδή το
περιμένουμε, κυρίως αν η ταινία είναι αστυνομική, περιπέτειας ή τρόμου. Οι
παραπάνω σκέψεις μου δημιουργήθηκαν γιατί είδα πρόσφατα την «Ευνοούμενη»
του Λάνθιμου και την «Σύζυγο»,
όπου έκανα σχετικό σχόλιο.
Το ίδιο παρατήρησα
και στα «Φτερά του έρωτα».
Στις άλλες ταινίες
του Βέντερς που έχω δει βλέπουμε δυστυχισμένους ήρωες, ένας ή δυο, ενώ στη «Λάθος
κίνηση», εκτός από τον βασικό ήρωα, συναντάμε και άλλους πέντε
δυστυχισμένους. Εδώ συναντάμε πολύ περισσότερους με μια έξυπνη επινόηση. Ο
Βέντερς εισάγει το φανταστικό, με δυο αγγέλους να περιφέρονται στη γη και να
«διαβάζουν» τις σκέψεις των ανθρώπων, εσωτερικούς μονόλογους με τους οποίους οι
άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, εκφράζουν τη θλίψη τους. Μπορεί να κάνει κάτι ο
άγγελος Ganz, που τον
βλέπουμε στα περισσότερα επεισόδια;
Μάλλον όχι. Στο πιο
σημαντικό, δεν καταφέρνει να εμποδίσει ένα νεαρό να φουντάρει από μια ταράτσα.
Παρακολουθεί επίσης με αγωνία τις απαισιόδοξες σκέψεις της κοπέλας, ακροβάτριας
σε ένα τσίρκο την παραμονή της διάλυσής του, καθώς οι δουλειές δεν πήγαν
καθόλου καλά. Την είδαμε σε πάρα πολλές σκηνές να ακροβατεί. Αναρωτιόμουνα αν
θα φουντάριζε κι αυτή.
Αυτά μέχρι τη μέση
περίπου της ταινίας, γιατί μετά τα δεικτικά επεισόδια που δείχνουν την
ανθρώπινη δυστυχία γίνονται πυρηνικά, πυροδοτώντας τα επόμενα με μια ανατροπή
που δημιουργεί το συνακόλουθο σασπένς. Ο Ganz ερωτεύεται την κοπέλα. Θέλει να τα φτιάξει μαζί της, αλλά
προϋπόθεση είναι να εγκαταλείψει την αγγελική του υπόσταση και να γίνει άνθρωπος,
κάτι που συμβαίνει συχνά. Θα συναντήσουμε έναν τέτοιο πρώην άγγελο που επέλεξε
να γίνει άνθρωπος. Έχουν και το πλεονέκτημα οι άνθρωποι να βλέπουν έγχρωμα, ενώ
οι άγγελοι ασπρόμαυρα, σαν τα σκυλιά.
Ναι, ο έρωτας θα
ευοδωθεί. Στη σκηνή που με εντυπωσίασε περισσότερο, μακράς διάρκειας, η κοπέλα
εκφράζει τον έρωτά της με ένα μακρύ μονόλογο γεμάτο αίσθημα και φιλοσοφικές
σκέψεις.
Ο βιογραφισμός
σχολιάζεται συνήθως απαξιωτικά στη λογοτεχνία, το να χρησιμοποιείς δηλαδή
βιογραφικά στοιχεία για να φωτίσεις ένα έργο. Εγώ πιστεύω εντελώς το αντίθετο,
και αυτή η ταινία νομίζω ότι μου προσφέρει την επιβεβαίωση.
Εγώ το δηλώνω
απερίφραστα, αλλά σε άλλους δουλεύει υποσυνείδητα: θέλω έργα με χάπι εντ, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι το θεωρώ προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ. Για παράδειγμα,
πιστεύω ότι η ταινία του «Στο
βαθύ γαλάζιο» δεν άρεσε κατά βάθος για το unhappy end, ενώ εμένα μου άρεσε
γιατί παρά το unhappy end
αναγνώρισα τον μεγάλο σκηνοθέτη. Τα «Φτερά του έρωτα» έχουν, πιστεύω, happy end γιατί εκτός από το
ενδοκειμενικό ειδύλλιο του Ganz με την κοπέλα υπήρξε και το εξωκειμενικό ειδύλλιο του
Βέντερς με την όμορφη Solveig Dommartin που πέθανε νεότατη, στα 45 της χρόνια, από καρδιακή
προσβολή. Θα μπορούσε να είναι γνήσια ηρωίδα του Βέντερς. Το ειδύλλιό τους
κράτησε κάπου πέντε χρόνια (στη γερμανική βικιπαίδεια διαβάζω ότι ο Βέντερς
παντρεύτηκε το 1993 μια φωτογράφο). Μαζί ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο για να
βρουν το κατάλληλο μέρος όπου θα γύριζαν την ταινία «Μέχρι το τέλος του κόσμου»
(νομίζω ήταν πρόφαση, έκαναν ένα ταξίδι του μέλιτος χωρίς να έχουν παντρευτεί).
Και η καριέρα της, διαβάζοντας το βιογραφικό της, βλέπω ότι σταμάτησε νωρίς.
Ίσως η θλίψη απ’ αυτό προκάλεσε την καρδιακή προσβολή, όπως στον Κουροσάβα το
σταμάτημα της χρηματοδότησης των ταινιών του τον οδήγησε σε μια απόπειρα
αυτοκτονίας. Ευτυχώς αμέσως μετά τον ανακάλυψε το Χόλυγουντ. Νομίζω τα
τελευταία αριστουργήματά του είχαν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Όμως η
χαρισματική κόρη του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ Σαμίρα Μαχμαλμπάφ,
μετά το «Two legged horse» (2008), δεν γύρισε
άλλη ταινία, και έτσι μπήκε τέρμα στην καριέρα της, στα εικοσιοκτώ της χρόνια.
Η ίδια μιλάει σε συνέντευξή της για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια γυναίκα
σκηνοθέτις στο Ιράν. Πιστεύω όμως ότι ένας βασικός λόγος είναι ότι η ταινία
αυτή δεν άρεσε, σίγουρα σε μένα και σε μια φίλη, σε αντίθεση με τις άλλες τρεις
ταινίες της.
Μια ηθοποιός που μου
άρεσε σαν γυναίκα και είδα όλες της τις ταινίες, ακόμη και μια δυο horror, είναι η Laura Ramsey. Βλέπω την καριέρα
της να σταματάει το 2015, ενώ μέχρι τότε κάθε χρόνο είχε συμμετοχή σε ταινίες ή
σε σήριαλ. Τι έγινε και εξαφανίστηκε;
Θα κάνω ένα ακόμη
σχόλιο. Ίσως να μη μου φαινόταν τόσο ωραία αν δεν την είχα πρωτοδεί στην
καταπληκτική ταινία «Whatever Lola wants» του μαροκινού
σκηνοθέτη Nabil Ayouch, του οποίου είδα
επίσης όλες του τις ταινίες εκτός από την τελευταία (μη ρωτάτε το γιατί). Η
πανέμορφη Maria Valverde
την οποία είδα προχθές στην ταινία του Luca Guadagnino «Melissa P.» (θα
γράψω στη συνέχεια) δεν με εντυπωσίασε (ούτε που τη θυμόμουνα καν) στο «Ημερολόγιο
φόνων». Για ποιο λόγο; Μα γιατί η ταινία ήταν horror, είδος που δεν μου αρέσει
καθόλου.
Τότε γιατί την είδα;
Αντιγράφω από την
κριτική που έγραψα: «Πήγα και
το είδα στη δημοσιογραφική προβολή στο Ιντεάλ γιατί δεν θα έχανα με τίποτα την
επόμενη προβολή, το ντοκιμαντέρ «The human flow» του κινέζου κινηματογραφιστή και ακτιβιστή Ai Weiwei που αναφέρεται
στους πρόσφυγες, και που η πρεμιέρα του είναι επίσης σήμερα».
Πολύ μου άρεσε ο Βέντερς, ναι, θα δω και τις
ταινίες του που δεν έχω δει ή, για να ακριβολογούμε, για τις οποίες δεν έχω
γράψει, καθώς κάποιες απ’ αυτές, όπως το «Παρίσι-Τέξας», τις είδα πριν χρόνια.
Με τα «Φτερά του έρωτα»
ο Βέντερς εισέρχεται στον κόσμο του φανταστικού, στον οποίο θα μείνει και με
τις δυο επόμενες ταινίες του. Μάλιστα το «Τόσο μακριά, τόσο κοντά» δεν είναι
παρά ένα sequel των «Φτερών του έρωτα». Σφήνα στη μέση η ταινία «Μέχρι το
τέλος του κόσμου». Ο λόγος;
Η ταινία είναι μια
ιδιαίτερη εκδοχή του φανταστικού, είναι επιστημονικής φαντασίας. Η πλοκή
τοποθετείται κάπου στο μέλλον, που βέβαια για μας τώρα είναι παρελθόν, όπως
παρελθόν είναι και το «1984».
Μια γυναίκα, δύο άντρες, ο ένας σύζυγός της, οι γονείς του άλλου άντρα και ένας
ντετέκτιβ είναι τα κύρια πρόσωπα σε μια τόσο περίπλοκη ιστορία που δεν έχει
νόημα να τη δώσω σε περίληψη. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τη διαβάσει στη
βικιπαίδεια. Στο ίδιο λήμμα διαβάζω ότι ο Βέντερς την θεωρούσε σαν το τελευταίο
road movie του.
Όμως εγώ δεν την
είδα καθόλου σαν road movie.
Στην πραγματικότητα είναι ένα ταξιδιωτικό plane movie, με τους ήρωας να πηγαίνουν από το Παρίσι στο Βερολίνο,
μετά Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Αυστραλία (θα καθίσουν πολύ εκεί, με τους aborigines να
είναι βοηθοί στο εργαστήρι του πατέρα του) και τέλος ΗΠΑ.
Δεν είναι θλιβερές
οι ιστορίες που μας διηγείται ο Βέντερς εδώ, αν και εμμένει στους ματαιωμένους
έρωτες. Μπορεί μεν να είναι κατά το εικός, όμως δεν είναι καθόλου κατά το
αναγκαίο να χωρίζει οριστικά η γυναίκα με τον άντρα της και να γίνει
αστροναύτης. Εντούτοις όλοι αυτοί που είχαν μπλεχτεί σ’ αυτή την περιπέτεια
έμειναν φίλοι. Στα γενέθλιά της, που την βρίσκουν μέσα σε διαστημόπλοιο, μέσω video conference θα
της ευχηθούν χρόνια πολλά.
Επειδή δεν μου
αρέσουν οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε
ιδιαίτερα η ταινία, καθώς είχε μάλιστα μια αρκετά μπερδεμένη πλοκή· η
πρόωρα χαμένη Solveig Dommartin μου άρεσε περισσότερο. Νομίζω
ότι το «Παρίσι, Τέξας» και «Τα φτερά του έρωτα» αποτελούν κορυφές τις οποίες ο
Βέντερς δεν θα ξαναφτάσει.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για το «Παρίσι,
Τέξας».
Η ταινία είναι sequel των
«Φτερών του έρωτα», όμως νομίζω ότι υπολείπεται αισθητά, παρά το Μεγάλο Βραβείο
που πήρε στις Κάννες. Και η πιο βασική του έλλειψη είναι πιστεύω το romance. Κατά τα άλλα έχουμε
πάλι έναν άγγελο, τον Otto Sander,
που έφυγε νωρίτερα από τον άλλο άγγελο, τον Bruno Ganz που
έφυγε πρόσφατα. Παρέα του έχει έναν άλλο άγγελο (όνομα και πράγμα, το
επιβεβαίωσα διαβάζοντας στη βικιπαίδεια), την Ναστάσια Κίνσκι. Κι αυτός θα
κατέβη στη γη, όμως θα ζήσει περιπέτειες, θα «μολυνθεί» από το γήινο περιβάλλον,
τον ιό του ποτού, μέχρι που ένας πυροβολισμός να τον ξαναφέρει στους ουρανούς.
Μπερδεμένη πλοκή, μου
έμεινε η σκηνή που σώζει το κοριτσάκι το οποίο, απρόσεχτο, φουντάρει από το
μπαλκόνι. Θα το σώσει και για δεύτερη φορά, αλλά αυτό θα του στοιχίσει τη ζωή.
Κατά τα άλλα το πιο μεγάλο επεισόδιο, με σασπένς, είναι το εμπόριο όπλων. Να
είναι άραγε αλήθεια ότι οι ανατολικογερμανοί αντάλλασσαν όπλα με πορνοβίντεο;
Και πάλι η εναλλαγή
καλλιτεχνικού ασπρόμαυρου με έγχρωμο αιτιολογείται «ρεαλιστικά» από το ότι οι
άγγελοι βλέπουν ασπρόμαυρα, σαν τα σκυλιά. Και πάλι απολαύσαμε ακροβατικά, στα
οποία πρωτοστατούσε η επίσης μακαρίτισσα Solveig
Dommartin.
Και ο τίτλος πού
κολλάει;
Οι άγγελοι είναι
τόσο μακριά, στον ουρανό, αλλά και τόσο κοντά, σαν φύλακες άγγελοι.
Θα καταθέσω εδώ μια
μαρτυρία, αφήγηση του πατέρα μου.
Στο χωράφι μας στη
Θριπτή κάθεται σε έναν απότομο βράχο. Ξαφνικά βλέπει ένα φίδι. Πάει να σηκωθεί
ξαφνιασμένος, και αρχίζει να τσουλάει από το βράχο. Όμως νοιώθει ταυτόχρονα μια
δύναμη να τον τραβάει προς τα πίσω, πάνω στο βράχο.
Δεν μας είπε ποια
ήταν αυτή η δύναμη, ήταν αυτονόητο για μας: ο φύλακας άγγελός του.
Ελπίζω τον δικό μου
να μην τον πάρει καμιά φορά ο ύπνος και την κάνω.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Μέχρι
το τέλος του κόσμου».
Επέλεξα να μη γράψω για την επόμενη ταινία του Βέντερς αλλά για την
«Λισαβονέζικη ιστορία» μια και, όπως διαβάζω στον σύνδεσμο της βικιπαίδειας,
αποτελεί εν μέρει συνέχεια της «Κατάστασης των πραγμάτων». Και εδώ έχουμε την
αναζήτηση, όμως όχι του παραγωγού αλλά του σκηνοθέτη. Το ίδιο πρόσωπο και στους
δυο ρόλους, ο Patrick Bauchau, που και στις δυο ταινίες έχει το
όνομα Φρίντριχ. Τον αναζητεί ο μηχανικός ήχου.
Και οι δυο ταινίες εκφράζουν τις αισθητικές αντιλήψεις του Βέντερς
εκείνης της εποχής. Η εικόνα είναι το παν, το στόρι είναι η πρόφαση. Βλέπουμε
εικόνες από τη Λισαβώνα καθώς την περιδιαβαίνει σε αναζήτηση του Φρίντριχ,
καταγράφοντας όμως ταυτόχρονα ήχους από διάφορες πηγές. Συχνή παρέα του τέσσερα
παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Το αγόρι και το ένα κορίτσι (μπορεί και
δυο, δεν θυμάμαι) φιλμάρουν συνεχώς με τις βιντεοκάμερές τους. Θα δούμε και σε
μια σύντομη εμφάνιση τον μεγάλο πορτογάλο σκηνοθέτη Μανουέλ ντε Ολιβέιρα, καθώς
και ένα λαϊκό συγκρότημα, τους Madredeus. Εξαιρετική η τραγουδίστριά τους, και πανέμορφη, το λέει και ο μηχανικός
ήχου. Κάποια στιγμή όμως σκέφτηκα ότι τώρα θα είναι πενηντάρα και μελαγχόλησα.
Δεν εποίησε τα πάντα εν σοφία. Θα μπορούσε να μας καθηλώνει εμφανισιακά στην
ηλικία των τριάντα, και μετά ας μας έπαιρνε οπότε ήθελε.
Τον Φρίντριχ θα τον συναντήσει μόλις δεκαπέντε λεπτά πριν τελειώσει η
ταινία, και θα τον πείσει να συνεχίσει την ταινία του, που είχε αποφασίσει να
την παρατήσει.
Νόμιζα ότι θα τη βαριόμουνα την ταινία, όμως όχι. Ένας λόγος είναι ότι
υπάρχουν άφθονες πινελιές χιούμορ, κυρίως στην αρχή.
Συμφωνώ με τον Syd Field, πλοκή με το απαραίτητο σασπένς
είναι η σίγουρη συνταγή για την επιτυχία. Εδώ η πλοκή είναι υποτυπώδης και το
σασπένς του να βρεθεί ο Φρίντριχ πολύ αδύναμο. Όμως ο Βέντερς κάνει εδώ ένα
μεγάλο συμβιβασμό: εγκαταλείπει το ασπρόμαυρο του οποίου είναι λάτρης για το
έγχρωμο. Αλλά είχε ήδη κάνει το συμβιβασμό και σε σχέση με την πλοκή, με την
ταινία του «Παρίσι-Τέξας», η οποία γυρίστηκε μετά την «Κατάσταση των πραγμάτων»
και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Είναι γνωστό ότι το διήγημα δεν πουλάει, γι’ αυτό κάποιοι συγγραφείς
συνδέουν τα διηγήματά τους με ένα χαλαρό αφηγηματικό ιστό και παρουσιάζονται ως
μυθιστόρημα. Το ίδιο, και ακόμη περισσότερο, συμβαίνει με τις ταινίες μικρού
μήκους. Μια μικρή ιστορία λοιπόν, αν την κάνεις ταινία, είναι φυσικό να μην
καταλήξει στις αίθουσες παρά μόνο στα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους, ενώ αν
πιάσεις τρεις τέσσερις ιστορίες και τις ενώσεις, έχεις έτοιμη μια ταινία
μεγάλου μήκους για τις αίθουσες (θυμήθηκα τώρα τη «Julieta» του Αλμοδόβαρ).
Ακριβώς αυτή είναι η περίπτωση με την ταινία «Πέρα από τα σύννεφα». Ο
Αντονιόνι έγραψε τέσσερις ιστορίες, τις οποίες ενοποίησε ο Βέντερς επινοώντας έναν
αφηγηματικό ιστό που να τις συνδέει: ένας σκηνοθέτης, σε αναζήτηση ιδεών για
την επόμενη ταινία του, περιδιαβαίνει κάποιες πόλεις, ακούει κάποιες ιστορίες,
ενώ στη μια συμμετέχει και ο ίδιος.
Στην πρώτη βλέπουμε μια ιστορία ματαιωμένου έρωτα. Το έχουμε ξαναγράψει,
οι ματαιωμένοι έρωτες σήμερα δεν οφείλονται σε εξωτερικά εμπόδια
(«Ερωτόκριτος», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα») αλλά σε εσωτερικές αναστολές, σε
ψυχολογικά εμπόδια. Ο αφηγητής Βέντερς σχολιάζει στο τέλος: «Συνέχισε να
αγαπάει αυτή την κοπέλα την οποία δεν απέκτησε ποτέ, είτε από βλακώδη
υπερηφάνεια είτε από μωρία».
Στην επόμενη ιστορία η Σοφί Μαρσώ, την οποία απολαμβάνουμε ολόγυμνη,
αλλά φυσικά δεν τολμάω να βάλω σχετικό frame σ’ αυτή την ανάρτηση, θα μου την κατεβάσει αμέσως το facebook, έχει σκοτώσει με δώδεκα μαχαιριές
στον πατέρα της. Στην ερώτηση του σκηνοθέτη για ποιο λόγο, δεν απαντάει. Όχι, δεν
τον πειράζει, θα κάνουν σεξ, κατά το εικός, σε μεγάλη διάρκεια, όχι κατά το αναγκαίο.
Στην τρίτη ιστορία έχουμε το γνωστό ερωτικό τρίγωνο που είδαμε πρόσφατα
και στον «Συμβιβασμό» του Ηλία Καζάν. Η γυναίκα του
θέτει το ερώτημα: ή εγώ ή εκείνη.
Φαίνεται ότι προτίμησε εκείνη γιατί την βλέπουμε στο δεύτερο μέρος της
ιστορίας να ψάχνει να νοικιάσει διαμέρισμα. Βρήκε ένα στις αγγελίες. Όχι, δεν
νοικιάζεται, η γυναίκα μου έβαλε την αγγελία, εγώ δεν είμαι σύμφωνος. Στο
μεταξύ αυτή το είχε αδειάσει από τα έπιπλα.
Και η αποκάλυψη: η γυναίκα του είναι η φιλενάδα του άντρα της.
Και η συνέχεια;
Είναι όπως στο «Μίμη
το σιδερά» της Λίνας Βερτμίλερ, χωρίς όμως να
είναι κωμωδία. Στην ταινίας της οι απατημένοι επίσης εκδικούνται, όμως για αυτή
την εκδίκηση ο Μίμης δεν φαίνεται καθόλου ευχαριστημένος. Γιατί; Δέστε το frame της ανάρτησής μου και θα καταλάβετε.
Ξαναδιαβάζοντάς τη τώρα βλέπω ότι και σ’ αυτή την ταινία η γκόμενα είχε την
απαίτηση να μην ξανακάνει έρωτα με τη γυναίκα του.
Με την τελευταία ιστορία ο Αντονιόνι ξαναγυρνάει στο θέμα του
ματαιωμένου έρωτα. Η όμορφη Iren Jacob δεν μπορεί να τον συναντήσει την επομένη.
Θα πάει σε μοναστήρι, θα γίνει καλόγρια.
Θεέ μου, πώς το αντέχεις όμορφες κοπέλες να γίνονται καλόγριες; Ξέρω μια
τέτοια περίπτωση. Μου την έκαναν προξενιά, μάλλον δεν της άρεσα, προτίμησε να
γίνει καλόγρια.
Η ταινία αυτή μου άρεσε πάρα πολύ. Ο Αντονιόνι παίρνει συχνά γκρο πλαν
τις όμορφες πρωταγωνίστριές του. Ήταν το κύκνειο άσμα του, η τελευταία του
ταινία πριν πεθάνει.
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Τόσο
μακριά, τόσο κοντά» του Βιμ
Βέντερς, τον οποίο βλέπουμε πακέτο.
Χάρις στην ταινία το έμαθα (φυσικά μπορεί να το είχα διαβάσει και το
ξέχασα) ότι πριν τους αδελφούς Λυμιέρ υπήρξαν οι αδελφοί Μαξ και Εμίλ Σκλαντανόφσκι.
Γερμανοί αυτοί, έκαναν την πρώτη εφεύρεση παρουσίασης κινούμενης εικόνας, το
βιοσκόπιο, όπως το ονόμασαν. Έκανα την επίδειξή του λίγες βδομάδες πριν τους
Λυμιέρ. Όταν πήγαν στο Παρίσι παραδέχθηκαν ότι η εφεύρεση των αδελφών Λυμιέρ ήταν
καλύτερη από τη δική τους. Μπορούσαν να προβάλλουν στην οθόνη ένα ολόκληρο
λεπτό, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει με το βιοσκόπιο. Δεν είχε νόημα να
συνεχίσουν την βελτίωσή του, οι Λυμιέρ τους είχαν προλάβει. Όμως ο Μαξ
Σκλαντανόφσκι, ο πιο επινοητικός, έκανε διάφορες εφευρέσεις τις οποίες
κατοχύρωσε, χωρίς να τις πουλήσει όμως σε κανένα.
Δεν είναι η μόνη περίπτωση παράλληλων ανακαλύψεων. Όλοι ξέρουν τον
Δαρβίνο αλλά λίγοι τον Γουώλας, που έγραψε κι αυτός την ίδια εποχή για την
εξέλιξη των ειδών. Τον Έντισον τον έμαθα στο σχολείο, πολύ αργότερα έμαθα για
τον Τέσλα.
Επινοημένα επεισόδια (docudrama), ντοκιμαντέρ της εποχής αλλά κυρίως η εκτενής συνέντευξη της κόρης του
Μαξ, ενενήντα ενός χρονών τότε, κάνουν μια ταινία άκρως ενδιαφέρουσα.
Drama, thriller, χαρακτηρίζει το IMDb την ταινία, αλλά σε
μεγάλο βαθμό είναι crime.
Έχει πάψει πια να
δείχνει ταλαιπωρημένες ζωές στις ταινίες του ο Βέντερς, όμως εξακολουθεί να
είναι το ίδιο απαισιόδοξος.
Αυτές οι πολυπρόσωπες ταινίες περιπέτειας όπως η «Μέχρι
το τέλος του κόσμου» μου
δημιουργούν μια ασάφεια. Εν τάξει, φυσικό να χάνω κάποια πράγματα,
λεπτομέρειες, όμως εδώ μου ξέφυγαν σημαντικά. Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις
γραμμές διάβασα το λήμμα της βικιπαίδειας. Όμως και πάλι δεν κατάλαβα γιατί
απήγαγαν τον κινηματογραφικό παραγωγό Mike Max, και στη συνέχεια γιατί κάποιος
σκότωσε από μακριά τους δυο απαγωγείς ενώ ο Mike ξέφυγε. Ή μάλλον αυτό το κατάλαβα,
για να μην υπάρξουν μάρτυρες, όμως γιατί ήθελαν να βγάλουν από τη μέση τον Μαξ;
Σκότωσαν επίσης τον Ray Bering ο οποίος, μέσω δορυφόρου, είδε τη
σκηνή. Διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι απειλήθηκε να μη μπει εμπόδιο στην ψήφιση
ενός νόμου για την δορυφορική παρακολούθηση για τυχόν εγκληματικές ενέργειες.
Πώς θα έμπαινε εμπόδιο;
Παρά το μπερδεμένο της πλοκής, οι επί μέρους σκηνές μου άρεσαν πολύ,
καθώς και το romance ανάμεσα στον ντετέκτιβ που είναι
πεπεισμένος για την αθωότητα του Μάικ και στην όμορφη ηθοποιό. Και φυσικά το
μήνυμα της ταινίας: η βία δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ όταν αυτοί που
υποτίθεται ότι την καταπολεμούν την ασκούν οι ίδιοι.
Επιμένω, παρά την σχετική ασάφεια της πλοκής οι επί μέρους σκηνές
αποζημιώνουν.
Από το επόμενο ντοκιμαντέρ του Βέντερς «Willie Nelson at the Τeatro» βρήκαμε μόνο ένα βίντεο κλιπ στο youtube. Μπορείτε να το δείτε για να πάρετε μια ιδέα. Όμως βρήκαμε το «Buena vista social club», ένα ντοκιμαντέρ για κουβανέζους
μουσικούς. Και γι’ αυτό μπορείτε να βρείτε διάφορα βίντεο κλιπ στο youtube.
Ο Ry Cooder, φίλος του Βέντερς, τον πήρε μαζί
του και πήγαν στην Κούβα όπου μάζεψε μουσικούς οι οποίοι είχαν πάψει να παίζουν
εδώ και χρόνια. Τους εμψύχωσε, άρχισαν τις πρόβες, έβγαλαν ένα άλμπουμ (ο
τίτλος του ντοκιμαντέρ) και έπαιξαν ζωντανά στην Ολλανδία και στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι.
Στο ντοκιμαντέρ εναλλάσσονται συζητήσεις με τους μουσικούς με μουσικές
εκτελέσεις και περιδιάβαση στους δρόμους του Santiago.
Θυμήθηκα μια ανάλογη περίπτωση.
Στις μαζώξεις στο σύλλογο γεραπετριτών, κάθε Τρίτη βράδυ στη Ναβαρίνου,
έρχονταν και γεραπετρίτες που έπαιζαν όργανο, συνήθως λύρα ή βιολί. Άναψαν τα
αίματα του Πεδουλαύτη (Γιώργη Λαποκωνσταντάκη) και άρχισε να ξαναπαίζει βιολί
που το είχε παρατήσει για χρόνια. Αποτέλεσμα; Ένα cd το 1997 με παραδοσιακή μουσική
ανατολικής Κρήτης, έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λασιθίου. Αγαπημένο μου
κομμάτι ο «Πευκιανός».
Σχεδόν μόνιμο θέμα του Βέντερς οι δυστυχισμένες υπάρξεις. Στο
«Ξενοδοχείο του ενός εκατομμυρίου» βρίσκει τις πιο δυστυχισμένες υπάρξεις που
θα μπορούσαν να υπάρξουν, τους διαταραγμένους ψυχικά.
Με αυτούς σαν φόντο αφηγείται δυο ιστορίες, μια ερωτική και μια
αστυνομική. Ο «χαζός» ερωτεύεται την καταθλιπτική κοπέλα, η οποία του λέει ότι
κανείς δεν μπορεί να τη σκοτώσει, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Η αστυνομική,
είναι ο θάνατος ενός νεαρού ο οποίος παράτησε την πλούσια οικογένειά του για να
ζήσει με αυτούς τους περιθωριακούς. Πήδηξε μόνος του από την ταράτσα ή τον
έσπρωξαν;
Η αυτοκτονία είναι η πιο πιθανή εκδοχή.
Όχι, δεν είναι δυνατόν να αυτοκτόνησε ο γιος του, αυτό κηλιδώνει το
όνομα της οικογένειας, κάποιος τον σκότωσε. Και ανατίθεται στον Mel Gibson να βρει το δολοφόνο.
Κουβαλώντας και ο ίδιος ψυχολογικά προβλήματα λόγω μιας αναπηρίας
εξαιτίας ενός τραυματισμού του θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει τον θάνατο αυτό.
Δείχνει αρκετή σκληρότητα στις ανακρίσεις του, όμως οι περιθωριακοί αυτοί δεν
ξεγελιούνται. -Είναι κι αυτός σαν κι εμάς, λέει κάποιος. Στο τέλος θα
αναγνωρίσει τα κίνητρα του πατέρα και θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται
για αυτοκτονία. Οι ομολογίες που είχε αποσπάσει δεν τον είχαν πείσει.
Πιο συγκινητικός είναι ο έρωτας του νεαρού για την κοπέλα η οποία, ενώ
αρχικά τον προσεγγίζει βάσει σχεδίου του Gibson, καταλήγει να τον αγαπήσει. Στο
τέλος της ταινίας τους βλέπουμε καταδιωγμένους, αλλά και ευτυχισμένους μαζί.
Ένα τέτοιο ειδύλλιο δεν είναι ρεαλιστικό να έχει happy end.
Η ταινία ξεκινάει με το «σασπένς του πώς» φτάσαμε στην αυτοκτονία του
νεαρού. Τον βλέπουμε να τρέχει πάνω στην ταράτσα και στη συνέχεια να πηδάει στο
κενό. Με ένα αποστασιοποιητικό εφέ, ο Βέντερς τον παρουσιάζει να αφηγείται, σαν
από το υπερπέραν, την ιστορία του, καταλήγοντας ότι όταν φουντάρισε από την
ταράτσα συνειδητοποίησε πόσο πολύτιμη είναι η ζωή. Μάθημα για κάθε επίδοξο
αυτόχειρα.
Παρά τις κλειστοφοβικές σκηνές στους εσωτερικούς χώρους του ξενοδοχείου είναι
η ταινία του Βέντερς που με συγκίνησε περισσότερο. Έχει αρκετά χαμηλή βαθμολογία
στο IMDb (5,9) αλλά είπαμε, πεποίθησή μου
είναι ότι de gustibus non est disputandum, ή σε χαμηλό υφολογικό επίπεδο,
«περί ορέξεως κολοκυθόπιττα».
Συγκινητική ιστορία.
Μεσήλικες και οι
δυο. Αυτός έρχεται και φεύγει. Αυτή τη φορά έρχεται να την πάρει. Θα πάνε στη
Μόσχα. Αυτή δυσκολεύεται να το πιστέψει. Της αγοράζει δακτυλίδι αρραβώνων. Στην
τελευταία σκηνή τους βλέπουμε στο κουπέ τους στο τρένο, πιασμένοι χεράκι
χεράκι.
Η γραμμή της ζωής
είναι σε ασπρόμαυρο και δείχνει διάφορες σκηνές, κάποιες από τις οποίες
επαναλαμβάνονται. Κεντρικές, ένα νεογέννητο που κοιμάται, όμως βλέπουμε να
τρέχει αίμα και να λερώνει το σεντόνι του, σίγουρα από τον ομφάλιο λώρο. Όταν
θα το αντιληφθούν, η γιαγιά θα το περιποιηθεί ενώ η μητέρα του τραγουδάει ένα
νανούρισμα που διατρέχει τις επόμενες σκηνές. Προφανώς οι διάφορες σκηνές είναι
από την ζωή που θα κάνει το νεογέννητο. Δεν ξέρω τι συνέβη στις 28 Ιουνίου 1940
στην Ισπανία (στην Ελλάδα ξέρουμε τι συνέβη μετά από τέσσερις μήνες ακριβώς), ημερομηνία
που βλέπουμε σε μια εφημερίδα στην τελευταία σκηνή, ενώ στην αμέσως προηγούμενη
σκηνή είχαμε δει τρία άτομα ντυμένα στρατιωτικά, ο ένας με τον ναζιστικό σταυρό
στο στήθος και πίσω μια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Πήγε εθελοντής στη Γερμανία;
Οι ισπανοί θα το κατανόησαν καλύτερα.
Σίγουρα είναι το πιο ενδιαφέρον φιλμ.
Σ’ αυτό το δεκάλεπτο ντοκιμαντέρ ο Χέρτζοκ μας δείχνει την πρώτη επαφή με μια
φυλή ινδιάνων στον Αμαζόνιο που ζούσαν ακόμη στη λίθινη εποχή. Δεν ήταν φιλικοί.
Όμως μετά ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις. Γυμνοί όλοι τους.
Μετά από είκοσι
χρόνια τους επισκέφτηκαν ξανά. Με χορευτικές μιμήσεις ένας απ’ αυτούς λέει πώς
εξόντωσαν μια ομάδα λευκών και σκότωσαν τις οικογένειες δυο λευκών εποίκων που
έκτισαν τα σπίτια τους δίπλα στην περιοχή τους.
Οι λευκοί τους
φρόντισαν, τους εμβολίασαν, και όταν αρρώσταιναν τους πήγαιναν στο νοσοκομείο. Ο
γέρο αρχηγός δεν έχει καμιά αμφιβολία για το μέλλον της φυλής του. Οι νέοι
θέλουν να αφομοιωθούν, να «ξεχάσουν» την άγρια καταγωγή τους. Προτιμάνε να
μιλάνε πορτογαλικά.
Μέσα από αυτό το
δεκάλεπτο φιλμ βλέπουμε τη μοίρα των αυτόχθονων του Αμαζονίου.
Ασπρόμαυρο, βλέπουμε
την ηθοποιό μέσα στο καμαρίνι της, σε ένα τροχόσπιτο. Ετοιμάζεται να βγει στο
πλατώ. Τηλεφωνεί, ενώ την διακόπτουν διάφοροι. Ένας από αυτούς είναι ο
μηχανικός ήχου που φτιάχνει το μικρόφωνο που είναι μέσα στο στήθος της. Έλεγα μήπως
της έβαζε χέρι και έτρωγε χαστούκι, αλλά όχι.
Και τώρα ο Βέντερς, χάρη στον οποίο
είδαμε την ταινία.
Τυπικός ο Βέντερς
των πρώτων του έργων: road movie και μουσική. Όμως εδώ υπάρχει ένα έντονο σασπένς. Ο ήρωάς
του έχει πρόβλημα καρδιάς, πρέπει να προλάβει το νοσοκομείο. Το βρίσκει
κλειστό. Θα προσπαθήσει να πάει στο επόμενο. Τηλεφωνεί στη γυναίκα του να τους
ειδοποιήσει. Κόβεται επανειλημμένα η γραμμή. Βλέπουμε μέσα από τα μάτια του,
που σιγά σιγά αρχίζουν να θολώνουν. Σταματάει στη μέση σε μια διασταύρωση,
παραιτημένος. Από δίπλα έρχεται ένα φορτηγάκι που το οδηγεί μια κοπέλα. Σταματάει.
Τον παίρνει. Της λέει το πρόβλημά του. Θα προλάβει;
Τον βλέπουμε διασωληνωμένο
(πώς μου ήλθε αυτή η λέξη; Σπάνια μέχρι χθες, το word μου την
υπογραμμίζει για λάθος). Μετά όμως τον βλέπουμε χωρίς τη μάσκα, να ξυπνάει.
Απέναντί του, σε ένα γραφειάκι, κάθεται η κοπέλα. Του χαμογελάει. Να μην
ανησυχεί, τηλεφώνησε στη γυναίκα του, έρχεται να τον πάρει. Της χαμογελάει. Την
ευχαριστεί. Την καλημερίζει.
Τι ωραίο φιλμάκι, το
οποίο δείχνει την ανθρώπινη αλληλεγγύη (άλλη λέξη που την υπογραμμίζει το word), για την οποία ακούμε
συχνά τώρα που η ανθρωπότητα είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τον κορωναϊό (μπα,
αυτή δεν μου την υπογραμμίζει, σίγουρα θα την πέρασα ο ίδιος στο λεξικό). Ναι,
ευτυχώς υπάρχουν πάρα πολλές εκδηλώσεις ανθρώπινης αλληλεγγύης, τις μαθαίνουμε
από τα ΜΜΕ και από τα μέσα δικτύωσης.
Μέχρι τώρα το
φιλμάκι αυτό μου άρεσε περισσότερο, με εξαίρεση βέβαια του Χέρτζοκ που είναι
ειδικού ενδιαφέροντος.
Αυτό το φιλμάκι είναι που μου άρεσε
λιγότερο. Φαίνεται για ντοκιμαντέρ, με πρόσωπα που μιλάνε για τις εκλογές του
2001 τις οποίες έχασε για ελάχιστους ψήφους ο Al Gore και
τις κέρδισε ο Μπους. Ακούσαμε και για νοθεία. Σίγουρα στους αμερικάνους που
ξέρουν πιο πολλά για αυτές τις εκλογές θα άρεσε περισσότερο. Τελικά ψάχνοντας
για τον Al Gore στη βικιπαίδεια
έμαθα κάμποσα πράγματα για αυτές τις εκλογές.
Όχι, του Τσεν Κάιγκε (ο ένας από την
κινέζικη τριανδρία. Οι άλλοι δυο είναι ο Τζανγκ Γιμόου και ο Φενγκ Σιαογκάνγκ)
μου άρεσε περισσότερο. Πιο ευφάνταστη και πιο συγκινητική η ιστορία του.
Για όσους δεν το
ξέρουν, στο Πεκίνο κατεδαφίζουν αλύπητα τα hutong, τις παλιές γειτονιές, για να στήσουν στη θέση τους
πολυκατοικίες. Ένας που του κατεδάφισαν το σπίτι του τρελάθηκε. Ζητάει από ένα
φορτηγό που εκτελεί μεταφορές να του μεταφέρουν τα πράγματα. Πηγαίνουν στο
σημείο που τους υποδείχνει, βλέπουν μόνο ένα δένδρο, καταλαβαίνουν ότι
πρόκειται για τρελό και φεύγουν. Όμως στο δρόμο κάποιος παίρνει τηλέφωνο τον
οδηγό στο κινητό και τον ενημερώνει για τον τρελό αυτόν. Πρέπει να επιστρέψουν,
να τον ηρεμήσουν.
Επιστρέφουν, και
κάνουν ότι μετακινούν την επίπλωση που τους δείχνει, με μιμικές κινήσεις. Αυτός
βρίσκει μέσα στα χώματα τη γλώσσα από ένα καμπανάκι που κτυπούσε όταν φυσούσε
αέρας. Αργότερα βρίσκει και το καμπανάκι, προσαρμόζει τη γλώσσα, το κτυπάει,
και απομακρύνεται φωνάζοντας ενθουσιασμένος.
Πολύ συγκινητικό φιλμάκι.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «The million dollar hotel».
Είναι το δεύτερο ντοκιμαντέρ μιας
σειράς, παραγωγής του Μάρτιν Σκορσέζε, με θέμα τα μπλουζ. Ο Βέντερς παρουσιάζει
την καριέρα τριών μουσικών, του Skip James Jeremiah,
του Blind Willie Johnson και του J.B.Lenoir.
Λενόιρ άκουσα να
προφέρεται το όνομα του τελευταίου αν και, αν το προφέρει κανείς γαλλικά, είναι
Λενουάρ. Μετά το συνειδητοποίησα: Le noir θα πει ο μαύρος.
Πολύ επινοητικός στο
ντοκιμαντέρ του ο Βέντερς, ξεκινάει με τον σχολιασμό του Voyager που ταξιδεύει από το 1977 στο
διάστημα κουβαλώντας εικόνες και ήχους από τη γη, μηνύματα σε 50 γλώσσες και
μουσικές. Ανάμεσα στις μουσικές είναι και η μουσική του Blind Willie Johnson. Επίσης προς το τέλος
θα δούμε αρκετές σκηνές από τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Πολύ καλό
ντοκιμαντέρ. Υπάρχει στο youtube.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Ten minutes older»
«Η γη της αφθονίας» δηλώνει ο Βιμ
Βέντερς ότι είναι η
πιο πολιτική του ταινία. Σίγουρα επίσης είναι η πιο αισιόδοξη, με happy end.
Η Αλίκη
που είδαμε στις πόλεις επιστρέφει σαν Λάνα, εικοσάρα πια, στην Αμερική όπου
γεννήθηκε, στην πατρίδα της, μετά από πολλά χρόνια παραμονής στην Αφρική με τη
μητέρα της, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια τα είχε περάσει στη Δυτική Όχθη, στην
Παλαιστίνη. Κουβαλάει ένα γράμμα για το θείο της. Με τον θείο της θα
αποτελέσουν το δίδυμο της πλοκής.
Να κάνουμε μια
παρένθεση: το δίδυμο είναι το πιο συνηθισμένο μοτίβο στον κινηματογράφο, ιδιαίτερα
στο υπομοτίβο «ένας άνδρας μια γυναίκα», με την αποθέωσή του στην ταινία «Πρόσκληση
σε γάμο» του Victor Levin που εξακολουθεί να παίζεται στους κινηματογράφο. Το
υπομοτίβο «δύο άνδρες» είναι επίσης συνηθισμένο: Χοντρός-Λιγνός, Bud Spencer-Terence Hill, Φράνκο και Τσίτσο. Το
είδαμε και στην ταινία του Βέντερς «Με
το πέρασμα του χρόνου», στο «Collateral» του Michael Mann και στο «On the road» του «Walter Salles». Το υπομοτίβο «δυο
γυναίκες» το είδαμε στο «Θέλμα
και Λουίζ» του Ridley Scott και στη «Ζωή
της Αντέλ» του Abdellatif Kechiche.
Το υπομοτίβο «ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι» το είδαμε στις ιρανικές ταινίες «Τα
παιδιά του παραδείσου» του Μαζίντ Μαζιντί, «Το
ακορντεόν» του Τζαφάρ Παναχί, στη «Σιωπή»
του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ» και στα «Αδέσποτα
σκυλιά» της γυναίκας του Μαρζιέ Μεσκινί-Μαχμαλμπάφ. Το «ένας άνδρας-ένα
αγοράκι» το θυμάμαι σε δυο ιρανικές ταινίες, «Τα
παιδιά του παραδείσου» και «Πατέρας»,
πάλι του Μαζίντ Μαζιντί. Το υπομοτίβο «μια γυναίκα-ένα κοριτσάκι» το είδαμε
στην ταινία του Mohammad-Ali Talebi «A bag or rice». Τέλος το υπομοτίβο
«ένας άνδρας ένα κορίτσι» που βλέπουμε στην ταινία του Βέντερς το είδαμε και
στην ταινία του Shigemichi Shugita «The last ronin».
Υπάρχουν φυσικά και
άλλες, αλλά αυτές μου ήλθαν στο μυαλό. Προσπαθώ να στύψω τη μνήμη για να
ξορκίσω το Alzheimer.
Ο θείος είναι
βετεράνος του Βιετνάμ. Κουβαλάει τα ψυχολογικά του προβλήματα μετά την
κατάρριψη του ελικοπτέρου που επέβαινε, από το οποίο επέζησαν μόνο αυτός και
ένας άλλος. Ακούω επίσης ότι τους έδιναν κάποιο φάρμακο, αντικαταθλιπτικό
νομίζω, που είχε πολλές παρενέργειες που επιμένουν ακόμη.
Είναι αρκετά διαταραγμένος.
Μισεί τους κομμουνιστές, και μετά το επεισόδιο με τους δίδυμους πύργους μισεί
και τους μουσουλμάνους. Ζει σε ένα αστυνομικό όχημα παρακολούθησης, εφοδιασμένο
κατάλληλα. Κάνει περιπολίες προσπαθώντας να εντοπίσει ύποπτους τρομοκρατίας.
Κάποτε εντοπίζει –
έτσι νομίζει τουλάχιστον – έναν. Βρίσκεται σε ένα κέντρο που φιλοξενεί άστεγους.
Δεν χωράνε όλοι, πολλοί μένουν στο δρόμο, όμως εκεί έχουν ένα πιάτο φαγητό. Τον
παρακολουθεί, τον καταγράφει με την κάμερά του. Όμως η κάμερα καταγράφει και τη
δολοφονία του από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Υποθέτει ότι πρόκειται για
ξεκαθάρισμα λογαριασμό τρομοκρατών.
Στο κέντρο αυτό
δουλεύει και η ανιψιά του, την οποία δεν έχει ιδιαίτερη διάθεση να συναντήσει.
Σίγουρα δεν θέλει καμιά σχέση μαζί της, όμως αυτή η δολοφονία θα τους φέρει
κοντά. Θα πάνε να παραδώσουν το πτώμα στον αδελφό του, σε μια μακρινή πόλη όπου
βρίσκεται ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. Είναι σίγουρος ότι εκεί βρίσκεται το
άντρο των τρομοκρατών.
Και βέβαια η
ανατροπή είναι μεγάλη, γιατί άλλα πράγματα βρήκε.
Με το μάτι της
κάμερας στον θείο και την ανιψιά, ο Βέντερς μας δείχνει τις φοβερές σκηνές
φτώχειας και εξαθλίωσης που υπάρχουν στην Αμερική.
Όμως το πολιτικό
βρίσκεται ίσως περισσότερο στους διαλόγους παρά στην ίδια την πλοκή. Θα αναφέρουμε
μόνο μια συζήτηση που έχουν στο τέλος της ταινίας θείος και ανιψιά. Η Λάνα του
λέει ότι στη Δυτική Όχθη που ήταν τότε, όταν έμαθε ο κόσμος για τους δίδυμους
πύργους ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Απλοί άνθρωποι ήσαν, που μισούσαν τους
Αμερικάνους. Και προσθέτει ότι τα θύματα των δίδυμων πύργων «σίγουρα δεν θέλουν
να σκοτωθούν κι άλλοι στο όνομά τους». Το σχόλιο βέβαια για την εισβολή στο
Αφγανιστάν, για την οποία οι δίδυμοι πύργοι υπήρξαν η αιτία, αν όχι απλώς η
αφορμή.
Εξαιρετική ταινία,
μου άρεσε πάρα πολύ.
Την ταινία την είδα
πριν ενάμισι χρόνο.
Έχω υπόψη μου και άλλες ανάλογες
ιστορίες: η διασημότητα παρατάει τη θαυμάστρια αφού την αφήσει έγκυο.
Ο Howard (στο ρόλο του ο Σαμ Σέπαρντ, που
συνυπογράφει και το σενάριο με τον σκηνοθέτη) είναι ένας μεσήλικας ηθοποιός.
Αφού χόρτασε γυναίκες, διασκεδάσεις, ναρκωτικά κ.λπ. στη ζωή του βρίσκεται τώρα
μπροστά σε μια υπαρξιακή κρίση. Παρατάει τα γυρίσματα, με αποτέλεσμα παραγωγός
και σκηνοθέτης να τον ψάχνουν αγωνιωδώς. Θα καταφύγει στη μητέρα του, που είχε
να επικοινωνήσει μαζί της τριάντα χρόνια.
Θα του πει για τον
γιο του, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Θα πάει στην πόλη που μένει η μητέρα
του να τον βρει. Μα τι εξαιρετική ηθοποιός η Τζέσικα Λανγκ στο ρόλο της
μητέρας!!!
Η επαφή με το γιο
του είναι γεμάτη ένταση, πράγμα βέβαια που δεν εκπλήσσει. Ο ίδιος φαίνεται να
το υπομένει στωικά. Όμως κάνει και την εμφάνισή της μια κοπέλα, η οποία τον
παρακολουθεί. Καταλαβαίνει, κάπου αλλού θα την έσπειρε κι αυτήν.
Η κοπέλα έχει την
εντελώς αντίθετη στάση από το γιο του, τον θέλει τον πατέρα της. Κάποια στιγμή
θα τους δούμε αγκαλιασμένους.
Τον βρίσκει ο
σταλμένος από τον παραγωγό και τον φέρνει πίσω. Θα γυρίσει τη σκηνή του
φιλήματος, που η ηθοποιός δεν ήθελε να την κάνει με άλλο, μόνο με αυτόν. Στο
τέλος θα δούμε το δυο αδέλφια με τη φίλη του αγοριού να ταξιδεύουν μαζί με ένα
αμάξι. Όσο για τον Howard,
τελειώνοντας τα γυρίσματα παίρνει το άλογό του (ο ρόλος του είναι ο ρόλος ενός
καουμπόι) και απομακρύνεται.
Θα πάει να βρει τα
παιδιά του;
Έτσι θέλουμε να
πιστεύουμε.
Είπα ότι ξέρω
ανάλογες περιπτώσεις. Δυο τις οποίες ξέρω όμως ήταν το ακριβώς αντίθετο: τα
παιδιά ήθελαν να γνωρίσουν τον πατέρα, ο πατέρας όμως όχι. Οι χωριανοί μου
ξέρουν τη μία.
Δεν μου αρέσουν οι
ταινίες με αρνητικούς ήρωες, και ο Howard μου ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μου άρεσε ιδιαίτερα αυτή η τόσο καλογυρισμένη
ταινία.
Η προηγούμενη ταινία
του Wenders ήταν η «Land of plenty», την οποία είδαμε
πριν ενάμισι χρόνο. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την προ-προηγούμενη
ταινία του, «The soul of a man».
Φοβερό ντοκιμαντέρ, που δείχνει τι
παθαίνουν οι γυναίκες στη μαύρη Αφρική όταν υπάρχει πόλεμος. Εδώ ο Βέντερς μας
δείχνει γυναίκες από το Κονγκό που αφηγούνται την ιστορία τους. Κάποιες έχουν
βιασθεί από τους αντάρτες Μάι Μάι, κάποιοι από τους κυβερνητικούς και κάποιοι
από τους αστυνομικούς. Κάποιων σκότωσαν και τους άντρες τους. Ζούνε μες στην
φτώχεια. Ευτυχώς που τις βρήκε μια γυναικεία οργάνωση που έχει αναλάβει να
εντοπίζει τέτοιες γυναίκες και να τις βοηθάει.
Βρε μπας και με τους
Βέλγους τα πράγματα για τις γυναίκες θα ήταν καλύτερα;
Υφολογικά, είχε
επίσης ενδιαφέρον το ντοκιμαντέρ. Ο Βέντερς κάποιες φορές «εξαφανίζει» τις
γυναίκες από το κάθισμά τους όταν αφηγούνται το επεισόδιο του βιασμού τους.
Επίσης στα πλάνα που δείχνει κόσμο, κάποιους και κάποιες τις παρουσιάζει να
έχουν τη διαφάνεια φαντάσματος.
Την ταινία μπορείτε
να τη δείτε στο youtube.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Μην
ξαναγυρίσεις».
Abbas
Kiarostami, Wim Wenders et. al. To each his cinema (2007)
Την ταινία την είδα
πριν δέκα χρόνια, όταν έβλεπα πακέτο τον Abbas Kiarostami. Έγραψα για την τρίλεπτη συμμετοχή κάποιων σκηνοθετών,
όχι όμως και του Wim Wenders.
Ξαναείδα το κομμάτι του Wim Wenders και έκαναν προσθήκη.
Στο σινεμά, όπως όλοι φαντάζομαι, προτιμώ τις
ταινίες μεγάλου μήκους. Για μένα ήταν μια έκπληξη το μικρό βιντεάκι που
αναρτήθηκε στο youtube και μου
στάλθηκε με email και είχε
τον τίτλο «Τι είναι αυτό», που αναφερόταν στις σχέσεις του ηλικιωμένου πατέρα
με τα γιο του. Είχε τόση επιτυχία που κάποιος άλλος αργότερα μου το έστειλε με
αραβικούς υπότιτλους, ενώ τη μουσική του τέλους είχε αντικαταστήσει απόσπασμα
από το Κοράνι που αναφερόταν στις υποχρεώσεις των παιδιών απέναντι στους γέρους
γονείς.
Η δεύτερη έκπληξη ήταν η
ταινία «To
each his cinema».
Αποτελείται από 33 τρίλεπτα ταινιάκια 33 κορυφαίων σκηνοθετών, παραγγελία του
φεστιβάλ Κανών για τα 60 χρόνια του. Και τα 33 ήταν μικρά αριστουργήματα. Θα
αναφερθώ σ’ αυτά που μου άρεσαν περισσότερο. Και πρώτα πρώτα το σπαρταριστό
φιλμάκι του Elia
Souleiman, που μας άφησε το καταπληκτικό «Θεϊκή
παρέμβαση», μια απίθανη κωμωδία, κάτι μεταξύ βωβού κινηματογράφου και Ζακ Τατί.
Εξαιρετικό ήταν και του Πολάνσκι, με ένα εκπληκτικό εφέ του απροσδόκητου. Ο
φουκαράς στο πίσω κάθισμα δεν βογκούσε αυνανιζόμενος βλέποντας την τσόντα όπως
νόμισε το ζευγάρι μπροστά, αλλά βογκούσε γιατί είχε τραυματιστεί σοβαρά
πέφτοντας από τον εξώστη.
Πολύ μου άρεσε επίσης και το
ταινιάκι του αγαπημένου μου σκηνοθέτη, του Τζανγκ Γιμόου. Μου θύμισε τα παιδικά
μου χρόνια. Τα παιδιά είναι κατενθουσιασμένα με την έλευση του περιοδεύοντος
κινηματογράφου. Περιμένουν πως και πώς να πέσει ο ήλιος για να μπορέσει να
ξεκινήσει η παράσταση. Στην τελευταία σκηνή βλέπουμε τον πιο ενθουσιώδη
πιτσιρικά να έχει αποκοιμηθεί, ενώ οι μεγάλοι πίσω του παρακολουθούν την
ταινία.
Και θυμήθηκα πάλι ένα επεισόδιο
από τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν στο «σινε-Αστέρια», το θερινό σινεμά του χωριού
μου που τότε ήταν στις δόξες του. Πήγαινα τότε στην πρώτη γυμνασίου. Ο Νικολής
ήταν τρία χρόνια πιο μικρός από μας. Στη διάρκεια της προβολής τον πήρε ο
ύπνος. Δεν θυμάμαι ποιος από την παρέα του ψιθύρισε στ’ αυτί: -Νικολή,
κατούρησε για να πας για ύπνο. Και ο Νικολής, κοιμισμένος, ξεκουμπώνεται,
βγάζει έξω το πουλί του και αρχίζει να κατουράει.
Απίστευτα επινοητικό ήταν το
εργάκι του έτερου κινέζου, του Τσεν Κάιγκε, όπου τα παιδιά, κρυφά από τον
ιδιοκτήτη, βάζουν μπροστά την κάμερα για να δουν το έργο. Υπάρχει όμως διακοπή
ρεύματος. Τι κάνουν τότε; Τροφοδοτούν με ρεύμα τη μηχανή προβολής με τα δυναμό
από τα ποδήλατά τους.
Του Αμπάς Κιαροστάμι είχε πολύ
πλάκα. Στην αίθουσα του κινηματογράφου παίζεται το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Η
κάμερα ζουμάρει διαδοχικά σε γυναικεία πρόσωπα βουτηγμένα στα δάκρυα. Ξαφνικά
συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε κανένα ανδρικό.
Τα περισσότερα έργα,
θεματοποιώντας τον κινηματογράφο, είχαν σαν αφηγηματική τεχνική τον
«μετα-κινηματογράφο», κατά το μεταθέατρο, δηλαδή αποσπάσματα από
κινηματογραφικές ταινίες. Το ταινιάκι του Αγγελόπουλου, αφιερωμένο στην μνήμη
του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τον παρουσιάζει σε μια σκηνή από τον «Μελισσοκόμο». Η
Ζαν Μορώ, μπροστά του, του πλέκει το εγκώμιο λέγοντας πόσο τον αγαπά. Τα λόγια
που λέει έχουν την ίδια περίπου έκταση με τα λόγια σε οποιαδήποτε ταινία
μεγάλου μήκους του Αγγελόπουλου.
Τελικά μπορεί να είναι
αλήθεια, size
doesn’t matter.
Προσθέτουμε:
Wim Wenders, War in peace.
Μάλλον ο τίτλος έπρεπε να είναι Peace after War. Είναι
ντοκιμαντέρ, και δείχνει ειρηνικές σκηνές σε μια πόλη στο βάθος του ποταμού
Κόνγκο, μετά από μακροχρόνιους πολέμους. Και πάλι θεματοποιείται ο
κινηματογράφος. Τα παιδιά παρακολουθούν προσηλωμένα την προβολή, η κάμερα
εστιάζει στα πρόσωπά τους. Όμως ένα πιτσιρικάκι νύσταξε, και ακουμπάει το
κεφάλι του στο μπράτσο του πατέρα του.
10-7-2009
O Finn είναι μια διπλοτυπία του Howard
από το «Μην ξαναγυρίσεις», με
τη διαφορά ότι είναι πιο αποκλίνων. Όμως μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθής σε
αντίθεση με τον Howard. Το θέμα όμως αλλάζει, είναι η αξία
της ζωής.
Κι
αυτός νοιώθει υπαρξιακό κενό, όμως δεν το σκάει από κανένα πλατό, πηγαίνει στο
Παλέρμο σε μια προσπάθεια να το γεμίσει, φωτογραφίζοντας παράλληλα ό,τι
αξιοθέατο πέφτει στην αντίληψή του. Είναι επαγγελματίας φωτογράφος, οι
φωτογραφίες του πουλιούνται.
Η «απόκλιση» του ήρωά του επιτρέπει στον
Βέντερς να εισαγάγει το φανταστικό στην ταινία με τη μορφή παραισθήσεων και
ονείρων, που συναρπάζουν σαν θρίλερ. Και βέβαια «φωτογραφίζοντας» τον φωτογράφο,
μας δίνει εξαιρετικά ποιητικά πλάνα.
Τελικά είμαι κι εγώ mainstream όπως οι περισσότεροι. Την ταινία κάπου
τη βαρέθηκα, νύσταξα, ήταν βέβαια και αργά, την παράτησα στο 30΄λεπτό και
συνέχισα την μεθεπόμενη. Η συνέχεια μου άρεσε πολύ περισσότερο. Γιατί; Διότι ο
Βέντερς ακολούθησε την συνταγή που ακολουθούν σχεδόν όλοι οι σκηνοθέτες,
μπάζοντας μια γυναίκα στην πλοκή. Ναι, πλάθεται ένα ειδύλλιο, που ακυρώνει την
«Πόλη» του Καβάφη: …η
πόλις θα σ’ ακολουθεί…
Και για το θέμα που λέγαμε;
Φαντάζομαι ότι το εμπνεύστηκε από την «Έβδομη
σφραγίδα» του Μπέργκμαν. Σημειωτέον ότι η ταινία είναι αφιερωμένη στην μνήμη
του Μπέργκμαν και του Αντονιόνι, που πέθαναν στις 30 Ιουλίου του 2007, τότε που
γίνονταν τα γυρίσματα.
Ο Βέντερς μπάζει και αυτός τον θάνατο να
κυνηγάει τον Φιν. Έχει την παραίσθηση ότι κάποιος τον βάλλει με ένα τόξο.
Μάλιστα, ενώ ήταν στην προκυμαία, «βλέπει» πάλι τον θάνατο, που δεν ξέρει ακόμη
ότι είναι ο θάνατος, να του ρίχνει ένα βέλος. Προσπαθώντας να το αποφύγει
πέφτει στη θάλασσα. Τον ανασύρουν. Η κοπέλα του δίνει το φιλί της ζωής.
Και το θέμα που λέγαμε;
Στο όνειρό του βλέπει τον άνθρωπο που τον
καταδιώκει, ο οποίος του λέει ότι δεν μπορεί να του ξεφύγει, γιατί είναι ο
θάνατος. Θα γίνει μια συζήτηση, που στην ουσία είναι ένας μονόλογος του
θανάτου, όπου του εκθέτει τη σημασία του να ζει κανείς. Αυτός είναι ο λόγος που
τον ακολουθούσε, είδε ότι είχε βαρεθεί τη ζωή του και ήλθε να του την πάρει.
Τελικά δεν θα του την πάρει, βλέποντάς τον να
έχει αλλάξει. Αγαπάει τη ζωή και δεν φοβάται τον θάνατο. Τον πλησιάζει και τον
αγκαλιάζει. Αυτό είναι που έκανε τον θάνατο να αλλάξει γνώμη. Φυσικά η κοπέλα
έπαιξε τον πρώτο ρόλο σ’ αυτή την αλλαγή του Φιν.
Τελικά δεν ακολουθεί ο Βέντερς τη συνταγή
μέχρι τέλους. Για το happy end δεν έχουμε αμφιβολία, όμως αφήνει τους
ήρωές του να κάνουν σεξ αφού τελειώσει η ταινία, προς μεγάλη απογοήτευση,
φαντάζομαι, μιας μερίδας θεατών. Να είναι άραγε αυτός ο λόγος που έχει αρκετά
χαμηλή βαθμολογία, μόλις 6,2, στο IMDb;
Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ.
Και κάτι ακόμη: το ξέρατε ότι το Παλέρμο
είναι παραφθορά ελληνικής λέξης; Ακούμε στην ταινία: -Αρχικά αποκαλούνταν Πανόρμος
(παν-όρμος), δηλαδή μεγάλο λιμάνι (Νομίζω πλοίο με τέτοιο όνομα έκανε γραμμή
στα δωδεκάνησα).
Η προηγούμενη ανάρτησή μας δεν ήταν για την
προηγούμενη ταινία του «War in peace», κομμάτι από το συλλογικό «To each his cinema», το οποίο είδαμε πριν από έντεκα
χρόνια καθώς βλέπαμε πακέτο τον Κιαροστάμι, αλλά για την προ-προηγούμενη, που
έχει τίτλο «Invisible crimes».
Θέμα
του δεκαεξάλεπτου αυτού ντοκιμαντέρ είναι η «Ανάπτυξη της Διεθνούς Συνεργασίας
για την Ανάπτυξη».
Στην ταινία βλέπουμε ένα τηλεοπτικό στούντιο,
όπου επιλέγουν ειδήσεις και στιγμιότυπα. Βλέπουμε τις διαδηλώσεις για τη
συνάντηση των G8 στο Rostock, με τους διαδηλωτές
να συγκρούονται με την αστυνομία. Όχι στην παγκοσμιοποίηση, είναι το σύνθημά
τους. Στη συνέχεια βλέπουμε εικόνες από μια συναυλία, και κατόπιν κάποιους
αφρικανούς να εκδηλώνουν την αγανάκτησή τους για τις ευρωπαϊκές χώρες που δεν
κράτησαν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στις πρώην αποικίες τους, με αποτέλεσμα
να μαστίζονται τώρα από τη φτώχεια. Ένας αφρικανός μιλάει για τη ζωή του σε ένα
στρατόπεδο προσφύγων. Η βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών ήταν μια κονσέρβα φασόλια
για 14 μέρες.
Και εδώ έχουμε την
εισβολή του φανταστικού, στο οποίο ο Βέντερς έχει ήδη μαθητεύσει. Το προσωπικό
κάνει διάλειμμα, πηγαίνουν για φαγητό, και οι αφρικανοί που βρίσκονται στις
οθόνες των διάφορων υπολογιστών «πηδάνε» μέσα στο στούντιο, μιλάνε με άλλα
πρόσωπα από τις πατρίδες τους που εξακολουθούν να είναι στις οθόνες και
«φτειάχνουν» τα δικά τους ρεπορτάζ τα οποία οι άλλοι βρίσκουν έκπληκτοι όταν
επιστρέφουν. Πολύ ενδιαφέρον είναι αυτό με τα «μικροδάνεια», για το οποίο είχα
διαβάσει παλιά. Με μόλις 27 δολάρια, φτωχόκοσμος του τρίτου κόσμου μπορούσε να
ξεκινήσει μια μικροεπιχείρηση.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Palermo shooting».
Η Pina Bausch (1940-2009), διαβάζω
στη βικιπαίδεια, ήταν χορεύτρια και χορογράφος. Με το «Χοροθέατρο Wuppertal Pina Bausch» ταξίδεψε σε όλο τον
κόσμο και άσκησε μεγάλη επίδραση στον σύγχρονο χορό.
Η ταινία ξεκινάει με
την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι (Παρεμπιπτόντως, ακριβώς έτσι ξεκινάει
και η ταινία του Jean Kounen,
«Κοκό
Σανέλ και Ιγκόρ Στραβίνσκι»), ένα έργο καθαρά μουσικής μπαλέτου, και
περνάμε σε κομμάτια που δεν γράφηκαν ειδικά για το μπαλέτο («Έκτη συμφωνία του
Τσαϊκόφσκι, άριες, λατινοαμερικάνικα και γερμανικά τραγούδια, κ.λπ.), τα οποία
χορογραφεί και παρουσιάζει στο χοροθέατρό της. Ενδιάμεσα έχουμε τα μέλη του
θεάτρου της που μιλάνε γι’ αυτήν, τη δουλειά της και τις εμπειρίες τους απ’
αυτήν, ενώ αρκετά κομμάτια εκτελούνται σε εξωτερικούς χώρους, σε πάρκα, ακόμη
και σε λεωφορεία.
Και πάλι ο Βέντερς
πρωτοτυπεί.
Στο «Invisible crimes» στο οποίο παίρνει
συνέντευξη από βιασμένες και κακοποιημένες γυναίκες, κάποιες φορές, στα κρίσιμα
σημεία της συνέντευξής τους, τις «εξαφανίζει» από το κάθισμα όπου κάθονται.
Στην «Pina Bausch»
δεν εξαφανίζει τα πρόσωπα που μιλάνε γι’ αυτήν αλλά τα παρουσιάζει αμίλητα, σαν
να ποζάρουν για φωτογραφία, και αυτά που λένε ακούγονται «off-stage».
Εξαιρετικό
ντοκιμαντέρ, πολύ μου άρεσε.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Person to person».
Wim Wenders, Θόδωρος Αγγελόπουλος,
Ατόμ Εγκογιάν, et.al. «Ver ou nãu ver» (βλέπεις ή δεν βλέπεις),
segment of Mundo invisível (2012).
Το πρώτο κομμάτι
είναι του δικού μας Θόδωρου Αγγελόπουλου και έχει τίτλο «Κάτω ουρανός» (Céu
Inferior). Στα γράμματα τέλους διαβάζουμε ότι ενώ περιφερόταν στο Σάο Πάολο
διαβάζοντας τα graffiti στους τοίχους, είδε έναν άνθρωπο να κάνει κήρυγμα για τον
Ιησού Χριστό.
Ολοφάνερα
σαλταρισμένος, τον παρουσιάζει κάποια στιγμή να κηρύττει μπροστά σε ένα πλασματικό
ακροατήριο: στην απέναντι αποβάθρα περιμένει ο κόσμος το συρμό. Όμως έρχεται ένας
συρμός από την από δω μεριά και χάνεται το ακροατήριό του. Όταν φεύγει, τους
βλέπουμε πάλι απέναντι. Ο συρμός από την απέναντι γραμμή δεν είχε περάσει
ακόμη.
Παράλληλα ο
Αγγελόπουλος παίρνει και άλλες εικόνες: ένας άστεγος κοιμάται στην άκρη ενώ
περνάει κόσμος χωρίς να του δίνει σημασία. Ένας άλλος νεαρός γράφει στον τοίχο:
«Κοροϊδεύουν τον λαό». Κόσμος ανεβοκατεβαίνει βιαστικός τις κυλιόμενες σκάλες.
Αυτές οι σκηνές δεν
είναι σε όλους αθέατες, δεν περνάνε από όλους απαρατήρητες. Εγώ τουλάχιστον, με
εξαίρεση τον κόσμο στις κυλιόμενες, θα τις έβλεπα.
Το επόμενο είναι του Guy Maddin, «Gato colorido» (Πολύχρωμος γάτος)
Για κάτι το οποίο
βλέπουμε συχνά ανεβαίνει το κατώφλι ερεθισμού, με αποτέλεσμα να περνάει
απαρατήρητο. Έτσι περνάνε και τα επιτύμβια αγάλματα σε ένα νεκροταφείο. Η
κάμερα βλέπει τα αγάλματα, αλλά ο κόσμος που βρίσκεται εκεί δεν φαίνεται να
τους δίνει σημασία (αξελερέ λήψη της κάμερας).
Και ο γάτος;
Ο σκηνοθέτης βάζει
ένα γάτο να τρώει ένα κομμάτι κρέας, έγχρωμα, ενώ οι υπόλοιπες σκηνές είναι
ασπρόμαυρες. Μαύρο, το χρώμα το θανάτου, έγχρωμο, το χρώμα της ζωής. Σίγουρα ο
γάτος δεν δίνει καμιά προσοχή σε όλα αυτά.
Η 2α
Νοεμβρίου, διαβάζουμε στα γράμματα τέλους, είναι η μέρα των νεκρών, και ο
κόσμος επισκέπτεται τα νεκροταφεία.
Τέτοιο έθιμο έχουν και
οι Ρώσοι. Κάθε Κυριακή του Θωμά επισκέπτονται τα νεκροταφεία, κρατώντας μεζέδες
και ποτά, να κάνουν παρέα στους νεκρούς τρωγοπίνοντας.
Πώς το ξέρω αυτό;
Υπήρξα
προσκεκλημένος του συγχωρεμένου του Μανώλη του Περβολάρη, επαναπατρισμένου
αντάρτη, και βρέθηκα και εγώ εκεί, πάνε αρκετά χρόνια τώρα. Νομίζω ήταν και η
Βέρα και η Σβετλάνα, αλλά και άλλοι που μόλις είχαν καταφτάσει από τη μητέρα
πατρίδα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Το επόμενο είναι του Marco Bechis και
έχει τίτλο «Tekoha».
Όχι, αυτοί δεν είναι
αθέατοι, όλοι εκπλήσσονται που τους βλέπουν: Eίστε ινδιάνοι; Είστε ινδιάνοι;
Οι ινδιάνοι αυτοί
για πρώτη φορά επισκέπτονταν αυτό το πάρκο, συνέχεια του δάσους, και
αναγνώρισαν δένδρα άγνωστα για τους λευκούς. Όμως αυτό το διαβάζουμε στα
γράμματα τέλους. Ναι, είναι τόσο μικρά τα κομμάτια που δίνονται διευκρινίσεις
στο τέλος για να γίνουν πιο κατανοητά.
Manoel de
Oliveira, Do Visível ao Invisível (Από το ορατό στο
αόρατο)
Μεγάλος ο Manoel de Oliveira, το κομμάτι του είχε
πολύ πλάκα.
Συναντιώνται οι δυο
φίλοι, μετά από χρόνια. Χαρές. Ξαφνικά κτυπάει το τηλέφωνο του ενός. -Θα σε
πάρω σε πέντε λεπτά. Πριν προλάβουν να ανταλλάξουν μερικές λέξεις, κτυπάει το
τηλέφωνο του άλλου. -Θα σε πάρω σε πέντε λεπτά.
Πάλι κτυπάει το
τηλέφωνο του πρώτου. -Θα σε πάρω σε πέντε λεπτά. Και ξανά του δεύτερου: -Θα σε
πάρω σε πέντε λεπτά.
-Πες μου το τηλέφωνό
σου, του λέει ο δεύτερος.
Του το λέει, το
σημειώνει στο κινητό του και τον παίρνει για επιβεβαίωση.
Αρχίζουν να μιλάνε
από τα κινητά τους, ενώ βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Ναι, έτσι είναι σίγουρο
ότι δεν πρόκειται να τους ξαναενοχλήσει κανείς.
Το επόμενο είναι της
Laís Bodansky και
έχει τίτλο «O ser transparente»
(το διαφανές ον).
Στο έργο αυτό ακούμε
δυο ηθοποιούς (ο ένας από τηλέφωνο), έναν βουδιστή μοναχό και έναν σκηνοθέτη,
τον Yoshi Oida
που έγραψε το βιβλίο «Ο αθέατος ηθοποιός», να μιλάνε για την «εξαφάνιση του
εγώ», που αποτελεί την προϋπόθεση για να κάνεις την τεχνική τέχνη.
Gian Vittorio Baldi,
Fábula
Παρακολουθούμε ντοκιμαντερίστικες
σκηνές από κομματιασμένα επεισόδια, ανακατεμένα, για να μην υπάρχει μονοτονία.
Τα επεισόδια αυτά είναι κυρίως θρησκευτικά, θρησκευτικές μαζώξεις, αλλά και μια
βάπτιση. Ένα επεισόδιο που ξεχωρίζει είναι τα παιδιά που μαθαίνουν καράτε. Όλα αυτά στο Σάο Πάολο.
Maria de Madeiros, Adventures of an invisible
man
Ο «Αόρατος άνθρωπος» είναι ένας νεαρός
σερβιτόρος. Περνάει σαν «αόρατος» δίπλα τους, αφήνοντας τα ποτά σε αυτούς που
τα έχουν παραγγείλει. Συμμετέχει σε ιστορίες.
Ο άντρας, αφού του
αφήνει φιλοδώρημα, σκέφτεται και κάτι άλλο. Του προσφέρει 300 ρεάλ για να
μείνει να τον παρακολουθεί που θα κάνει σεξ με την κυρία που είναι στο κρεβάτι.
Η επόμενη έχει το
εφέ του απροσδόκητου.
Κρατάει μια γλάστρα
με λουλούδια. Ετοιμάζεται να κτυπήσει την πόρτα, αλλά ακούει ερωτικά βογκητά.
Περιμένει να σταματήσουν. Κτυπάει την πόρτα. Του ανοίγει μια γυναίκα. Μιλάει
στο τηλέφωνο. Ναι, επρόκειτο για τηλεφωνικό σεξ.
Ακόμη:
Η γυναίκα είναι στο
μπαλκόνι, μάλλον ετοιμάζεται να πέσει. Τρέχει να την προφτάσει. Ανοίγει το
δωμάτιό της. Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Δίπλα της άδειες καρτέλες από χάπια.
Βάζει ένα καθρεπτάκι μπροστά στο στόμα της. Δεν θολώνει. Αυτό σημαίνει ότι
είναι νεκρή, δεν αναπνέει. Στη βεράντα προφανώς βγήκε για μια τελευταία ματιά
και όχι για να φουντάρει.
Και άλλο εφέ
απροσδόκητου.
Μια γυναίκα σκοντάφτει
σε ένα κάδο από μπάζα. Ο σερβιτόρος τρέχει να τη βοηθήσει. Σηκώνεται. Του λέει
ότι πριν λίγες μέρες έκανε μια εγχείρηση στα μάτια που δεν πήγε καλά, δεν έχει
συνηθίσει ακόμη να περπατάει τυφλή. Φυσικά έχει ένα σκυλάκι μαζί της.
Cisco Vasques, Kreuco
Ακούμε τον μονόλογο
ενός καρκινοπαθούς που τον βλέπουμε σε γκρο πλαν. Έκανε χημειοθεραπεία μαζί με
δώδεκα άλλους. Όταν είδε κάποιους να απουσιάζουν και η νοσοκόμα του εξήγησε πως
δεν θα είναι πια μαζί τους, αποφάσισε να τρελαθεί. Βρίσκει ομοιότητες της
κατάστασής τους με τους φυματικούς στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν.
Φαντάζεται
πρωτοποριακά ανεβάσματα έργων του Σαίξπηρ, με κεντρικό το «Ρωμαίος και
Ιουλιέτα». Σ’ αυτό συμφύρεται και το παραμύθι «Η ωραία και το τέρας». Στις
σκηνές δεν υπάρχει λόγος, μόνο κίνηση, σαν παντομίμα ή όρχηση.
Jerzy Stuhr, Tribute to the cinema audience
Η κάμερα είναι στραμμένη στην πλατεία
φιλμάροντας τους θεατές της ταινίας, τις περισσότερες φορές σε γκρο πλαν αλλά
και κατά σύνολα τεσσάρων ή περισσότερων ατόμων. Ένας μασάει τσίχλα, μια γυναίκα
σκύβει και λέει κάτι στη διπλανή της, όλοι γελούν σε ένα κωμικό επεισόδιο,
τραγουδούν το τραγούδι που παίζεται στην οθόνη, κ.λπ. Την έμπνευση λέει την
έδωσε η παρατήρηση των θεατών σε ένα θέατρο, πώς αντιδρούν σ’ αυτά που βλέπουν
στη σκηνή. Μπορεί να λέει αλήθεια, αλλά μπορεί και να έκλεψε την ιδέα από την «Shirin», στην οποία ο
Κιαροστάμι κάνει ακριβώς το ίδιο. Σίγουρα γυρίστηκε πιο πρώτα, αλλά να το
επιβεβαιώσω.
Ναι, η «Shirin» είναι ταινία του
2008.
Η πρωτοτυπία: Ο Stuhr φιλμάρει
χωρίς φωτισμό, σε πραγματικές συνθήκες προβολής, με αποτέλεσμα οι σκηνές να
φαίνονται σαν πουαντιγικοί πίνακες του Σερά.
Και στη συνέχεια ο
Βέντερς, με το απόσπασμα «Να βλέπεις ή να μη βλέπεις».
Υπάρχουν σχολεία για
τυφλούς, όχι όμως για άτομα με μειωμένη όραση. Εντούτοις στο οφθαλμολογικό
τμήμα του νοσοκομείου Σάντα Κάζα, ένα νοσοκομείο για τους φτωχούς, υπάρχει ένα
τέτοιο τμήμα. Ο ντοκιμαντερίστας Βέντερς παίρνει εικόνες παιδιών σε αυτό το
σχολείο, παρουσιάζοντάς τα σχεδόν πάντα σε γκρο πλαν. Τα τρία παιδιά στα οποία
στρέφει κυρίως την κάμερά του, μετά από δυο χρόνια έχουν αναπτύξει αρκετές
ικανότητες ώστε να παρακολουθούν κανονικό σχολείο, χρησιμοποιώντας ένα μικρό
μονόκυαλο για να βλέπουν στον πίνακα.
Atom Egoyan, Ερεβάν, το αόρατο.
Ο Εγκογιάν
επισκέπτεται ο Ερεβάν (που θα πει «το αόρατο»), την πρωτεύουσα της Αρμενίας, σε
μια προσπάθειά του να μάθει για την τύχη του παππού του που χάθηκε κατά τα
χρόνια της γενοκτονίας που στοίχισε τη ζωή σε ενάμισι εκατομμύριο αρμένιους.
Αλλά και επί
σοβιετικών υπέφεραν. Μια σιωπηλή διαμαρτυρία στην κεντρική πλατεία βάφτηκε με
αίμα.
Να πούμε όμως και
του στραβού το δίκιο, τουλάχιστον όπως το διάβασα: Οι αρμένιοι, βλέποντας τη
γενοκτονία κάλεσαν το ρώσικο στρατό να καταλάβει τα αρμενικά εδάφη. Έτσι και
έγινε, οι τούρκοι σταμάτησαν μπροστά στον ρώσικο στρατό. Η από δω μεριά είχε
την τύχη του Πόντου. Η από εκεί έγινε η σοβιετική Αρμενία, ανεξάρτητο κράτος
τώρα μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Και κάτι που διάβασα
επίσης.
Το αμερικανικό κονγκρέσο
θα ψήφιζε ένα νόμο για την αναγνώριση της γενοκτονίας των αρμενίων. Η τούρκοι
τους είπαν, αν τυχόν και κάνετε κάτι τέτοιο, θα ψηφίσουμε κι εμείς νόμο για την
αναγνώριση της γενοκτονίας των ινδιάνων. Φυσικά οι αμερικάνοι κώλωσαν.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Πρόσωπο
με πρόσωπο».
Ένα ακόμη ντοκιμαντέρ από τον Wim Wenders, που εναλλάσσει τις
ταινίες μυθοπλασίας με τα ντοκιμαντέρ. Μοναδικό ανάλογο ξέρω μόνο τον Σοκούρωφ.
Στο ντοκιμαντέρ αυτό
μας δίνει τη ζωή του Sebastião Salgado, ενός βραζιλιάνου φωτογράφου. Το γυρίζει
μαζί με το γιο του, τον Juliano Ribeiro salgado.
Ξεκινάει με βιογραφικά
στοιχεία. Ο Salgado σπούδασε οικονομικά, όμως η φωτογραφία έγινε το πάθος του. Από
τότε θα ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου, όμως η Αφρική τον τραβούσε σαν
μαγνήτης και την επισκεπτόταν συχνά. Η empathy, η ενσυναίσθηση μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία, είναι
που οδηγούσε τα βήματά του εκεί. Και, κρίνοντας από τις μέχρι τώρα ταινίες του
Βέντερς, ιδιαίτερα τα ντοκιμαντέρ, βλέπω την ίδια ενσυναίσθηση να χαρακτηρίζει
και τον ίδιο.
Εδώ πάλι θα
πρωτοτυπήσει ο Βέντερς όταν μιλάει ο Salgado. Δεν τον «εξαφανίζει» κάποιες στιγμές όπως έκανε στα
«Αθέατα εγκλήματα» ούτε τον αφήνει να ποζάρει με κλειστό στόμα ενώ αυτά που
λέγει ακούγονται off-stage, όπως στην «Πίνα». Τον
Σαλγκάδο τον δείχνει γκρο πλαν, όμως σε ένα κατάμαυρο φόντο.
Οι φωτογραφίες που
δείχνει από τα στρατόπεδα προσφύγων, θυμάτων είτε της πείνας είτε των πολεμικών
συγκρούσεων, είναι συγκλονιστικές. Αντιγράφω μια ατάκα: «Όλος ο κόσμος πρέπει
να δει αυτές τις εικόνες για να καταλάβει πόσο απαίσιο είναι το είδος μας».
Όλος ο κόσμος πρέπει
να δει αυτό το ντοκιμαντέρ για να δει πόσο απαίσιο είναι το είδος μας.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Βλέπεις
ή δεν βλέπεις».
Επιστρέφει δριμύτερος στους δυστυχισμένους
ήρωές του ο Βέντερς. Και δεν είναι οι περιθωριακοί που κατοικούν στη «Γειτονιά
των καταφρονεμένων» («Dodesukaden»)
του Κουροσάβα ή οι άστεγοι στο «Κάτω
από το φεγγαρόφωτο» του Sayyed Reza Mir Karimi,
αλλά αστοί, λίγο πολύ επιτυχημένοι.
Ο Τόμας είναι ένας
πολλά υποσχόμενος συγγραφέας (για την ακρίβεια μυθιστοριογράφος, γιατί κι εγώ
συγγραφέας είμαι αλλά δεν γράφω μυθιστορήματα). Δεν νοιώθει ικανοποιημένος από
τη σχέση του. Αιτία η διαφωνία τους: Δεν θέλει παιδιά, σε αντίθεση με τη
γυναίκα του.
Μήπως δεν τον
τραβάει πια ερωτικά, και το «δεν θέλω παιδιά» είναι ένα πρόσχημα; Και το λέω
αυτό γιατί αργότερα θα τον δούμε να έχει μια πολύ τρυφερή σχέση με την κόρη μιας
υπαλλήλου του εκδοτικού του οίκου με την οποία συζεί. Βέβαια μπορεί να άλλαξε αντιλήψεις
στο μεταξύ.
Ενώ η βασική
αφηγηματική δομή είναι «κατάσταση ηρεμίας-διαταραχή της ηρεμίας-αποκατάσταση
της ηρεμίας», εδώ η κατάσταση της ηρεμίας, που στο «Σχετικά με την Έλλη» του
Ασγάρ Φαρχάντι κρατούσε σχεδόν στη μισή ταινία, δεν υπάρχει. Η διαταραχή
έρχεται στην αρχή της ταινίας, σαν ένα πυρηνικό γεγονός που πυροδοτεί άλλα γεγονότα,
χωρίς να είναι in media res.
Διαβολόκαιρος,
χιονιάς, η αστυνομία έχει μπλοκάρει τον κεντρικό δρόμο και τον κατευθύνει σε
έναν παράδρομο. Εκεί θα συμβεί το ατύχημα: θα πέσει πάνω σε δυο παιδιά με
αποτέλεσμα να σκοτώσει το ένα. Όχι, η μάνα τους δεν του κρατάει κακία, ήταν
ατύχημα, δεν μπορεί να τον κατηγορήσει. Σε μια συνάντησή τους μετά από δυο
χρόνια, θα του εξομολογηθεί τις δικές της ενοχές. Αφοσιωμένη στο βιβλίο που
διάβαζε που ήταν συναρπαστικό δεν φρόντισε να μαζέψει τα παιδιά της από το
δρόμο, πράγμα που θα έπρεπε να είχε κάνει από ώρα.
Μετά το ατύχημα είναι
απαρηγόρητος. Τόσο απαρηγόρητος που θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Μόλις που
γλίτωσε.
Το χωρισμό του δεν
το βλέπουμε, υπάρχει αφηγηματικό κενό που γεμίζει βλέποντάς τον με την κόρη της
καινούριας του σχέσης. Σε λίγο καταφτάνει και αυτή. Όλα πηγαίνουν καλά.
Όχι όμως και με τον
αδελφό του σκοτωμένου. Είναι πια δεκαέξι χρονών και κουβαλάει ψυχολογικά
προβλήματα. Ο άνθρωπος που σκότωσε τον αδελφό του, και που δεν είχε αντιληφθεί
ότι υπήρχε ένας νεκρός αδελφός όταν τον μετέφερε στους ώμους του πηγαίνοντάς
τον στο σπίτι, του έχει γίνει εμμονή. Θέλει να τον συναντήσει. Τον συναντάει. Ο
Τόμας του φέρεται άψογα. Ο νεαρός δεν είναι ικανοποιημένος από ό,τι θα φανεί αργότερα.
Κάποτε που λείπει το ζευγάρι θα μπει μέσα στο σπίτι και θα κατουρήσει πάνω στο
κρεβάτι τους.
Κάνουν καταγγελία
στην αστυνομία, αν και ο Τόμας, χωρίς να μας λέγεται στην ταινία, υποψιάζεται
ποιος είναι ο ένοχος. Γιατί πιστεύω ότι το υποψιάζεται; Μα γιατί το υποψιάζεται
και ο θεατής.
Ο Τόμας είναι μόνος
στο σπίτι. Βλέπει από το παράθυρό του μια σκιά. Είναι ο νεαρός. Ανοίγει την
πόρτα, πηγαίνει στο ψυγείο και βγάζει δυο μπύρες. Τις τοποθετεί πάνω στο
τραπέζι και κάθεται στην καρέκλα. Ο νεαρός μπαίνει μέσα και κάθεται απέναντί
του. Θα συζητήσουν. Η μητέρα του έχει φύγει επαγγελματικό ταξίδι, είναι μόνος.
Τους βλέπουμε να
βγαίνουν έξω από το σπίτι κουβαλώντας στο στρώμα. Το ακουμπάνε στον κορμό ενός
δένδρου. Ο νεαρός παίρνει το ποδήλατό του. Ο Τόμας τον συνοδεύει μέχρι το
δρόμο.
-Θα φτάσεις έγκαιρα
στο σχολείο;
-Ναι, χαλαρά.
Ετοιμάζεται να ανέβη
στο ποδήλατο. Ο Τόμας τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει. Ο νεαρός, διστάζοντας
στην αρχή, τον αγκαλιάζει και αυτός.
Βλέπουμε τον νεαρό καβάλα
στο ποδήλατό του να κατευθύνεται προς το σχολείο του με μια υποψία χαμόγελου,
με μια έκφραση ανακούφισης στο πρόσωπό του.
Ο «ανθρωπιστής»
Βέντερς που είδαμε στα ντοκιμαντέρ του δεν είναι διαφορετικός στις μυθοπλασίες
του. Βέβαια, το σενάριο το υπογράφει άλλος, αλλά όμως ο Βέντερς το διάλεξε.
Μας άρεσε πολύ το happy end του
τέλους, όπως και στο «Palermo shooting»,
που μοιάζει με κάθαρση αρχαίας τραγωδίας.
Εξαιρετικός
σκηνοθέτης Βέντερς, μου άρεσε πολύ αυτό το μελαγχολικό κουαρτέτο με έναν άντρα
και τρεις γυναίκες. Δεν χρησιμοποιεί εντυπωσιακές αφηγηματικές τεχνικές, όμως
είναι εξαιρετικός ο τρόπος που αφηγείται. Πολύ μου άρεσε ο τρόπος που
παρουσίασε το ατύχημα. Την ύπαρξη του αδελφού και το τι του συνέβη το
μαντεύουμε από το πανικόβλητο τρέξιμο της μάνας στον τόπο του δυστυχήματος. Το
πτώμα του δεν θα το δούμε.
Όντως τα αφηγηματικά
κενά τα χρησιμοποιεί με πολύ επιδέξιο τρόπο ενώ σε άλλους σκηνοθέτες, όπως στο
Μάλικ που είδα πρόσφατα, πολλές φορές δημιουργούν ασάφεια.
Και τι εξαιρετικός
ηθοποιός ο James Franco!
Αλλά και οι γυναίκες του γυναικείου team.
Ας το γράψω για μια
ακόμη φορά, η βαθμολογία στο IMDb
δεν με επηρεάζει καθόλου στην πρόσληψή μου, είτε αυτή είναι υψηλή είτε είναι
χαμηλή. Το «Όλα θα πάνε καλά» έχει μόλις 5,4.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Το
αλάτι της γης».
Ακόμη μικρότερη βαθμολογία από το
«Αλάτι της γης» έχουν «Οι όμορφες μέρες του Αρανχουέθ», 4,6.
Μπορώ να καταλάβω το
γιατί.
Ο Βέντερς, υποθέτω
σαν έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον Peter Handke για την πολύχρονη συνεργασία τους, μεταφέρει στη μεγάλη
οθόνη το ομώνυμο θεατρικό του, στο οποίο μάλιστα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Handke.
Σε ένα κήπο ένας
άνδρας και μια γυναίκα συζητούν, αναφέροντας κυρίως αναμνήσεις από την παιδική
ηλικία τους, σεξουαλικές εμπειρίες, κ.λπ. κ.λπ.
Σπάνια η
κινηματογραφική μεταφορά ενός θεατρικού έργου μπορεί να συναγωνιστεί ένα
επιτυχημένο ανέβασμά του. Στην συντριπτική πλειοψηφία των θεατρικών έργων, με
εξαίρεση τους θεατρικούς μονόλογους, αν και όχι όλους, υπάρχει δράση παρά τον
περιορισμένο χώρο της σκηνής, με επεισόδια κυρίως πυρηνικά, που πυροδοτεί το
ένα το άλλο. Όμως εδώ δεν υπάρχει δράση, υπάρχει απλώς η συζήτηση δυο ανθρώπων
που καταθέτουν τις αναμνήσεις του. Δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχει λήμμα στη
βικιπαίδεια για την ταινία, μόνο στο IMDb.
Ο Βέντερς κατέβαλε
φιλότιμες προσπάθειες να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε σ’ αυτή την
κινηματογραφική μεταφορά. Βάζει τα δυο πρόσωπα να συζητούν σε τρία διαφορετικά
σημεία του κήπου, μετά από κάθε «διάλειμμα» με τραγούδι από ένα τζουκ μποξ το
οποίο επιλέγει ο συγγραφέας.
Πολύ έξυπνη η
επινόησή του, το να μπάσει τον συγγραφέα στο έργο. Ξεκινώντας η ταινία τον
βλέπουμε μπροστά στη γραφομηχανή του να γράφει το θεατρικό έργο. Αυτό από μόνο
του δεν είναι επινόηση, ο διάλογος των δυο προσώπων θα μπορούσε να είναι μια
δραματοποίηση αυτών που γράφει στο χαρτί. Όμως δεν είναι έτσι, τις περισσότερες
φορές τουλάχιστον. Ο Βέντερς μας τον παρουσιάζει σαν να κρυφακούει τον διάλογό
τους και να τον καταγράφει με τη γραφομηχανή του. Πολύ έξυπνο αν και αντιρεαλιστικό,
αφού μόνο ένας στενογράφος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Η ταινία υπάρχει στο
youtube με
αυτοματοποιημένους, δηλαδή χάλια, γαλλικούς υπότιτλους (η ταινία είναι γαλλική,
αλλά ακούμε και γερμανικά, από τον συγγραφέα που μονολογεί, και αγγλικά, τα
τραγούδια στο τζουκ μποξ).
Η προηγούμενη ανάρτησή
μας ήταν για την ταινία του, «Όλα
θα πάνε καλά».
Και φτάσαμε στο τέλος!!!
Η τελευταία ταινία
του Βέντερς είναι το ντοκιμαντέρ «Ο πάπας Φραγκίσκος: ένας άνθρωπος που κρατάει
το λόγο του».
Τα μόνα πράγματα που
ήξερα για τον πάπα Φραγκίσκο είναι αυτά που έμαθα από την ταινία «Οι δυο
πάπες» του Φερνάντο Μεϊρέγες, έργο που η πλοκή του είναι οι συζητήσεις του
πρώην με τον νυν πάπα, στην προσπάθειά του να τον πείσει να αναλάβει το αξίωμα.
Το ντοκιμαντέρ του Βέντερς αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη συνέχειά του, αφού μας
δείχνει τον πάπα αφού έχει επιλεγεί από το κονκλάβιο.
Το ότι ο Βέντερς
είναι ανθρωπιστής το επιβεβαίωσα άλλη μια φορά με αυτό το ντοκιμαντέρ για τον
ανθρωπιστή πάπα. Πραγματικά με εξέπληξαν αυτά που είδα. Όχι τόσο για το ότι
είναι αντικείμενο λατρείας και υπάρχει κοσμοσυρροή στις διάφορες επισκέψεις του
ανά τον κόσμο, αυτό γινόταν με όλους τους πάπες, όσο για τις θέσεις που παίρνει
πάνω σε διάφορα ζητήματα: Πρέπει να καταπολεμήσουμε την πείνα και την υπανάπτυξη
του Τρίτου Κόσμου. Η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να μπει στην κορυφή της
ατζέντας των προτεραιοτήτων μας. Μηδέν ανοχή για τους παιδόφιλους, μη
εξαιρουμένων των ιερωμένων που έχουν αποκαλυφθεί ως παιδόφιλοι (ο προηγούμενος
πάπας, αν θυμάμαι καλά, τα κουκούλωνε). Οι ομοφυλόφιλοι είναι αδέλφια μας (να θυμίσω
ότι η ποινή για τους ομοφυλόφιλους στο Ισλάμ, σύμφωνα με τη σαρία, είναι ο
θάνατος. Στο Ιράν, διάβασα, τον αποφεύγουν με την αλλαγή φύλου). Το ίδιο και οι
μετανάστες (είδαμε συγκλονιστικές ντοκιμαντερίστικες σκηνές). Και άλλα πολλά.
Η επιλογή επίσης του
ονόματος, από τον άγιο Φραγκίσκο, δείχνει πολλά για το άτομό του.
Βλέπουμε
δραματοποιημένες εικόνες από τη ζωή του άγιου Φραγκίσκου κατά διαστήματα μέσα
στην ταινία (δεν αποκλείεται όμως να είναι και από ταινία που αγνοώ, δεν έχω
χρόνο να το ψάξω).
Χρειάζεται να πούμε
ότι η ζωή του άγιου Φραγκίσκου συγκίνησε βαθύτατα τον Καζαντζάκη; Όμως να πω
ότι ο «Φτωχούλης
του Θεού» είναι το βιβλίο του που μου αρέσει περισσότερο απ’ όλα.
Πρέπει να το πω κι αυτό,
δεν είμαι καθόλου θρησκευόμενος (για να μην πω περισσότερα), όμως με συγκινεί
κάθε βαθύτατο θρησκευτικό αίσθημα. Η ταινία του ιρανού Habib Bahmani «Η
Σάλμα και το μήλο» είναι απ’ αυτές που με έχουν συγκινήσει περισσότερο.
Το ντοκιμαντέρ αυτό,
βλέπω, έχει προβληθεί σε διάφορες χώρες. Μήπως πρέπει να προβληθεί και στην
Ελλάδα; Μου άρεσε πολύ περισσότερο από τους «Δυο πάπες».
Ξέχασα να το πω, το
πρόσωπο του πάπα Φραγκίσκου είναι ένα πρόσωπο που εκπέμπει αγάπη και καλοσύνη. Και
πιστεύω ότι είμαι καλός φυσιογνωμιστής.
Θα παραθέσω μια
εκτενή ατάκα του:
«Αν μου πει κανείς,
δώσε ένα παράδειγμα της όμορφης καθημερινής ομορφιάς με το οποίο μπορούμε να
βοηθήσουμε τους άλλους να αισθανθούν καλύτερα, να είναι πιο ευτυχισμένοι, μου
έρχονται στο νου δυο πράγματα, το χαμόγελο και η αίσθηση του χιούμορ. Το
χαμόγελο είναι το λουλούδι της καρδιάς».
Επίσης μας λέει ότι κάθε
πρωί, μετά την πρωινή του προσευχή, απαγγέλει την «πρωινή προσευχή» του sir Thomas More, γνωστού για την
«Ουτοπία» του την οποία διάβασα πριν χρόνια, και η οποία ξεκινάει ως εξής: Θεέ
μου, δώσε μου μια καλή χώνεψη, αλλά πιο πρώτα δώσε μου κάτι να χωνέψω».
Και εγώ έχω καλή
σχέση με το χαμόγελο. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση δεν γίνεται να την
παραθέσω εδώ, την έχω παραθέσει όμως σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο. Να πω
μόνο ότι το πρώτο από τα «Αυτοβιογραφικά αποσπάσματά» μου έχει τίτλο «Το χαμόγελο». Όσο
για το αν διαθέτω αίσθηση του χιούμορ, το ξέρουν πολύ καλά αυτοί που διαβάζουν,
αυτό τον καιρό, τις αναρτήσεις μου για τον κορονοϊό.
Η προηγούμενη
ανάρτηση δεν ήταν για την προηγούμενη ταινία του «Στο
βαθύ γαλάζιο» την οποία είδα πριν τρία χρόνια στη δημοσιογραφική προβολή, ήταν
για την προ-προηγούμενη ταινία του «Οι
ωραίες μέρες του Αρανχουέθ».
Θέλω να κλείσω αυτή την
ανάρτηση με ένα ανέκδοτο προς επίρρωση των παραπάνω, που έχει σχέση με τον πάπα. Είναι λίγο μεγάλο,
αλλά αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε.
«Ήταν κάποτε ο Μητσάρας άνεργος και άφραγκος
έψαχνε για δουλειά με κύριο προσόν του τις πολλές γνωριμίες που είχε. Πάει στο
Σημίτη και του λέει:
- Κωστάκη βόλεψε με κάπου γιατί έχω μείνει άφραγκος και η γυναίκα μου φωνάζει.
- Εντάξει ρε Μητσάρα, πάρε μια συστατική επιστολή και πήγαινε στο διευθυντή της Ντασό στη Γαλλία (Κατασκευαστές αεροπλάνων).
Πάει στη Γαλλία βλέπει το διευθυντή και του λέει:
- Είμαι ο πασίγνωστος Μητσάρας και μ’ έστειλε ο Κωστάκης ο Σημίτης για δουλειά.
- Βεβαίως βεβαίως, έχω ειδοποιηθεί κιόλας από τον πρωθυπουργό σας και μου είπε τα καλύτερα λόγια για σας. Για πείτε μου λοιπόν τι γνώσεις έχετε γύρω από τα αεροπλάνα;
- Τίποτα!
- Από επιστημονικές γνώσεις;
- Τίποτα!!
- Από τεχνικές γνώσεις;
- Τίποτα!!
- Από Η/Υ;
- Σκράπας!!!
- Καλά και τι ξέρεις;
- Να σου πω την αλήθεια δεν έχω δουλέψει ποτέ στη ζωή μου αλλά έχω πολλές γνωριμίες!!!
- Τι να τις κάνω τις γνωριμίες λέει εκνευρισμένος ο διευθυντής, αλλά σκέφτεται καλύτερα και αποφασίζει να τον προσλάβει ως θυρωρό μην χαλάσει και τις σχέσεις του με την Ελλάδα.
Μετά από ένα μήνα δουλειά στο πολυτελές θυρωρείο της Ντασό καταφτάνει μια λιμουζίνα και βγαίνει από μέσα ο Καντάφι.
- Μουαμάρ!! κολλητέ τι κάνεις εδώ λέει ο Μητσάρας.
- Μητσάρα λεβεντιά πόσο χαίρομαι που σε βλέπω αλλά εσύ τι κάνεις εδώ;
- Δουλεύω κανά μήνα εδώ.
- Εγώ ήρθα να διαπραγματευτώ τιμή για 100 αεροπλάνα.
- Ε τότε θα τα πάρεις από την εταιρεία μου, τόσα χρόνια φίλοι είμαστε.
- Αυτό εννοείται σύντροφε και όντως ο Καντάφι αγοράζει 100 αεροπλάνα τρίβοντας τα χέρια του από ικανοποίηση ο διευθυντής.
Μετά από 3 μήνες καταφτάνει μια λιμουζίνα στο θυρωρείο του Μητσάρα και βγαίνει απο μέσα ο Κλίντον.
- Μπιλ!!!
- Μητσάρα!!! Δεν το πιστεύω, τι κάνεις εδώ;
- Δουλεύω 4 μήνες εδώ.
- Να φανταστείς ότι μόλις χθες μιλούσαμε με τη Χίλαρυ για σένα ότι χάθηκες ρε αδερφάκι μου.
- Δουλειές, δουλειές Μπιλάρα μου και αν ήρθες για αεροπλάνα θα τα πάρεις από την εταιρεία μου. Εντάξει;
- Φυσικά, απαντά ο Κλίντον και παραγγέλνει 300 αεροπλάνα.
Βλέπει το σκηνικό ο διευθυντής και μένει άναυδος. Πάει στον Μητσάρα και του λέει:
- Καλά ρε αδερφάκι μου όλους τους ξέρεις;
- Δεν υπάρχει άνθρωπος στο πλανήτη που να μην με ξέρει.
- Σιγά μη ξέρεις και το Πάπα.
- Με το Πάπα φάγαμε ψωμί και αλάτι μαζί και λες να μην τον ξέρω;
- Αποκλείεται.
- Αμα γουστάρεις αφεντικό να βάλουμε ένα στοιχηματάκι, ένα συμβολικό ποσό όμως γιατί είμαι και μεροκαματιάρης, ότι αύριο που θα έρθει στη Γαλλία για περιοδεία θα είμαι δίπλα στο βήμα και θα αγκαλιαστούμε και θα φιληθούμε κιόλας και εσύ θα είσαι από κάτω να μας δεις.
- Εντάξει απαντάει ο διευθυντής και φεύγει.
Την επόμενη μέρα ήρθε ο πάπας χαμός στη Γαλλία για την υποδοχή του, και κάτω από το βήμα που θα μίλαγε ο πάπας βρίσκεται όλη η ελίτ της Γαλλίας καθώς και ο διευθυντής της Ντασό, και μάλιστα μπροστά μπροστά για να επιβεβαιώσει και το στοίχημα που έχει με τον Μητσάρα.
Πράγματι βγαίνει ο πάπας υποβασταζόμενος από τον ΜΗΤΣΑΡΑ! Αγκαλιές, φιλιά και κακό με τον Μητσάρα και κάγκελο ο διευθυντής!
Οπότε εκεί που μίλαγε ο πάπας και έλεγε τα δικά του βλέπει ο Μητσάρας το αφεντικό του να λιποθυμάει.
Κατεβαίνει κάτω, τον αρχίζει στις σφαλιάρες, του ρίχνει νερό για να συνέλθει, συνέρχεται και λέει στον Μητσάρα:
- Εντάξει ρε Μητσάρα το στοίχημα το έχασα αλλά λιποθύμησα για άλλο λόγο.
- Για ποιο λόγο ρε αφεντικό;
- Από πίσω μου καθότανε ο πρωθυπουργός της Μογγολίας και τι μου λέει ρε Μητσάρα;
- Τι σου λέει ρε αφεντικό;
- Εκείνος ο τύπος με τη καπελάρα και τη κόκκινη ποδιά ΔΙΠΛΑ από τον ΜΗΤΣΑΡΑ ποιος είναι;».
- Κωστάκη βόλεψε με κάπου γιατί έχω μείνει άφραγκος και η γυναίκα μου φωνάζει.
- Εντάξει ρε Μητσάρα, πάρε μια συστατική επιστολή και πήγαινε στο διευθυντή της Ντασό στη Γαλλία (Κατασκευαστές αεροπλάνων).
Πάει στη Γαλλία βλέπει το διευθυντή και του λέει:
- Είμαι ο πασίγνωστος Μητσάρας και μ’ έστειλε ο Κωστάκης ο Σημίτης για δουλειά.
- Βεβαίως βεβαίως, έχω ειδοποιηθεί κιόλας από τον πρωθυπουργό σας και μου είπε τα καλύτερα λόγια για σας. Για πείτε μου λοιπόν τι γνώσεις έχετε γύρω από τα αεροπλάνα;
- Τίποτα!
- Από επιστημονικές γνώσεις;
- Τίποτα!!
- Από τεχνικές γνώσεις;
- Τίποτα!!
- Από Η/Υ;
- Σκράπας!!!
- Καλά και τι ξέρεις;
- Να σου πω την αλήθεια δεν έχω δουλέψει ποτέ στη ζωή μου αλλά έχω πολλές γνωριμίες!!!
- Τι να τις κάνω τις γνωριμίες λέει εκνευρισμένος ο διευθυντής, αλλά σκέφτεται καλύτερα και αποφασίζει να τον προσλάβει ως θυρωρό μην χαλάσει και τις σχέσεις του με την Ελλάδα.
Μετά από ένα μήνα δουλειά στο πολυτελές θυρωρείο της Ντασό καταφτάνει μια λιμουζίνα και βγαίνει από μέσα ο Καντάφι.
- Μουαμάρ!! κολλητέ τι κάνεις εδώ λέει ο Μητσάρας.
- Μητσάρα λεβεντιά πόσο χαίρομαι που σε βλέπω αλλά εσύ τι κάνεις εδώ;
- Δουλεύω κανά μήνα εδώ.
- Εγώ ήρθα να διαπραγματευτώ τιμή για 100 αεροπλάνα.
- Ε τότε θα τα πάρεις από την εταιρεία μου, τόσα χρόνια φίλοι είμαστε.
- Αυτό εννοείται σύντροφε και όντως ο Καντάφι αγοράζει 100 αεροπλάνα τρίβοντας τα χέρια του από ικανοποίηση ο διευθυντής.
Μετά από 3 μήνες καταφτάνει μια λιμουζίνα στο θυρωρείο του Μητσάρα και βγαίνει απο μέσα ο Κλίντον.
- Μπιλ!!!
- Μητσάρα!!! Δεν το πιστεύω, τι κάνεις εδώ;
- Δουλεύω 4 μήνες εδώ.
- Να φανταστείς ότι μόλις χθες μιλούσαμε με τη Χίλαρυ για σένα ότι χάθηκες ρε αδερφάκι μου.
- Δουλειές, δουλειές Μπιλάρα μου και αν ήρθες για αεροπλάνα θα τα πάρεις από την εταιρεία μου. Εντάξει;
- Φυσικά, απαντά ο Κλίντον και παραγγέλνει 300 αεροπλάνα.
Βλέπει το σκηνικό ο διευθυντής και μένει άναυδος. Πάει στον Μητσάρα και του λέει:
- Καλά ρε αδερφάκι μου όλους τους ξέρεις;
- Δεν υπάρχει άνθρωπος στο πλανήτη που να μην με ξέρει.
- Σιγά μη ξέρεις και το Πάπα.
- Με το Πάπα φάγαμε ψωμί και αλάτι μαζί και λες να μην τον ξέρω;
- Αποκλείεται.
- Αμα γουστάρεις αφεντικό να βάλουμε ένα στοιχηματάκι, ένα συμβολικό ποσό όμως γιατί είμαι και μεροκαματιάρης, ότι αύριο που θα έρθει στη Γαλλία για περιοδεία θα είμαι δίπλα στο βήμα και θα αγκαλιαστούμε και θα φιληθούμε κιόλας και εσύ θα είσαι από κάτω να μας δεις.
- Εντάξει απαντάει ο διευθυντής και φεύγει.
Την επόμενη μέρα ήρθε ο πάπας χαμός στη Γαλλία για την υποδοχή του, και κάτω από το βήμα που θα μίλαγε ο πάπας βρίσκεται όλη η ελίτ της Γαλλίας καθώς και ο διευθυντής της Ντασό, και μάλιστα μπροστά μπροστά για να επιβεβαιώσει και το στοίχημα που έχει με τον Μητσάρα.
Πράγματι βγαίνει ο πάπας υποβασταζόμενος από τον ΜΗΤΣΑΡΑ! Αγκαλιές, φιλιά και κακό με τον Μητσάρα και κάγκελο ο διευθυντής!
Οπότε εκεί που μίλαγε ο πάπας και έλεγε τα δικά του βλέπει ο Μητσάρας το αφεντικό του να λιποθυμάει.
Κατεβαίνει κάτω, τον αρχίζει στις σφαλιάρες, του ρίχνει νερό για να συνέλθει, συνέρχεται και λέει στον Μητσάρα:
- Εντάξει ρε Μητσάρα το στοίχημα το έχασα αλλά λιποθύμησα για άλλο λόγο.
- Για ποιο λόγο ρε αφεντικό;
- Από πίσω μου καθότανε ο πρωθυπουργός της Μογγολίας και τι μου λέει ρε Μητσάρα;
- Τι σου λέει ρε αφεντικό;
- Εκείνος ο τύπος με τη καπελάρα και τη κόκκινη ποδιά ΔΙΠΛΑ από τον ΜΗΤΣΑΡΑ ποιος είναι;».
Ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι ενδοκειμενικές
ενδείξεις θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι αυτό το ανέκδοτο φτιάχτηκε πριν
γίνει πάπας ο πάπας Φραγκίσκος.
Για όσες ταινίες του Βέντερς έχω γράψει,
δηλαδή σχεδόν όλες, έχω κάνει μια συνολική ανάρτηση. Μπορείτε να τη διαβάσετε
εδώ.
No comments:
Post a Comment